ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ

Και το μήνυμα
του Αγίου Πορφυρίου
στον τηλεφωνητή


IMAGE DESCRIPTIONΒαγγέλης Μπαϊρακτάρης. Έτσι ξεκίνησε την ζωή του σε αυτόν το συγκεκριμένο πλανήτη. Κατάφερε να γίνει μέγας και τρανός και μπράβο του, εμείς δεν ζηλεύουμε.

Τι, δεν τον γνωρίζετε; Ίσως να τον έχετε ακούσει κάπου. Μόνο, που δεν τον ξέρετε με αυτό το όνομα.

Γεννήθηκε το 1906. Η σύλληψις πραγματοποιήθηκε δια της νομίμου οδού χωρίς θαυματουργές εκπλήξεις και να μην σας μπαίνουν ιδέες.

Έπινε γάλα. Στην αρχή. Μετά έτρωγε ό,τι του έδιναν. Και επέζησε!

Ο πατέρας του, ο Λεωνίδας, λόγω φτώχειας, έκανε μια έτσι και πήγε να δουλέψει αλλαχού. Τον είχε ευλογήσει κάποτε ο Άγιος Νεκτάριος, αλλά μάλλον δεν έπιασε η ευλογία. Η σύμπτωση, μεγάλη η χάρη της, έσυρε τον Λεωνίδα ίσαμε τον Παναμά, όπου δούλεψε εις την διάνοιξιν της διώρυγος. Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες γι΄ αυτόν.

Το κακό όμως δεν είναι αυτό. Το κακό είναι, ότι ούτε η γυναίκα του ούτε τα παιδιά του είχαν κάποιο νέο του. Καλέ, τι νέο του; Ούτε τάλιρο δεν είχαν! Ούτε από αυτόν, ούτε γενικώς! Διότι αν είχαν «νέα του», θα υπήρχε και καμιά επιταγούλα για τα παιδιά. Πέθανε; Μπορεί. Τους παράτησε, γιατί βρήκε άλλη; Κι αυτό παίζει. Κανείς δεν ξέρει.

Η γυναίκα του η Ελένη (το γένος Αντωνίου Λάμπρου, έτσι για να δείτε ότι διαβάζουμε κι εμείς ό,τι βρούμε μπροστά μας), είχε μείνει με όόόλα τα κουτσούβελα πίσω και τράβαγε τις κοτσίδες της. Οι κοτσίδες να ξέρετε, έχουν αυτή τη χρησιμότητα: τις τραβάς αν υπάρχει ζόρι. Κατά τα άλλα, είναι μεγάλος μπελάς: λούσιμο: 1,5 κιλό σαμπουάν, χτένισμα: 17 ώρες, κατασκευή κοτσίδας: τρεις μέρες.

Σημείωση: Αυτή η Ελένη δεν έχει καμία σχέση με την παρακάτω πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας
και κάθε ομοιότης είναι εντελώς συμπτωματική. Αυτό αποδεικνύεται, διότι υπάρχει χρονική απόσταση περίπου εκατό ετών μεταξύ της μιας Ελένης και της άλλης. Για να μη λέμε ό,τι θέμε… Εκτός … κι αν μπλέξουμε με θεωρίες μετενσαρκώσεων, αλλάξουμε ήπειρο, πάμε κατά Ασία μεριά (Ινδία, Κίνα και τα ρέστα) και μπλέξουμε τους γλουτούς μας.

IMAGE DESCRIPTIONΣτο θέμα μας τώρα: Τα υπόλοιπα παιδιά δεν ξέρουμε τι απέγιναν, διότι δεν έτυχε να αγιάσουν. Για το τέταρτο παιδί όμως, τον Βαγγέλη, μάθαμε. Ευτύχησε να πάρει πτυχίο Πρώτης Δημοτικού, επειδή τα ΄παιρνε τα γράμματα. Αύτη η ποσότης γραμμάτων, επαρκούν δια εργασίαν. Από τα επτά του μέχρι τα δέκα του ήταν τσοπάνης. Ποιμήν.

Δεν ξεκίνησε καθόλου άσχημα, ε; Μετά, στα δέκα του, επέστρεψε στα εγκόσμια (κάτι σαν πισωγύρισμα) και από ποιμήν έγινε σκέτος υπάλληλος και μάλιστα ιδιωτικός. Για την ακρίβεια, εργάστηκε στο κατάστημα ενός θείου του.

Στα δώδεκα, ανακάλυψε τον Γιαχβέ, που του έλεγαν βέβαια τόσα χρόνια, αλλά δεν του είχε περάσει από το μυαλό να ασχοληθεί σοβαρά. Με το που του μπήκε η ιδέα, έβαλε πλώρη να αγιάσει. Πρώτα πήγε στο Άγιο Όρος κι έγινε υποτακτικός σε δυο καλόγερους, που έφιαχναν καλύβια για να ζουν μέσα κι όταν τα ολοκλήρωναν, τα έκαιγαν. Μετά άρχιζαν την κατασκευή του επόμενου, μετά του μεθεπόμενου και ούτω καθεξής. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι καυσοκαλυβίτες και το κάνουν αυτό για να «δοκιμάζονται».

Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, πήρε το όνομα Νικήτας, και μετά έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα, ο Γιαχβέ του δώρισε το διορατικό χάρισμα, όπως διασαφηνίζει το Συναξάρι του.

Εν τω μεταξύ, η χάρις του Γιαχβέ διέγειρε μέσα του τον πόθο της καύσης των καλυβιών.

«Ρε, τι ωραία ιδέα», σκέφτηκε εντυπωσιασμένος από τους καυσοκαλυβίτες. «Αυτό θα κάνω κι εγώ!».

Αυτό έκανε, κι έτσι, κάψε-κάψε, έγινε Γέροντας, γιατί δεν περίμενε το Γιαχβέ για να τον δοκιμάσει, δοκιμαζόταν από μόνος του και δεν είχε ανάγκη κανέναν.

Τον θαύμαζαν πολλοί για αυτό του το επίτευγμα, να καίει τις καλύβες που έφτιαχνε για να μένει, μόλις τις τελείωνε. Πληροφορίες για το ύψος του I.Q. τους δεν διαθέτω, αλλά δεν είναι της παρούσης.


IMAGE DESCRIPTIONΤόσο τον θαύμαζαν όμως, που έπεφταν στην ανάγκη του και του ζητούσαν συμβουλές: «Η γυναίκα μου με κεράτωσε», «ο άντρας μου πάει με άλλες», «χρωστάω στην Εφορία» —καλά αυτό το τελευταίο είναι κάπως πιο σοβαρό όσο να πεις—… τέτοια πάντως του έλεγαν.

Εν τω μεταξύ είχε χειροτονηθεί ιερέας, οπότε πήρε το τρίτο όνομα στη ζωή του, Πορφύριος.

Κατόπιν, μετά από χρόνια, έκανε ότι θα κάνουμε όλοι μας κάποια στιγμή.

Νανάκιααα...

Εκοιμήθη ο Γέροντας και οι υπόλοιποι που έμειναν πίσω «εν ζωή διατελούντες» και είχαν τον τρόπο (know-how), τον άγιασαν και μπράβο του και μπράβο και σε αυτούς. Για εμάς βέβαια, κανείς δεν θα πει «εκοιμήθη». Θα πουν «επιτέλους, τα τίναξε η παλιόγρια. Ρε πόσο ήταν;!».

Όλη αυτή η ιστορία θα είχε μέτρια σημασία για τους πιστούς και καθόλου σημασία για τους υπόλοιπους εάν, αφού έπεσε για ύπνο, δεν έκανε την κίνηση-έκπληξη: Πήρε τηλέφωνο την κ. Ελένη Α.

Αυτή είναι η πρωταγωνίστριά μας και δυστυχώς διαθέτει μόνο ένα ξερό-κατάξερο «κ. Ελένη Α.» αγνώστων λοιπών στοιχείων, όπως επίθετο, διεύθυνση κι άλλα σημαντικά για μια μαρτυρία που σέβεται τον ευτό της. (Η μαρτυρία καταγράφεται στο βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος, ο Προφήτης, μαρτυρίες», τόμ. Α΄, έκδ. «Αγιοπαυλίτικο Κελλί Αγίων Θεοδώρων», Άγιον Όρος).

Η κ. Ελένη Α. δηλώνει από μόνη της αμαρτωλή χωρίς κανέναν προφανή λόγο, τουλάχιστον κατά την γνώμη μας. Είχε λέει οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα και πάνω εκεί στα προβλήματα, ποιον θυμήθηκε; Την μάνα της που της τα ΄λεγε; Όχι. Τον Άγιο Πορφύριο! Είχε διαβάσει το 1993 για την ζωή του, κανά δυο χρόνια δηλαδή αφότου ο Άγιος είχε αφήσει αυτή τη συγκεκριμένη ζωή.

Αποφάσισε να του ζητήσει βοήθεια κλαίγοντας γοερά. Έκλαιγε πολύ. Ενοχλητικά, τσιριχτά και μουρμούριζε. Έπεσε στα πατώματα και χτυπιόταν, μας λέει η ίδια! Σκέτος πονοκέφαλος η κ. Ελένη Α.

IMAGE DESCRIPTION«Πω πω, μπελάς!» Ο Άγιος Πορφύριος, μιας και τον επικαλέστηκε, έπρεπε να την κάνει να σταματήσει. Οπωσδήποτε! Γρήγορα μάλιστα! To «οπωσδήποτε» ήταν Εντολή του Αφεντικού. Το «γρήγορα μάλιστα» ήταν ανάγκη δική του. Δεν άντεχε την τσιριδομουρμούρα της. Ούτε άντεχε να περιμένει μέχρι να την πάρει ο ύπνος (ο κανονικός ύπνος, της νύχτας, όχι ο άλλος που τινάζεις τα πέταλα και γειά σας), ώστε να πάει στα όνειρά της.

Αναγκάστηκε να κάνει την υπέρβασή του. Την πήρε τηλέφωνο. Τι να ΄κανε;!

Τι, δεν το πιστεύετε; Μα, μας το γράφει η ίδια! Αυτό που δεν διευκρινιζεται στην ιστορία είναι αν επρόκειτο για την υπέροχη εκείνη εποχή, όπου δεν υπήρχε αναγνώριση κλήσεων και ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι: και εκείνοι που αν δεν ήθελαν να μιλήσουν σε αυτόν που απαντούσε στο τηλεφώνημα που έκαναν, το έκλειναν και ούτε γάτα ούτε ζημιά, και οι άλλοι που τους άρεσε να κάνουν τηλεφωνικές πλάκες. Και ήταν πολλοί. Μην σας πω ότι και «εκείνοι» και οι «άλλοι» ήμασταν όόόλοι, μία ομάδα.

Εκείνη καθυστέρησε να απαντήσει γιατί ήθελε να συνέλθει από το κλάμα. Έτσι, απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής της.

Την λυπήθηκε και ήθελε να την βγάλει από την δύσκολη θέση. Ο Πορφύριος δεν ήθελε να την ξανακαλέσει άλλη στιγμή. Βαριόταν, είχε κι άλλα να κάνει, άσε που μπορεί εκείνη να ξανάρχιζε αυτήν την τσιριδομουρμούρα. «Κάτσε μην το ξεχάσω μετά. Θα αφήσω μήνυμα. Να φεύγουν οι εκκρεμότητες μία-μία». Παιδιά, το άφησε!


«Εντάξει, εντάξει, εντάξει».

Αυτό ήταν το μήνυμα.
IMAGE DESCRIPTION
Η κ. Ελένη Α. αναγνώρισε την φωνή του, την οποία ναι μεν δεν είχε ακούσει ποτέ, αλλά μέσα της, ήξερε ότι ήταν εκείνος.

Το θαύμα έγινε! Πρώτα απ΄ όλα η κ. Ελένη Α. σταμάτησε τα κλάμματα (ουφ!) αμέσως (θαύμα πρώτο!). Οι δουλειές της πήγαν καλύτερα κι άρχισε να κερδίζει χρήματα (θαύμα δεύτερο!). Οι οικογενειακές της σχέσεις εξομαλύνθηκαν. Ναι-ναι, εντάξει, αυτό δεν είναι θαύμα. Όλοι ξέρουν ότι, όταν διαθέτεις χρήματα, ακόμη και χωρίς να τα δίνεις, έτσι ρε παιδί μου μόνο να ξέρουν οι άλλοι ότι τα έχεις, ε, τότε σε αγαπούν ακόμη κι αυτοί που δεν γνωρίζεις. Άρα, οι πάντες.

Ρε, μήπως να το κάνουμε κι εμείς;




Υστερόγραφο:
Τώρα, που μόλις ολοκλήρωσα το παρόν πόνημα, στραβοκατάπια και πνίγηκα μόνη μου. Λέτε να με τιμωρεί ο Άγιος Πορφύριος;