― Αχ αγάπη μου, δεν μπορείς να φανταστείς τι τράβηξα η καημένη για να βρω εγκυκλοπαίδειες στην απόχρωση του χαλιού στο σαλόνι, αλλά να ταιριάζουν κιόλας και με το χρώμα του τοίχου. Μέχρι στο Μοναστηράκι έφτασε η χάρη μου. Τα κατάφερα όμως, έτσι δεν είναι;
― Καλά.
― Τι καλά, μωρέ! Πήρα τη Σταθούλα και τη Γιόβη μαζί μου και κάναμε το γύρο του κόσμου μαζί, για να βρω αυτό που ήθελα. Τις κέρασα όμως καφέ μετά και τα είπαμε. Είχαμε βλέπεις καιρό να τα πούμε. Να σου πω τι συζητήσαμε;
― Όχι, δεν χρειάζεται. Πάλι για λούτσες θα μιλάγατε. Ή μήπως κάνω λάθος;
― Άντε να χαθείς. Ναι ρε Θράσο Μπαμπατζίκο, ναι ρε, μιλήσαμε και γι’ αυτές, αλλά τι να κάνουμε; Ανύπαντρες είναι οι κοπέλες κι απ’ ότι φαίνεται έχουν να μυρίσουνε άντρα πολύ καιρό. Φίλες μου όμως είναι, δεν μπορώ να παίζω αδιάφορη...
― Δεν σου έχω πει μωρή, να μη με ξαναφωνάξεις Θράσο; Θράσο με φώναζε η μάνα μου. Θρασύβουλο με λένε. Αρχαίο όνομα, γνήσιο, ελληνικό. Άκου Θράσο!.... Και το «Μπαμπατζίκος» αρχαίο ελληνικό πρέπει να είναι, αλλά δεν το έχω ψάξει ακόμα. Πού θα μου πάει όμως. Θα το βρω κι αυτό!
― Μα τι σ’ έχει πιάσει με τους αρχαίους τελευταία αγάπη μου; Λες και δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να σε ενδιαφέρει κάνεις. Όλο για αρχαίους μιλάς, ειδικά όποτε βρίσκεσαι με τους συγχωριανούς σου τους ΜΑΤατζήδες. Έχουνε κι αυτοί τη λόξα τους με τους αρχαίους.
― Τι άλλο να με ενδιαφέρει μωρή; Να μην περηφανευτώ, που είμαι γνήσιος απόγονος των αρχαίων ελλήνων και χριστιανός ορθόδοξος; Ναι ρε, αυτή είναι η ταυτότητά μου και νοιώθω πολύ περήφανος! Αλλά τι να καταλάβεις εσύ, βλαχάρα!
― Για άκου να σου πω Θρασυβουλάκο! Όχι και βλαχάρα! Κοντοχωριανοί είμαστε. Ο ίδιος βουλευτής μας διόρισε και τους δύο στο δημόσιο. Αν εγώ είμαι βλάχα, τότε και εσύ είσαι βλάχος και μάλιστα καράβλαχος. Λίγη σου έπεσε η προίκα που σου έδωσε ο πατέρας μου. Αχάριστε!
― Τι προίκα μωρή; Κάτι γίδια και κάτι κωλοχτήματα με πορτοκαλιές; Κάτι λιόδεντρα, που τα είχε φάει ο δάκος; Ευτυχώς, τον έψησα και τα πούλησε και πήραμε αυτό το όμορφο τριαράκι εδώ στη Κυψέλη. Σας έκανα ανθρώπους, Παγώνα. Άκουσες; Ανθρώπους σας έκανα.
― Μη με ξαναφωνάξεις Παγώνα. Πένυ με φωνάζουν όλοι. Εντάξει, Παγώνα με βάφτισαν, αλλά δεν μου αρέσει καθόλου. Πένυ να με λες.
― Εντάξει, Πένυ. Λοιπόν, ξεζάλιζέ με τώρα. Έλα, τελείωνε, έχουμε και δουλειές!
― Ρε ποιον κοροϊδεύεις; Σιγά τις δουλειές! Στο δημόσιο δουλεύεις, όπως κι εγώ. Δέκα πήγε η ώρα κι ακόμα καφέ πίνεις, εδώ στο σπίτι. Κράτα τα προσχήματα τουλάχιστον.
― Γιατί μωρή, εσύ τα κρατάς; Έχεις να πατήσεις στο υπουργείο σου κοντά δέκα μέρες.
― Είμαι σε αναρρωτική άδεια.
― Α μπα; Κρύωσε το «νινί» σου; Αμ βέβαια! Μ’ αυτά τα ξέκωλα που φοράς! Τουλάχιστον μην τα φοράς όποτε πάμε στο χωριό και σε δει ο πάτερ Ευθύμιος και λιποθυμήσει!
― Μα για σένα τα φοράω αγάπη μου. Θέλω πάντα να σου αρέσω! Θέλω να νομίζεις, πως το κορμί μου σου κρύβει ακόμα πολλά μυστικά.
― Κανένα μυστικό δεν μου κρύβει. Ακόμα και το κ@λο σου τον έμαθα καλά. Όχι δηλαδή ότι δεν βιάστηκες να μου τον δώσεις από μόνη σου...
― Είσαι αισχρός! Για σένα το έκανα.
― Άστα μωρή τα σάπια! Τον είχες δώσει και στο Μπάμπη το Ντουλέ μέσα στα χωράφια. Αλήθεια, τι κάνει ο Μπάμπης;
― Είσαι ένα κτήνος! Τι σου έφταιξε μωρέ ο Χαράλαμπος; Αν θέλεις να ξέρεις, έχει φτιάξει με τις επιδοτήσεις που πήρε ένα τυροκομείο πρώτης τάξεως. Μέχρι στη Μαδαγασκάρη στέλνει τα τυριά του.
― Καλά, καλά. Σου θίξαμε το γκόμενο τώρα. Το Μπάμπη τον προβατογάμη! Μωρέ μάγκας είναι! Εσένα και τις ξαδερφάδες σου, σας είχε όλες περάσει από τη «σούβλα» . Ξέρω που σου λέω. Μπορεί να μαλακοδείχνω, αλλά μαλάκας δεν είμαι.
― Κι εσύ που τα ξέρεις αυτά Θρασυβουλάκο μου;
― Μα κι εγώ τις πέρασα από τη «σούβλα». Δεύτερος και καταϊδρωμένος, βέβαια!
― Αααα! Είσαι πολύ αλήτης τελικά Θρασούλη! Όνομα και πράμα!
― Τι σου είπα μωρή; Κόψε το «Θράσος» και το «Θρασούλης». Αν δεν σου βγαίνει το «Θρασύβουλος», φώναζέ με «Travis». Έτσι με φωνάζει μια θειά μου από το Αμέρικα.
― Ρε, και με τις ξαδέρφες μου;
― Μου κάτσανε εύκολα, δεν φταίω εγώ.
― Ρε, και τις πήρες κι από πίσω;
― Τι πίσω μωρή, κ@λο, κανονικά. Άκουσα τη συμβουλή ενός φίλου στο στρατό. Κοσμογυρισμένο παιδί, από το Πύργο. Μου’ χε πει: «Άμα τις παίρνεις απ’ το κ@λο, θα γνωρίσεις τον κόσμο όλο». Δίκιο είχε.
― Τι μέρα έχουμε σήμερα;
― Παρασκευή. Γιατί ρωτάς;
― Να, την Κυριακή θα πρέπει πάμε στο σπίτι της Ευλαμπίας. Έχει ευχέλαιο με τον πάτερ Ευθύμιο.
― Αλήθεια, τι κάνει ο πάτερ;
― Καλά είναι συνήλθε μετά από το σοκ που έπαθε.
― Τι έπαθε;
― Να, τον είχε εγκαταλείψει ο αλβανός ο ναύτης, που τον είχε συντροφιά. Ήταν για μήνες απαρηγόρητος. Άσε που του έφαγε και πολλά λεφτά αυτός ο παλιοξένος, ο λαθρομετανάστης.
― Φαινότανε ο πάτερ! Ήθελε μια συντροφιά!
― Έλα Θρασουλάκο μου, προλαβαίνουμε! Φτιάχτηκα με τη συζήτηση.
― Τι θες μωρή;
― Να με πάρεις.
― Από πού;
― Έλα, ξέρεις εσύ. Αχ! Έλα «αρχαίε μου έλληνα», έλα!
― Εντάξει. Βουρ για τη καλή πράξη της ημέρας! Κακό πράγμα να έχεις κάνει πρόσκοπος μικρός!
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο
του συνεργάτη της «Ελεύθερης Έρευνας» Τάκη Μπαμπέση, με τίτλο:
«Τα τεφτέρια της (β)ρωμιοσύνης».