![]() | Καθώς η νέα φαντασιακή κοινότητα τού έθνους εδραιωνόταν, κι ενόσω επιχειρούσε να δημιουργήσει το δικό της εθνικό κράτος, οι αρχαιότητες, τα υλικά σημαίνοντα τής συνέχειας ανάμεσα στην κλασική Ελλάδα και στο νέο έθνος (που σύντομα θα γινόταν κράτος), απέκτησαν εξέχουσα βαρύτητα. Ενώ το έθνος κατασκευάστηκε ως μια εξιδανικευμένη εδαφική οντότητα, στην οποία η γλώσσα και η ιστορική αφήγηση παρείχαν ισχυρά στοιχεία συνέχειας με το κλασικό παρελθόν, κάτι σημαντικό έλειπε. Αν ο εθνικισμός είναι ένα τοπογραφικό και εικονογραφικό εγχείρημα, τότε τα αρχαία κτίσματα και τέχνεργα είναι απαραίτητα, για να οριοθετήσουν το εθνικό έδαφος, για να αποτελέσουν τα ορόσημά του. |
Η μυθολογία και οι αρχαίοι συγγραφείς ήταν, βέβαια, πολύ χρήσιμοι στην κατασκευή τής νέας τοπογραφίας τού έθνους, όμως η υλικότητα των αρχαίων τοποθεσιών, κτισμάτων, λειψάνων και τέχνεργων, η ορατή, συγκεκριμένη, απτή φύση τους και η ενσώματη παρουσία τους ήταν εκείνες, που μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν την «αντικειμενική» (διάβαζε αντικειμενικοποιημένη) πραγματικότητα τού έθνους. Η αίσθηση τής μακροβιότητας και η αύρα τής αυθεντικότητας, που απέπνεαν, τα προικοδοτούσε με τεράστια συμβολική δύναμη.
|
Οι αρχαιότητες και τα υλικά ίχνη τού παρελθόντος αντιμετωπίζονται συχνά από τους ανθρώπους, όσον αφορά τον οντολογικό τους χαρακτήρα, ως υποκείμενα μάλλον παρά ως αντικείμενα, ως αδελφά μέλη τής εθνικής οικογένειας. Κατά συνέπεια, η μελέτη αυτής τής σχέσης απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση και ένα διαφορετικό ερευνητικό πλαίσιο. Το υπό κρίση βιβλίο πραγματεύεται τους δεσμούς ανάμεσα στην αρχαιότητα, τις αρχαιότητες και το εθνικό φαντασιακό.
Η αρχαιολογία αναπτύχθηκε ως οργανωμένη επιστήμη στην Ευρώπη την εποχή, που τα αναδυόμενα εθνικά κράτη χρειάζονταν να αποδείξουν την αρχαιότητα, την οποία διατείνονταν, ότι διέθεταν με υλικά τεκμήρια. Κατά συνέπεια, αναπτύχθηκε ως απάντηση στην ανάγκη να παραχθεί η εθνική αρχαιολογική μαρτυρία.
Η μελέτη τού δεσμού μεταξύ αρχαιολογίας και εθνικισμού, επομένως, δέν είναι μια μελέτη τής κατάχρησης τής πρώτης από τον δεύτερο, αλλά τής ανάπτυξης ενός μηχανισμού τής νεωτερικότητας (τής αρχαιολογίας ως αυτόνομης επιστήμης), για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες τής πιο κραταιάς ιδεολογίας αυτής τής νεωτερικότητας (τού εθνικισμού).
Τα προϊόντα τής αρχαιολογίας, δηλαδή οι αρχαιολογικές αφηγήσεις και λόγοι, αλλά και τα αρχαία τέχνεργα, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα αρχαιολογικά μνημεία εμπλέκονται στη συνεχή παραγωγή και αναπαραγωγή τού εθνικισμού και των πολιτών τού έθνους - με άλλα λόγια, στην «εθνικοποίηση τής κοινωνίας».
![]() Μανώλης Ανδρόνικος: Ένας παραγωγός «ιστορίας», μια προσωπικότητα, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως η κατ΄εξοχή μορφή εθνικού αρχαιολόγου στη σύγχρονη Ελλάδα. Ανακάλυψε έναν ασύλητο αρχαίο μακεδονικό τάφο και αποφάνθηκε, ότι είναι τού Φιλίππου Β΄ (που παληότερα θεωρούταν ως ο μέγιστος εχθός τής Ελλάδας), πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ιστορική συγκυρία ενέπλεξε άμεσα τα ευρήματά του στη διπλωματική και πολιτική διένεξη μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Δέν είναι τού Φιλίππου ο τάφος στη Βεργίνα. |
Οι δυτικοί περιηγητές έλεγαν, ότι οι κλασικές αρχαιότητες ήταν ιερές, και γιʼ αυτό ακριβώς ξεκινούσαν από τις μακρινές τους χώρες, για να τις προσκυνήσουν. Πολλοί εθνικοί διανοούμενοι και λόγιοι, ιδιαιτερα εκείνοι, που είχαν σπουδάσει στη Δύση, αλλά και τα στελέχη τού διοικητικού μηχανισμού τού νέου κράτους, επίσης χαρακτήριζαν τις αρχαιότητες ιερές. Αλλά και οι χριστιανοί ιεράρχες (αφʼ ότου δημιουργήθηκε ο ελληνοχριστιανισμός) έλεγαν, ότι ήταν ιερές, και συμμετείχαν ασμένως στις εθνικές ιερουργίες, που τις λάτρευαν.
Σε τελική ανάλυση, η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα τής Ορθοδοξίας, η γλώσσα τού ευαγγελίου, η γλώσσα των ιερών γραφών είτε επρόκειτο για τα κείμενα των αρχαίων κλασικών συγγραφέων, που πλέον ανακτούνταν και συλλέγονταν ως πέτρινες επιγραφές είτε για τα χριστιανικά λειτουργικά κείμενα.
Η ιεροποίηση των αρχαιοτήτων τροφοδοτήθηκε από ποικίλα ρεύματα: από τον σεβασμό, με τον οποίο τις αντιμετώπιζε ο δυτικός ελληνισμός, από τον οιονεί θρησκευτικό χαρακτήρα τού έθνους και των τελετουργιών του, από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση με τα εικονίσματα και τις τελετές της. Το αποικιοκρατικό, το εθνικό και το θρησκευτικό συναντώνται στο υλικό παρελθόν.
Οι αρχαιότητες βγαίνουν από τη γη, τη γη, που κρύβει μέσα της τα οστά των προγόνων. Οι αρχαιότητες είναι οστά, είναι τα μαρμάρινα οστά τού σώματος τού έθνους. Τα μαρμάρινα αγάλματα μπορούν να μιλούν, να κλαίνε και να θρηνούν. Οι αρχαιότητες βγαίνουν από τη γη, τη γη, που έχει ταϊστεί και ποτιστεί με το αίμα των προγόνων, από την ίδια αυτή γη. Οι πέτρες και τα μάρμαρα υπήρχαν αιώνια εδώ, άλλοτε θαμμένα, άλλοτε ορθά, σ' αυτό τον ίδιο τόπο, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, το έδαφος τού έθνους.
Ο κοινός τόπος τού έθνους έπρεπε να παραχθεί, να φανερωθεί μέσα στο εθνικό ονειρεύεσθαι. Οι εθνικές μνήμες έχουν ανάγκη από αντικείμενα, για να αγκιστρωθούν, από μνημειακούς χώρους, για να αποκρυσταλλωθούν, η τοπογραφία χρειάζεται ορόσημα, το εθνικό όνειρο πρέπει να διευκρινιστεί με τις εικόνες, τους τόπους, τα τέχνεργα. Οι αρχαιότητες διέθεταν την ικανότητα να δημιουργούν μια χωρικότητα, να μετασχηματίζουν τον άχρονο, ομοιογενή, κενό χώρο τού έθνους σε συγκεκριμένο τόπο.
Τα υλικά, αυθεντικά μνημεία, τα οποία παρείχαν μια αίσθηση συνέχειας και αιωνιότητας, αποτέλεσαν καίρια στοιχεία σε αυτή τη διαδικασία τού ονειρεύεσθαι τον ετεροτοπικό τόπο τού έθνους. Διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην κατασκευή ενός κοινού τόπου, ο οποίος υπήρχε ταυτόχρονα εντός και εκτός τής ιστορίας. Αν τα περισσότερα αρχαιολογικά λείψανα διαθέτουν τις ανωτέρω ιδιότητες, οι κλασικές αρχαιότητες είχαν το πρόσθετο πλεονέκτημα, ότι καταλάμβαναν κεντρική θέση και στο φαντασιακό και στην κοσμολογία τής Δύσης.
|
Το βιβλίο διερευνά τους δεσμούς και τις σχέσεις μεταξύ τής κλασικής αρχαιότητας εν γένει, των κλασικών αρχαιοτήτων ειδικότερα, τής αρχαιολογίας και τού εθνικού φαντασιακού. Προσπαθεί να δώσει απάντηση σε μια σειρά από αλληλένδετα ερωτήματα, όπως:
- Γιατί το εθνικό φαντασιακό χρειάζεται τα υλικά ίχνη τού παρελθόντος;
- Ποιο ρόλο διαδραματίζουν αυτά τα ίχνη στην αδιάλειπτη διαδικασία τής φαντασιακής συγκρότησης τού έθνους;
- Πώς συντελούν οι αρχαιότητες στο ονειρεύεσθαι τον εθνικό κοινό τόπο και στην παραγωγή τής υλικότητάς του;
- Με ποιους τρόπους η αρχαιολογία, ως επίσημος μηχανισμός τής δυτικής νεωτερικότητας, παράγει την υλικότητα τού έθνους;
- Πώς διάφοροι κοινωνικοί δρώντες (από το εθνικό κράτος και τους εθνικούς διανοούμενους μέχρι ποικίλες και τελείως διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των «Άλλων» τού έθνους) χρησιμοποιούν γενικά την αρχαιότητα και τα υλικά της λείψανα, για να κατασκευάσουν τις δικές τους εκδοχές εθνικού φαντασιακού και για να προωθήσουν συγχρόνως τις δικές τους ατζέντες;
- Τι μπορούμε να μάθουμε από τη διερεύνηση όλων αυτών των ζητημάτων, όχι μόνο για την αρχαιολογία και την αρχαιότητα, αλλά και για το έθνος και τις διεργασίες μέσα από τις οποίες αυτό συγκροτείται, ιδίως σε τομείς οι οποίοι μέχρι σήμερα δέν έχουν τύχει ιδιαίτερης επιστημονικής προσοχής;
Εξετάζοντας αναλυτικά μια σειρά από επιμέρους φαινόμενα, θίγοντας και λαμβάνοντας υπʼ όψη πολλά επεισόδια, στα οποία ενέχονται αρχαιολόγοι, κρατικοί αξιωματούχοι, πολιτικοί, διανοούμενοι, άνθρωποι προερχόμενοι από ποικίλες ομάδες και σε ποικίλα συμφραζόμενα, το βιβλίο αυτό δίνει την ευκαιρία να μελετήσουμε ενδελεχώς την υλικότητα, το χρόνο και τις διεργασίες τού εθνικού φαντασιακού, να παρατηρήσουμε την αμοιβαία συγκρότηση αντικειμένων και ανθρώπων και να προβληματιστούμε σχετικά με τη φαντασιακή και υλική παραγωγή της, ιδίως στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.
|
Οι κλασικές αρχαιότητες και οι ποικίλες αναπαραστάσεις και συσχετίσεις τους, ήταν η μυθολογική βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το ελληνικό έθνος. Η αναδιαμόρφωση τής Ακρόπολης από τους βαυαρούς αποτέλεσε την αφετηρία για την κατασκευή τής αρχαιολογικής μαρτυρίας τού ελληνικού εθνικού ονείρου.
Προέκυψε η ανάγκη να διαχωρισθούν οι αρχαιότητες από την καθημερινή ζωή και να απομονωθούν ως κάτι ιδιαίτερο, το οποίο χρήζει προστασίας, αλλά και να δημιουργηθούν χώροι, που θα στέγαζαν τις αρχαιότητες αυτές, για οπτική κατανάλωση και απόλαυση από μια νέα κατηγορία ανθρώπων, η οποία καταλαβαίνει και εκτιμά την αξία τους.
![]() ![]() ![]() |
Στις παραπάνω φωτογραφίες φαίνεται ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο (πυριτιδαποθήκη εκείνη την εποχή) και τα γύρω κτίσματα, όπως απεικονίζονται σε εικαστικά έργα τού 18ου αιώνα. Διακρίνεται καθαρά το μουσουλμανικό τέμενος (πρώην Παναγιά Αθηνιώτισσα) μέσα στο σηκό τού αρχαίου ναού.
Η εικόνα, που παρουσίαζε η Ακρόπολη την πριν τη δημιουργία τού κρατους εποχή, η οποία σώζεται εν μέρει από σχέδια και γκραβούρες τής περιόδου, μάλλον προκαλεί κατάπληξη στο σύγχρονο παρατηρητή, καθώς έχει ελάχιστη σχέση με το μνημείο, που σήμερα έχουμε στο νου μας. Ήταν ένα παλίμψηστο ανθρώπινης δραστηριότητας με πλείστα ίχνη μετακλασικής δραστηριότητας, όπως το οθωμανικό τζαμί με το μιναρέ του, ο οποίος σωζόταν μέχρι το 1843, τα καταλύματα και τα άλλα κτίσματα για τη φρουρά, που ήταν εγκατεστημένη εκεί, με πιο επιβλητικό τον περίοπτο μεσαιωνικό πύργο των Προπυλαίων.
Τα περισσότερα από αυτά τα κτίσματα καταστράφηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση τού κράτους. Η καταστροφή ουσιαστικά όλων των μετακλασικών κτισμάτων συνιστούσε μια τελετουργική αποκάθαρση τού χώρου από κάθε τι, το οποίο λογιζόταν ως κατάλοιπο «βαρβαρότητας» και η υλική έκφανση τής κατοχής τής Ελλάδας από ξένους εισβολείς.
Καθώς η κλασική περίοδος θεωρούταν πλέον ο «χρυσός αιώνας» τού νέου εθνικού κράτους, αλλά και ολόκληρου τού δυτικού πολιτισμού, οι νέοι μηχανισμοί τής νεωτερικότητας, όπως η Αρχαιολογική Υπηρεσία και τα στελέχη της, δημιουργούσαν, κατά μια έννοια, την ορατή, υλική αρχαιολογική μαρτυρία αυτού τού χρυσού αιώνα. Αφ΄ ης δε στιγμής η εθνική ρητορική στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, βασιζόταν, και εξακολουθεί να βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό στο λόγο περί καθαρότητας και μόλυνσης, τα μετακλασικά μνημεία θεωρήθηκαν μόλυσμα, ύλη εκτός τόπου, η οποία αμαύρωνε την καθαρότητα των κλασικών μνημείων, και έπρεπε, συνεπώς, να εξαφανιστεί.
![]() Κατά την αποκάθαρση τού εικονιζόμενου αρχαιολογικού χώρου τής Αρχαίας Αγοράς για παράδειγμα, δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά για να απομακρυνθούν σπίτια, εργαστήρια κ.λπ. κτίσματα και δραστηριότητες από εκεί. |
Ο εκθειασμός τής κλασικής αρχαιότητας και η συγκρότηση τού νέου κράτους ως κληρονόμου εκείνου τού μεγαλείου μέσα από μια διαδικασία γραμμικής συνέχειας είχε ως αποτέλεσμα τη μνημειοποίηση τής Ελλάδας. Η κλασική αρχαιότητα απέκοψε την Ελλάδα τού 19ου αιώνα από το ιστορικό και κοινωνικό της πλαίσιο, δηλαδή από το πλαίσιο των εθνικιστικών ευρωπαϊκών κινημάτων και την τοποθέτησε σε έναν απο-ιστορικοποημένο μύθο-χώρο. Το 1821 παρουσιάστηκε ως μοναδική περίπτωση, αφού θεωρήθηκε μια συνέχεια τής αέναης πάλης τού ελληνικού έθνους ενάντια σε όλους τους άλλους, που το κατέστησε έθνος ανάδελφο.
|
Η νεότερη Ελλάδα καταλαμβάνει ιδιάζουσα θέση στο δυτικό φαντασιακό, τοποθετούμενη στο κέντρο του, ως δήθεν άμεσος κληρονόμος τού κλασικού παρελθόντος και ταυτόχρονα στην περιφέρειά του, ως ένα σύγχρονο κρότος με μικρή επιρροή στην τρέχουσα παγκόσμια σκηνή.
Ο συγγραφέας, κ. Γιάννης Χαμηλάκης, καθηγητής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο τού Σαουθάμπτον, διερευνά μια παραμελημένη πτυχή αυτού τού φαινομένου: την αμοιβαία και αδιάλειπτη συγκρότηση των υλικών εκφάνσεων τής αρχαιότητας, τής αρχαιολογικής πρακτικής και τού εθνικού φαντασιακού.
Δέν μπορούμε να κατανοήσουμε τα καίρια χαρακτηριστικά τής κουλτούρας και τής διάρθρωσης τής αρχαιολογικής παραγωγής αν δεν τα συσχετίσουμε με τα κύρια χαρακτηριστικά τού ελληνικού εθνικού φαντασιακού: σε μια κουλτούρα, όπου η αρχαιότητα έχει καταστεί μια ιεροποιημένη οντότητα στο πλαίσιο τής κοσμικής θρησκείας τού έθνους, οι αρχαιολόγοι, που στελεχώνουν τους σχετικούς δημόσιους φορείς, δέν «στρατεύονται» απλώς σε μια εθνική αποστολή, αλλά λειτουργούν και ως οι ιεροφάντες αυτής τής θρησκείας, οι οποίοι ερμηνεύουν τις ιερές γραφές και πραγματοποιούν ποικίλες τελετουργίες εξαγνισμού και αποκάθαρσης, ενώ συγχρόνως επιστατούν τα μουσεία, που συχνά θεωρούνται και λειτουργούν ως οι ναοί τού έθνους.
Οι ξένες αρχαιολογικές αποστολές, από το άλλο μέρος, εκφράζουν την αλληλένδετη συγκρότηση τής αποικιοκρατικής και τής εθνικής αρχαιολογίας, ενώ το νομικό πλαίσιο επιχειρεί να συμβιβάσει τη θεμελιώδη εθνική αποστολή και τον ρόλο των υλικών καταλοίπων τής αρχαιότητας, με τις διεθνείς υποχρεώσεις τής χώρας, τον τουρισμό και, κυρίως, με δημοσιονομικά και οικονομικά ζητήματα.
![]() Τα μουσεία στην Ελλάδα μοιάζουν μάλλον με εκκλησίες, παρά με τόπους γνώσης. Δημιουργούν μια απόσταση ανάμεσα στον επισκέπτη και τα τέχνεργα, που εκτίθενται. Απαιτούν απʼ αυτόν θρησκευτική ταπεινότητα, με την επισημότητα και τη διάρθρωση τού χώρου, με την ατμόσφαιρα, που επικρατεί, ακόμα και με την εμφάνιση των φυλάκων. Οι επισκέψεις των σχολείων αποτελούν την κύρια πελατεία τους κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Με τον τρόπο, που εκτίθενται οι αρχαιότητες στα μουσεία, η άρρηκτη συνέχεια τού έθνους υποστασιοποιείται και αποκτά την πειστικότητα και τη δύναμη τού ενσώματου και τού συγκεκριμένου. |
Επίκαιρο στη σημερινή συγκυρία, το βιβλίο «Το έθνος και τα ερείπιά του», εστιάζει στη δύναμη και την επίδραση τήςυλικότητας και πραγματεύεται θέματα, όπως:
- Ο ρόλος των αρχαιοτήτων και τής αρχαιολογίας στη διαμόρφωση τού ελληνικοὐ έθνους και την ίδρυση τού ελληνικού εθνικού κράτους.
- Οι δεσμοί μετοξύ αποικιοκρατικού και εθνικού φαντασιακού.
- Η αρχαιολογική κατασκευή μνημειοποιημένων τοπίων, όπως η Aκρόπολη.
- Ο καίριος ρόλος σημαντικὡν εθνικών αρχαιολόγων, όπως τού ανασκαφέα τού λεγόμενου τάφου τού Φιλίππου Β' τής Μακεδονίας, Μανόλη ανδρόνικου.
- Ο ρόλος, τον οποίο διαδραμάτισε η αρχαιολογία στη δικτατορία τού Ιωάννη Μεταξά.
- Η χρησιμοποίηση τής κλασικής αρχαιότητας στο αναμορφωτικό εγχείρημα τής Μακρονήσου και
- Η διαμάχη για τα μάρμαρα τού Παρθενώνα.