έκδ. «Ίκαρος», Αθήνα, 2013

που όταν έπρεπε ήταν εκεί,
αλλά αρνήθηκαν να γίνουν
η γενιά τού Πολυτεχνείου».
Αρίστος Δοξιάδης
Ο τρόπος, που συζητάμε γιά την οικονομία, άλλαξε άρδην μέσα σε λίγους μήνες. Πριν ξεσπάσει η κρίση τού χρέους, ο δημόσιος διάλογος δέν διέφερε πολύ από τον αντίστοιχο στις δυτικές χώρες. Είχαμε τις κλασικές συζητήσεις υπέρ τού δημόσιου ή τού ιδιωτικού τομέα, υπέρ τής τόνωσης τής ζήτησης ή τής περικοπής δαπανών, γιά το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία κ.ο.κ..
Λίγοι σχολιαστές επέμεναν στις ιδιαιτερότητες τής χώρας μας. Γιά παράδειγμα, ότι το Δημόσιο δέν είναι Δημόσιο, όταν το έχουν αλώσει ιδιωτικά και συντεχνιακά συμφέροντα, και το ιδιωτικό δέν είναι ιδιωτικό, όταν ζει από το δημόσιο χρήμα. Όμως, αυτές οι φωνές δέν ήταν παρούσες στο λόγο ούτε των κομμάτων ούτε των καναλιών, ούτε φυσικά στη χάραξη τής κυβερνητικής πολιτικής.
Οι τεχνοκράτες ασχολούνταν περισσότερο με το επίσημο, παρά με το πραγματικό. Με το ύψος, π.χ., των φορολογικών συντελεστών, αλλά όχι με τους φόρους, που πραγματικά πλήρωναν οι επιχειρήσεις - πολύ υψηλότερους από την επίσημη κλίμακα, όταν το ΣΔΟΕ επέδραμε επί δικαίων και αδίκων, πολύ χαμηλότερους, όταν ο επιχειρηματίας «είχε τον τρόπο του».
Υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον επίσημο λόγο τής πολιτείας, τής πολιτικής, τής τεχνοκρατίας και σ' αυτό, που διαισθανόμασταν, που κουβεντιάζαμε στις παρέες, αλλά δέν αρθρώναμε δημόσια. Στον επίσημο λόγο, την καθαρεύουσα, μιλούσαμε γιά επενδύσεις, προγραμματισμό, ανταγωνισμό, παραγωγικότητα, κίνητρα, ελέγχους, νόμους. Στη δημοτική, μιλούσαμε γιά φραπέ, γιά χαβαλέ και γιά το «δαιμόνιο τού έλληνα». Ξέραμε, πως οι δημόσιες διακηρύξεις δέν θα πραγματοποιηθούν, αλλά λέγαμε: ας προσπαθήσουμε και αν γίνει το ένα δέκατο, πάλι καλά - να μή μείνουμε πολύ πίσω από την Ευρώπη.
Τώρα, η δημόσια συζήτηση άλλαξε, και ξαφνικά μοιάζει με τις κουβέντες τής παρέας. Το δίλημμα «δημόσιο ή ιδιωτικό;» μεταλλάχθηκε: «με τον αργόμισθο ή με το φοροφυγά;». Το «συνδικάτα ή εργοδοσία;» μεταλλάχθηκε: «να κόψουμε τη σύνταξη από τα 52 ή τα ιατρικά υλικά, που τα πληρώνουμε για χρυσάφι;». Αρχίσαμε να συζητάμε γιά την πραγματική Ελλάδα, όχι γιά μιά θεωρητική μεικτή οικονομία. Η οικονομία βέβαια, είναι πολύπλοκη και οι εμπειρίες μας είναι χαοτικές, ποικίλες και αντιφατικές. Είναι εύκολο να καταλήξουμε σε υπερβολές, να μείνουμε σε καταγγελίες και μονολόγους, να χάσουμε τις αιτίες και την προοπτική.
Πέντε χρόνια, από όταν εκδηλώθηκε η κρίση στην Ελλάδα, δέν υπάρχει ακόμα ένα αποτελεσματικό σχέδιο γιά να βγούμε από αυτήν. Η αποτυχία αυτή έχει πολλές αιτίες. Μία από τις πιό σημαντικές είναι, ότι όσοι προσπαθούν να διατυπώσουν λύσεις, πολιτικοί και τεχνοκράτες, αγνοούν μερικές φορές πώς λειτουργεί η εγχώρια οικονομία στην πράξη. Έτσι, γιά παράδειγμα, μερικοί πιστεύουν, ότι το δημοσιονομικό μπορεί να λυθεί με φορολογία «τού πλούτου», και άλλοι, ότι αν μειωθούν κατακόρυφα οι μισθοί, θα ξεκινήσει γρήγορα η ανάκαμψη με εξαγωγές. Συνταγές σαν αυτές μπορεί να είχαν αποτέλεσμα σε άλλες χώρες και σε άλλες εποχές. Τι γίνεται όμως αν δέν υπάρχει εγχώριος φορολογήσιμος πλούτος ή αν οι επιχειρήσεις δέν μεγαλώνουν όσο κι αν κοπούν οι μισθοί;
Γιά να διατυπώσουμε ρεαλιστικές προτάσεις, χρειάζεται μιά περιγραφή τής δικής μας περίπτωσης από τη σκοπιά τής «πολιτικής οικονομίας». Ο όρος αυτός έχει δύο έννοιες, και μας χρειάζεται και με τις δύο. Η κλασική πολιτική οικονομία, που ξεκινά λίγο πριν από τον Άνταμ Σμιθ, φτάνει στον Μαρξ και συνεχίζει μέχρι τον Σούμπετερ, είναι η προσέγγιση, που αναγνωρίζει, ότι τα οικονομικά πράγματα ορίζονται από την κοινωνία, μέσα στην οποία συμβαίνουν. Μιά κοινωνία, που «δέν υπέκειτο στους νόμους τού κράτους, αλλά αντίθετα υπέτασσε το κράτος στους δικούς της νόμους». Στην παράδοση αυτή, τόσο η πολιτική δράση όσο και τα οικονομικά μεγέθη μπορούν να ερμηνευτούν μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών: τάξεις, ιδεολογίες, γραφειοκρατίες, τεχνολογίες κ.ά.. Η «πολιτική οικονομία» με τη δεύτερη, σύγχρονη, έννοια μελετά ειδικότερα πώς τα επιμέρους οικονομικά συμφέροντα διαμορφώνουν το κράτος και τις δημόσιες πολιτικές, και κερδίζουν ή ζημιώνονται από αυτές.
Για να έρθουμε στα δικά μας, η πολιτική οικονομία ρωτάει αν και με ποιόν τρόπο «μαζί τα φάγαμε». Ή, καλύτερα, αν και με ποιόν τρόπο μαζί δουλέψαμε, πληρωθήκαμε, ψωνίσαμε, πληρώσαμε, επενδύσαμε, σκεφτήκαμε, αναθρέψαμε, διεκδικήσαμε, επιλέξαμε, εκλέξαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, γιά να σχηματιστεί εκείνη η οικονομία, που κατέρρευσε το 2009. Πόσο μαζί, και πόσο χώρια, φυσικά. Και στη συνέχεια, πώς με παρόμοια ρήματα αντιδράσαμε στην κρίση γιά να συμβάλουμε στην ανάκαμψη ή να την εμποδίσουμε.
Για την περίπτωση τής χώρας μας, οι συνήθεις προσεγγίσεις στην κρίση είναι τριών ειδών:
- Η πρώτη, ας την πούμε «τεχνοκρατική», εστιάζει στα συμβατικά μακροοικονομικά μεγέθη: ΑΕΠ, ελλείμματα, χρέος, αποταμίευση, ανεργία.
- Η δεύτερη, ας την πούμε «αριστερή», εστιάζει στον καπιταλισμό ως γενική και παγκόσμια ερμηνευτική κατηγορία: αντιφάσεις τής συσσώρευσης κεφαλαίου, ταξική πάλη, νεοφιλελευθερισμός.
- Η τρίτη είναι πιό προσγειωμένη, και εστιάζει εμπειρικά σε παθογένειες, που παρατηρούμε κάθε μέρα: διαφθορά, φοροδιαφυγή, διαπλοκή, ατομισμός, συντεχνίες. Αυτή ακουμπά τις κοινωνικές πρακτικές, που αγνοούν οι άλλες δύο και διαπνέει τον «μεταρρυθμιστικό» λόγο. Συνήθως όμως, οι παρατηρήσεις της είναι χωρίς μέθοδο και ιεράρχηση. Λείπει ένα σχήμα, που να συγκεράζει την καθημερινότητα με τα μακρομεγέθη, τους «ανθρώπους» με τους «αριθμούς» και το τοπικό με το παγκόσμιο.
![]() | Πώς λειτουργεί η οικονομία τής χώρας μας στην πράξη; Σε τί διαφέρει από άλλες δυτι- κές οικονομίες; Με ποιές δυνάμεις και ποιές πρακτικές μπορούμε να ξεπεράσουμε την κρίση; Οι απαντήσεις δέν βρίσκονται στους αριθμούς τής μακροοικονομίας, ούτε σε απλοϊκές αφηγήσεις γιά ολιγάρχες, τοκογλύφους, συνδικαλιστές και αργόμισθους. Βρίσκονται στα σχέδια των οικογενειών, στο μέγεθος των επιχειρήσεων, στον τρόπο, που παράγουμε, στην οργάνωση τού κράτους, στις λεπτομέρειες των νόμων, στα κίνητρα των πολιτικών. Οι θεσμοί, είτε επίσημοι είτε άτυποι, και οι καθημερινές συμπεριφορές δια- μόρφωσαν την οικονομία, που κατέρρευσε το 2009, και αυτά θα διαμορφώσουν την οικο- νομία, που αναδύεται. Το υπό κρίση βιβλίο ανασυνθέτει την πολιτική οικονομία τής Ελλάδας με τα εργαλεία τής νεο- θεσμικής σχολής. Συγκεράζει την καθημερινό- τητα με τα μακρομεγέθη, τους «ανθρώπους» με τους «αριθμούς», το τοπικό με το παγκόσμιο. Αρχίζει με παραδείγματα από τον τουρισμό, τη ναυτιλία, τη γεωργία, τη δημόσια διοίκηση και από άλλες δραστηριότητες, και φθάνει στα ελλείμματα, στην ανεργία και στη θέση τής Ελλάδας στην Ευρώπη. |
Με απλά λόγια περιγράφει τί σημαίνει η μετάβαση από τη στρεβλή ευμάρεια τής μεταπολίτευσης σε μιά παραγωγική και εξωστρεφή ανάπτυξη.