Τα (πολιτικά) ανέκδοτα είναι μια υπέροχη
σελίδα της καθημερινότητας της εποχής μας.
Σε αυτά καταγράφονται με τρόπο πνευματώδη
τα πάντα: το μίσος του απλού πολίτη και η αγανάκτησή του
για τη βαναυσότητα και τις αδικίες της κρατικής πολιτικής·
η ελπίδα και η απελπισία του· το γέλιο και τα δάκρυά του.
Αρκάντι Γκεοργκίεβιτς Μάνκοφ,
Το ημερολόγιο ενός απλού ανθρώπου,
24 Ιουλίου 1933.

Η ιδιαιτερότητα του φαινομένου έγκειται στην τεράστια έκταση που γνώρισε, σε αντίθεση με τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν σε άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα, στη διάρκειά του και στην ποικιλία του.
Σωστά ο Αρκάντι Μάνκοφ είχε αντιληφθεί τη μοναδικότητα των αντισοβιετικών ανεκδότων και τη σημασία τους για την καθημερινότητα των Σοβιετικών πολιτών. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση δυτικών ερευνητών ότι, όταν ρωτούσαν πρόσφυγες από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ για τις συνθήκες ζωής εκεί, εκείνοι κατά κανόνα ξεκινούσαν τις απαντήσεις τους με την αφήγηση ανεκδότων που κυκλοφορούσαν στις χώρες τους.
Οι ίδιοι τα έπαιρναν πολύ στα σοβαρά και θεωρούσαν πως κωδικοποιούν σε σύντομη φόρμα και περιγράφουν με ακρίβεια την καθημερινότητά τους.
Ο Μάνκοφ συνεχιζει: «Υπάρχει κάτι —ο,τιδήποτε— που δεν έχει βρεί τη θέση του μέσα σε αυτά τα ανέκδοτα; Τα λένε φωναχτά οι κολλητοί φίλοι τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους· τα ψιθυρίζουν μεταξύ τους άνθρωποι στα σταυροδρόμια και στις στάσεις του τραμ· τα αφηγούνται οι συνάδελφοι στη δουλειά, έχοντας το νου τους ποιος ακούει. Ελπίδα και απελπισία, γέλιο και δάκρυα...»
Σ.σ.: Ας δούμε μερικά ανέκδοτα, όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο του κ. Γιώργου Τσακνιά, που παρουσιάζουμε εδώ: «Η πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)σοβιετικά ανέκδοτα» (έκδ. «Κίχλη», Αθήνα, 2017), απ΄ όπου και τα αποσπάσματα του άρθρου.

Ένας δικαστής βγαίνει από την αίθουσα σκασμένος στα γέλια. Τον βλέπει ένας συνάδελφος:
— Τι έγινε;
— Άκουσα ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο! Απίστευτο!
— Ε, πες το ντέ!
— Είσαι καλά; Μόλις καταδίκασα αυτόν που το είπε σε δέκα χρόνια εξορία.
Το διάγγελμα του Καρλ Μαρξ
Ο Καρλ Μαρξ ανασταίνεται και επισκέπτεται την ΕΣΣΔ. Τον υποδέχονται στελέχη του Κόμματος και τον ξεναγούν: τον πάνε σε εργοστάσια, σε κολεκτίβες, σε νοσοκομεία και σχολεία, σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.

Ο Μαρξ καταλαβαίνει την αμηχανία τους και υπόσχεται να πει μόνο μια φράση. Με τα πολλά, του δίνουν την άδεια με βαριά καρδιά. Ο Μαρξ βγαίνει
στο ραδιόφωνο και λέει:
— Προλετάριοι όλων των χωρών, με συγχωρείτε!
Εδώ Ράδιο Αρμενία
Οι ακροατές μας ρωτούν:
— Είναι δυνατόν να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια χώρα;
Εμείς απαντάμε:
— Είναι, αλλά καλύτερα να ζείς σε άλλη.
Λουμπιάνκα
Η Λουμπιάνκα (το αρχηγείο της KGB) είναι το ψηλότερο κτίριο στη Μόσχα: από το υπόγειο βλέπεις τη Σιβηρία.

Ένας Μοσχοβίτης μπαίνει σε ενα ευρύχωρο, πεντακάθαρο κατάστημα. Η πωλήτρια είναι νέα, όμορφη, καλοντυμένη. Τη ρωτάει:
— Έχετε κρέας;
— Όχι, λάθος μαγαζί. Εμείς εδώ δεν έχουμε ψάρι. Θα πάτε απέναντι, εκεί είναι που δεν έχουν κρέας.
Ευτυχία είναι...
Ένας Βρετανός, ένας Γάλλος κι ένας Ρώσος συζητούν για την ευτυχία:
— Ευτυχία για μένα, λέει ο Βρετανός, είναι να κάθομαι δίπλα στο τζάκι με ένα ουίσκι κι ένα καλό βιβλίο, ενώ το πιστό μου σκυλί κοιμάται στα πόδια μου.
— Για μένα, λέει ο Γάλλος, ευτυχία είναι να απολαμβάνω ένα υπέροχο δείπνο σε ένα καλό εστιατόριο με μια πανέμορφη γυναίκα, ξέροντας ότι μετά θα πάμε μαζί στο κρεβάτι.
— Σιγά την ευτυχία, λέει ο Ρώσος. Ευτυχία είναι να κάθομαι στο διαμέρισμά μου το βράδυ, να χτυπάει η πόρτα, να μπαίνουν τρεις πράκτορες, να με ρωτάνε: «Ο Στεπάν Στεπάνοβετς Παραμόνοφ;» κι εγώ να τους απαντώ: «Από πάνω μένει».
Η πίπα του Στάλιν

— Λαβρέντι, ήταν εδώ οι εργάτες από τα Ουράλια, μόλις έφυγαν και δεν μπορώ να βρώ την πίπα μου...
Ο Μπέρια αμέσως τρέχει πίσω από την αντιπροσωπεία. Ο Στάλιν ψαχουλεύει λίγο ακόμα στο γραφείο του, ανοίγει ενα συρτάρι, σηκώνει κάτι χαρτιά και βρίσκει από κάτω την πίπα. Παίρνει τηλέφωνο:
— Λαβρέντι, άκυρο, τη βρήκα τελικά την πίπα. Στο συρτάρι ήταν.
— Α ναι; Γιατί εδώ έχουν ήδη όλοι ομολογήσει.

Ανατίθεται σε έναν γνωστό καλλιτέχνη να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα που θα είναι αφιερωμένος στη ρωσοπολωνική φιλία. Ο τίτλος θα είναι: «Ο Λένιν στην Πολωνία».
Έρχεται η ημέρα των αποκαλυπτηρίων. Ο καλλιτέχνης τραβάει το πανί και τα στελέχη του Κόμματος, οι αντιπροσωπείες και οι πρεσβευτές βλέπουν εμβρόντητοι τη Ναντιέζντα Κρούπσχαγια, τη γυναίκα του Λένιν, αγκαλιά με τον Τρότσκι. Έχουν μείνει όλοι άφωνοι από το σόκ. Μόνο ενας τολμάει να σπάσει τη σιωπή και ρωτάει τον καλλιτέχνη:
— Κι ο Λένιν που είναι;
— Στην Πολωνία.
Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας
Γύρω στο 1938, στο αποκορύφωμα των σταλινικών διώξεων, ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα ενός διαμερίσματος στη Μόσχα. Είναι μαύρα μεσάνυχτα. Τα μέλη της οικογένειας πετάγονται πάνω έντρομα. Έξω από την πόρτα ακούγεται μια φωνή:
— Πάρτε ό,τι μπορείτε μαζί σας κα βγείτε αμέσως έξω!
Όλοι χλομιάζουν και αρχίζουν να τρέμουν. Η φωνή συνεχίζει:
— Μην ανησυχείτε, πάντως. Ο γείτονας είμαι. Απλώς έχει πιάσει φωτιά η πολυκατοικία.
Πράβντα
Ένας νεαρός άντρας κάθε πρωί πολύ νωρίς, την ίδια ώρα περίπου, παίρνει την Πράβντα, ρίχνει μια ματιά στην πρώτη σελίδα και μετά πετάει την εφημερίδα τσατισμένος στα σκουπίδια. Κάθε μέρα, ακριβώς το ίδιο. Μια μέρα ο εφημεριδοπώλης δεν κρατιέται και τον ρωτάει:
— Σε έχω δει· κάθε μέρα ρίχνεις μια ματιά στην πρώτη σελίδα και πετάς ολόκληρη την εφημερίδα. Κρίμα είναι! Γιατί;
— Ψάχνω κάτι πολύ συγκεκριμένο.
— Τι;
— Μια νεκρολογία.
— Μα οι νεκρολογίες δεν είναι στην πρώτη σελίδα!
— Αυτή θα είναι.
Βουδαπέστη
Γύρω στο 1950 ένας ηλικιωμένος άντρας αποφασίζει να επισκεφτεί τη Βουδαπέστη. Τελευταία φορά που είχε πάει ήταν πριν από τον πόλεμο. Προσπαθεί να εντοπίσει το καφέ στο οποίο είχε καθίσει τότε, με την αγαπημένη του. Ρωτά έναν περαστικό:
— Με συγχωρείτε, μπορείτε, παρακαλώ, να μου πείτε πού είναι η πλατεία Χόρτι;

Τέλος πάντων, βρίσκει το καφέ. Λέει μετά να πάει σε ενα εμπορικό κατάστημα που θυμόταν από τα παλιά τα χρόνια. Βρίσκει πάλι έναν περαστικό και ρωτάει:
— Μπορείτε, παρακαλώ, να μου πείτε πρός τα πού πέφτει η οδός Ουγγαρίας;
— Αμάν! Τι είναι αυτά, θέλετε να σας εκτελέσουν επιτόπου; Οδός Κόκκινου Στρατού λέγεται!
Αισθανεται μελαγχολία. Όλα έχουν αλλάξει. Τίποτα δεν είναι πια όπως το ήξερε. Κάθεται στην οχθη του Δούναβη να ηρεμήσει, να χωνέψει κάπως όλες αυτές τις αλλαγές. Τον πλησιάζει ένας αστυνομικός:
— Τι κάνεις εδώ;
— Ε; Τίποτα, μωρέ, να, απλώς χαζεύω τον Βόλγα.
Λαχειοφόρος αγορά
Στο κεντρικό φεστιβάλ του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος διοργανώνεται λαχειοφόρος αγορά.
Πρώτο βραβείο: μια εβδομάδα διακοπές στη Σοβιετική Ένωση.
Δεύτερο βραβείο: δύο εβδομάδες διακοπές στη Σοβιετική Ένωση.
Το πιο σύντομο ρωσικό ανέκδοτο

Ο μέσος μισθός
Ένας σύμβουλος του Προέδρου των ΗΠΑ τηλεφωνεί στο Κρεμλίνο και ρωτάει:
— Ποιος είναι ο μέσος μισθός στη Σοβιετική Ένωση;
Επί πέντε λεπτά, ακούει θροΐσματα χαρτιών και ψιθύρους όλο αγωνία. Στο τέλος, μια απελπισμένη φωνή του απαντά:
— Ε, λοιπόν, κι εσείς καταπιέζετε τους μαύρους.
Τα αντίτυπα
— Σου ζήτησα ομιλία δεκαπέντε λεπτών, διαμαρτύρεται ο Μπρέζνιεφ στο λογογράφο του, κι αυτή που μου έγραψες κράτησε τρία τέταρτα.
— Σύντροφε, σου την τύπωσα σε τρία αντίτυπα.

Ο Αντρόποφ μιλάει στη συνέλευση του Ανώτατου Σοβιέτ. Μιλάει ήδη τρείς ώρες, όταν λαμβάνει ένα σημείωμα: «Κάποιος σκοπεύει να σε δολοφονήσει!» Απτόητος, συνεχίζει την ομιλία του.
Λίγο αργότερα ερχεται δεύτερο σημείωμα: «Ο δολοφόνος είναι υψηλόβαθμο στέλεχος!» Ο Αντρόποφ συνεχίζει την ομιλία ατάραχος.
Σε λίγο έρχεται ενας πράκτορας της KGB και του ψιθυρίζει στο αυτί:
— Ο δολοφόνος βρίσκεται μέσα στην αίθουσα.
Ο Αντρόποφ σηκώνει το βλέμμα από τα χαρτιά του, ρίχνει μια ματιά στην αίθουσα και λέει αμέσως:
— Τρίτη σειρά, ο τέταρτος από τα αριστερά.
Πράκτορες πετάγονται από παντού, πέφτουν πάνω στον ύποπτο και όντως βρίσκουν ότι κρατούσε πιστόλι.
— Μα πώς τον κατάλαβες; ρωτάνε τον Αντρόποφ.
— Πολύ απλό, σύντροφοι. Δεν είπε ο Λένιν ότι «οι εχθροί της επανάστασης δεν κοιμούνται ποτέ;» Ε, αυτός ήταν ο μόνος ξύπνιος μέσα στην αίθουσα.
Κάθε αστείο είναι μια μικρή επανάσταση.
Τζορτζ Όργουελ, 1984.
Τα ανέκδοτα ωστόσο στην ΕΣΣΔ εκ των πραγμάτων δεν συνιστούσαν επανάσταση· ούτε καν αντιστασιακή πράξη. Ήταν βέβαια η βαλβίδα εκτόνωσης του ατμού της αγανάκτησης — και, υπ΄ αυτή την έννοια, αποτελούσαν μια δικλείδα ασφαλείας και για το καθεστώς.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γκενάντι Αντρέγιεφ-Χομιακόφ, που φυλακίστηκε την περίοδο 1926-1935 ως «εχθρός του λαού», έγραψε στο βιβλίο του Πικρά νερά, που εκδόθηκε στη Φρανκφούρτη το 1954, ότι για τους πολίτες «τα ανέκδοτα ήταν σα να κάνουν κωλοδάχτυλο πρός την κυβέρνηση, αλλά με το χέρι τους στην τσέπη».

Σε κάθε περίπτωση, ούτε η ανατρεπτική διάσταση του γέλιου ούτε οι αναμφισβήτητες θεραπευτικές του ιδιότητες απαντούν στο ερώτημα: γιατί το φαινόμενο των πολιτικών αντικαθεστωτικών ανεκδότων γνώρισε τέτοια εντυπωσιακή άνθηση στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού; Όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και οι απανταχού δικτάτορες γίνονται αντικείμενο σάτιρας και χλεύης, αλλά όχι σε τέτοια έκταση, ούτε με τόση ποικιλία.
Όσον αφορά την ιστορική κοινωνικοπολιτική διάσταση των αντισοβιετικών ανεκδότων, την απάντηση μάλλον θα πρέπει να την αναζητήσουμε στις ιδιαιτερότητες του σοβιετικού καθεστώτος. Κατ΄ αρχάς, το σοβιετικό σύστημα φιλοδοξούσε και ως έναν βαθμό πετύχαινε να ρυθμίσει τη ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών, να τους επιβάλει τη δική του ηθική και τη δική του αισθητική, να ελέγξει τις σκέψεις τους. Σε αντίθεση με άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που αρκούνταν στην ανοχή των πολιτών, ο σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ απαιτούσε τον ενεργό ενθουσιασμό τους: οι πολίτες έπρεπε να χαίρονται, να συμμετέχουν, να χειροκροτούν· όφειλαν να αισθάνονται ευτυχισμένοι και, κυρίως, να το δείχνουν.
Δεύτερον, υπήρχε τεράστια απόσταση μεταξύ λόγων και έργων. Το καθεστώς ευαγγελιζόταν τον κομμουνιστικό παράδεισο και την αταξική κοινωνία — μια κατάσταση υλικής αφθονίας, γενικής ευδαιμονίας και απόλυτης ελευθερίας· αντ΄ αυτού, οι πολίτες ζούσαν με στερήσεις βασικών αγαθών και σε καθεστώς ανελευθερίας, αδικίας και διαρκούς φόβου. Ο Μπρέζνιεφ μάλιστα κάποια στιγμή έβαλε και χρονοδιάγραμμα, εκτιμώντας πως το κομμουνιστικό στάδιο και η αταξική κοινωνία ήταν υπόθεση το πολύ είκοσι χρόνων — αλλά δεν ήταν.
Αυτή η διάσταση θεωρίας / προπαγάνδας από τη μια και πράξης από την άλλη καθιστούσε το καθεστώς ευάλωτο στην κριτική τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά: αφενός μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού (συντηρητικοι ή φιλελεύθεροι αστοί, αγρότες πιστοί στην παράδοση, ορθόδοξοι χριστιανοί, παλαιοημερολογίτες, μουσουλμάνοι, Εβραίοι κ.ά.) δυσφορούσαν με την καταπίεση και την ανελευθερία· αφετέρου πολλοι μαρξιστές, σοσιαλδημοκράτες κ.ο.κ. έβλεπαν την οικονομια τον «κρατικού καπιταλισμού» να παραπαίει και την πρόοδο στο πεδίο του «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας» να αποδεικνύεται άπιαστο όνειρο.

Ξαφνικά οι Ρώσοι δεν έπρεπε να προσφωνούνται μεταξύ τους με τα —κατάλοιπα του παρηκμασμένου τσαρισμού— «κύριος» και «κυρία» αλλά με τα «σύντροφος» και «συντρόφισσα» ή το «πολίτης». Οι κομματικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι βαπτίστηκαν «κομισάριοι του λαού». Η χρήση οποιασδήποτε έκφρασης που συνδεόταν με την παράδοση ή τη θρησκεία (δηλαδή ενάς σημαντικού μέρους της καθημερινής γλώσσας του λαού) ήταν από κατακριτέα έως ύποπτη. Εμφανίστηκαν αμέτρητοι -ισμοί και -ποιήσεις.
Πολλοί από τους καινοφανείς ορούς ήταν στομφώδεις και απείχαν έτη φωτός απο την πραγματικότητα, όπως π.χ. το ίδιο το επίθετο «σοβιετικός», που έμπαινε παντού συμπεριλαμβανομένης της ονομασίας της νέας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, που ιδρύθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1922. Στην ουσία δεν σήμαινε τίποτα, καθώς πολύ νωρίς, ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και ζώντος του Λένιν, τα περίφημα σοβιέτ των εργατών («Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!» και «Εξηλεκτρισμός και σοβιέτ!» ήταν τα δύο βασικά συνθήματα των μπολσεβίκων κατά την Επανάσταση) είχαν μετατραπεί σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, κάτι σαν δημόσιες υπηρεσίες επικύρωσης των αποφάσεων του Κόμματος, δηλαδή της ηγεσίας του Κόμματος, δηλαδή του Πολιτμπιρό, του ολιγομελούς Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής. Τέτοιου είδους κραυγαλέοι ευφημισμοί ήταν φυσικό να αποτελέσουν στόχο του χιούμορ, ήδη από τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας.
Τέλος, τα αρκτικόλεξα της γραφειοκρατίας του νέου καθεστώτος μετατρέπονταν σε λέξεις, οι οποίες ενίοτε κλίνονταν και έπαιρναν καταλήξεις και προθέματα προκειμένου να παραχθούν τα σχετικά επίθετα, επιρρήματα κ.ο.κ. Για να θυμηθούμε πρόχειρα δύο από τα πιο διασημα αρκτικόλεξα, ας αναφέρουμε την ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ, που δεν χρειάζεται καν μετάφραση στα ελληνικά, και το ΓΚΟΥΛΑΓΚ, που προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων Κεντρική Διοίκηση Στρατοπέδων (καταναγκαστικής εργασίας) και κατέληξε, με την προσθήκη ενός γεωγραφικού όρου από τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, να σηματοδοτεί μια ζοφερή δυστοπία: το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ».

Θετική προπαγάνδα συνιστούσαν οι μεγαλοπρεπείς και ενθουσιώδεις εορτασμοί, τα συνθήματα και τα σλόγκαν, οι υπερβολικοί κομπασμοί για επιτεύγματα (άλλοτε πραγματικά, άλλοτε μεγεθυμένα και άλλοτε ανύπαρκτα), η διαρκής και απροκάλυπτη αναθεώρηση —ανακατασκευή στην ουσία— του ιστορικού παρελθόντος, η ad nauseam προσωπολατρία πρός τον (νεκρό) Λένιν και τον (ζωντανό) Στάλιν.
Ιδού ένα απολύτως ταιριαστό ανέκδοτο:
Ένα νιόπαντρο ζευγάρι πηγαίνει σε κατάστημα επίπλων και ζητά ενα κρεβάτι που να χωράει τρείς. Ο πωλητής παραξενεμένος τους ρωτά γιατί πρέπει να χωράει τρείς. Εκείνοι απαντούν με το σύνθημα:
— Γιατί ο Λένιν είναι πάντα μαζί μας!
Επίσης, στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, η καθεστωτική προπαγάνδα συμπεριελάμβανε τη δημιουργία ενός νέου πατριωτισμού με βάση τον φαντασιακό «Σοβιετικό άνθρωπο», με παράλληλη υποδαύλιση του πατροπαράδοτου ρωσικού εθνικισμού (έργο του Στάλιν αυτό, δηλαδή ενός Γεωργιανού!), εις βάρος των υπόλοιπων εθνοτήτων της αχανούς χώρας.
Αρνητική προπαγάνδα ήταν βέβαια η διαρκής κατασκευή εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών: κατασκόπων, σπιούνων, σαμποτέρ,
ταξικών εχθρών, αντεπαναστατών, καταλοίπων του τσαρισμού, κουλάκων, γραφειοκρατών, φασιστών, ιμπεριαλιστών, αστών, λευκών, Εσέρων, Μενσεβίκων, Τροτσκιστών, δεξιών αποκλίσεων, αριστερών αποκλίσεων — ο κατάλογος δεν έχει τέλος.

Ένα καθεστώς που στηρίζεται σε τέτοιο βαθμό στην προπαγάνδα και στην κατασκευασμένη εικόνα του είναι λογικό να αποτελεί στόχο σάτιρας και χλεύης. Εξίσου λογικό είναι ένα τέτοιο καθεστώς να τρέμει τη γελοιοποίηση και να αντιδρά σε αυτήν με βίαιη καταστολή· η reductio ad absurdum της εξουσίας που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της είναι κίνδυνος-θάνατος. Ο βασιλιάς είναι γυμνός· κανείς δεν τολμά να το πει φωναχτά, γιατί ο βασιλιάς περιτριγυρίζεται από τους φρουρούς του. Σιγά σιγά όμως όλο και περισσότεροι ξεθαρρεύουν και ψελλίζουν αστεία για τη γύμνια. Όλο και περισσότεροι κρυφογελούν, ακόμα και μερικοί από τους φρουρούς.
Στο σημείο αυτό, έχουν σημασία δύο παρατηρήσεις: πρώτον, Τα ανέκδοτα δεν μπορούν να θεωρηθούν πρωτογενής ιστορική πηγή για την καθημερινότητα στην ΕΣΣΔ (από τη φύση του το αστείο ενέχει τα στοιχεία της υπερβολής, της γενίκευσης, της σχηματοποίησης κ.ο.κ.), μπορούμε όμως να δεχτούμε ότι αποτυπώνουν την ατμόσφαιρα της εποχής από τη σκοπιά του λαού και, κυρίως, τα συναισθήματα των Σοβιετικών και ανατολικοευρωπαίων πολιτών.
Δεύτερον, λαμβάνοντας υπόψη την έξαρση της ανεκδοτολογίας καθώς και το περιεχόμενο των αστείων κατά τη δεκαετία του ΄80, μπορούμε να πούμε ότι οι Σοβιετικοί πολίτες, δια των ανεκδότων που διαρκώς επινοούσαν και μανιωδώς διέδιδαν, πέτυχαν εκεί που απέτυχαν οι περιβόητοι «σοβιετολόγοι» της Δύσης (πολλοί από τους οποίους μετά το 1989 παραδέχτηκαν ότι είχαν υπερτιμήσει την ΕΣΣΔ και ως οικονομική και ως στρατιωτική δύναμη): να προαναγγείλουν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.