Ο ΜΥΘΟΣ
ΤΩΝ ΕΞΙ ΕΒΔΟΜΑΔΩΝ

Μάχη της Κρήτης



Το βιβλίο «Operation Merkur: Die Eroberung der Insel Kreta im Mai 1941» του Dr. Heinz A. Richter, ─ο οποίος έχει ζήσει πολλά χρόνια στην Ελλάδα, διδάσκει Σύγχρονη Ελληνική και Κυπριακή Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Μανχάιμ, έχει γράψει έξι βιβλία κι έχει δημοσιεύσει πολλές εργασίες σχετικές με τη σύγχρονη Ελλάδα─ μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε το 2011 από τις Εκδόσεις Γκοβόστη με τίτλο «Η Μάχη της Κρήτης».
 
Η παρουσίασή του βιβλίου έγινε στη μεν Αθήνα στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, στο δε Ηράκλειο στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.

Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης που έλαβε χώρα στο μουσείο του Ηρακλείου, όταν αναφέρθηκε ότι ούτε η Επιχείρηση ΜΑΡΙΤΑ (η γερμανική επίθεση στην ηπειρωτική Ελλάδα) ούτε η Επιχείρηση MERKUR (ΕΡΜΗΣ, η αεραπόβαση και κατάληψη της Κρήτης, γνωστότερη ως Μάχη της Κρήτης) είχαν τον παραμικρό αντίκτυπο στην Επιχείρηση ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ (την επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης), ένας απόστρατος στρατηγός, υπέρμαχος προφανώς του «μύθου των έξι εβδομάδων», αποχώρησε από το χώρο της εκδήλωσης εκφράζοντας τη διαφωνία του και δηλώνοντας την αντίθεσή του.


Σύμφωνα με αυτό τον μύθο, η ναζιστική Γερμανία έχασε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επειδή από το στρατιωτικό σχεδιασμό της επιχείρησης ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ έλειπαν έξι εβδομάδες, χρόνος που είχε διαρκέσει η εκστρατεία των Γερμανών στην Ελλάδα.

 

 

 
Το 2014 το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης αποφάσισε να τιμήσει τον συγγραφέα για τα σαράντα πέντε έτη ακαδημαϊκής ενασχόλησής του με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία αναγορεύοντάς τον σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος. Κανείς άλλος στη Γερμανία δεν έχει αφιερώσει το σύνολο του εργασιακού βίου του στην ενδελεχή μελέτη της σύγχρονης ιστορίας και του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας και της Κύπρου, όπως ο Dr. Richter.

Η τελετή αναγόρευσης επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο πάλαι ποτέ τέμενος (πολιτιστικό κέντρο της πόλης του Ρεθύμνου). Ακριβώς την ημέρα της τιμητικής εκδήλωσης, ο απόστρατος στρατηγός αξίωσε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, διαμέσου των εφημερίδων, να μη μου απονείμει την προαναφερθείσα τιμητική διάκριση. Η εκδήλωση στο άλλοτε τέμενος τορπιλίστηκε από την παρουσία μιας ομάδας μαυροφόρων, που φώναζαν συνθήματα επί ένα σχεδόν ημίωρο.

Φοιτητές που ανήκαν στη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ και είχαν προβεί σε κατάληψη των εγκαταστάσεων του πανεπιστημίου ζήτησαν συγγνώμη από τον κ. Richter και τερμάτισαν την κατάληψη της πανεπιστημιούπολης την επομένη. Έτσι, αναγορεύτηκε τελικά σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης σε μια απλή αίθουσα διδασκαλίας, χωρίς την παρουσία κοινού.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία όλα τα κρητικά μέσα ενημέρωσης άρχισαν να επιδίδονται σε μια εκστρατεία δυσφήμησης του ονόματός του. Ζητήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης να του αφαιρέσει την τιμητική διάκριση. Κατά τα φαινόμενα, η συκοφαντική επίθεση εναντίον του γερμανού καθηγητή αντανακλούσε επιπλέον το μίσος για τη Μέρχελ και τον Σόιμπλε.

Στις αρχές καλοκαιριού του 2015, ο εισαγγελέας Ρεθύμνου άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του επί τη βάσει των διατάξεων του αντιρατσιστικού νόμου περί γενοκτονιών. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, το οποίο βασίστηκε σε τμήματα κειμένου που είχαν αποκοπεί από το σώμα στο οποίο ανήκουν, ο κ. Richter ήταν δήθεν ένας Ναζί που, στις σελίδες του βιβλίου του, επιδιδόταν σε ναζιστική προπαγάνδα. Οι περισσότερες από τις εν λόγω κατηγορίες ήταν ανυπόστατες, κάποιες άλλες ήταν απόρροια παρανοήσεων.
 

 

 

Η δίκη άρχισε το Νοέμβριο του 2015. Καθ' όλη τη διάρκειά της, καθηγητές, ιδρύματα, καθώς και η Ακαδημία Αθηνών, εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στο πρόσωπό του Γερμανού καθηγητή. Τα αθηναϊκά μέσα ενημέρωσης επέδειξαν αξιοσημείωτη αντικειμενικότητα και τον υποστήριξαν με άρθρα και συνεντεύξεις. Αναγνώρισαν το ότι αγωνιζόταν για την ελευθερία της επιστήμης και της γνώμης, την οποία κατοχυρώνουν τόσο το Ελληνικό Σύνταγμα όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την οποία έχει συνυπογράψει η Ελλάδα.

Τα κρητικά μέσα ενημέρωσης όμως, συνέχιζαν τις απροκάλυπτες επιθέσεις και δημοσίευαν χοντροκομμένα και προσβλητικά φωτομοντάζ. Κάποιοι άλλοι καθηγητές εκμεταλλεύτηκαν την υπόθεση, προκειμένου να βρεθούν στο προσκήνιο και να υπηρετήσουν τις προσωπικές φιλοδοξίες τους.


Μια ακαδημαϊκού επιπέδου, εμβριθής ιστορική μελέτη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής δίωξης. Οι διαφωνίες επί ιστορικών ζητημάτων είναι θεμιτές και σε ορισμένες περιπτώσεις θα υφίστανται παντοτινά. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αποτελούν το θέμα συζητήσεων στρογγυλής τραπέζης σε διάφορα ιστορικά συνέδρια ή εξετάζονται στο πλαίσιο της κριτικής αξιολόγησης ενός βιβλίου. Ένα ιστορικό πόνημα ενδέχεται να αποτελέσει το αντικείμενο μιας δίκης μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
 
Η δίκη του καθηγητή τελικά ολοκληρώθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 2016 με την απαλλαγή του από τις κατηγορίες που τον βάρυναν. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία της επιστήμης κατήγαγαν νίκη, κι ο κ. Richter μπορεί να συνεχίσει να επισκέπτεται την Ελλάδα, η οποία παραμένει η δεύτερη πατρίδα του.


 

 


Στόχος του βιβλίου
Είναι πλέον καιρός, ύστερα από εβδομήντα χρόνια, να καταγραφούν με συνοπτικό τρόπο τα διαδραματισθέντα στη Μάχη της Κρήτης. Επί τη βάσει του γνωστού αποφθέγματος του Clausewitz, ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της διπλωματίας με άλλα μέσα, η Μάχη της Κρήτης δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μεμονωμένο, καθαρά στρατιωτικό γεγονός, αλλά ως κομμάτι της πολιτικής και στρατιωτικής αντιπαράθεσης εκείνων των ετών μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των συμμάχων της από τη μια και των δυνάμεων του Άξονα από την άλλη. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια που αναφέρονται στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την προετοιμασία της Επιχείρησης ΕΡΜΗΣ, «Η Μάχη της Κρήτης» είναι μέχρις ενός βαθμού διπλωματική ιστορία. Ταυτόχρονα, αναλύονται οι διαφορετικές στρατηγικές των δύο αντιμαχόμενων πλευρών και εξετάζονται τα εν μέρει αποκλίνοντα επιχειρησιακά σχέδια του Γερμανικού Στρατού Ξηράς από τη μια και του Πολεμικού Ναυτικού και της Λουφτβάφε από την άλλη.

Σε ό,τι αφορά αυτές καθαυτές τις εχθροπραξίες, εξετάζονται οι εξελίξεις σε επίπεδο τακτικής και, ταυτόχρονα, ο αντίκτυπος αυτών στη Μέση Ανατολή και στο Λονδίνο. Εξάλλου, δίδεται η δέουσα προσοχή στον εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα του Συστήματος Υποκλοπών ULTRA, ο οποίος έχει αγνοηθεί σχεδόν παντελώς στις γερμανικές εκδόσεις. Επίσης, εξετάζεται σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου ο ρόλος των ανταρτών και της Βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών SOE, καθώς και τα αντίποινα που προκάλεσε η δράση αυτών. Ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις εξελίξεις κατά τη μεταπολεμική περίοδο, προπάντων στη δίκη του Student για εγκλήματα πολέμου στο Lüneburg, καθώς και στη συμφιλίωση των Γερμανών με τους Νεοζηλανδούς βετεράνους.

Κατά συνέπεια, η περιγραφή της Μάχης της Κρήτης περνάει ενσυνείδητα από το γενικό στο ειδικό, σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες ιστορικές μελέτες, που επικεντρώνουν κατά κανόνα την προσοχή τους στην τακτική και σε πολλές περιπτώσεις δεν κατορθώνουν να προσφέρουν στον αναγνώστη μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων.

Η «Μάχη της Κρήτης» βασίζεται ασφαλώς στις γνωστές και πολλάκις αξιοποιηθείσες πρωτογενείς πηγές, δηλαδή στα πολεμικά ημερολόγια και στις εκθέσεις των μονάδων που συμμετείχαν στις εχθροπραξίες. Οι πρωτογενείς αυτές πηγές συμπληρώνονται από πολυάριθμα απομνημονεύματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αναμνήσεις που κατέγραψαν στρατηγοί και ναύαρχοι, αλλά και ημερολόγια εγγράμματων ανθρώπων. Επίσης, εξετάζεται η πλούσια δευτερογενής βιβλιογραφία αναφορικά με τη Μάχη της Κρήτης, που είναι γραμμένη κατά κύριο λόγο στην αγγλική γλώσσα.

Το βιβλίο περιγράφει τα στρατιωτικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε ορισμένα καίρια ερωτήματα που αφορούν και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές:
  • Γιατί διεξήχθη η Μάχη της Κρήτης, εφόσον οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν αμαχητί τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά;
  • Ποιοι ήταν οι λόγοι από στρατηγικής άποψης;
  • Πώς κατόρθωσαν να επικρατήσουν οι επιτιθέμενοι, οι οποίοι αρχικά υστερούσαν από αριθμητικής άποψης, είχαν στη διάθεσή τους μόνον ελαφρύ οπλισμό και δεν είχαν ιδέα από την πραγματική ισχύ του εχθρού και τη διάταξη των δυνάμεών του;
  • Και γιατί ηττήθηκαν οι αμυνόμενοι, οι οποίοι, χάρη στις πληροφορίες που διοχετεύονταν από τους υπεύθυνους του συστήματος ULTRA, γνώριζαν επακριβώς τα γερμανικά σχέδια και είχαν προετοιμαστεί για την επίθεση που θα δέχονταν;
  • Ποια ήταν τα λάθη της στρατιωτικής ηγεσίας των Συμμάχων, που χάρισαν τη νίκη στους Γερμανούς, παρά τις σοβαρές απώλειες που υπέστησαν τα στρατεύματά τους;
  • Ποιος ήταν ο ρόλος της Λουφτβάφε και ποιος ο ρόλος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού;

Σε τελική ανάλυση, στο πλαίσιο της Μάχης της Κρήτης διεξήχθη η πρώτη αεροναυτική σύγκρουση στη στρατιωτική ιστορία. Προκειμένου να γίνει πιο γλαφυρή η περιγραφή, αξιοποιείται με προσεκτικό τρόπο η προφορική παράδοση, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται μυθεύματα ή φιλοπόλεμες βιωματικές αφηγήσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις οι κρητικοί θρύλοι υπερισχύουν της πραγματικότητας.


 

 


Θα παρουσιάσουμε παρακάτω ορισμένα ιστορικά στοιχεία, όπως τα κατέγραψε και τα αναλύει ο κ. Richter στο βιβλίο του.

Ελληνοϊταλική φιλία
Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Μουσολίνι πρότεινε την υπογραφή συμφώνου μη επιθέσεως μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Ο Μεταξάς δεν ήθελε να προβεί σε τέτοιου είδους ενέργειες χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Μεγάλης Βρετανίας, που ήταν η προστάτιδα δύναμη της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, ενημέρωσε τους Βρετανούς.

Στο Υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας επικράτησαν δύο τάσεις: από τη μια ήταν επιθυμητή η μη εμπλοκή της Ιταλίας στον πόλεμο, από την άλλη όμως, σε περίπτωση υπογραφής ενός ελληνοϊταλικού συμφώνου, οι Βρετανοί δε θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα ελληνικά λιμάνια σε ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας. Υπήρχε, μάλιστα, η υποψία, πως αυτός ήταν ο στόχος των Ιταλών, οι οποίοι πίστευαν, πως θα μπορούσαν να αποσπάσουν την Ελλάδα από τη βρετανική σφαίρα επιρροής και να την εντάξουν στη δική τους. Έλπιζαν στην υπογραφή ενός συμφώνου μη επιθέσεως και ενός συμφώνου κοινής εξωτερικής πολιτικής, τα οποία θα μετέτρεπαν την Ελλάδα σε ένα κράτος-δορυφόρο της.

Όμως, εάν η Ελλάδα δεν υπέγραφε το σύμφωνο, η Ρώμη θα κατέληγε στο συμπέρασμα, πως πίσω από την ελληνική άρνηση κρυβόταν η Μεγάλη Βρετανία, και αυτό ήταν κάτι που δεν επιθυμούσαν οι Βρετανοί. Η καλύτερη λύση θα ήταν να μην υπογράψει η Αθήνα, αλλά να συνάψει μια κατ' αρχήν συμφωνία (general terms agreement), που δε θα περιόριζε την ελληνοβρετανική συνεργασία. Στις 18 Σεπτεμβρίου οι Βρετανοί καθοδήγησαν τον Μεταξά σχετικά.

Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα» για το μεγάλο «ΝΑΙ» της 28ης Οκτωβρίου, πώς οι Ρωμιοί ήταν έρμαια της αγγλικής αποικιοκρατικής συμπεριφοράς κατά τον Βʼ παγκόσμιο πόλεμο και αναλώσιμοι, στα άρθρα: Όπως τους Σενεγαλέζους και Πολιτικό κουκλοθέατρο.

Οι Βρετανοί κατέλαβαν την Κρήτη και άλλα ελληνικά νησιά, στα οποία είχαν κατασκευάσει αεροπορικές βάσεις. Επίσης, είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν τρία αεροδρόμια στη Θράκη και δύο ακόμα κοντά στη Θεσσαλονίκη. Από τα αεροδρόμια αυτά οι Βρετανοί θα μπορούσαν να φτάσουν στη Νότια Ιταλία, στα αλβανικά λιμάνια και, προπάντων, στις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι της Ρουμανίας.


Βρετανική προπαγάνδα
στην Κρήτη

Τον Ιούνιο του 1940 το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε να στείλει στην Ελλάδα μια «αποστολή-φάντασμα» («Shadow Mission»). Στην αποστολή αυτή δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν επιτελικοί αξιωματικοί, καθώς θα εξέθεταν την ελληνική κυβέρνηση σε περίπτωση που γινόταν γνωστή η ταυτότητά τους. Έτσι, αποφασίστηκε να στρατολογηθούν αρχαιολόγοι που γνώριζαν την Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτούς, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο John Pendlebury. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα του Pendlebury, τα οποία κατασχέθηκαν αργότερα, είχε στη διάθεσή του μεγάλα χρηματικά ποσά.

Όμως, η άσκηση επιρροής δεν περιοριζόταν σε στρατιωτικά ζητήματα. Σε καφενεία και πλατείες τοποθετήθηκαν ραδιόφωνα που μετέδιδαν εκπομπές του BBC. Στους κινηματογράφους προβάλλονταν βρετανικά επίκαιρα και ταινίες. Η προπαγάνδα ήταν προσαρμοσμένη στην κρητική κουλτούρα και είχε αποτελέσματα, ενώ η γερμανική αντιπροπαγάνδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

Για την προστασία
των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας

Το Σχέδιο ΜΑΡΙΤΑ ήταν απλώς ένα από τα πολλά σχέδια που είχε εκπονήσει η γερμανική στρατιωτική ηγεσία. Ο Χίτλερ δεν επιθυμούσε διακαώς να επιτεθεί στην Ελλάδα. Η Επιχείρηση ΜΑΡΙΤΑ, σε αντίθεση με την Επιχείρηση ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ, δεν αποσκοπούσε στην εξασφάλιση ζωτικού χώρου, καθώς η Ελλάδα δε συμπεριλαμβανόταν στα επεκτατικά σχέδια του Χίτλερ.

Η Επιχείρηση ΜΑΡΙΤΑ πρέπει κατ' αρχήν να εκληφθεί ως μέτρο προστασίας των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας από βρετανικές αεροπορικές επιθέσεις και, υπ' αυτή την έννοια, ως μέτρο αποφυγής της πλαγιοκόπησης των δυνάμεων που θα συμμετείχαν στην Επιχείρηση ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ. Η επέμβαση του Χίτλερ στην Ελλάδα θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη, εάν δεν απειλούνταν από τους Βρετανούς οι πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας εξαιτίας της ιταλικής επίθεσης. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το γεγονός ότι με την υπογραφή της Επιχείρησης ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ από τον Χίτλερ δημιουργήθηκε μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.

Δεν έβαλλαν
οι αλεξιπτωτιστές από ψηλά

Οι αυτοσχεδιασμοί των υπευθύνων της Επιχείρησης ΕΡΜΗΣ ήταν εμφανείς και στον τομέα του εξοπλισμού. Οι αλεξιπτωτιστές ερρίφθησαν στην Κρήτη φέροντας τον ίδιον ιματισμό με εκείνον που έφεραν το χειμώνα στο Narvik της Νορβηγίας, γεγονός που προκάλεσε πολλά προβλήματα, καθώς η θερμοκρασία στην Κρήτη εκείνη την περίοδο θύμιζε καλοκαίρι.

Εκτός αυτού, τα τρόφιμά τους ήταν εντελώς ακατάλληλα, καθώς είτε δημιουργούσαν το αίσθημα μεγάλης δίψας είτε αλλοιώνονταν ή έλιωναν εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας.

Όμως, και ο οπλισμός τους ήταν ακατάλληλος. Οι αλεξιπτωτιστές έφεραν μόνον ένα περίστροφο των 9 mm και μερικές χειροβομβίδες. Τα υποπολυβόλα τους βρίσκονταν μέσα στα κιβώτια που ρίχνονταν από τα αεροσκάφη, μολονότι η επιχείρηση στην Ολλανδία είχε καταδείξει ότι οι αλεξιπτωτιστές ήταν σε θέση να φέρουν τα υποπολυβόλα τους.

Κατά συνέπεια, οι περιγραφές που αναφέρονται σε αλεξιπτωτιστές που έβαλλαν με τα υποπολυβόλα τους ενόσω βρίσκονταν ακόμη στον αέρα δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασίας κάποιων.

Σε ό,τι αφορά το θερινό ιματισμό των αλεξιπτωτιστών, αυτός δεν μεταφέρθηκε ποτέ στην Ελλάδα.

Αφοπλισμό
είχε διατάξει ο Μεταξάς

Οι Κρητικοί είχαν ελάχιστα όπλα για να υπερασπιστούν το νησί τους, καθώς είχαν αφοπλισθεί πλήρως μετά την εξέγερση του Αυγούστου του 1938 κατά της δικτατορίας Μεταξά. Ο επίσημος ισχυρισμός του Γενικού Επιτελείου, σύμφωνα με τον οποίο οι Κρητικοί είχαν παραδώσει τα όπλα τους στο στρατό κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία, ήταν απλώς μια δικαιολογία που επιχειρούσε να αποκρύψει την αλήθεια. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς φοβόταν μια νέα εξέγερση και δεν ήταν διατεθειμένο να δώσει όπλα στους πολίτες.

Οι ελληνικές δυνάμεις
Την παραμονή της γερμανικής εισβολής ο στρατηγός Freyberg είχε στη διάθεσή του συνολικά 28.614 άνδρες, από τους οποίους 15.063 ήταν Βρετανοί, 6.451 Αυστραλοί και 7.100 Νεοζηλανδοί. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν περίπου 11.500 Έλληνες στρατιώτες.

Οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούνταν από οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων (7.000 άνδρες), τους άνδρες της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής και της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τους άνδρες μερικών μονάδων Εφοδιασμού, 1.000 περίπου επίστρατους και 2.500 περίπου χωροφύλακες.

Η Μεραρχία Κρητών είχε πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο, και ελάχιστοι από τους άνδρες της είχαν καταφέρει να επιστρέψουν στην Κρήτη μετά τη συνθηκολόγηση. Τον Μάρτιο είχε μεταφερθεί από την ηπειρωτική Ελλάδα στο Ρέθυμνο η Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής, με 900 οπλίτες και δεκαπέντε αξιωματικούς. Τον Απρίλιο είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων από τα κέντρα εκπαιδεύσεως της Πελοποννήσου. Όμως, οι περισσότεροι από τους εν λόγω νεοσύλλεκτους είχαν κληθεί προς εκπαίδευση στις αρχές Απριλίου, κάτι που σήμαινε ότι είχαν τύχει μιας ολιγοήμερης και υποτυπώδους βασικής εκπαίδευσης.

Ελλείψει αξιωματικών ανακλήθηκαν στην ενεργό υπηρεσία αξιωματικοί που είχαν αποταχθεί μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το Μάρτιο του 1935 και δεν είχαν συμμετάσχει στον ελληνοιταλικό πόλεμο. Μάλιστα, για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις στο νευραλγικό τομέα των αξιωματικών, αποφασίστηκε να επισπευσθούν οι εξετάσεις στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Σε ό,τι αφορούσε τον τομέα της στρατιωτικής πειθαρχίας, οι ελληνικές δυνάμεις ελέγχονταν από τον Ελληνικό Στρατό. Σε ό,τι αφορούσε, όμως, τον τομέα του επιχειρησιακού σχεδιασμού, οι ελληνικές δυνάμεις τελούσαν υπό τη διοίκηση των Βρετανών.

Οι ελληνικές μονάδες βρίσκονταν σε οικτρή κατάσταση από άποψη εξοπλισμού. Οι άνδρες τους ήταν εξοπλισμένοι με πέντε διαφορετικούς τύπους τυφεκίων. Σε κάθε τυφέκιο αντιστοιχούσαν κατά μέσον όρο 20-25 σφαίρες. Περίπου το ένα τρίτο των νεοσυλλέκτων δεν έλαβε ατομικό οπλισμό.

Τα ελληνικά τάγματα αναπτύχθηκαν στους τέσσερις τομείς άμυνας, εξαιρέσει του 1ου Συντάγματος Πεζικού, που έλαβε θέσεις μάχης στην περιοχή του ανολοκλήρωτου αεροδρομίου στο Καστέλι Κισσάμου. Εκεί υπήρχαν μερικοί Νεοζηλανδοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, οι οποίοι είχαν αναλάβει την εκπαίδευση των Ελλήνων στρατιωτών.

Ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων στρατιωτών ανέλαβε τη φρούρηση των 16.000 περίπου Ιταλών αιχμαλώτων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως που βρίσκονταν στα Χανιά, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο.

Κτηνωδίες
σε βάρος τραυματιών και νεκρών

Ο υπολοχαγός Werner Pissin, ο οποίος ήταν διοικητής λόχου, επί τη βάσει των μαρτυριών ανδρών που κατάφεραν να επιζήσουν, αναφέρει τα εξής σχετικά με τα γεγονότα που επακολούθησαν:

Πριν καν προλάβουν να συγκεντρωθούν, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές δέχθηκαν πυρά από τους Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονταν στα υψώματα νοτίως του σημείου προσγείωσης. Μολονότι είχαν στη διάθεσή τους επαρκή οπλισμό —μεταξύ άλλων, ένα πυροβόλο, αρκετά οβιδοβόλα και υποπολυβόλα— δεν μπόρεσαν να τον αξιοποιήσουν, καθώς δεν κατόρθωσαν να φθάσουν στα κιβώτια όπου βρισκόταν ο οπλισμός αυτός. Το απόσπασμα εξολοθρεύτηκε εντός δέκα λεπτών.

Οι άμαχοι διέπραξαν απίστευτες κτηνωδίες σε βάρος των νεκρών. Οι τραυματίες δεν υπέστησαν τέτοιου είδους κακοποίηση χάρη στη θαρραλέα επέμβαση των Βρετανών. Οι νεκροί Γερμανοί ανήλθαν στους εξήντα. Ο Νεοζηλανδός ταγματάρχης T. Bedding έσωσε τους επιζήσαντες Γερμανούς αλεξιπτωτιστές από το λιντσάρισμα των ανταρτών, μεταφέροντάς τους στο κρατητήριο του τοπικού αστυνομικού σταθμού με τη βοήθεια των ανδρών του και μερικών ανδρών της Χωροφυλακής. Οι νεκροί βρέθηκαν λίγες ημέρες αργότερα φρικτά ακρωτηριασμένοι. Οι επιζήσαντες απελευθερώθηκαν κατά τη δεύτερη γερμανική προέλαση, στις 24 Μαΐου. Η πολεμική λεία των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη. Πολλά από τα λάφυρα περιήλθαν στην κατοχή των ανταρτών.

Όπως ήταν φυσικό, το εν λόγω επεισόδιο γέννησε μυθικές αναφορές και περιγραφές ηρωικών πράξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εξιστόρηση των γεγονότων από τον Macdonald:

«Ο Στυλιανός Κούνδουρος, ένας γηγενής γιατρός, θυμάται πως, όταν ξεκίνησε η επίθεση, ο πατέρας του έτρεξε στον κήπο και ξέθαψε ένα παμπάλαιο τούρκικο τουφέκι, το οποίο είχε κρύψει κατά την επίταξη των όπλων από τον Μεταξά. Αφού προηγήθηκε μια λογομαχία, ο γιος κατάφερε να πείσει τον πατέρα να του δώσει το όπλο. Ακολούθως κατευθύνθηκε προς την περιοχή από την οποία ακούγονταν οι πυροβολισμοί, κρατώντας στο ένα χέρι του το κουτί πρώτων βοηθειών και στο άλλο το τουφέκι.

»Πολλοί Γερμανοί μαχαιρώθηκαν ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου σε ανελέητες συγκρούσεις που διεξάγονταν εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα ελαιόδεντρα. Σύντομα οι Έλληνες πήραν το πάνω χέρι, πολεμώντας με τα όπλα που είχαν αφαιρέσει από τους εχθρούς τους. Όσοι Γερμανοί επέζησαν οχυρώθηκαν σε μια αγροικία, ελπίζοντας ότι θα κατόρθωναν να αντισταθούν πίσω από τους χοντρούς πέτρινους τοίχους μέχρι να φθάσουν ενισχύσεις.

»Ο ταγματάρχης Bedding [...] συνέστησε να προβούν σε αποκλεισμό, υποστηρίζοντας ότι η πείνα και η δίψα θα ανάγκαζαν τελικά τον εχθρό να παραδοθεί. Ωστόσο, ήταν αδύνατο να ελέγξει τους Κρητικούς. Παρά τα σφοδρά πυρά που δέχονταν από τα πολυβόλα του εχθρού, εγκατέλειψαν τις θέσεις στις οποίες ήταν καλυμμένοι και εφόρμησαν στην αγροικία, καταβάλλοντας τους αμυνομένους χάρη στην αριθμητική υπεροχή τους και μόνον. Ήταν ορατός ο κίνδυνος να θανατωθούν όλοι οι Γερμανοί αδιακρίτως

Σύμφωνα με την άποψη του Alan Clark —το 1962—, οι αλεξιπτωτιστές αυτοί ήταν φανατικά μέλη της χιτλερικής νεολαίας, είχαν δε ηττηθεί από ηρωικούς άνδρες που υπερασπίζονταν την ιδιαίτερη πατρίδα τους.

Στην πραγματικότητα, οι αλεξιπτωτιστές θανατώθηκαν από τους άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού. Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι στρατιώτες που είχαν τεθεί εκτός μάχης, με άλλα λόγια τραυματίες, σφαγιάστηκαν από τους αντάρτες. Οι άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού και οι Νεοζηλανδοί εκπαιδευτές τους σε λίγες μόνον περιπτώσεις επενέβησαν εγκαίρως, ώστε να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.

Αναποτελεσματικές
οι αεραποβατικές έφοδοι

Οι σοβαρές απώλειες των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη συγκλόνισαν τον Χίτλερ. Αυτό που τον εντυπωσίασε δεν ήταν οι απόλυτοι αριθμοί, καθώς ήταν παρόμοιοι με εκείνους της Επιχείρησης ΜΑΡΙΤΑ, αλλά η σχέση των απωλειών με το συνολικό αριθμό των ανδρών που έλαβαν μέρος στην Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ. Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν στο 23%. Στην εκστρατεία κατά της Γαλλίας οι απώλειες είχαν κυμανθεί μεταξύ 5% και 7%.

Στις 19 Ιουλίου του 1941, ο Student παρουσίασε στον Χίτλερ μερικούς από τους αλεξιπτωτιστές του, στους οποίους είχε απονεμηθεί ο Σταυρός των Ιπποτών για τα ανδραγαθήματά τους στη Μάχη της Κρήτης. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης αυτής, ο Χίτλερ δήλωσε ότι «η Κρήτη απέδειξε ότι η εποχή των αλεξιπτωτιστών ανήκει στο παρελθόν. Οι αλεξιπτωτιστές είναι καθαρά ένα όπλο αιφνιδιασμού, και τώρα το στοιχείο του αιφνιδιασμού έχει παύσει να υφίσταται». Ο Χίτλερ αναγνώριζε τα επιτεύγματα των αλεξιπτωτιστών, αλλά είχε χάσει την πίστη του στις αεραποβατικές εφόδους.


 

 


Αντάρτικες μονάδες
Το αντιστασιακό κίνημα περιορίστηκε κατά κύριο λόγο στα χωριά, μολονότι υπήρχαν και μεμονωμένες ομάδες στις πόλεις, ξεκίνησε δε με πρωτοβουλία πρώην πολιτοφυλάκων. Ο οπλισμός αυτών των ανδρών ήταν πρωτόγονος: ξίφη, κυνηγετικά όπλα, μουσειακές καραμπίνες, τσεκούρια, ρόπαλα κ.λπ.. Με άλλα λόγια: τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης είχε προετοιμαστεί στην Κρήτη ένα είδος παλλαϊκού ξεσηκωμού.

Αυτές οι ομάδες ατάκτων υπήρχαν στην κρητική παράδοση ήδη από την εποχή των εξεγέρσεων κατά των Οθωμανών. Ο τρόπος που πολεμούσαν ήταν πρωτόγονος και είχε τις ρίζες του στην περίοδο πριν από τη Σύμβαση της Χάγης για το Δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου, διαμέσου της οποίας επιχειρήθηκε να εξανθρωπιστεί ο πόλεμος και, προπάντων, να προστατευτεί ο άμαχος πληθυσμός.

Ο Pendlebury και οι άλλοι Βρετανοί πράκτορες, που όλοι ονειρεύονταν να γίνουν οι διάδοχοι του Λώρενς της Αραβίας, ο οποίος ήταν επίσης αρχαιολόγος, προσπάθησαν να κινητοποιήσουν και πάλι τους παλιούς καπετάνιους και τους άνδρες τους. Γνώριζαν ότι παραβίαζαν το Δίκαιο του πολέμου εξοπλίζοντας αμάχους και ενθαρρύνοντας τον ανταρτοπόλεμο, αλλά αυτό δεν τους ενδιέφερε στο βαθμό που έβλαπτε τον εχθρό και ωφελούσε τους ίδιους.

Το ημερολόγιο του Pendlebury τον Απρίλιο περιέχει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την πορεία των προετοιμασιών σε συγκεκριμένα χωριά. Είχε μάλιστα προτείνει την ίδρυση πολιτοφυλακής.

Οι πρώτες αντάρτικες μονάδες συγκροτήθηκαν από πράκτορες της SOE. Δεν επρόκειτο για εμπόλεμους με την έννοια της Σύμβασης της Χάγης για το Δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου, και ο τρόπος με τον οποίον πολεμούσαν, παραβίαζε το Δίκαιο του πολέμου. Οι επιθέσεις των ομάδων αυτών και των άλλων ομάδων ατάκτων υπήρξαν οι πρώτες επιθέσεις ανταρτών στο Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρώτη φορά από την εποχή του Wellington στην Ισπανία, το 1808, εφαρμόστηκε και πάλι ο ασύμμετρος πόλεμος με τρομακτικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό. Το κουτί της Πανδώρας είχε ανοίξει, με φοβερά επακόλουθα και για τις δύο πλευρές.

Από την άλλη πλευρά, ο Freyberg χαιρέτισε τη συμβολή των ατάκτων στη Μάχη της Κρήτης, αλλά δε σκέφτηκε να τους εντάξει στις τάξεις των εμπολέμων. Είναι πιθανόν να μην ήταν ενημερωμένος για την κλίμακα και το χαρακτήρα της εν λόγω αντίστασης. Ούτε εκείνος ούτε οι μεταγενέστεροι αγγλόφωνοι ιστορικοί της Μάχης της Κρήτης αναφέρθηκαν στο ρόλο της SOE και στο γεγονός ότι μέσω αυτής οργανώθηκε ένα είδος παλλαϊκού ξεσηκωμού. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν κατ' επανάληψη εγκωμιαστικές αναφορές στην υποστήριξη των ανταρτών και διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι το αντιστασιακό αυτό κίνημα εκδηλώθηκε χωρίς σχεδιασμό ή προετοιμασία. Είναι άγνωστο εάν πρόκειται για άγνοια ή για μια προσπάθεια να περιοριστεί η ευθύνη για τις επιπτώσεις. Μόλις τα τελευταία χρόνια έγινε αποδεκτός ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε η SOE στην προετοιμασία της αντίστασης.

Οι αντάρτες
και το Δίκαιο του πολέμου

Οι Έλληνες υπερασπιστές της Κρήτης προέρχονταν από διάφορους χώρους. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τις τάξεις του Στρατού και της Χωροφυλακής. Θεωρούνταν εμπόλεμοι και προστατεύονταν από το Δίκαιο του πολέμου, τη Σύμβαση της Χάγης για το Δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου και τη Σύμβαση της Γενεύης. Επιπροσθέτως, υπήρχαν οργανωμένοι και μη αντάρτες, καθώς και λιγοστοί πολιτοφύλακες. Σύμφωνα με μαρτυρία του πρώην αλεξιπτωτιστή Pöppel, μερικοί πολιτοφύλακες φορούσαν μπλε περιβραχιόνια. Ο τρόπος με τον οποίον πολεμούσαν οι οργανωμένοι αντάρτες και οι πολιτοφύλακες χαρακτηριζόταν από τον εχθρό στρατιωτικός και σύμφωνος με τους κανόνες του πολέμου. Τις ομάδες αυτές καθοδηγούσαν συχνά αξιωματικοί ή χωροφύλακες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι μάχες στα Φλώρια και την Κάντανο.

Όμως, ο τρόπος με τον οποίον πολεμούσαν οι μη οργανωμένες αντάρτικες ομάδες ήταν συχνά πρωτόγονος, αφού τα μέλη τους χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε όπλο είχαν στη διάθεσή τους. Επειδή υστερούσαν στην κατά μέτωπον αντιπαράθεση με τον εχθρό, έστηναν ενέδρες, που κατέληγαν σε άγριες μάχες εκ του συστάδην. Επρόκειτο για πόλεμο στην πιο άγρια και πρωτόγονη μορφή του.

Ακόμη χειρότερες ήταν οι παράπλευρες απώλειες. Τραυματίες θανατώνονταν και νεκροί ατιμάζονταν. Αυτό που επικράτησε ήταν μια αρχαία κρητική παράδοση, η περιφρόνηση του θανάτου. Η κακοποίηση των νεκρών δεν ήταν με αυτή την έννοια ατίμωσή τους, αλλά μια χειρονομία που φανέρωνε περιφρόνηση του θανάτου. Όμως, οι συμπολεμιστές των κακοποιημένων νεκρών την αντιλαμβάνονταν ως ατίμωση. Το αποτέλεσμα ήταν μίσος και πικρία, καθώς και επιθυμία για εκδίκηση. Η θανάτωση των τραυματιών εξηγεί το μικρό αριθμό τους στα στατιστικά δεδομένα. Οι αλεξιπτωτιστές που κρέμονταν στα δέντρα χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, επειδή το αλεξίπτωτό τους είχε μπλεχτεί στα κλαδιά των δέντρων, θανατώνονταν. Από τους νεκρούς οι Κρήτες αφαιρούσαν ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο. Στις κατ' οίκον έρευνες που έγιναν αργότερα τα εν λόγω «λάφυρα», που αποτελούσαν την απόδειξη της συμμετοχής σε «σφαγές», είχαν σε πολλές περιπτώσεις μοιραίες συνέπειες.

Οι εχθροπραξίες μεταξύ των μονάδων του τακτικού στρατού στο πλαίσιο της Μάχης της Κρήτης, απ' όποια χώρα κι αν προέρχονταν αυτές
(Ελλάδα, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία, Γερμανία), ακολουθούσαν συγκεκριμένους κανόνες. Υπήρχε ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας, επί τη βάσει της οποίας οι εχθροπραξίες διακόπτονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, ώστε να θάβονται οι νεκροί, να περιθάλπονται οι τραυματίες, να προμηθεύονται οι άνδρες νερό και να διανέμονται το σιτηρέσιο και τα πυρομαχικά. Αντίθετα, στο στρατόπεδο των μη οργανωμένων κρητικών ανταρτικών ομάδων επικρατούσε μια αρχέγονη διάθεση εξόντωσης του αντιπάλου. Για τους μη οργανωμένους Κρήτες αντάρτες η Μάχη της Κρήτης ήταν μια μάχη για την πατρίδα τους, την οποία υπερασπίζονταν με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους. Δεν έδειχναν οίκτο και δε συγχωρούσαν τον εχθρό, ακόμη κι αν αυτός ήθελε να παραδοθεί.

Ένας από τους πλέον γνωστούς Κρήτες αντάρτες, ο Γεώργιος Ψυχουντάκης, αναφέρει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: Ένα γερμανικό πολεμικό αεροσκάφος υποχρεώθηκε να πραγματοποιήσει αναγκαστική προσγείωση στην ακτή πλησίον της Γεωργιούπολης. «Οι κάτοικοι των γύρω χωριών μαζεύτηκαν κι άρχισαν να τρέχουν προς το αεροσκάφος φωνάζοντας. "Πιάστε τους" φώναζαν. Βρισκόμασταν σε απόσταση 180 περίπου μέτρων, όταν τα ξαφνικά πυρά ενός πυροβόλου μας ανάγκασαν να σκύψουμε. Οι Γερμανοί [...] πυροβολούσαν στον αέρα, για να σταματήσουν την ορμητική κίνησή μας προς το μέρος τους και να ξεφύγουν [...] Κανείς δε χτυπήθηκε, όχι επειδή έδειξαν οίκτο, αλλά επειδή γνώριζαν πως σε λίγο θα βρίσκονταν στα χέρια μας».

Λίγα λεπτά αργότερα φάνηκε ένα αγγλικό άρμα μάχης. «Βγήκαμε από τις κρυψώνες μας και αρχίσαμε να τρέχουμε προς το μέρος τους, ενώ οι Γερμανοί παραδίδονταν στους Άγγλους. Πέντε άνδρες βγήκαν από το αεροσκάφος και σκαρφάλωσαν στο άρμα μάχης. Τους ρίξαμε μια τελευταία ματιά ενώ απομακρύνονταν και θέλαμε να τους πνίξουμε με τα ίδια μας τα χέρια [...] αφήσαμε να εκδηλωθεί ο θυμός μας. [...] Καταραστήκαμε τους φίλους μας τους Άγγλους που τους έσωσαν».

Οι αντάρτες πραγματοποιούσαν νυκτερινές επιθέσεις ή επιδρομές σε συγκεκριμένες θέσεις. Ο Hans Bender αναφέρει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό στα Περιβόλια πλησίον του Ρεθύμνου. Είχε πάει στη βρύση του χωριού για να φέρει νερό. Επέστρεψε με μεγάλη καθυστέρηση στη θέση του και βρήκε τον συμπολεμιστή του νεκρό. Είχε προηγηθεί πολύωρη ανταλλαγή πυροβολισμών: «Ο Guido [Gruner] ήταν νεκρός. Ήταν πεσμένος ανάσκελα. Του είχαν αφαιρέσει τα μάτια και τα γεννητικά όργανα. Λόγω της υπερβολικής ζέστης η αποσύνθεση των πτωμάτων άρχιζε έπειτα από λίγες ώρες. Το ίδιο συνέβη και εδώ. Ο πόλεμος μας αποκάλυπτε το σκληρό και κτηνώδες πρόσωπό του.»

Η αύξηση των περιστατικών αυτών οδήγησε σε πράξεις αντεκδίκησης. Στη μονάδα του Bender είχαν σκοτωθεί όλοι οι αξιωματικοί και ο λοχίας επιθυμούσε να εκδικηθεί τον άμαχο πληθυσμό. Διέταξε τον Bender να εκτελέσει τριάντα δύο ανθρώπους, ανάμεσά τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους που είχαν παραμείνει στην περιοχή που είχε περιέλθει στον έλεγχο των Γερμανών.

«Αυθόρμητα απάντησα: "Αυτό δε θα το κάνω". [Ο λοχίας] τράβηξε το πιστόλι του και είπε: "Άρνηση εκτέλεσης διαταγής"... Όμως, ο συστρατιώτης μου, Karl Krämer από το Βερολίνο είχε ήδη τραβήξει το δικό του όπλο και τον απειλούσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βερολινέζικη διάλεκτο του Karl καθώς του φώναζε: "Αν πατήσεις τη σκανδάλη, θα πεθάνεις, κατάλαβες;" [Ο λοχίας] χωρίς να πει λέξη εξαφανίστηκε».

Σύμφωνα με όσα διηγήθηκε ο Hans Bender στο συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, αυτοί οι άμαχοι εκτελέστηκαν αργότερα από κάποιους άλλους που δεν είχαν ενδοιασμούς και τύψεις. Αυτό συνέβη σε πολλά μέρη. Πράγματι σύμφωνα με την έκθεση του στρατοδίκη Rϋdel, τα στρατεύματα που έδρασαν σε μέρη όπου οι πολίτες πρόβαλλαν ισχυρή αντίσταση σκότωσαν ένα μεγάλο μέρος του άμαχου πληθυσμού.

Τις πρώτες μέρες οι αλεξιπτωτιστές υπέστησαν μεγάλες απώλειες από τις επιθέσεις των ανταρτών. Οι βιαιοπραγίες στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά εναντίον των αλεξιπτωτιστών και όχι εναντίον των ορεινών κυνηγών που έφτασαν αργότερα. Αυτό οφείλεται κατά πάσαν πιθανότητα στο γεγονός ότι οι αλεξιπτωτιστές ήταν αρχικά διασκορπισμένοι, ενώ οι ορεινοί κυνηγοί είχαν συγκροτήσει εξαρχής κλειστούς σχηματισμούς. Ο Beevor αναφέρει ότι στο Ηράκλειο οι αντάρτες σκότωσαν περίπου 200 αλεξιπτωτιστές. Στην Κάντανο και στα Φλώρια υπήρξαν τουλάχιστον τριάντα εννέα νεκροί. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών που οφείλονται στη δράση των ανταρτών είναι άγνωστος, θα πρέπει να ανέρχεται όμως σε μερικές εκατοντάδες.

Ο Ringel, με διαταγή της 23ης Μαΐου, είχε απειλήσει με την επιβολή αντιποίνων, εάν δεν σταματούσαν οι επιθέσεις των ανταρτών. Όταν κατέστη γνωστή η έκταση των επιθέσεων, ο Student απευθύνθηκε στον Γκαίρινγκ. Προκειμένου να αποφύγει τη λήψη υπερβολικά σκληρών μέτρων, ζήτησε ο ίδιος τη λήψη αυστηρών μέτρων, που φρόντισε όμως αμέσως να αμβλύνει. Του ανέφερε τα γεγονότα και τα στήριξε με ένορκες καταθέσεις στο στρατοδικείο. Ο Student ζήτησε «να τιμωρηθούν οι διαπιστωθείσες κτηνωδίες με αντίποινα, παρακάμπτοντας τις δικανικές διαδικασίες». Ο Γκαίρινγκ συμφώνησε και «διέταξε την επιβολή των πλέον αυστηρών αντιποίνων».

Κατόπιν αυτού ο Student εξέδωσε στις 31 Μαΐου την εξής διαταγή:

«Έχει αναμφίβολα διαπιστωθεί ότι:

α. Ο πληθυσμός της Κρήτης (συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών) διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στις εχθροπραξίες.

β. Προσπάθησαν κυρίως ως ελεύθεροι σκοπευτές να παρεμποδίσουν την επικοινωνία μας στήνοντας ενέδρες.

γ. Μεταχειρίστηκαν βάναυσα τους τραυματίες μας.

δ. Θανάτωσαν με τον πλέον σκληρό τρόπο αιχμαλώτους.

ε. Και τέλος ακρωτηρίασαν ακόμη και πτώματα με τρόπο εκδικητικό και κτηνώδη.

»Ο στρατός, στο μέτρο του δυνατού, αμύνθηκε κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Είναι πλέον καιρός να ασχοληθούμε συστηματικά με τα περιστατικά αυτά, να επιβάλουμε αντίποινα και να δικάσουμε τους υπεύθυνους. Στόχος μας είναι να λάβούμε μέτρα, τα οποία θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά στο μέλλον. [...]

»Πιθανά αντίποινα:

α. Εκτελέσεις.

β. Χρηματικές ποινές.

γ. Πυρπόληση χωριών (προηγουμένως πρέπει να εντοπίζονται τα μετρητά και να αποδίδονται στους συγγενείς).

δ. Εξανδραποδισμός ολόκληρων περιοχών.

Έγκριση για τα αντίποινα γ και δ, θα παρέχω εγώ ο ίδιος.
[...]

Όλα τα μέτρα πρέπει να ληφθούν το συντομότερο δυνατόν, παρακάμπτοντας κάθε είδους τυπικότητες και αποφεύγοντας εκουσίως τη συγκρότηση ειδικών δικαστηρίων. Δεδομένων των συνθηκών, αυτός που πρέπει να επιληφθεί της υπόθεσης είναι ο στρατός και όχι τα τακτικά δικαστήρια, τα οποία δεν είναι αρμόδια για κτήνη και δολοφόνους.»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκτέλεση ανταρτών χωρίς δικαστική εξέταση δεν παραβαίνει μόνο το Διεθνές Δίκαιο της εποχής, αλλά και το γερμανικό στρατιωτικό νόμο 3/13, σύμφωνα με τον οποίο αλλοδαποί οι οποίοι προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις κατά του γερμανικού στρατού δεν είναι δυνατόν να τιμωρηθούν χωρίς να προηγηθεί η σύσταση στρατιωτικού δικαστηρίου. Από την άλλη, είναι εξ ίσου αδιαμφισβήτητο ότι και οι πράξεις των ανταρτών παρέβαιναν το Δίκαιο του πολέμου. Τα δύο εγκλήματα είναι αλληλένδετα.

Χωρίς τις παραβιάσεις των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου από τους αντάρτες δεν θα υπήρχαν αντίποινα. Η αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η γερμανική πλευρά επιτέθηκε εναντίον άκακων φιλειρηνικών Κρητικών με μοναδικό κίνητρο την επιθυμία να σκοτώσει είναι εσφαλμένη. Η προσπάθεια να παραγνωριστούν ή και να αγνοηθούν εντελώς οι επιθέσεις των ανταρτών, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, με ισχυρισμούς όπως για παράδειγμα ότι για τους ακρωτηριασμούς ευθύνονται τα κρητικά γεράκια ή ότι τα ασυνήθιστα τραύματα (π.χ. από μαχαίρι) οφείλονται στη χρήση ασυνήθιστων όπλων, είναι μεν κατανοητή και έχει ως στόχο την αθώωση της μίας πλευράς, δεν ανταποκρίνεται όμως στην πραγματικότητα. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις, όπου γίνεται λόγος για τα «αποκαλούμενα» αντίποινα, διότι κατ' αυτόν τον τρόπο αναιρείται η σχέση αιτίου-αιτιατού. Και οι δύο πλευρές παρέβησαν το Δίκαιο του πολέμου και διέπραξαν εγκλήματα.

Εξεταστική επιτροπή
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της Επιχείρησης ΕΡΜΗΣ, όταν διαπιστώθηκε ότι στην Κρήτη γίνονταν παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, το στρατοδικείο του 11ου Αεροπορικού Σώματος άρχισε να διενεργεί ανακρίσεις. Το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής ανέφερε ότι σε ολόκληρη την Κρήτη, κυρίως όμως στο δυτικό τμήμα του νησιού, είχαν συμμετάσχει στις εχθροπραξίες αστυνομικοί και πολίτες. Σε ορισμένα μέρη οι πολίτες είχαν προβάλει οργανωμένη και σύμφωνη με τις στρατιωτικές αρχές αντίσταση.

«Ως επί το πλείστον οι πολίτες ήταν αυτοί που δεν σεβάστηκαν τους πεσόντες και τους τραυματίες και τους έκλεβαν τα ρούχα. Οι σοροί των Γερμανών στρατιωτών ακρωτηριάζονταν ─ κομμένα γεννητικά όργανα, βγαλμένα μάτια, κομμένα αυτιά και μύτες, μαχαιριές στο πρόσωπο, στο στέρνο, στην κοιλιά και στην πλάτη, τομές στο λάρυγγα και κομμένα χέρια. Στους πιστοποιηθέντες ακρωτηριασμούς επρόκειτο για σκύλευση νεκρού. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και τραυματίες έτυχαν κακομεταχείρισης και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου».

Η σκύλευση των νεκρών πραγματοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από πολίτες. Σε ελάχιστες περιπτώσεις οι στρατιώτες προέβησαν σε τέτοιου είδους ενέργειες που αποτελούν κατάφωρη παραβίαση του Δικαίου του πολέμου. «Αντιθέτως, οι Άγγλοι προσέδιδαν μεγάλη σημασία στη σύμφωνη με τους κανονισμούς μεταχείριση των αιχμαλώτων και εμπόδισαν τους Έλληνες στρατιώτες και πολίτες να προβούν σε παραβάσεις των κανονισμών

Το 1ο Τάγμα του 141ου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών ανέφερε ένα περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα στις 27 Μαΐου. Την ημέρα εκείνη το τάγμα αναγκάστηκε να υποχωρήσει έπειτα από τις εχθροπραξίες στη Σούδα και να εγκαταλείψει τους τραυματίες. Την επομένη βρήκαν 124 νεκρούς και κανένα τραυματία. Πολλοί νεκροί ήταν ακρωτηριασμένοι. Η έκθεση συνέχιζε με τις εξής λεπτομέρειες. «Οι Άγγλοι μεταχειρίστηκαν καλά τους αιχμαλώτούς. Κάποιοι μοιράστηκαν το τελευταίο τους φαγητό ή το τελευταίο τους τσιγάρο με κάποιον αλεξιπτωτιστή. Ένας Άγγλος αξιωματικός σκότωσε έναν πολίτη, επειδή ο τελευταίος ήθελε να μεταχειριστεί βίαια κάποιον Γερμανό αιχμάλωτο
 


 

 


Κριτική της Μάχης της Κρήτης,
αξιολογήσεις και συμπεράσματα

Στα απομνημονεύματά του ο Τσώρτσιλ γράφει ότι στη Μάχη της Κρήτης καταστράφηκε η 7η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, σκοτώθηκαν 5.000 και πλέον από τους πιο θαρραλέους άνδρες του Γκαίρινγκ, ενώ το όλο οργανωτικό σχήμα της υπέστη ανεπανόρθωτη ζημιά. Η Μάχη της Κρήτης είχε ως αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιηθούν οι αερομεταφερόμενες μονάδες σε άλλες επιχειρήσεις.

«Οι Γερμανοί έχασαν τους πιο αξιόλογους άνδρες τους και κατ' αυτόν τον τρόπο κατέστη αδύνατον να επαναχρησιμοποιηθούν οι αερομεταφερόμενες μονάδες και οι αλεξιπτωτιστές στις μετέπειτα αντιπαραθέσεις στη Μέση Ανατολή. Η Κρήτη ήταν μια πύρρειος νίκη του Γκαίρινγκ ─ με τις δυνάμεις που διέθεσε στην Κρήτη θα μπορούσε με ευκολία να έχει καταλάβει την Κύπρο, το Ιράκ, τη Συρία και πιθανώς την Περσία. Τα στρατεύματα αυτά ήταν απαραίτητα για την κατάληψη εκτεταμένων περιοχών, στις οποίες το αποτέλεσμα δεν είχε ακόμη κριθεί και δεν υπήρχε ισχυρή αντίσταση. Επρόκειτο για μια ανόητη απόφαση, καθώς έχασε τη σημαντική αυτή ευκαιρία και θυσίασε αναντικατάστατες μονάδες του, στέλνοντας τες σε μια θανάσιμη μάχη, σώμα με σώμα, με τους πολεμιστές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας».

Οι ισχυρισμοί του Τσώρτσιλ όσον αφορά τις γερμανικές απώλειες είναι υπερβολικοί. Και ο χαρακτηρισμός της γερμανικής επικράτησης ως πύρρειου νίκης πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Σε μια πύρρειο νίκη ο νικητής είναι εξίσου καταπονημένος με τον αντίπαλο και δεν καταφέρνει να επωφεληθεί από τη νίκη του. Αυτό δεν ισχύει για τη γερμανική νίκη στην Κρήτη, καθώς η κατάληψη του νησιού έδινε στη γερμανική πλευρά τη δυνατότητα να υλοποιήσει τα σχέδια του Ναυτικού και της Λουφτβάφε. Με την Κρήτη ως «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» και με τη στήριξη που προσέφερε η προέλαση του Ρόμελ προς την Αίγυπτο, η βρετανική θέση στη Μέση Ανατολή ετίθετο εν αμφιβόλω. Όμως, για τον Χίτλερ η κατάληψη της Κρήτης ήταν απλώς η κατάληξη των προσπαθειών του να εξαλείψει τον κίνδυνο πλαγιοκόπησης της Επιχείρησης ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ από τα Βαλκάνια. Ο Χίτλερ έχασε τη μοναδική ευκαιρία που του δόθηκε να κερδίσει τον πόλεμο, αν υποθέσουμε ότι αυτή υπήρξε.

Ο Τσώρτσιλ με τα λεγόμενά του είχε επίσης ως στόχο να αποσπάσει την προσοχή από τα δικά του λάθη στην Κρήτη. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1940 είχε αντιληφθεί επακριβώς τη σημασία της Κρήτης και είχε διατάξει να ληφθούν τα πρώτα μέτρα για την οχύρωση και την άμυνα του νησιού. Όμως, ακολούθως δεν ασχολήθηκε με την υλοποίησή τους. Μετά το φιάσκο στην Ελλάδα, οπότε άρχισε να ασκείται κριτική στη Μεγάλη Βρετανία, θέλησε να καταγάγει μια νίκη και επέλεξε την Κρήτη, η οποία δεν είχε αξία ως στρατιωτική βάση. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι ο Τσώρτσιλ ήθελε τη νίκη στην Κρήτη μόνο για λόγους γοήτρου. Προκειμένου να αντισταθμίσει την αποτυχία στην Ελλάδα και να αναγκάσει τον Χίτλερ να υποστεί μια ήττα, αποφάσισε νά εμπλακεί σε αυτήν την αχρείαστη επιχείρηση. Χωρίς την πίεση του Τσώρτσιλ, η Κρήτη, όπως και όλα τα άλλα ελληνικά νησιά, θα είχε περιέλθει αμαχητί υπό γερμανικό έλεγχο. Είναι απίθανο ο Wavell να αποφάσιζε αυτοβούλως την εμπλοκή του σε μια τέτοια περιπέτεια δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων του σε πολεμικό υλικό και ανθρώπινο δυναμικό.

Ακόμη και εάν οι Βρετανοί είχαν κατορθώσει να επιτύχουν μια νίκη σε επίπεδο τακτικής επί των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, η νίκη αυτή δε θα εξασφάλιζε σημαντικά οφέλη από στρατηγικής απόψεως. Την εποχή εκείνη η Κρήτη ήταν σημαντική από στρατηγικής απόψεως, επειδή από εκεί είχε κανείς τη δυνατότητα αφενός να επηρεάσει τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και αφετέρου να εξαπολύσει επιθέσεις εναντίον των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας. Ο Χίτλερ δεν έτρεφε επεκτατικές βλέψεις εναντίον της Μέσης Ανατολής, ενώ ο αριθμός των βρετανικών αεροσκαφών που ήταν διαθέσιμα τότε στη Μέση Ανατολή δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση επιθέσεων εναντίον των ρουμανικών πετρελαιοπηγών.

Εάν η Κρήτη παρέμενε στην κατοχή των Βρετανών, θα προέκυπτε μια κατάσταση ανάλογη με αυτήν που δημιουργήθηκε κατά τα τέλη της γερμανικής κατοχής του νησιού. Επειδή η Κρήτη δεν ήταν αυτάρκης σε αγροτικά προϊόντα, οι Βρετανοί θα αναγκάζονταν να φροντίζουν για τη σίτιση όχι μόνο των στρατευμάτων τους, αλλά και του πληθυσμού. Αυτό θα είχε αναμφίβολα ως αποτέλεσμα την πρόκληση απωλειών στο Ναυτικό.

Σε αντίθεση με τη Μάλτα, η Κρήτη ήταν πολύ μεγάλη και ήταν αδύνατον να οχυρωθεί. Η Μάλτα ήλεγχε τη θαλάσσια οδό από την Ιταλία στη Βόρειο Αφρική, όμως, όπως κατέστη φανερό από την απώλεια της Κρήτης, το γεγονός αυτό δε μετέβαλε τη βρετανική θέση στη Μεσόγειο. Ακόμη και ως προκεχωρημένο φυλάκιο η Κρήτη θα αποτελούσε για τους Βρετανούς στη δεδομένη χρονική στιγμή ένα πρόσθετο βάρος και μόνον, καθώς βρισκόταν πολύ κοντά στα ιταλικά Δωδεκάνησα και στην Πελοπόννησο. Τα αεροδρόμια θα αποτελούσαν μόνιμο στόχο αεροπορικών επιδρομών.

Η Κρήτη θα απορροφούσε στρατεύματα και πολεμικό υλικό από τις ήδη λιγοστές βρετανικές δυνάμεις, κάτι που θα συνιστούσε ένα επιπρόσθετο μεγάλο βάρος τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια. Σε αντίθεση με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, οι Βρετανοί δεν θα είχαν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες. Τουναντίον, τα στρατεύματα που θα βρίσκονταν στην Κρήτη θα ήταν καταδικασμένα σε απραξία με τις γνωστές συνέπειες για το ηθικό τους. Καθώς οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι η γερμανική πλευρά δεν θα προσπαθούσε εκ νέου να καταλάβει την Κρήτη, θα έπρεπε να διατηρούν στο νησί ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Κατά συνέπεια, θα προέκυπτε μια κατάσταση παρόμοια με αυτή στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες παρατηρούσαν με σκωπτική διάθεση ότι οι Σύμμαχοι είχαν εγκλωβιστεί εκουσίως στη Θεσσαλονίκη, σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι. Συνολικά η επιχείρηση θυμίζει την επιχείρηση του Τσώρτσιλ στην Καλλίπολη — κυρίως όσον αφορά την προχειρότητα στο σχεδιασμό.

Ο γνωστός Αυστραλός πολεμικός ανταποκριτής Chester Wilmot σε ένα κείμενο για το αυστραλιανό ραδιόφωνο, το οποίο λογοκρίθηκε, κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα: «Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ακόμη και το γιατί λήφθηκε η απόφαση για υπεράσπιση της Κρήτης. Πράγματι, υπήρχε μια αξιόλογη ναυτική βάση στον κόλπο της Σούδας. Όμως, από τη στιγμή που οι Γερμανοί απέκτησαν τον έλεγχο της Ελλάδας και των γύρω νησιών ήταν αδύνατον να αξιοποιηθεί η βάση αυτή. Η θέση της ήταν χειρότερη από αυτήν της Μάλτας. Όμως στη Μάλτα υπήρχε ισχυρή άμυνα. Η άρνησή μας να παραδώσουμε την Κρήτη στους Γερμανούς και τους Ιταλούς δεν είναι παράλογη. Όμως, καθώς είχαν στην κατοχή τους τα Δωδεκάνησα, τα υπόλοιπα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, η κατοχή της Κρήτης δεν βελτίωνε τη θέση μας και το τίμημα για να την κρατήσουμε ήταν υψηλό
».

Ο Baldwin στο βιβλίο του σχετικά με τις αποφασιστικές μάχες του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τους Βρετανούς, η Μάχη της Κρήτης ήταν η λάθος αντιπαράθεση, στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή. Από στρατηγικής άποψης, το νησί δεν άξιζε το τίμημα που κλήθηκαν να πληρώσουν τόσο οι επιτιθέμενοι όσο και οι αμυνόμενοι.