Ο Γιώργος Σεφέρης, το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, καθιερώθηκε ως εξέχουσα φιγούρα της νεοελληνικής ποπ κουλτούρας, ως ένας αρρενωπός κατεξοχήν εκφραστής της ελληνικότητας και της εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας. Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζεται ότι η εικόνα αυτή βασίζεται σε μία μερική και επιλεκτική ανάγνωση του έργου του. Αν στρέψουμε το βλέμμα σε μέχρι τώρα παραμελημένες σελίδες ιδίως από τα κατάλοιπά του, προκύπτει διαφορετική εικόνα.
Ο Σεφέρης γεννήθηκε στην (Μικρά) Ασία. Αν ήταν Ασιάτης, όμως, αυτό δεν οφείλεται στο τυχαίο γεγονός της γεω/βιογραφίας, αλλά σε όσα του συνέβησαν εν ζωή. Και ιδίως στο ότι, σε ηλικία 14 ετών, βρέθηκε ξένος σε έναν νέο τόπο, την Ελλάδα, όπου έπρεπε να αγωνιστεί για να βρει μια θέση και να πείσει τους ντόπιους ότι «είναι σαν κι αυτούς», ότι δικαιούται να αντιμετωπίζεται ως ιθαγενής. Το ποιητικό και το πεζό έργο του ουσιαστικά είναι μία τέτοια προσπάθεια πειθούς: είναι η κατασκευή ενός οικογενειακού / εθνικού μυθιστορήματος, μίας επινοημένης ευρωπαϊκής (και δη βασιλικής) καταγωγής.
Ο Σεφέρης ασχολείται με την «ελληνικότητα». Αλλά αυτό το κάνει ως αντίδραση σε ένα εξωτερικό ερέθισμα, όχι από δική του πρωτογενή επιθυμία. Το ερέθισμα αυτό ήταν η αίσθηση αποκλεισμού του από τους βασιλόφρονες ή/και παλαιοελλαδίτες, η δε δική του προσπάθεια ήταν να παραγάγει μια νέα σύλληψη της ελληνικότητας που να τον χωράει και αυτόν. Πράγμα που πέτυχε. Ταυτόχρονα, όμως, σε αυτό το έργο, σε δεύτερο πλάνο, κατά τρόπο κωδικοποιημένο, και ενδεχομένως ασυνείδητο στον ίδιο τον ποιητή, υπάρχουν σαφείς αναφορές σε ένα στοιχείο μη ευρωπαϊκό, ασιατικό, ή/και αφρικανικό. Τις οποίες το κύριο ρεύμα της σεφερολογίας έχει συστηματικά αποσιωπήσει και αγνοήσει. Οι αναφορές αυτές προσφέρονται για μία ανάλυση με όρους πολιτικής φιλοσοφίας, μετα-αποικιακών σπουδών και σπουδών φύλου.
Η ανάλυση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Σεφέρης δεν ήταν εθνικός, αλλά μάλλον αυτοκρατορικός ποιητής. Ο Σεφέρης δεν αντέχει το έθνος-κράτος· νοσταλγεί την αυτοκρατορία.
H κατασκευή του τουρκόφοβου / τουρκοφάγου Σεφέρη
Με απαλλάσσει από τα μειονεκτήματα που προέρχονται από τη θέση
του ανθρώπου τον οποίον άλλοι έχουν την τάση να τον αντιμετωπίζουν
σαν προφήτη στην ίδια του τη χώρα. Αυτή την καταραμένη κατάσταση.
Σεφέρης, Μέρες Θ΄, σ. 295, εγγραφή της 15/12/64.
Η κα Μαρία Γ. Γιαννίκου, η οποία, κατά δήλωσή της, τυγχάνει Διδάκτωρ Φιλολογίας και Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων, σε άρθρο της με τον βαρύγδουπο τίτλο H δικαιοσύνη της θάλασσας. Η θάλασσα τιμωρός σε ποιητές της αρχαίας και της νέας ελληνικής λογοτεχνίας (Αλκαίος, Αισχύλος, Σαπφώ, Σεφέρης, Κάλβος), με κάθε σοβαρότητα διαβεβαιώνει ότι ο Σεφέρης, όταν, στο ποίημά του «Ελένη» (γραμμένο το 1953) μιλάει για τους Πέρσες, υπονοεί … τους Τούρκους. Π.χ.:
• «Στον Σεφέρη η Σφραγίδα του ποιήματος "Νῆσος τις ἐστι" φέρνει στο νου βυθισμένα και διεμβολισμένα πλοία των Περσών και των Τούρκων». (Γράφοντας λάθος και τον τίτλο του ποιήματος).
• «Ξαφνικά μια βαριά φωνή χρησμοδοτεί πως οι Τούρκοι θάχουν την ίδια τύχη που είχαν οι Πέρσες στη Σαλαμίνα».
• «Και οι Τούρκοι θα θαλασσοπνιγούν, όπως οι Πέρσες κάποτε στην Σαλαμίνα, και δεν θα γυρίσουν στη χώρα τους».
• «Το ότι ο Σεφέρης διάβασε την προσευχή αυτή το 1941 σε μια νοτιοαφρικανική εφημερίδα συνδέει την εισβολή τον [sic] Τούρκων και με την εισβολή των Γερμανών» (!;).
Το άρθρο αυτό δεν φαίνεται (ευτυχώς) να έχει δημοσιευθεί σε κάποιο σοβαρό περιοδικό, το έχει όμως δημοσιεύσει στο διαδίκτυο η ίδια η ενδιαφερόμενη, η οποία έχει λάβει διδακτορικό από ελληνικό πανεπιστήμιο και είναι αρμόδια να συμβουλεύει όσους διδάσκουν νέα ελληνικά στη μέση εκπαίδευση. Η διασκεδαστική αυτή γκάφα, που θυμίζει τον μονόλογο του Νέου από την «Φαύστα» του Μποστ, δείχνει ότι το σχήμα υπάρχει εδραιωμένο και έτοιμο στα μυαλά των φιλολόγων και των συμβούλων αυτών: «οι Έλληνες και οι κατά καιρούς βάρβαροι εισβολείς που τους απειλούν αλλά πάντοτε ηττώνται», και κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα, πρέπει οπωσδήποτε να το προσαρμόζουμε σε αυτό το σχήμα, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία ποιον ακριβώς θα βάλουμε στη θέση των βαρβάρων αφού αυτοί είναι όλοι ίδιοι και αμοιβαία αντικαταστατοί.
Ο Μιχάλης Πιερής, συμπυκνώνοντας σε μια επιγραμματική φράση μια γενικότερη αίσθηση των ελληνόφωνων φιλολόγων, υποστήριξε ότι:
Στον Σεφέρη υπήρχε, κατά τη γνώμη μου, ένα σύνδρομο τουρκικού φόβου.
Όμως, κανένα τέτοιο σύνδρομο δεν υπήρχε.
Αν κοιτάξουμε τα κείμενα, δεν βρίσκουμε πολλά πράγματα που να στηρίζουν αυτή τη γνώμη. Στα ποιήματά του, οι λέξεις «Τούρκος, τουρκικός» δεν απαντούν ούτε μία φορά. Στα πεζά του απαντούν ορισμένες φορές, αλλά οι αναφορές αυτές είναι ως επί το πλείστον σύντομες, δεν είναι όλες αρνητικές , αλλά και όσες είναι δεν έχουν ούτε το ένα εκατοστό από την αρνητικότητα, την ένταση, την έκταση των επικρίσεων που επιφυλάσσει ο ποιητής στην Ελλάδα και τους πολίτες της. Με αυτή την έννοια, θα ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, θεμιτό να μιλήσουμε για ένα σύνδρομο ελληνικού φόβου.
Ενδεικτικά: ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος επιστρατεύει το δίστιχο «Μια τουρκοπούλα στην αυλή, και σείστηκε η περιπλοκάδα / που κορφολόγαε με τα σιντεφένια δάχτυλά της», που υπάρχει στο ποίημα «Πραματευτής από τη Σιδώνα», και το αναγορεύει σε … «προφητική ενόραση του ποιητή για τα γεγονότα και τις καταστροφικές εξελίξεις που ακολούθησαν»! («‘Ες Κύπρον…’ Πάνω στα κυπριακά ποιήματα του Σεφέρη», Τομές, αρ. 3, Μάρτιος 1975 σ.12· παρατίθεται στο: Σάββα Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, σ. 204 σημ. 1). Ωστόσο, ο στίχος δεν αναφέρεται σε καμία καταστροφική εξέλιξη, ο δε Παύλου ορθώς επισημαίνει ότι η λέξη «τουρκοπούλα», με μικρό πρώτο γράμμα, εδώ μάλλον δεν δηλώνει καν μία κοπέλα τουρκικής καταγωγής, αλλά το πουλί καρδερίνα.
Mετά το ΄74, απ΄ τη στιγμή που έγινε ορατό ότι η προφητεία περί ξεσηκωμού των Κυπρίων που θα συνέτριβε τη Βρετανική Αυτοκρατορία δεν υλοποιήθηκε, οι εθνικόφρονες σεφεριστές άλλαξαν ελαφρώς τροπάρι. Δεν παραιτήθηκαν βέβαια από την επιδίωξη να αποδοθεί το δώρο της προφητείας στον ποιητή. Απλώς τώρα του δόθηκε νέο περιεχόμενο, δυσοίωνο αυτή τη φορά και όχι λυτρωτικό, συναφές με την γκάφα της κας Γιαννίκου αλλά απλώς μεταφερμένο στο μέλλον: ο ποιητής-μέντιουμ είχε, λέει, προβλέψει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Η επιμονή αυτή, παρεμπιπτόντως, αποτελεί η ίδια ένδειξη μίας «ασιατικής» ανάγνωσης του Σεφέρη, στον οποίο αποδίδει έναν ρόλο προφήτη του γένους. Η σχετική θεωρία προβάλλεται μέχρι και σήμερα, συχνά ως απάντηση σε αντι-σεφεριστές.
Υπάρχουν αρκετοί, ακόμα και σήμερα (μάλιστα στα τελευταία χρόνια αυτοί πύκνωσαν), που καταλογίζουν στον Σεφέρη ότι ήταν απολιτικός, κρυπτικός στα «πολιτικά» ποιήματά του και ιδιοτελώς προστατευμένος από την έκθεση στους κινδύνους του δημόσιου χώρου.
Οι περισσότεροι παραβλέπουν τη δήλωσή του, στις 28 Μαρτίου του 1969, εναντίον της δικτατορίας, κείμενο μνημειώδες, που χωρίς να είναι ποιητικό, εμπερικλείει και την πολιτική και την ποιητική σοφία και διορατικότητά του – το κείμενο αυτό προλέγει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 .
Ευριπίδη Γαραντούδη - Μαρίας Ρώτα, «Ο θάνατος του Γιώργου Σεφέρη», Καθημερινή 4.02.2019.
Η ενότητα του άρθρου η οποία αρχίζει με αυτή την παράγραφο φέρει τον μεσότιτλο:
«Ήταν ένα σύμβολο του σύγχρονου ελληνισμού».
Όταν επισημαίνουν ότι οι κριτικές για «απολιτικότητα» και «κρυπτικότητα» του Σεφέρη είναι άστοχες και επιφανειακές, οι δύο συγγραφείς δεν έχουν άδικο· συμφωνώ και μάλιστα επαυξάνω, όπως θα γίνει σαφές σε άλλο σημείο. Πλην όμως, το αντίδοτο σε αυτούς τους ισχυρισμούς δεν μπορεί να είναι η προβολή κάποιας υποτιθέμενης προφητείας του. Η θεωρία αυτή αποτελεί ακόμη μία προσπάθεια κουκουλώματος της σεφερικής πολιτικής σκέψης, μια προσπάθεια μετάφρασής της σε ένα στοιχείο που της είναι ξένο. Και αυτή επίσης δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα κείμενα.
Το κείμενο της δήλωσης του ΄69 δεν περιέχει την παραμικρή αναφορά στην Κύπρο ή στην Τουρκία. Το μόνο, πραγματικά το μόνο, στοιχείο, στο οποίο στηρίζεται (;) αυτή η ερμηνεία, είναι η χρήση της λέξης τραγωδία. Αλλά η στήριξη αυτή είναι τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά· αποτελεί κλασική εφαρμογή του λογικού λάθος post hoc, ergo propter hoc: μία φραστική ομοιότητα προβάλλεται προς τα πίσω αναδρομικά. Η εισβολή της Τουρκίας το ΄74 έχει επικρατήσει σήμερα να αποκαλείται με την περίφραση «τραγωδία της Κύπρου»· αλλά αυτό φυσικά μόνο μετά το ΄74, όχι προτού συμβεί. Η γλωσσική αυτή χρήση ήταν άγνωστη στον Σεφέρη.
Όσοι θέλουν να διαβάσουν τα γραπτά του σαν χρησμούς του πατρός Παϊσίου, αυτό προσπαθούν να το παρακάμψουν με σοφίσματα όπως:
Η έγνοια του, που δεν κατονομάζεται ρητά στη δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας στις 28 Μαρτίου 1969, ήταν η Κύπρος.
Δεν ήθελε όμως να μετατοπισθεί σε άλλο επίπεδο το αντιχουντικό της μήνυμα και να εμπλακεί στην κυπροκαπηλεία .
Γιώργου Γεωργή, Σεφέρης - Αβέρωφ: Η ρήξη, Καστανιώτης 2018, σ. 13· η υπογράμμιση δική μου.
Τουλάχιστον εδώ ο συγγραφέας παραδέχεται ότι η θεωρία του δεν στηρίζεται στο κείμενο, και προσπαθεί να βρει μία δικαιολογία γι’ αυτό. Η δικαιολογία όμως δεν είναι πειστική. Εάν ο λόγος για τον οποίο ο Σεφέρης θεωρούσε τη χούντα επικίνδυνη αφορούσε την Κύπρο, τότε αυτό θα ήταν λόγος να την αναφέρει, όχι να την αποσιωπήσει. Έτσι, το αντιχουντικό μήνυμα θα γινόταν πιο πειστικό και λιγότερο συγκρουσιακό, εφόσον θα μιλούσε για έναν εθνικό και όχι κομματικό στόχο. Εάν υπήρχε κίνδυνος «κυπροκαπηλείας», υπήρχε εξίσου, αν όχι περισσότερο, κίνδυνος «ελληνοκαπηλείας». Η δήλωση του 1969 είναι από τα πιο απερίφραστα κείμενα του Σεφέρη. Εάν είχε και κάτι άλλο στο μυαλό του, τίποτε δεν τον εμπόδιζε να το πει και αυτό.
Και εντάξει, αν υποθέσουμε ότι, για οποιονδήποτε λόγο, στη δήλωση δεν ήθελε να πει ξεκάθαρα ότι φοβάται τουρκική εισβολή. Στις Μέρες, όπου εκφραζόταν ανεμπόδιστα, δεν θα ήταν λογικό να αναφέρει κάτι σχετικό; Κι ωστόσο, ακριβώς εκεί είναι που εμφανίζεται λάβρος κατά των Ελλήνων εθνικιστών.
Ο Γεωργής παραθέτει στο σύνολό της τη σχετική ημερολογιακή εγγραφή, με την οποία κλείνει ολόκληρη η σειρά των Μερών, στην αρχή του βιβλίου του (σ. 18-19). Φαίνεται όμως ότι ο ίδιος δεν τη διάβασε, και την προσπερνάει αμέριμνος.
Και αυτό διότι προσπαθεί να στήσει ένα οικοδόμημα αλληλοαναιρούμενο: να εμφανίσει και αυτός έναν Σεφέρη εμφορούμενο από ένα τουρκοφαγικό σύνδρομο και υποστηρικτή της άποψης ότι «ο αγώνας στην Κύπρο έπρεπε να συνεχιστεί». Αυτό είναι το βασικό εγχείρημα του βιβλίου του: προβάλλει για πολλοστή φορά το σχήμα «η Κύπρος είναι ελληνική και έπρεπε (πρέπει;) να ενωθεί με την Ελλάδα», στη συνέχεια δε «βαθμολογεί» όσους διαχειρίστηκαν το ζήτημα της εξόδου της Κύπρου από την αποικιοκρατία ανάλογα με το αν ενήργησαν σύμφωνα με αυτή την αρχή. Ο Σεφέρης αναδεικνύεται ο καλύτερος μαθητής, αν όχι ο μόνος καλός, καθότι πάντοτε πρέσβευε αταλάντευτα αυτήν την ένωσιν και μάλιστα συγκρούστηκε με τον προϊστάμενό του υπουργό Ευάγγελο Αβέρωφ γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο· αργότερα, κατά το αφήγημα αυτό, ο Σεφέρης συγκρούστηκε και με τη χούντα για τον ίδιο λόγο. Φυσικά, στους καλούς είναι και ο Μακάριος, όπως και ο Γρίβας, ο οποίος βέβαια ήταν αδέξιος και άμοιρος διπλωματίας, αλλά στο βασικό υπέρ της ελληνικότητας.
Κακό βαθμό παίρνουν όλοι οι υπόλοιποι που υπονόμευσαν την ένωση, ήτοι ο εύπιστος Αβέρωφ, που δεν αντιλήφθηκε την «αγγλοτουρκική συμπαιγνία» (η φράση επανέρχεται διαρκώς με καταιγιστικούς ρυθμούς στο βιβλίο, π.χ. στις σελίδες 182-3 χρησιμοποιείται τρεις φορές μέσα στην ίδια παράγραφο!), καθώς και όλοι οι υπόλοιποι πλην Σεφέρη υφιστάμενοί του, οι οποίοι ήταν δειλοί ή αφελείς, ενίοτε δε ψυχοπαθείς. Όπως ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Λευκωσία Άγγελος Βλάχος, για τον οποίο το βιβλίο αναφέρει τρεις φορές ότι είχε υποβληθεί σε ψυχιατρική θεραπεία, μνημονεύοντας μέχρι και το όνομα του φαρμάκου που του χορηγήθηκε.
Το μένος αυτό κατά του Βλάχου αιτιολογείται, ειδικότερα, από την κατηγορία ότι «παραπληροφορούσε την ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα τον προϊστάμενό του υπουργό των Εξωτερικών» λέγοντάς τους ότι «οι Κύπριοι είχαν κουραστεί, ότι ο αγώνας τους έπνεε τα λοίσθια». Η θέση λοιπόν του Γεωργή είναι ότι «στην Κύπρο, αντίθετα, το ηθικό και το αγωνιστικό φρόνημα το 1958 ήσαν ιδιαίτερα ακμαία» (σ. 18) και ότι ο «αγώνας» (δηλαδή ο ένοπλος αγώνας με σκοπό την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα) έπρεπε –αν όχι πρέπει ακόμη και σήμερα– να συνεχιστεί .
Το ηθικό αυτό πάντως δεν φαίνεται να ήταν τόσο ακμαίο το 1974: «Το ΓΕΕΦ την 28/7 ανέφερε εις ΑΕΔ (…) Πεζικόν: Ηθικόν καταπεπτωκός και μαχητική αξία μηδαμινή (…) Άμεσος ανάγκη καταπαύσεως του πυρός, προς αποφυγήν ολοσχερούς διαλύσεως των Μονάδων ΕΦ (…) Την επομένην (29/7) ανέφερεν, προς ΑΕΔ, ότι οι Μονάδες έχουν φθάσει εις τα πρόθυρα αποσυνθέσεως, παρουσιάσθησαν σοβαρά κρούσματα αυτοδιαλύσεως Μονάδων προσλαμβάνοντα μορφήν ανταρσίας. Εάν καθυστερήση η υπογραφή συμφωνίας καταπαύσεως του πυρός η διάλυσις θα είναι πλήρης, το δε στράτευμα και ο πληθυσμός θα στραφούν κατά των Ελλήνων αξιωματικών και της Ελλάδος γενικώς» (Πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής για το «Φάκελο της Κύπρου», εκδ. Ελεύθερη Σκέψις 1989, σελ. 148). «Η Εθνοφρουρά βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης και αυτοδιάλυσης, με ποσοστό λιποταξιών και ανυποταξιών που φτάνει μέχρι και το 80% της προβλεπόμενης δύναμης των μονάδων (…) με πολλούς εφέδρους να εγκαταλείπουν τον οπλισμό τους επί τη θέα του εχθρού και να τρέπονται σε φυγή» (ό.π. σ. 169). «Μεταξύ των πολλών περιπτώσεων αναφέρεται ενδεικτικώς η περίπτωση του 256 τάγματος πεζικού το οποίον ευρεθέν κατά την περίοδον της εκεχειρίας εις περιοχήν ΛΑΠΗΘΟ, εδέχθη με το τελευταίο φως της 6.8.74, καταιγιστικά πυρά, και ετράπη εις άτακτον φυγήν συμπαρασύραν και τα 301 και 304 τάγματα πεζικού» (σ. 252).
Εάν ο Γεωργής το πρόβαλλε αυτό ως απλώς δική του θέση, θα ήταν μια άλλη συζήτηση. Το να προβάλλει όμως την τοποθέτησή του αυτή στον Σεφέρη, είναι κάτι που δεν στέκει με τίποτε και δεν μπορεί να υποστηριχθεί παρά μόνο με βίαιη παρανάγνωση ή απλώς χονδροειδή αγνόηση των υφιστάμενων κειμένων. Αλλά και της ιστορικής πραγματικότητας.
Ο Σεφέρης πράγματι εξέφρασε στον Αβέρωφ –με απόρρητη αλλά πρωτοκολλημένη επιστολή– ενστάσεις για τη διαδικασία η οποία οδήγησε στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Ωστόσο, στο κείμενο της επιστολής αυτής, όπως και όλης της σχετικής αλληλογραφίας, δεν αναφέρεται πουθενά ότι αυτή η απόρριψη γινόταν υπέρ της συνέχισης κάποιου αγώνα, ένοπλου ή έστω άοπλου. Ακριβώς το αντίθετο:
Υπό τοιούτους όρους διερωτώμαι εάν δεν θα ήτο προτιμοτέρα η αποδοχή του σχεδίου Μακμίλλαν με ωρισμένες επιφυλάξεις (κυβερνητικόν αντιπρόσωπον, κατανομή της κυριαρχίας της νήσου εις το μέλλον) και η κατάπαυσις της δράσεως της μαχητικής οργανώσεως .
Υπηρεσιακό σημείωμα Σεφεριάδη προς Αβέρωφ,
19/12/58, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Γιώργου Σεφέρη, φάκ. 87, υποφ. 6 (39).
Προσωπικά, όταν είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του Γεωργή, σε κριτικό μου σημείωμα (Σεφέρης-Αβέρωφ: σημειώσατε 2;, nomadicuniversality.com, 23.7.2018) είχα ήδη απορρίψει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι «καταδεικνύει τη σοβαρότητα, τη συνέπεια, την ευθυκρισία και τη διορατικότητα του Σεφέρη, που επιβεβαιώθηκε πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Εκεί έθετα το ερώτημα: «Αυτός ο ισχυρισμός που προβάλλεται επίμονα, περί διορατικότητας/ επιβεβαίωσης του Σεφέρη, αξίζει να υποβληθεί σε έλεγχο ως προς την ορθότητά του. Τι ακριβώς επιβεβαιώθηκε άραγε, και πότε; Τι ήταν αυτό που είχε ‘δει’ ο διορατικός Σεφέρης, και τι διαφορετικό μπορούσε/ έπρεπε να είχε γίνει εάν οι ‘αρμόδιοι’ είχαν ακούσει και συμμεριστεί τις ενστάσεις και τις εισηγήσεις του;». Στο μεταξύ, εκδόθηκε και το σχετικό βιβλίο του Ευάνθη Χατζηβασιλείου (Ο διάλογος Γιώργου Σεφέρη - Ευάγγελου Αβέρωφ. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, Πατάκης 2019), το οποίο καταρρίπτει με πλήρη και πειστικό τρόπο τη θεωρία περί ενός Σεφέρη φιλοενωσιακού παρά λίγο αντάρτη.
Αφού παραθέσει το παραπάνω απόσπασμα με την υπό μορφή ρητορικής ερώτησης εισήγηση του Σεφέρη (σ. 169), ο Χατζηβασιλείου σχολιάζει:
Ο Σεφεριάδης, όμως, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι την ελληνική πλευρά δεν συνέφερε μια οριστική λύση, και διατύπωσε σοβαρές αντιρρήσεις. Είπε στον Αβέρωφ: «Μα γιατί τότε δεν στρεφόμαστε προς το σχέδιο Μακμίλλαν αυτό τουλάχιστο είναι για 7 χρόνια μόνο». Είναι προφανές ότι δεν αντιλαμβανόταν το πόσο αδιανόητο ήταν αυτό που έλεγε.
Η εγγραφή στο ημερολόγιο του Σεφεριάδη συνεχίζει: «[Ο Αβέρωφ] Με κοίταξε σα να του έλεγα κάτι αδιανόητο. –Μα ο Μακάριος λέει ότι προτιμά τον διαμελισμό από το σχέδιο Μακμ[ίλλαν]». (…) Η εισήγηση Σεφεριάδη στις 19 Δεκεμβρίου 1958 είναι πραγματικά ακατανόητη. Το σχέδιο Μακμίλλαν είχε απορριφθεί με ασύλληπτη ένταση από την Αθήνα και από τον Μακάριο, και όχι για «μικρά» πράγματα, αλλά επειδή έκανε τη διχοτόμηση αναπόφευκτη και (το χειρότερο) διαδικαστικά εφικτή (σ. 170-171· η πρώτη υπογράμμιση δική μου, η δεύτερη στο πρωτότυπο).
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο Σεφεριάδης όχι μόνο δεν εισηγήθηκε κάποια ηρωική συνέχιση του ενωτικού αγώνα, αλλά εισηγήθηκε την κατάπαυση της δράσης της ΕΟΚΑ και την επιστροφή σε προηγούμενη φάση των διαπραγματεύσεων. Ο Χατζηβασιλείου, ο οποίος γράφει από την οπτική των διεθνών σχέσεων, ενός πεδίου συγκροτημένου με βάση τη λογική των ορθολογικών/ οικονομούντων υποκειμένων που επιδιώκουν το βέλτιστο αποτέλεσμα, βρίσκει «ακατανόητη» την εισήγηση – όπως άλλωστε και όλοι οι τότε καθ’ ύλην αρμόδιοι. Από τη μεριά του έχει δίκιο: είναι τόσο ακατανόητη όσο και η τακτική τού Ρότζερ Θόρνχιλλ (Κάρυ Γκραντ) στην περίφημη σκηνή της δημοπρασίας έργων τέχνης από το North by Northwest του Χίτσκοκ, στην οποία ο πρωταγωνιστής «ποντάρει» ποσά που βρίσκονται ήδη πίσω από το σημείο στο οποίο έχει πλέον προχωρήσει ο πλειστηριασμός.
Εκείνος βέβαια το κάνει με συνειδητή πρόθεση να υπονομεύσει και να διαλύσει τη διαδικασία, επειδή ασκεί την «τέχνη της επιβίωσης», όπως λέει στη συζήτησή του με τον κατάσκοπο Τζέιμς Μέισον – ο οποίος επίσης τον κοιτά εμβρόντητος. Εν προκειμένω, ειδικότερα, την τέχνη της διακοπής.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να αποδώσουμε ανάλογη πρόθεση «τρολλαρίσματος» στον Σεφέρη. (Η σχετική σεκάνς έχει αναρτηθεί στο youtube, με τον τίτλο «Trolling the Auction»). Ελλείψει άλλης εξήγησης για την εκτός τόπου και χρόνου εισήγησή του, όμως, νομίζω ότι, από τη δική μας οπτική, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί προτιμά να κάνει μια εισήγηση έστω άστοχη από επαγγελματική άποψη, αλλά με την οποία (πιστεύει ότι) τα πράγματα είναι πιθανότερο να μείνουν ανοιχτά παρά να κλείσουν. Μια προτίμηση που είχε εκφράσει και το 1938 όσον αφορά το ζήτημα της ελληνικότητας στη λογοτεχνία, επανεμφανίζεται τώρα που πάλι είναι επίδικη η ελληνικότητα αλλά σε άλλα συμφραζόμενα.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι το σχήμα «ο Σεφέρης ήθελε να συνεχιστεί ο αγώνας αλλά δεν τον άκουσαν» δεν ευσταθεί. Όχι μόνο διότι ο Σεφέρης δεν ήθελε αυτό. Αλλά επίσης διότι ο αγώνας, ενίοτε και ένοπλος, με σκοπό την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα, δεν κατέπαυσε μετά τις συμφωνίες. Συνεχίστηκε. Τον συνέχισε η ΕΟΚΑ Β΄, και τον οδήγησε στο αποκορύφωμά του η ελληνική χούντα με την εισβολή της και την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου.
Είναι λοιπόν αντιφατικό να εξυμνεί κανείς τον Σεφέρη πιστώνοντάς του και τις δύο επιλογές: την αντίθεση προς τη Ζυρίχη επειδή «σήμαινε εγκατάλειψη του στόχου της ένωσης», και την αντίθεση προς τη χούντα η οποία ακριβώς επιδίωξε το στόχο της ένωσης – με τα γνωστά πράγματι τραγικά αποτελέσματα. Διότι η αντίθεση του Σεφέρη προς τη χούντα, και προς τον ελληνικό εθνικισμό συνολικά, ακριβώς σε αυτό βασιζόταν:
Η «Ένωση» δεν μπορεί παρά να σημαίνει παρά διαμελισμό του νησιού. Αυτό το αποσιωπούν και ο Γρίβας και οι διάφορες Εστίες και άλλοι δήθεν υπερπατριώτες που προσπαθούν να κάμουν τις δουλίτσες τους ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του απλοϊκού κοσμάκη. (ΜΘ 242, Τρίτη 11 Μάη 1971).
Η εξίσωση της Ένωσης με διαμελισμό εμφανίζεται ακόμα μία φορά στην αρχή της ίδιας εγγραφής, όπου ο Σεφέρης αναφέρεται με ιδιαίτερη απαξία στο ημιεπίσημο όργανο της δικτατορίας («την καθημερινή μολυντήρα που κάθε απόγεμα βγαίνει έξω να λερώσει») και διαπιστώνει ότι αυτή –η Εστία– «βρίζει το σύμπαν, εκτός φυσικά από τον Γρίβα που φωνασκεί ακόμη για Ένωση κτλπ. μολονότι ξέρει πολύ καλά ότι ένωση σημαίνει διαμελισμός».
Ούτε ο Γεωργής, ούτε όσοι διακινούν τον μύθο του Σεφέρη-υποστηρικτή του ανένδοτου αντιτουρκικού αγώνα για την Ένωση μπαίνουν στον κόπο να σχολιάσουν αυτά τα ωστόσο απερίφραστα χωρία. Οι απαξιωτικές αυτές εκφράσεις αποσιωπούνται, και όλοι, Σεφέρης, Μακάριος, Γρίβας, τοτινοί σύμμαχοι και αντίπαλοι, συνήθως τσουβαλιάζονται αδιαφοροποίητα σε ένα συνεχές «ηρωικών» ή, αντιστοίχως, «σοφών» προασπιστών ενός εξίσου ενιαίου (ελλαδικού και κυπριακού) ελληνισμού, ή, ακριβώς, της Ένωσής τους, με την εξαίρεση «ολίγων αφρόνων» –για τους οποίους σπανίως αναφέρεται καν ποιοι ήταν και σε τι ακριβώς συνίστατο η αφροσύνη τους–, με συγκολλητική ουσία το πάντα πρόχειρο κλισέ της θυματικής ιδιότητας του ελληνισμού που οι ξένοι καιροφυλακτούν να του κλέψουν την απόλαυση. Το οποίο κλισέ, ειρήσθω εν παρόδω, ανακωδικοποιεί τη δήλωση, η οποία έχει πρωτίστως –αν όχι αποκλειστικά– εσωτερική στόχευση, και την εμφανίζει να έχει εξωτερική, να αφορά τους «εχθρούς του ελληνισμού».
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη:
Ο Ασιάτης Σεφέρης (Ασίνη, Αθήνα, 2021). Έγιναν κάποιες
προσθαφαιρέσεις για να διευκολύνουν την κατανόηση.

Ο Άκης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη.
Έχει ολοκληρώσει διδακτορικό στη Φιλοσοφία του Δικαίου (ΑΠΘ) και μεταδιδακτορική έρευνα στην Πολιτική Ανθρωπολογία (ΠΑΜΑΚ).
Από το 1995 ζει στις Βρυξέλλες, όπου απασχολείται επαγγελματικά ως μεταφραστής και ερασιτεχνικά ως ραδιοφωνικός παραγωγός.
Πολυάριθμα πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα διαφόρων χωρών, καθώς και στο Διαδίκτυο (ιδίως στο μπλογκ nomadicuniversality).
Έχει εκδώσει επτά βιβλία στα ελληνικά και ένα στα αγγλικά για θέματα όπως η νεκροφιλία του πατριωτισμού, ο ελληνικός εμφύλιος, ο Άκης Πάνου, ο Μπίλλυ Ουάιλντερ, οι Πόντιοι και η οικονομικοπολιτική κρίση.