«Ένα μέρος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας τη διδάχτηκα στην Αμερική. Εκεί, μακριά από θρησκευτικές επιρροές, έμαθα, ότι οι έλληνες φορούσαν ωραίες χλαμύδες και όχι κακόμοιρα ράσα, ότι είχαν ωραία σώματα, τα οποία θαύμαζαν κι επιδείκνυαν, ότι γυμναζόντουσαν και φιλοσοφούσαν, αντί να ντύνονται σα μούμιες και να ψέλνουν, ότι γευόντουσαν με όλες τους τις αισθήσεις την ζωή, αντί να ασκητεύουν, να τρώνε ακρίδες και να περιμένουν να πεθάνουν για να πάνε στον... ουρανό! Τέλος, έμαθα, ότι οι αρχαίοι έλληνες, μαζί με τους θεούς τους, απολάμβαναν σε σημείο θεοποίησης τον έρωτα αντί να ιεροποιούν και να προσκυνούν τη σεξουαλική απραξία. Δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι θα υπήρχε θρησκεία, που θα προέτρεπε τους πιστούς της στην παρά φύση ζωή» (σελ. 80.) «Όταν ένας σχετικά καλλιεργημένος σε θέματα φιλοσοφικής ηθικής αγνοεί τον Πλάτωνα και αυθόρμητα σκέφτεται το Χριστό, τότε η ζημιά που έχει γίνει είναι και μεγάλη και σημαντική» (σελ. 96.) «Άμεση νομοτελειακή συνέπεια αυτής της τριτοκοσμικής νοοτροπίας είναι και το γενικό ξεχαρβάλωμα των ενόπλων δυνάμεων. Ένα επιδερμικά μόνο πειθαρχημένο κοινωνικό σύνολο, το οποίο οι πολιτικές ηγεσίες έχουν μετατρέψει σε συνονθύλευμα άβουλων δημοσίων υπαλλήλων, που προσκολλώνται στα διάφορα κόμματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν μία κατά το δυνατόν ευνοϊκή σταδιοδρομική εξέλιξη και μεταχείριση» (σελ. 206). «Σε καμμία περίπτωση δεν θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, η Ελλάδα να αναλώνεται πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε ασκήσεις καθημερινής τρέλλας για το F.I.R. Αθηνών, τα γιδοπρόβατα των Ιμίων και για το ποιος είναι πιο μακεδόνας από τον άλλον» (σελ. 260.) Πολλές από τις απόψεις του κ. Αντωνιάδη κυρίως σε θέματα κυριαρχίας στο Αιγαίο (διεθνή ύδατα, παραβιάσεις τουρκικών μαχητικών, F.I.R. κ.λπ.) παρουσιάστηκαν στη συνέντευξη υπό τον τίτλο: Οι μύθοι τής "εθνικής" μας στρατηγικής. Τα περισσότερα Μ.Μ.Ε. με αφορμή κάποιες δηλώσεις του κ. Αντωνιάδη για το χριστιανισμό, τον παρουσίασαν ως τον «άθεο ναύαρχο» και απορούσαν κι εξίσταντο, για το πώς ένας μή χριστιανός αξιωματικός είχε σταδιοδρομήσει και εξαντλήσει την ιεραρχία του ʽοπλου του. Ο τότε αντιπρόεδρος μάλιστα του κοινοβουλίου, κ. Γ. Σούρλας, ζήτησε από τον υπουργό Άμυνας την έκπτωση του κ. Αντωνιάδη από τον τίτλο του επίτιμου Αρχηγού Γ.Ε.Ν.. Η «πολιτισμικά ακατανόητη» αυτή ενέργεια του κ. Σούρλα όπλισε το ναύαρχο με πείσμα και πάθος, όπως αναφέρει στον πρόλογό του, για να γράψει το υπό κρίση βιβλίο και να στιγματίσει «αντιλήψεις και νοοτροπίες ανθρώπων, οι οποίοι εξακολουθούν, ακόμα και σήμερα, να σκέφτονται έτσι». Δεν πρόκειται για απλή εξιστόρηση της στρατιωτικής ζωής ενός ένστολου. Στο βιβλίο περιγράφονται με κριτικό πνεύμα και γλαφυρό τρόπο νοοτροπίες, σχέσεις, ακόμα και πραγματικές συνομιλίες μεταξύ επιτελών, αρχηγών Γενικών Επιτελείων, διπλωματών και υπουργών, καθώς λαμβάνουν σημαντικές αποφάσεις για εθνικά θέματα μέσα σε ένα ρωμιοσυνιστικό δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς, όπου βασιλεύει το ρουσφέτι, το βόλεμα και τελικό ζητούμενο για την κάθε απόφαση είναι το πολιτικό προφίλ του εκάστοτε υπουργού. Καταστάσεις απίστευτες για τον περισσότερο κόσμο, που δεν έχει πρόσβαση στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, πλήν όμως, απόλυτα αληθινές. Από την κριτική δεν εξαιρεί ο ναύαρχος ούτε τον εαυτό του, για τον οποίο περιγράφει προσωπικές μαρτυρίες, εμπειρίες και γεγονότα από τον καιρό, που μαθητής ακόμα αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, μέχρι την ημέρα που αποστρατεύτηκε. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή των εντυπώσεών του από την επίσημη επίσκεψή του στην Τουρκία, πρώτη επίσκεψη Αρχηγού Γ.Ε.Ν. στη γείτονα. Από τις περιγραφές του ναυάρχου, τις οποίες έχει διανθίσει με αρκετή δόση χιούμορ και αυτοσαρκασμού θα κρατήσω δύο: 1. Την απέλπιδα προσπάθειά του να βρει έστω κι ένα ναύτη χωρίς «βύσμα», για να του αναθέσει απερίσπαστα τα καθήκοντα του οδηγού του. 2. Τον έξαλλο μητροπολίτη, απεσταλμένου του πρώην αρχιεπισκόπου με σκοπό την επαναφορά του χουντικού θεσμού του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος μετά από ολιγόλεπτη συζήτηση με το ναύαρχο στο γραφείο του στο επιτελείο πετάχτηκε επάνω και κατευθυνόμενος προς τα έξω από τη σύγχυσή του άνοιξε -όχι την πόρτα εξόδου, αλλά- την πόρτα της παρακείμενης εντοιχισμένης ντουλάπας. «Κατατάχθηκα στο Πολεμικό Ναυτικό και ορκίστηκα πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα μου και στη σημαία της μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός μου. Έναν όρκο, τον οποίο τήρησα στο έπακρον. Το ότι η κακόμοιρη και ανασφαλής νεοελληνική πολιτεία με υποχρέωσε να κάνω αυτή την κορυφαία και τελείως προσωπική δέσμευση προς την πατρίδα μου μπροστά σε ιουδαϊκής προελεύσεως και εμπνεύσεως εκκλησιαστικά σύμβολα, είναι ένα δικό της βαθύτατο πρόβλημα, όχι δικό μου. Όσο δε η Πολιτεία αργεί να το επιλύσει, επιτρέποντας στην Εκκλησία να αναμειγνύεται στις κρατικές εκδηλώσεις, τόσο θα καθυστερεί και την πολιτισμική ανάπτυξη των νεοελλήνων, μέχρις ότου, μετά τους πρώην ανατολικοευρωπαίους, μας υποσκελίσουν στον τομέα αυτό και οι νεοαναπτυσσόμενες αφρικανικές χώρες» (από τον επίλογο του βιβλίου.) |
ΚΡΕΜΩΝΤΑΣ
ΤΗ ΣΤΟΛΗ
Ναύαρχος Αντώνιος Αντωνιάδης,
επίτιμος Αρχηγός Ναυτικού (εκδ. Κάκτος)
