Η ΚΟΝΤΟΦΘΑΛΜΙΑ
ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

Μύθοι
γύρω από τη λύση
του Κυπριακού


IMAGE DESCRIPTIONΤο βιβλίο «Σεφέρης–Αβέρωφ: Η ρήξη» του Γιώργου Γεωργή, είναι ακόμα ένα σε μια μακρά σειρά βιβλίων του ίδιου συγγραφέα με θέμα τη δράση του Γιώργου Σεφέρη, και ακόμα ένας κρίκος σε μια μακρά σειρά βιβλίων ή άρθρων που επιχειρούν να φιλοτεχνήσουν για τον Σεφέρη μια αγιογραφική εικόνα ή, ορθότερα, μία εικόνα προφήτη του γένους – κάποιου που «είχε δει το κακό να έρχεται» και προσπάθησε να ειδοποιήσει τον άφρονα λαό του και τους κυβερνώντες όσο ήταν καιρός, πλην όμως εις μάτην.

Αυτό είναι σαφές ήδη από το σημείωμα στο οπισθόφυλλο, το οποίο πιστώνει στο βιβλίο ότι «διαλύει πολλούς από τους μύθους γύρω από τη λύση του Κυπριακού και ανατρέπει παραδεδομένες εκδοχές και σκοπιμότητες, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τη σοβαρότητα, τη συνέπεια, την ευθυκρισία και τη διορατικότητα του Σεφέρη, που επιβεβαιώθηκε πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν».

Στην πραγματικότητα, βέβαια, κανέναν μύθο δεν διαλύει το βιβλίο. Αντιθέτως, αναπαράγει μέχρι κεραίας ένα πολύ διαδεδομένο σχήμα και μία –αν όχι την μόνη– παραδεδομένη εκδοχή στο πλαίσιο του επίσημου κρατικού / κοινωνικού λόγου στην Ελλάδα: η μόνη εύλογη και αποδεκτή «λύση του Κυπριακού» ήταν (είναι;) η ένωση, την ένωση ήθελαν οι «καλοί» της αφήγησης, ήτοι Μακάριος και Σεφέρης, (συν τον Γρίβα , ο οποίος βέβαια ήταν αδέξιος και άμοιρος διπλωματίας, αλλά κατά βάση καλός), αλλά την υπονόμευσαν οι «κακοί», ήτοι ο εύπιστος προϊστάμενος της διπλωματικής υπηρεσίας Ευάγγελος Αβέρωφ, που δεν αντιλήφθηκε την «αγγλοτουρκική συμπαιγνία» (η φράση επανέρχεται διαρκώς με καταιγιστικούς ρυθμούς στο βιβλίο, π.χ. στις σελίδες 182-3 χρησιμοποιείται τρεις φορές μέσα στην ίδια παράγραφο!), καθώς και όλοι οι υπόλοιποι πλην Σεφέρη υφιστάμενοί του, οι οποίοι ήταν δειλοί ή αφελείς, ενίοτε δε ψυχοπαθείς.

Αυτό το τελευταίο αφορά ειδικά έναν εξ αυτών, τον Έλληνα επιτετραμμένο στη Λευκωσία Άγγελο Βλάχο, για τον οποίο το βιβλίο αναφέρει τρεις φορές ότι είχε υποβληθεί σε ψυχιατρική θεραπεία, μνημονεύοντας μέχρι και το όνομα του φαρμάκου που του χορηγήθηκε.


Έπεσε έξω

Αυτός ο ισχυρισμός που προβάλλεται επίμονα, περί διορατικότητας / επιβεβαίωσης του Σεφέρη, αξίζει να υποβληθεί σε έλεγχο ως προς την ορθότητά του. Τι ακριβώς επιβεβαιώθηκε άραγε, και πότε; Τι ήταν αυτό που είχε «δει» ο διορατικός Σεφέρης, και τι διαφορετικό μπορούσε / έπρεπε να είχε γίνει εάν οι «αρμόδιοι» είχαν ακούσει και συμμεριστεί τις ενστάσεις και τις εισηγήσεις του;

Μία, παραδόξως αρκετά έμμεση, απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκουμε στη σελίδα 200: εκεί, διαβάζουμε ένα παράθεμα από τη «Λογοδοσία μιας ζωής» του Κωνσταντίνου Τσάτσου, το οποίο λέει τα εξής:

IMAGE DESCRIPTION… στο Κυπριακό [ο Σεφέρης] έπεσε έξω, διότι, όντας πρέσβυς στη Βηρυττό και κάνοντας εκδρομές και πολυήμερες διακοπές στην Κύπρο, ερωτεύθηκε όχι μόνο τις ομορφιές του νησιού αλλά και τους πατριωτικούς ενθουσιασμούς των Κυπρίων.

Είχε τόσο ταυτισθή με τα αισθήματα και τους παραλογισμούς των, ώστε όταν ως πρέσβυς πια στο Λονδίνο εγίνονταν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, δεν μπόρεσε να καταλάβη ότι με αυτές σωζόταν ό,τι μπορούσε να σωθή, ύστερα από την εγκληματική πολιτική του Μακαρίου από το 1950 ως το 1958.

Τότε έγραψε στον Αβέρωφ ένα υπόμνημα εναντίον των Συμφωνιών, υποστηρίζοντας τη συνέχιση του αγώνα, μη μπορώντας να προβλέψη όσα μετά το θάνατό του συνέβησαν και που ήταν μοιραία επακόλουθα, όχι της σύναψης αλλά της καταγγελίας των Συμφωνιών από τον Μακάριο (η υπογράμμιση δική μου).


Ο συγγραφέας απορρίπτει τις αιτιάσεις του Τσάτσου ως «μικρόψυχες» και «πικρόχολες». Σε αυτό δεν προτίθεμαι να τον αντικρούσω. Ωστόσο, προσπερνάει και αφήνει τελείως ασχολίαστη –άρα δείχνει να προσυπογράφει– την επί της ουσίας κρίση του Τσάτσου, ότι η πρακτική επιλογή του Σεφέρη τη χρονική εκείνη στιγμή ήταν «η συνέχιση του αγώνα». Όπου ως «αγώνας» νοείται προφανώς η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ.

Η διατύπωση αυτή, και η μόνον διά της σιωπής αποδοχή (;) της από τον Γεωργή, είναι κάπως αξιοπερίεργη. Στις γραπτές ανταλλαγές Σεφέρη-Αβέρωφ, που σε αρκετή λεπτομέρεια παραθέτει ο συγγραφέας, δεν υπάρχει κάποια ρητή και ευθεία εισήγηση του πρώτου για συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Το πιο συγκεκριμένο βήμα που προτείνεται είναι να απορριφθούν οι (προτάσεις για) συμφωνίες και να προτιμηθεί το προγενέστερο σχέδιο Μακμίλλαν.

Υπάρχουν όμως σαφείς και απερίφραστες, σχεδόν επαινετικές, αναφορές του συγγραφέα στην άμεση ανάμιξη του Σεφέρη –όπως άλλωστε και του ίδιου του Αβέρωφ– στη λαθραία απόκτηση και διακίνηση όπλων προς το Γρίβα σε συνεργασία με ανθρώπους του υποκόσμου, πιθανότατα Ιταλούς μαφιόζους, καθώς και σε μία εξαγορά καραμπινιέρων διά δωροδοκίας, όταν αυτοί είχαν ανακαλύψει ένα από τα παράνομα φορτία.

Σε μία μάλιστα από αυτές τις αναφορές, ο αναγνώστης διαβάζει εμβρόντητος ότι, το 1957, ο Γρίβας ζήτησε από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών να του στείλουν και … «όπλα χημικού και βιολογικού πολέμου και, ιδιαίτερα, δηλητήρια, αμπούλες τύφου και άλλων νοσογόνων μικροβίων»! (σ. 126). Φυσικά οι του υπουργείου τού έβαλαν φρένο – για τα χημικά, εννοείται, διότι τα άλλα, τα συμβατικά, του τα έστελναν πλουσιοπάροχα, την ίδια στιγμή που στον ΟΗΕ διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ότι «δεν υποστηρίζουν την τρομοκρατία στην Κύπρο».

IMAGE DESCRIPTIONΑλλά το αίτημα δεν παύει να είναι τερατώδες, όχι μόνο λόγω του αμοραλισμού του, αλλά και διότι, από «επιχειρησιακή» άποψη, τέτοιου είδους όπλα είναι απρόσφορα για έναν στοχευμένο ανταρτοπόλεμο ενάντια σε στρατό κατοχής. Είναι όμως προσφορότατα για όποιον θέλει να κάνει εθνοκαθάρσεις και μαζικές σφαγές αμάχων.


Ο Γεωργής αναφέρει βέβαια ξεκάθαρα ότι ο Σεφέρης απέρριψε το αίτημα. Αλλά η απόρριψη βασιζόταν μόνο στην ανάγκη να «περιφρουρηθεί η τιμή» των ΕΟΚΑτζήδων.

Κατά τα λοιπά, ο διορατικός διπλωμάτης δέχθηκε με αμέριστη κατανόηση ότι οι τελευταίοι «είναι μέσα στο καμίνι της μάχης» και ότι γι’ αυτούς «η μόνη λογική είναι η θυσία, η νίκη, οι προσταγές του πολέμου». Ποια ακριβώς «θυσία» όμως, τίνος, θα επέφερε, και από τις προσταγές τίνος πολέμου επιβαλλόταν, η χρήση χημικών όπλων στην Κύπρο;

Τα προηγούμενα αποκλείουν την ερμηνεία ότι η φράση του Τσάτσου αφορά τη συνέχιση του διπλωματικού και όχι στρατιωτικού αγώνα. Εξάλλου, η διάκριση αυτή μικρή πρακτική σημασία έχει. Είναι άδηλο σε τι ακριβώς θα μεταφραζόταν πρακτικά μια τέτοια συνέχιση, και πού άραγε στηρίζονταν οι ελπίδες ότι μπορεί να υπάρξουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις σε τυχόν επόμενες διαπραγματεύσεις – πέρα από την ανατροπή των στρατιωτικών συσχετισμών.

Όπως κι αν έχει, πάντως, εάν τεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο το δίλημμα, είναι ομολογουμένως αδύνατο να κρίνουμε, και μάλιστα με τόση κατηγορηματικότητα, ποιος «δικαιώθηκε», χωρίς να προσφύγουμε σε μια απολύτως κυκλική επιχειρηματολογία. Ακόμη και αν λάβουμε ως δεδομένους τους επιδιωκόμενους στόχους ή και τα μέσα του αγώνα, (που δεν είναι για όλους), είναι αδύνατο και άνευ νοήματος να πούμε σήμερα «αν το 1958 είχε συνεχιστεί η ένοπλη δράση αντί να υπογραφούν οι συμφωνίες, σήμερα όλα θα ήταν καλύτερα». Μια τέτοια κρίση βασίζεται στο ίδιο θεμελιώδες λάθος κάθε αναδρομικής υπόθεσης: ότι είναι δυνατό να αλλάξουμε ένα μόνο στοιχείο από μία ήδη συντελεσμένη εξέλιξη, διατηρώντας όλα τα υπόλοιπα σταθερά.

IMAGE DESCRIPTIONΑν όμως η ΕΟΚΑ ή/και η Ελλάδα συνέχιζε τον «ένοπλο αγώνα», δηλαδή μεταξύ άλλων τις δολοφονίες Άγγλων στρατιωτών αλλά και αμάχων, Ελληνοκυπρίων αριστερών και Τουρκοκυπρίων αγροτών, είναι δεδομένο ότι και κάποιοι –ή όλοι– από τους «παίκτες» που αναφέρθηκαν, ενδεχομένως και άλλοι που δεν αναφέρθηκαν, θα τροποποιούσαν αντιστοίχως και αυτοί τη συμπεριφορά τους σε αντίδραση.

Το πιθανότερο δε είναι ότι η τουρκική εισβολή τού '74 θα είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Πράγμα που θα διέψευδε παταγωδώς τον βασικότερο –και ακροτελεύτιο– ισχυρισμό του βιβλίου: ότι η πραγματοποίηση της εισβολής αυτής συνιστούσε «επαλήθευση όσων είχε επισημάνει στον πολιτικό του προϊστάμενο από το Δεκέμβριο του 1958» ο Σεφέρης.


Πράγματι, το κλείσιμο αυτό αναπαράγει μία γνωστή εκδοχή περί των προφητικών ικανοτήτων του Σεφέρη, η οποία συνήθως συνδέεται επίσης –αν όχι κυρίως– με τη δήλωσή του, του ΄69 ενάντια στη χούντα. Στη δήλωσή του εκείνη υπήρχε μία αναφορά στην «τραγωδία» που «περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος».

Καθώς το «τέλος» της δικτατορίας επήλθε πράγματι με την εισβολή τού 74, πολλοί άνθρωποι έχουν αυθόρμητα την τάση να θεωρήσουν αναδρομικά ότι ο Σεφέρης την είχε δει σε κάποια μαγική γυάλα και αυτήν εννοούσε. Post hoc, ergo propter hoc. Ο Γεωργής απλώς μεταφέρει αυτή τη μαντική ικανότητα ακόμα πιο πίσω, στο ΄58.

Ισχυρίζομαι ότι η ερμηνεία αυτή είναι ανορθολογική και εσφαλμένη. Δεν υπάρχει καμία προφητεία, εκτός ίσως από μια αυτοεκπληρούμενη (και ταυτόχρονα αυτοδιαψευδόμενη).

Η εισβολή της Τουρκίας το ΄74 έγινε ως αντίδραση σε αντίστοιχη εισβολή –έτσι την χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μακάριος σε ομιλία του στον ΟΗΕ– της Ελλάδας στην Κύπρο, που αμέσως προηγήθηκε. Ίσως πει κανείς ότι η χούντα του Ιωαννίδη δεν ήταν «η Ελλάδα»; Αλλά, ασχέτως του νομικού μέρους, σημασία έχει εν προκειμένω το ερώτημα: ποια πολιτική υλοποιούσε ο Ιωαννίδης εισβάλλοντας; Μα την πολιτική πυγμής απέναντι στην Τουρκία, και την προσπάθεια ενσωμάτωσης της Κύπρου στην Ελλάδα. Δηλαδή την πολιτική που εισηγούνταν ο Σεφέρης, όπως τουλάχιστον αυτή εκτίθεται από τον Γεωργή.

Θεωρώ λοιπόν ότι η εκτενής παράθεση κειμένων τόσο του ενός, όσο και του άλλου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της σύγκρουσης, δεν δικαιώνει την απερίφραστη γνωμάτευση του συγγραφέα ότι ο ένας είχε διαβάσει σωστά όλα όσα γίνονταν –αλλά και όσα επρόκειτο να γίνουν– ενώ ο άλλος όλα λάθος. Μάλλον το αντίθετο.

Θα δώσω εδώ ένα από περισσότερα δυνατά παραδείγματα. Στη σελίδα 155, ο Γεωργής παραθέτει μία σημείωση που καταχώρισε ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του στο τέλος του Απριλίου 1956. Η σημείωση λέει:

Από τον εκτοπισμό του Μακαρίου οι κυρίαρχοι της Κύπρου σκέπτονται τρεις λύσεις:

α) να βάλουν φυλακή όλο το νησί

β) να διώξουν όλους τους Κυπρίους

γ) (ανομολόγητο) να τους ξεκάμουν (!! –Α.Γ.).


Καθώς πρόκειται για ημερολογιακή εγγραφή και όχι για κάποιο επίσημο ή έστω ανεπίσημο υπηρεσιακό έγγραφο που απευθύνεται σε κάποιον άλλο με προορισμό να τον πείσει για κάτι, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο Σεφέρης εδώ αποτυπώνει πιστά τη σκέψη του. Διότι δεν συνομιλεί με κανέναν, παρά μόνο με τον εαυτό του και με τις μελλοντικές γενιές.

Η σκέψη του λοιπόν αυτή δεν νομίζω να μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι αποδείχθηκε τελείως λανθασμένη. Δεν είναι μόνο ότι και οι τρεις αυτές προβλέψεις διαψεύσθηκαν παταγωδώς από τις εξελίξεις. Οι κινδυνολογικοί αυτοί ισχυρισμοί ήταν ήδη λάθος τη στιγμή που διατυπώθηκαν, συνιστούσαν κακή ανάγνωση της συγκυρίας, και κάποιος που θέλει να καθορίσει τη διπλωματική στάση ενός κράτους έπρεπε, και μπορούσε, να το έχει διαπιστώσει αυτό με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν εκείνη τη στιγμή. Στην αποικιακή ιστορία της Βρετανίας δεν υπήρχε πουθενά κανένα γνωστό παράδειγμα που να δικαιολογεί τέτοιες τερατώδεις υποθέσεις, και ήταν ακόμη λιγότερο πιθανό να συμβεί κάποια τέτοια ολοκληρωτική εξόντωση ενός αποικιοκρατούμενου πληθυσμού στην εποχή της αποαποικιοποίησης.

Το ότι ο Γεωργής δεν θέλει να δει αυτή την αποτυχία και να την συνυπολογίσει όταν αξιολογεί τη «διορατικότητα» του Σεφέρη, είναι ένδειξη ότι, όταν μιλάει για «ορθές» κρίσεις, δεν εννοεί σύμφωνες με τα πράγματα, αλλά κρίσεις σύμφωνες με τις δικές του, τωρινές επιθυμίες και στάσεις.

Αντιστοίχως, από την εκτενή –και ευγενέστατη, τόσο από τυπική όσο και από ουσιαστική άποψη– απάντηση του Αβέρωφ στο υπηρεσιακό σημείωμα του υφιστάμενού του, θα παραθέσω εδώ μόνο μία φράση:

Τι περισσότερον μπορώ να θέλω, όταν μάλιστα δεν διαθέτω
κανένα μέσον αγώνος και με απειλούν φρικτοί κίνδυνοι;
(σ. 190· η υπογράμμιση δική μου).


Ο Γεωργής με συγκατάβαση απορρίπτει αυτή την απάντηση ως αφελή, και μάλιστα ισχυρίζεται ότι «η υστερόχρονη ανάγνωση της αβερωφικής επιστολής δίνει, μετά τα δραματικά γεγονότα του 1974, διαστάσεις τραγικής ειρωνείας στα γραφόμενά του» (191). Ουσιαστικά δεν μπαίνει καν στον κόπο να συζητήσει το περιεχόμενό της· περιορίζεται να σημειώσει ότι ο Αβέρωφ «δεν ήταν τυχαίος πολιτικός. Ήταν όμως εύπιστος και συχνά επιπόλαιος, όπως ο Σεφέρης νόμιζε. Πίστευε από κακή πληροφόρηση ότι ο κυπριακός λαός είχε κουραστεί από τις αντιξοότητες και εκτιμούσε ότι το Κυπριακό δημιούργησε πολιτική κρίση στο εσωτερικό που ευνοούσε την άνοδο της αριστεράς» (192).

Γιατί όμως είναι «κακή» αυτή η πληροφόρηση; Ειδικά ως προς το δεύτερο σκέλος της, είναι ακριβέστατη: το Κυπριακό πράγματι δημιούργησε πολιτική κρίση στο εσωτερικό, και αυτή πράγματι ευνόησε την άνοδο της αριστεράς. Αρκεί να ανοίξει κανείς ένα οποιοδήποτε βιβλίο ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας για να το πληροφορηθεί.

Φυσικά, υπάρχει εδώ το ζήτημα ότι, για τον Αβέρωφ, η άνοδος της αριστεράς ήταν απευκταία και του προκαλούσε φόβο. Αλλά ακριβώς, αυτό είναι το θέμα· και πρόκειται για ένα τελείως άλλο θέμα. Το οποίο έχει σχέση με τις πολιτικές προτιμήσεις και εντάξεις των εμπλεκομένων, όχι με την ποιότητα της πληροφόρησης, την ευστροφία τους ή την τεχνική ικανότητά τους να αποτιμούν τους συσχετισμούς δυνάμεων.

Όσον αφορά το δεύτερο, προσωπικά, διαβάζοντας την επιστολή Αβέρωφ δεν βλέπω καμία ειρωνεία, τραγική ή όχι, ούτε καμία επιπολαιότητα. Εάν κάνουμε αφαίρεση της πολιτικής διάστασης, τείνω να πιστέψω ότι μάλλον καλύτερα είχε πιάσει το θέμα από τον Σεφέρη. Και πάντως η επέλευση των «δραματικών γεγονότων του 1974» δεν μπορεί από μόνη της να δικαιώσει ή να καταδικάσει καμία εκ των δύο επιλογών που ετίθεντο μπροστά στους διαχειριστές της πολιτικής του ελληνικού κράτους το 1958: αν είχε ακολουθηθεί η γραμμή που αποδίδεται εδώ στον Σεφέρη, μπορεί να μην είχαν επέλθει τα γεγονότα αυτά, αλλά και μπορεί να είχαν επέλθει νωρίτερα, ή να είχαν επέλθει άλλα γεγονότα ακόμα χειρότερα.

Αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Οι επιλογές δεν «δικαιώνονται» παρά μόνο γι’ αυτούς που ήταν ήδη πεισμένοι ότι έπρεπε να ακολουθηθούν, ενδεχομένως ότι πρέπει ακόμη και τώρα, και έτσι έχουν την τάση να αξιοποιούν κάθε επερχόμενο γεγονός για να αναφωνήσουν: «Είδατε; Σας τα έλεγα εγώ».






Ο «Ασιάτης» Σεφέρης

Ο Ναζίμ Χικμέτ, ο μεγαλύτερος Θεσσαλονικιός ποιητής, και ταυτόχρονα ο διασημότερος ποιητής της τουρκικής γλώσσας στον 20ό αιώνα, είναι αρκετά γνωστός στην Ελλάδα και αρκετά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά – κάποια απ’ αυτά μάλιστα έχουν μελοποιηθεί.

Υπάρχει ένα ποίημά του, το Mavi liman (Γαλάζιο λιμάνι), το οποίο εξ όσων γνωρίζω δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (έχει όμως μελοποιηθεί στο πρωτότυπο από τον μεγάλο Τούρκο τραγουδοποιό Τζεμ Καρατζά). Τουρκικά δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω με την αυστηρή έννοια του όρου, ούτε έχω καμία πρόθεση ή αρμοδιότητα να μεταφράσω ποίηση. Για τις ανάγκες μιας πρώτης πρακτικής προσέγγισης, όμως, με τη βοήθεια του Google translate και κάποιων φίλων, συνήγαγα ότι το νόημα των στίχων είναι περίπου το εξής:

IMAGE DESCRIPTIONΕίμαι πολύ κουρασμένος, μην με περιμένεις καπετάνιε.
Ας γράψει κάποιος άλλος το ημερολόγιο καταστρώματος.
Ένα γαλάζιο λιμάνι, με πλατάνια και με θόλους,
δεν μπορείς να με βγάλεις σε κείνο το λιμάνι …

(Στο πρωτότυπο:
Çok yorgunum, beni bekleme kaptan.
Seyir defterini başkası yazsın.
Çınarlı, kubbeli, mavi bir liman.
Beni o limana çıkaramazsın…).


Διαβάζοντας τους στίχους έτσι μεταφερμένους, ο Έλληνας αναγνώστης μένει κατάπληκτος με το πόσο «σεφερικά» είναι τα θέματα και οι εικόνες τους. Το λιμάνι, ένα πλοίο που φεύγει και κάποιος που μένει πίσω, τα πλατάνια, οι θόλοι, η λαχτάρα για ένα άλλο λιμάνι το οποίο παραμένει απρόσιτο … Ένα προς ένα, τα στοιχεία αυτά αποτελούν έμμονες ιδέες της εικονογραφίας του Σεφέρη. Όσο για το «ημερολόγιο καταστρώματος», αυτό έχει δώσει τον τίτλο όχι σε μία, όχι σε δύο, αλλά σε τρεις ποιητικές συλλογές τού πλέον διάσημου ποιητή της ελληνικής γλώσσας τον 20ό αιώνα.

Αν διαβάζαμε τους στίχους στα ελληνικά χωρίς να ξέρουμε τι είναι, εύκολα θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι το ποίημα αυτό το έχει γράψει όχι ο Χικμέτ, αλλά ο ελληνόφωνος συνάδελφός του που γεννήθηκε δύο χρόνια νωρίτερα απ’ αυτόν. Ο τόπος αυτής της γέννησης ήταν, ως γνωστόν, η Σμύρνη, μία άλλη κοσμοπολίτικη μητρόπολη με λιμάνι στο Αιγαίο, την οποία και αυτός αναγκάστηκε να αφήσει οριστικά όπως και ο Χικμέτ τη Θεσσαλονίκη.

Δηλαδή, τελικά μήπως το έχει όντως γράψει;

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα,
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια,
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά,


λέει ένα άλλο ποίημα που, αυτό, είναι του Σεφέρη (και που επίσης μελοποιήθηκε από τον Δήμο Μούτση, δίνοντας βέβαια ένα τραγούδι το οποίο θα ήταν καλύτερα όλοι να ξεχάσουμε, εάν δεν το έχουμε ήδη κάνει – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

IMAGE DESCRIPTIONΜολονότι σε αυτή τη φάση δεν έχω ελέγξει στο σύνολό τους τις ιστορικές-φιλολογικές λεπτομέρειες, φαίνεται απίθανο κάποιος εκ των δύο να είχε υπόψη του το αντίστοιχο ποίημα του άλλου. Για τον Σεφέρη ξέρουμε ότι δεν γνώριζε τουρκικά, και αρνήθηκε να μάθει ακόμη και τα στοιχειώδη όταν διορίστηκε πρέσβης στην Άγκυρα τη δεκαετία του ΄50· το συγκεκριμένο ποίημα του Χικμέτ δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στα ελληνικά. Στα δε τουρκικά, οι πρώτες μεταφράσεις του Σεφέρη έγιναν από τον τουρκοκρητικής καταγωγής Τζεβάτ Τσαπάν και δημοσιεύτηκαν στις αρχές δεκαετίας του ΄80. Λογικά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τελείως το ενδεχόμενο να είχε υπόψη του ο Χικμέτ κάποια αγγλική μετάφραση.

Ακόμη όμως και αν συμβαίνει αυτό, δεν αναιρεί την υπόθεση που θέλω να διατυπώσω για πρώτη φορά γραπτά εδώ, και που επιφυλάσσομαι να αναπτύξω περισσότερο στο μέλλον:

ότι ο Σεφέρης, μολονότι έκανε τα πάντα στη ζωή του για να αποκοπεί και να εθνοκαθάρει την ποίηση και την όλη του ύπαρξη από κάθε ανατολίτικο στοιχείο, και μολονότι αναφέρει ως πηγές έμπνευσής του και διαρκώς διαλέγεται αυστηρά με ποιητές και καλλιτέχνες της ελληνικής αρχαιότητας, της Αναγέννησης και της νεωτερικής Δύσης, ίσως είναι περισσότερο Ασιάτης απ’ όσο φανταζόταν ο ίδιος, και όλοι ανεξαιρέτως οι μέχρι τώρα μελετητές του.





Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε επίσης
στο blog του συγγραφέα Nomadic universality
σε δύο άρθρα με τίτλους: «Σεφέρης–Αβέρωφ: σημειώσατε 2;»
και «Γ.Σ. Σεφέρης, Ναζίμ Χικμέτ· παράλληλοι».
Ο τίτλος κι οι υπότιτλοι είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».



Ο Άκης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη.
Έχει ολοκληρώσει διδακτορικό στη Φιλοσοφία του Δικαίου (ΑΠΘ) και μεταδιδακτορική έρευνα στην Πολιτική Ανθρωπολογία (ΠΑΜΑΚ).
Από το 1995 ζει στις Βρυξέλλες, όπου απασχολείται επαγγελματικά ως μεταφραστής και ερασιτεχνικά ως ραδιοφωνικός παραγωγός.
Πολυάριθμα πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα διαφόρων χωρών, καθώς και στο Διαδίκτυο (ιδίως στο μπλογκ nomadicuniversality).
Έχει εκδώσει επτά βιβλία στα ελληνικά και ένα στα αγγλικά για θέματα όπως η νεκροφιλία του πατριωτισμού, ο ελληνικός εμφύλιος, ο Άκης Πάνου, ο Μπίλλυ Ουάιλντερ, οι Πόντιοι και η οικονομικοπολιτική κρίση.

ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΑΣ