HOMO DEUS

Τα φαντασιακά πλάσματα
που δίνουν οντότητα
στον κόσμο μας


Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ιδέα των «φαντασιακών τάξεων» επειδή υποθέτουν ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη πραγματικότητας: η αντικειμενική πραγματικότητα και η υποκειμενική πραγματικότητα.


Ο ιστός του νοήματος

Στην αντικειμενική πραγματικότητα, τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματά μας. Η βαρύτητα, για παράδειγμα, είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Υπήρχε πολύ πριν από τον Νεύτωνα και επηρεάζει εκείνους που δεν πιστεύουν σ' αυτή το ίδιο μ' εκείνους που πιστεύουν.

Η υποκειμενική πραγματικότητα, αντίθετα, εξαρτάται από τις προσωπικές πεποιθήσεις και τα αισθήματά μου. Δηλαδή, ας υποθέσουμε ότι αισθάνομαι έναν οξύ πόνο στο κεφάλι και πηγαίνω στο γιατρό. Ο γιατρός με εξετάζει σχολαστικά, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Με στέλνει λοιπόν για εξετάσεις αίματος, εξετάσεις ούρων, τεστ DNA, ηλεκτροκαρδιογράφημα, ΛΑΜΣ και πολλές ακόμα εξετάσεις. Όταν βγαίνουν τα αποτελέσματα, μου ανακοινώνει ότι είμαι απολύτως υγιής και μπορώ να πάω σπίτι μου. Ωστόσο, εγώ εξακολουθώ να νιώθω έναν οξύ πόνο στο κεφάλι. Μολονότι όλα τα αντικειμενικά τεστ δεν έχουν βρει τίποτα στραβό και μολονότι κανείς εκτός από μένα δεν νιώθει τον πόνο, για μένα ο πόνος είναι 100% αληθινός.

Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι η πραγματικότητα είναι είτε αντικειμενική είτε υποκειμενική, χωρίς να υπάρχει τρίτη εκδοχή. Γι' αυτό, όταν βεβαιωθούν ότι κάτι δεν είναι απλώς η δική τους υποκειμενική αίσθηση, φτάνουν βιαστικά στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είναι κάτι αντικειμενικό. Αν πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό· αν το χρήμα κινεί τον κόσμο· αν ο εθνικισμός προκαλεί πολέμους και χτίζει αυτοκρατορίες ― τότε αυτά τα πράγματα δεν είναι απλώς υποκειμενικές μου πεποιθήσεις. Ο Θεός, το χρήμα και τα έθνη πρέπει, επομένως, να είναι αντικειμενικές πραγματικότητες.

Ωστόσο, υπάρχει ένα τρίτο επίπεδο πραγματικότητας: το διυποκειμενικό επίπεδο. Οι διυποκειμενικές οντότητες βασίζονται στην επικοινωνία μεταξύ πολλών ανθρώπων και όχι στις πεποιθήσεις και τα συναισθήματα μεμονωμένων ατόμων. Πολλοί από τους σημαντικότερους παράγοντες στην ιστορία είναι διυποκειμενικοί.

Το χρήμα, για παράδειγμα, δεν έχει κάποια αντικειμενική αξία. Δεν μπορείς να φας, να πιεις ή να φορέσεις ένα ευρώ. Ωστόσο, εφόσον δισεκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν στην αξία του, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να αγοράσεις φαγητό, ποτά και ρούχα. Αν ο φούρναρης χάσει ξαφνικά την πίστη του στο ευρώ κι αρνηθεί να μου δώσει ένα καρβέλι με αντάλλαγμα αυτό το χαρτάκι, δεν πειράζει και πολύ. Μπορώ να πάω στο σούπερ μάρκετ λίγο παρακάτω. Ωστόσο, αν και οι ταμίες του σούπερ μάρκετ αρνηθούν να πάρουν αυτό το κομμάτι χαρτί και το ίδιο κάνουν και οι παραγωγοί στη λαϊκή και οι πωλητές στο εμπορικό κέντρο, τότε το ευρώ θα χάσει την αξία του. Τα χρωματιστά χαρτάκια θα συνεχίσουν φυσικά να υπάρχουν, αλλά θα είναι πια άχρηστα.

Τέτοια πράγματα, μάλιστα, συμβαίνουν κατά καιρούς. Στις 3 Νοεμβρίου 1985, η κυβέρνηση της Μιανμάρ ανακοίνωσε αιφνιδίως ότι τα χαρτονομίσματα των είκοσι πέντε, των πενήντα και των εκατό κιάτ δεν θα ίσχυαν πια. Δεν δόθηκε καμία ευκαιρία στον κόσμο να αλλάξει τα χαρτονομίσματα που είχε, με αποτέλεσμα οικονομίες μιας ζωής να μετατραπούν μέσα σε μια στιγμή σε σωρούς άχρηστου χαρτιού. Για να αντικαταστήσει τα καταργημένα νομίσματα, η κυβέρνηση τύπωσε νέα χαρτονομίσματα των εβδομήντα πέντε κιάτ, προς τιμήν ―υποτίθεται― των εβδομηκοστών πέμπτων γενεθλίων του δικτάτορα της Μιανμάρ, στρατηγού Νε Βιν. Τον Αύγουστο του 1986, κυκλοφόρησαν χαρτονομίσματα των δεκαπέντε και των τριάντα πέντε κιάτ. Οι φήμες έλεγαν ότι ο δικτάτορας, που πίστευε πολύ στην αριθμολογία, θεωρούσε ότι το δεκαπέντε και το τριάντα πέντε ήταν τυχεροί αριθμοί. Δεν έφεραν όμως και πολλή τύχη στους υπηκόους του. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1987, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ξαφνικά ότι τα χαρτονομίσματα των τριάντα πέντε και των εβδομήντα πέντε κιάτ δεν ήταν πια χρήματα.

Η αξία του χρήματος δεν είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να εξαερωθεί όταν οι άνθρωποι πάψουν να πιστεύουν σ' αυτό. Το ίδιο μπορεί να συμβεί σε νόμους, θεούς, ακόμα και ολόκληρες αυτοκρατορίες. Τη μία στιγμή διαμορφώνουν τον κόσμο και την επόμενη δεν υπάρχουν πια.

Ο Δίας και η Ήρα ήταν κάποτε σημαντικές δυνάμεις στη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά σήμερα δεν έχουν την παραμικρή εξουσία, γιατί κανείς δεν πιστεύει σ' αυτούς.

Η Σοβιετική Ένωση μπορούσε κάποτε να καταστρέψει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, αλλά έπαψε να υπάρχει με μια μονοκοντυλιά. Στις 2 μ.μ. της 8ης Δεκεμβρίου 1991, σε μια κρατική ντάτσα κοντά στο Βισκούλι, οι ηγέτες της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας υπέγραψαν τις Συμφωνίες της Μπελοβέζα, οι οποίες όριζαν ότι: «Εμείς, η Δημοκρατία της Λευκορωσίας, η Ρωσική Ομοσπονδία και η Ουκρανία, ως ιδρυτικά κράτη της ΕΣΣΔ που υπέγραψαν τη συνθήκη της ένωσης το 1922, θεσπίζουμε ότι από εδώ και στο εξής η ΕΣΣΔ ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και ως γεωπολιτική πραγματικότητα παύει να υπάρχει». Κι αυτό ήταν. Πάει η Σοβιετική Ένωση.


Η υπογραφή των συμφωνιών της Μπελοβέζα.
Η πένα αγγίζει το χαρτί ― και άμπρα κατάμπρα! Η Σοβιετική Ένωση εξαφανίζεται.

Είναι σχετικά εύκολο να δεχτούμε ότι το χρήμα είναι μια διυποκειμενική πραγματικότητα. Οι περισσότεροι άνθρωποι παραδέχονται επίσης άνετα ότι οι αρχαιοελληνικοί θεοί, οι αυτοκρατορίες του κακού και οι αξίες των ξένων πολιτισμών υπάρχουν μόνο στη φαντασία. Ωστόσο, δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι ο δικός μας Θεός, το δικό μας έθνος ή οι δικές μας αξίες είναι απλώς πλάσματα της φαντασίας, επειδή τα πράγματα αυτά δίνουν νόημα στη ζωή μας. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ζωή μας έχει κάποιο αντικειμενικό νόημα κι ότι οι θυσίες μας μετράνε για κάτι παραπάνω από τις ιστορίες που υπάρχουν μόνο στο κεφάλι μας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η ζωή των περισσότερων ανθρώπων έχει νόημα μόνο μέσα στο δίκτυο των ιστοριών που λένε ο ένας στον άλλο.

Το νόημα δημιουργείται όταν πολλοί άνθρωποι υφαίνουν όλοι μαζί ένα κοινό δίκτυο ιστοριών. Γιατί μια συγκεκριμένη πράξη ―όπως το να παντρευτώ στην εκκλησία, να νηστέψω στο Ραμαζάνι ή να ψηφίσω στις εκλογές― μού φαίνεται ότι έχει νόημα; Επειδή οι γονείς μου πιστεύουν κι εκείνοι ότι έχει νόημα, όπως και τα αδέρφια μου, οι γείτονές μου, οι άνθρωποι στις κοντινές πόλεις, ακόμα κι οι κάτοικοι μακρινών χωρών. Και γιατί πιστεύουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ότι η πράξη αυτή έχει νόημα; Επειδή οι φίλοι και οι γείτονές τους έχουν επίσης την ίδια άποψη. Οι άνθρωποι ενισχύουν διαρκώς ο ένας τις πεποιθήσεις του άλλου, σε ένα βρόχο που διαιωνίζει τον εαυτό του. Κάθε γύρος αμοιβαίας επιβεβαίωσης ενισχύει τον ιστό του νοήματος, μέχρι που δεν μπορείς παρά να πιστέψεις αυτό που πιστεύουν και όλοι οι άλλοι.

Ωστόσο, καθώς περνάνε τα χρόνια κι οι δεκαετίες, ο ιστός του νοήματος ξηλώνεται και υφαίνεται στη θέση του ένας νέος ιστός. Να μελετάμε την ιστορία σημαίνει να παρακολουθούμε την ύφανση και το ξήλωμα αυτών των ιστών και να συνειδητοποιούμε ότι αυτό που στους ανθρώπους μιας εποχής φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο γίνεται κάτι χωρίς κανένα νόημα για τους απογόνους τους.

Το 1187, ο Σαλαντίν νίκησε το στρατό των σταυροφόρων στη Μάχη του Χατίν και κατέκτησε την Ιερουσαλήμ. Σαν απάντηση, ο Πάπας κήρυξε την έναρξη της Τρίτης Σταυροφορίας για την ανάκτηση της ιερής πόλης.

Φανταστείτε έναν νεαρό άγγλο ευγενή με το όνομα Τζον, ο οποίος έφυγε από την πατρίδα του για να πολεμήσει τον Σαλαντίν. Ο Τζον πίστευε ότι οι πράξεις του είχαν αντικειμενικό νόημα. Πίστευε πως, αν πέθαινε στη σταυροφορία, η ψυχή του θα πήγαινε στον παράδεισο, όπου θα απολάμβανε την αιώνια ουράνια μακαριότητα. Θα ένιωθε τρόμο αν μάθαινε ότι η ψυχή και ο παράδεισος είναι απλώς ιστορίες που έχουν επινοήσει οι άνθρωποι. Ο Τζον πίστευε ολόψυχα ότι αν έφτανε στους Αγίους Τόπους κι αν κάποιος μουσουλμάνος πολεμιστής με χοντρό μουστάκι, του κατέβαζε έναν πέλεκυ στο κεφάλι, θα ένιωθε έναν αφόρητο πόνο, τα αυτιά του θα βούιζαν, τα πόδια του θα λύγιζαν, θα τα έβλεπε όλα μαύρα ― και την επόμενη στιγμή θα έβλεπε γύρω του ένα λαμπρό φως, θα άκουγε αγγελικές φωνές και γλυκές άρπες και ακτινοβόλα φτερωτά χερουβείμ θα του έγνεφαν μέσα από μια μεγαλόπρεπη χρυσή πύλη.

Ο Τζον τα πίστευε βαθιά όλα αυτά, γιατί ήταν ενταγμένος σε έναν εξαιρετικά πυκνό και γερό ιστό νοήματος. Στις παλιότερες αναμνήσεις του υπήρχε το σκουριασμένο σπαθί τον παππού Χένρι που κρεμόταν στη σάλα του κάστρου. Από μικρό παιδί, ο Τζον άκουγε ιστορίες για τον παππού Χένρι που πέθανε στη Δεύτερη Σταυροφορία και που τώρα αναπαύεται με τους αγγέλους στον παράδεισο, προσέχοντας από ψηλά τον Τζον και την οικογένειά του. Όταν έρχονταν στο κάστρο τροβαδούροι, τραγουδούσαν συνήθως για τους γενναίους σταυροφόρους που πολέμησαν στους Αγίους Τόπους. Όταν ο Τζον πήγαινε στην εκκλησία, του άρεσε να κοιτάζει τα βιτρό. Ένα από αυτά έδειχνε τον Γκόντφρεϊ του Μπουιγιόν καβάλα στο άλογο να διαπερνά έναν σατανικό μουσουλμάνο με τη λόγχη του. Ένα άλλο έδειχνε τις ψυχές των αμαρτωλών να καίγονται στην κόλαση. Ο Τζον άκουγε με προσοχή τον τοπικό ιερέα, τον πιο μορφωμένο άνθρωπο που γνώριζε. Σχεδόν κάθε Κυριακή, ο ιερέας εξηγούσε ―με τη βοήθεια προσεγμένων παραβολών και πετυχημένων αστείων― ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Καθολική Εκκλησία, ότι ο Πάπας στη Ρώμη είναι ο άγιος πατέρας μας και ότι πρέπει πάντα να υπακούμε στις εντολές του. Αν φονεύουμε ή κλέβουμε, ο Θεός θα μας στείλει στην κόλαση∙ αν όμως σκοτώσουμε άπιστους μουσουλμάνους, ο Θεός θα μας καλωσορίσει στον παράδεισο.

Μια μέρα, όταν ο Τζον ήταν δεκαοχτώ χρονών, έφτασε στην πύλη του κάστρου ένας ατημέλητος ιππότης και τους ανακοίνωσε με πνιχτή φωνή τα νέα: ο Σαλαντίν είχε καταστρέψει το στρατό των σταυροφόρων στο Χατίν! Η Ιερουσαλήμ είχε πέσει! Ο Πάπας είχε κηρύξει την Τρίτη Σταυροφορία και υποσχόταν αιώνια σωτηρία σε όποιον πέθαινε σ' αυτήν. Οι άνθρωποι γύρω του έμοιαζαν ταραγμένοι και ανήσυχοι, αλλά το πρόσωπο του Τζον φωτίστηκε με μια υπερκόσμια λάμψη και δήλωσε: «Θα πάω να πολεμήσω τους άπιστους και να απελευθερώσω τους Αγίους Τόπους!» Για μια στιγμή έπεσε σιωπή κι έπειτα χαμόγελα και δάκρυα εμφανίστηκαν σε όλα τα πρόσωπα. Η μητέρα του σφούγγιξε τα μάτια της, αγκάλιασε σφιχτά τον Τζον και του είπε πόσο περήφανη ήταν. Ο πατέρας του τού έδωσε ένα γερό χτύπημα στην πλάτη και είπε: «Αν είχα τα χρόνια σον, γιε μου, θα ερχόμουν μαζί σου. Διακυβεύεται η τιμή της οικογένειάς μας ― είμαι σίγουρος ότι δεν θα μας απογοητεύσεις!» Δύο φίλοι του ανακοίνωσαν ότι θα έρχονταν κι αυτοί. Ακόμα κι ο ορκισμένος αντίπαλος του Τζον, ο βαρόνος στην άλλη όχθη του ποταμού, τον επισκέφτηκε για να του ευχηθεί «καλό ταξίδι».

Καθώς έφευγε από το κάστρο, οι χωρικοί έτρεχαν από τις τρώγλες τους να τον ξεπροβοδίσουν κι όλα τα όμορφα κορίτσια κοιτούσαν με λαχτάρα τον γενναίο σταυροφόρο που πήγαινε να πολεμήσει τους άπιστους. Όταν έφυγε από την Αγγλία και καθώς διέσχιζε άγνωστες και μακρινές περιοχές ―Νορμανδία, Προβηγκία, Σικελία― συναντούσε ομάδες από ξένους ιππότες, όλοι τους με τον ίδιο προορισμό και την ίδια πίστη. Όταν ο στρατός αποβιβάστηκε επιτέλους στους Αγίους Τόπους κι άρχισαν οι μάχες με τις ορδές του Σαλαντίν, ο Τζον συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι οι κακοί Σαρακηνοί είχαν τις ίδιες πεποιθήσεις μ' αυτόν. Ήταν βέβαια κάπως μπερδεμένοι, καθώς νόμιζαν ότι οι χριστιανοί ήταν οι άπιστοι κι ότι οι μουσουλμάνοι υπάκουαν στη θέληση του Θεού. Αλλά αποδέχονταν κι εκείνοι τη βασική αρχή ότι εκείνοι που πολεμάνε για τον Θεό και την Ιερουσαλήμ θα πάνε κατευθείαν στον παράδεισο όταν πεθάνουν.

Με αυτόν τον τρόπο, νήμα το νήμα, ύφανε τον ιστό του νοήματός του ο μεσαιωνικός πολιτισμός, παγιδεύοντας τον Τζον και τους συγκαιρινούς του σαν μύγες. Θα ήταν αδιανόητο για τον Τζον ότι όλες αυτές οι ιστορίες ήταν απλώς πλάσματα της φαντασίας. Ίσως οι γονείς κι οι θείοι του να έκαναν λάθος. Αλλά έκαναν κι οι τροβαδούροι κι οι φίλοι του και τα κορίτσια του χωριού, ο μορφωμένος ιερέας, ο βαρόνος στην απέναντι όχθη του ποταμού, ο Πάπας στη Ρώμη, οι προβηγκιανοί και οι σικελοί ιππότες, μέχρι κι οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι ― είναι δυνατόν να είχαν όλοι παραισθήσεις;

Και τα χρόνια περνάνε. Κάτω από το βλέμμα του ιστορικού, ο ιστός του νοήματος αρχίζει να ξηλώνεται και στη θέση του υφαίνεται ένας άλλος. Οι γονείς του Τζον πεθαίνουν, το ίδιο κι όλα τα αδέρφια κι οι φίλοι του. Αντί για τους τροβαδούρους που τραγουδούσαν για τις σταυροφορίες, η νέα μόδα είναι τα θεατρικά έργα για τραγικές ερωτικές ιστορίες. Το οικογενειακό κάστρο καίγεται συθέμελα κι όταν το ξαναχτίζουν δεν βρίσκεται ούτε ίχνος από το σπαθί του παππού Χένρι. Τα βιτρό της εκκλησίας σπάνε σε μια χειμωνιάτικη θύελλα κι όταν τα αντικαθιστούν δεν απεικονίζουν πια τον Γκόντφρεϊ του Μπουιγιόν και τους αμαρτωλούς στην κόλαση, αλλά τη θριαμβευτική νίκη του βασιλιά της Αγγλίας επί του βασιλιά της Γαλλίας. Ο τοπικός ιερέας έχει σταματήσει να αποκαλεί τον Πάπα «άγιο πατέρα» ― τώρα αναφέρεται ως «εκείνος ο σατανάς στη Ρώμη». Στο κοντινό πανεπιστήμιο οι λόγιοι μελετούν αρχαιοελληνικά χειρόγραφα, ανατέμνουν νεκρά σώματα και ψιθυρίζουν σιγανά πίσω από κλειστές πόρτες ότι μπορεί να μην υπάρχει ψυχή.

Και τα χρόνια συνεχίζουν να περνάνε. Εκεί που κάποτε ήταν το κάστρο, τώρα υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο. Στον κινηματογράφο της γειτονιάς παίζει για νιοστή φορά τους Ιππότες της ελεεινής τραπέζης των Μόντι Πάιθονς. Στην άδεια εκκλησία, ο βαριεστημένος εφημέριος ενθουσιάζεται βλέποντας δύο γιαπωνέζους τουρίστες. Τους μιλάει πολλή ώρα για τα βιτρό, ενώ εκείνοι χαμογελάνε ευγενικά, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα. Έξω στα σκαλιά, ένα τσούρμο εφήβων παίζουν με τα κινητά τους. Βλέπουν μια νέα διασκευή του Ιμάτζιν του Τζον Λένον στο Γιουτιούμπ. «Φαντάσου πως δεν υπάρχει παράδεισος», τραγουδάει ο Λένον, «είναι εύκολο αν προσπαθήσεις». Ένας πακιστανός οδοκαθαριστής σκουπίζει το πεζοδρόμιο, ενώ από κάποιο ραδιόφωνο εκεί κοντά ακούγονται οι ειδήσεις: το μακελειό στη Συρία συνεχίζεται και η συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας κατέληξε σε αδιέξοδο. Ξαφνικά ανοίγει μια τρύπα στο χρόνο, μια μυστηριώδης δέσμη φωτός πέφτει στο πρόσωπο ενός από τους εφήβους, ο οποίος ανακοινώνει: «Θα πάω να πολεμήσω τους άπιστους στους Αγίους Τόπους!»

Άπιστοι και Άγιοι Τόποι; Οι λέξεις αυτές δεν έχουν πλέον κανένα νόημα για τους ανθρώπους στη σημερινή Αγγλία. Ακόμα κι ο εφημέριος θα σκεφτόταν μάλλον ότι ο έφηβος έχει πάθει κάποιο ψυχωσικό επεισόδιο. Αντίθετα, αν ένας νεαρός Άγγλος αποφάσιζε να γίνει μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και να πάει στη Συρία για να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφύγων, θα αντιμετωπιζόταν σαν ήρωας. Τον Μεσαίωνα, όλοι θα νόμιζαν ότι του έχει στρίψει. Στην Αγγλία του 12ου αιώνα, κανείς δεν ήξερε τι είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θέλεις να πας στη Μέση Ανατολή και να διακινδυνέψεις τη ζωή σου, όχι για να σκοτώσεις μουσουλμάνους, αλλά για να προστατέψεις μια ομάδα μουσουλμάνων από μια άλλη; Πρέπει να τα έχεις χάσει.

Έτσι ξετυλίγεται η ιστορία. Οι άνθρωποι υφαίνουν έναν ιστό νοήματος, τον πιστεύουν ολόψυχα, αλλά αργά ή γρήγορα ο ιστός ξετυλίγεται, κι όταν κοιτάμε προς τα πίσω δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς ήταν δυνατόν να τα έπαιρναν αυτά στα σοβαρά. Βλέποντάς το εκ των υστέρων, το να πας στη σταυροφορία με την ελπίδα ότι θα φτάσεις στον παράδεισο ακούγεται εντελώς τρελό. Βλέποντάς τον εκ των υστέρων, ο Ψυχρός Πόλεμος ακούγεται ακόμα πιο τρελός. Πώς είναι δυνατόν πριν από τριάντα χρόνια οι άνθρωποι να ήταν πρόθυμοι να διακινδυνέψουν το πυρηνικό ολοκαύτωμα εξαιτίας της πίστης τους στον κομμουνιστικό παράδεισο; Εκατό χρόνια από τώρα, η πίστη μας στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να μοιάζει στους απογόνους μας εξίσου ακατανόητη.


Ονειροχρόνος

Οι σάπιενς κυβερνούν τον κόσμο επειδή είναι οι μόνοι που μπορούν να υφάνουν διυποκειμενικά δίκτυα νοήματος: δίκτυα από νόμους, δυνάμεις, οντότητες και τόπους που υπάρχουν αποκλειστικά στην κοινή μας φαντασία. Ο ιστός αυτός επιτρέπει στους ανθρώπους να οργανώνουν σταυροφορίες, σοσιαλιστικές επαναστάσεις και κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Κι άλλα ζώα μπορεί να φαντάζονται διάφορα πράγματα. Μια γάτα που καραδοκεί για να πιάσει ένα ποντίκι, μπορεί να μην το βλέπει αλλά να φαντάζεται το σχήμα ή ακόμα και τη γεύση του ποντικιού. Ωστόσο, στο βαθμό που γνωρίζουμε, οι γάτες μπορούν να φανταστούν μόνο πράγματα που υπάρχουν πραγματικά στον κόσμο, όπως ποντίκια. Δεν μπορούν να φανταστούν πράγματα που δεν τα έχουν δει ή μυρίσει ή γευτεί ποτέ ― όπως το δολάριο, η εταιρία Γκουγκλ ή η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο οι σάπιενς μπορούν να φανταστούν τέτοιες χίμαιρες.

Συνεπώς, ενώ οι γάτες και τα άλλα ζώα είναι περιορισμένα στο αντικειμενικό πεδίο και χρησιμοποιούν τα επικοινωνιακά τους συστήματα μόνο για να περιγράφουν την πραγματικότητα, οι σάπιενς χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να δημιουργούν εντελώς νέες πραγματικότητες. Μέσα στα τελευταία 70.000 χρόνια, οι διυποκειμενικές πραγματικότητες που επινόησαν οι σάπιενς γίνονταν όλο και πιο ισχυρές, έτσι που σήμερα εξουσιάζουν τον κόσμο. Θα επιβιώσουν άραγε μετά τον 21ο αιώνα οι χιμπατζήδες, οι ελέφαντες, τα δάση του Αμαζονίου και οι παγετώνες της Αρκτικής; Αυτό εξαρτάται από τις επιθυμίες και τις αποφάσεις διυποκειμενικών οντοτήτων όπως η Ευρωπαϊκή 'Ενωση και η Παγκόσμια Τράπεζα ― οντοτήτων που υπάρχουν αποκλειστικά στην κοινή μας φαντασία.

Κανένα άλλο ζώο δεν μπορεί να μας αντισταθεί, όχι επειδή τα ζώα δεν διαθέτουν ψυχή ή νου, αλλά επειδή τους λείπει η απαραίτητη φαντασία. Τα λιοντάρια μπορούν να τρέχουν, να πηδούν, να αρπάζουν και να δαγκώνουν. Ωστόσο, δεν μπορούν να ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς ή να υποβάλλουν μηνύσεις. Και στον 21ο αιώνα, ένας τραπεζίτης που ξέρει πώς να καταθέτει μηνύσεις είναι πολύ πιο ισχυρός ακόμα κατ από το αγριότερο λιοντάρι στη σαβάνα.


Ο ασσύριος βασιλιάς Ασουρμπανιμπάλ σκοτώνει ένα λιοντάρι:
Η κυριαρχία στο ζωικό βασίλειο.

Εκτός απ' το να διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα, αυτή η ικανότητα να δημιουργούμε διυποκειμενικές οντότητες διαχωρίζει και τις επιστήμες του ανθρώπου από τις επιστήμες της ζωής. Οι ιστορικοί προσπαθούν να κατανοήσουν την ανάπτυξη διυποκειμενικών οντοτήτων όπως οι θεοί και τα έθνη, ενώ οι βιολόγοι δεν αναγνωρίζουν καν την ύπαρξη τέτοιων πραγμάτων. Κάποιοι πιστεύουν ότι, μόνο αν σπάσουμε τον γενετικό κώδικα και χαρτογραφήσουμε κάθε νευρώνα του εγκεφάλου, θα γνωρίσουμε όλα τα μυστικά της ανθρωπότητας. Στο κάτω κάτω, οι άνθρωποι δεν έχουν ψυχή, κι αν οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι αισθήσεις είναι απλώς βιοχημικοί αλγόριθμοι, γιατί να μην μπορεί η βιολογία να εξηγήσει όλες τις ιδιοτροπίες των ανθρώπινων κοινωνιών; Από αυτή τη σκοπιά, οι σταυροφορίες ήταν εδαφικές φιλονικίες που διαμορφώθηκαν από εξελικτικές πιέσεις και οι άγγλοι ιππότες που πήγαιναν να πολεμήσουν τον Σαλαντίν στους Αγίους Τόπους δεν διέφεραν και τόσο από λύκους που προσπαθούν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή της γειτονικής αγέλης.

Οι επιστήμες του ανθρώπου, αντίθετα, τονίζουν την αποφασιστική σημασία των διυποκειμενικών οντοτήτων, οι οποίες δεν μπορούν να αναχθούν σε ορμόνες και νευρώνες. Να σκεφτόμαστε ιστορικά σημαίνει να αποδίδουμε πραγματική δύναμη στο περιεχόμενο των φανταστικών μας ιστοριών. Φυσικά, οι ιστορικοί δεν αγνοούν τους αντικειμενικούς παράγοντες όπως οι κλιματικές αλλαγές και οι γενετικές μεταλλάξεις, αλλά δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στις ιστορίες που επινοούν και πιστεύουν οι άνθρωποι. Η Βόρεια και η Νότια Κορέα δεν είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους επειδή οι άνθρωποι στην Πιονγιάνyκ έχουν διαφορετικά γονίδια από τους ανθρώπους στη Σεούλ, ούτε επειδή ο βορράς είναι πιο ψυχρός και ορεινός. Είναι επειδή στο βορρά κυριαρχούν πολύ διαφορετικά φανταστικά πλάσματα.

Ίσως κάποια μέρα μια ριζοσπαστική ανακάλυψη στη νευροβιολογία να μας επιτρέψει να εξηγήσουμε τον κομμουνισμό και τις σταυροφορίες με αυστηρά βιοχημικούς όρους. Ωστόσο, απέχουμε πολύ από αυτό το σημείο. Κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, τα σύνορα ανάμεσα στην ιστορία και τη βιολογία είναι πιθανό να ξεθωριάσουν, όχι επειδή θα ανακαλύψουμε βιολογικές εξηγήσεις για ιστορικά γεγονότα, αλλά μάλλον επειδή οι ιδεολογικές μας φαντασίες θα ξαναγράψονν αλυσίδες DNA∙ πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα θα αναδιαμορφώσουν το κλίμα και η γεωγραφία βουνών και ποταμών θα δώσει τη θέση της στον κυβερνοχώρο. Καθώς τα ανθρώπινα φανταστικά πλάσματα μεταφράζονται σε γενετικούς και ηλεκτρονικούς κώδικες, η διυποκειμενική πραγματικότητα θα καταπιεί την αντικειμενική και η βιολογία θα συγχωνευτεί με την ιστορία.

Επομένως, στον 21ο αιώνα, η φαντασία μπορεί να γίνει η πιο ισχυρή δύναμη στη γη, ξεπερνώντας ακόμα και τους περιπλανώμενους αστεροειδείς και τη φυσική επιλογή. Γι' αυτό, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το μέλλον μας, δεν αρκεί να αποκωδικοποιούμε γονιδιώματα και αριθμούς. Πρέπει επίσης να αποκρυπτογραφήσουμε τα φανταστικά πλάσματα που δίνουν νόημα στον κόσμο μας.


Ο Δημιουργός: Ο Τζάκσον Πόλοκ σε μια στιγμή έμπνευσης.

Οι παραμυθάδες

Τα ζώα όπως οι λύκοι και οι χιμπατζήδες ζουν σε μια διπλή πραγματικότητα. Από τη μια γνωρίζουν τις αντικειμενικές οντότητες που βρίσκονται έξω από τα ίδια, όπως τα δέντρα, τα βράχια και τα ποτάμια. Από την άλλη, έχουν επίγνωση των υποκειμενικών εμπειριών που συμβαίνουν μέσα τους, όπως ο φόβος, η χαρά και η επιθυμία.

Οι σάπιενς, αντίθετα, ζουν σε μία πραγματικότητα τριών επιπέδων. Εκτός από τα δέντρα, τα ποτάμια, τους φόβους και τις επιθυμίες, ο κόσμος των σάπιενς περιλαμβάνει επίσης ιστορίες σχετικά με χρήματα, θεούς, έθνη και εταιρίες. Καθώς προχωρούσε η ιστορία, η επιρροή που ασκούσαν οι θεοί, τα έθνη και οι εταιρίες αυξήθηκε, εις βάρος των ποταμιών, των φόβων και των επιθυμιών. Υπάρχουν ακόμα πολλά ποτάμια στον κόσμο κι οι άνθρωποι εξακολουθούν να ωθούνται από τους φόβους και τις επιθυμίες τους, αλλά ο Ιησούς Χριστός, η Γαλλική Δημοκρατία και η εταιρία Απλ έχουν φτιάξει φράγματα και εργοστάσια στα ποτάμια κι έχουν μάθει να διαμορφώνουν τις βαθύτερες αγωνίες και τους πόθους μας.

Εφόσον οι νέες τεχνολογίες του 21ου αιώνα θα κάνουν μάλλον τα πλάσματα της φαντασίας ακόμα πιο ισχυρά, για να κατανοήσουμε το μέλλον μας πρέπει να καταλάβουμε πώς έχουν αποκτήσει τόση δύναμη οι ιστορίες για τον Ιησού Χριστό, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Απλ. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι φτιάχνουν την ιστορία, αλλά στην πραγματικότητα η ιστορία περιστρέφεται γύρω από αυτόν τον ιστό των φανταστικών ιστοριών. Οι βασικές ικανότητες των επιμέρους ανθρώπων δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα από τη Λίθινη Εποχή. Στην πραγματικότητα, αν έχει υπάρξει κάποια αλλαγή, αυτή είναι μάλλον ότι έχουν ατροφήσει. Αλλά ο ιστός των ιστοριών γίνεται όλο και ισχυρότερος, ωθώντας την ιστορία από την Εποχή του Λίθου στην Εποχή της Σιλικόνης.

Όλα ξεκίνησαν πριν από περίπου 70.000 χρόνια, όταν η Γνωσιακή Επανάσταση επέτρεψε στους σάπιενς να αρχίσουν να μιλάνε για πράγματα που υπήρχαν μόνο στη φαντασία τους. Για τα επόμενα 60.000 χρόνια, οι σάπιενς ύφαναν πολλούς φανταστικούς ιστούς, οι οποίοι όμως παρέμεναν μικροί και τοπικής εμβέλειας. Το πνεύμα ενός σεβαστού προγόνου που λατρευόταν από μια φυλή ήταν εντελώς άγνωστο στους γείτονές της και τα κοχύλια που είχαν αξία σε μια περιοχή γίνονταν άχρηστα μόλις διέσχιζες την κοντινή οροσειρά. Οι ιστορίες για τα προγονικά πνεύματα και τα κοχύλια έδιναν βέβαια ένα τεράστιο πλεονέκτημα στους σάπιενς, γιατί επέτρεπαν σε εκατοντάδες, μερικές φορές ακόμα και σε χιλιάδες από αυτούς να συνεργάζονται αποτελεσματικά, κάτι που ήταν πολύ παραπάνω από αυτό που μπορούσαν να κάνουν οι Νεάντερταλ ή οι χιμπατζήδες. Εντούτοις, όσο οι σάπιενς παρέμεναν τροφοσυλλέκτες, δεν μπορούσαν να συνεργαστούν σε πραγματικά μεγάλη κλίμακα, γιατί είναι αδύνατο να θρέψεις μια ολόκληρη πόλη ή ένα βασίλειο κυνηγώντας και μαζεύοντας καρπούς. Κατά συνέπεια, τα πνεύματα, οι νεράιδες και οι δαίμονες της Λίθινης Εποχής ήταν σχετικά αδύναμες οντότητες.

Η Αγροτική Επανάσταση, που ξεκίνησε πριν από περίπου 12.000 χρόνια, έδωσε την απαραίτητη υλική βάση για τη μεγέθυνση και την ενίσχυση των διυποκειμενικών δικτύων. Η γεωργία έκανε εφικτό το να τραφούν χιλιάδες άνθρωποι σε πολυάνθρωπες πόλεις και χιλιάδες στρατιώτες σε πειθαρχημένους στρατούς. Ωστόσο, τα διυποκειμενικά δίκτυα συνάντησαν τότε ένα νέο εμπόδιο. Για να μπορέσουν να διατηρήσουν τους συλλογικούς μύθους και να οργανώσουν τη μαζική συνεργασία, οι πρώιμοι αγρότες βασίζονταν στις ικανότητες επεξεργασίας δεδομένων του ανθρώπινου εγκεφάλου, που ήταν αυστηρά περιορισμένες. Οι αγρότες πίστευαν σε ιστορίες για τους μεγάλους θεούς. Έχτιζαν ναούς για τον αγαπημένο τους θεό, έκαναν γιορτές προς τιμή του, του πρόσφεραν θυσίες και του έδιναν εκτάσεις, φόρους και δώρα.

Στις πρώτες πόλεις της αρχαίας Σουμερίας, πριν από περίπου 6.000 χρόνια, οι ναοί δεν ήταν απλώς κέντρα λατρείας, αλλά και οι μεγαλύτεροι πολιτικοί και οικονομικοί κόμβοι. Οι σουμεριακοί θεοί εκτελούσαν μια λειτουργία ανάλογη με αυτή που έχουν σήμερα οι μάρκες προϊόντων και οι εταιρίες. Σήμερα, οι εταιρίες είναι φαντασιακές νομικές οντότητες που κατέχουν περιουσία, δανείζουν χρήματα, προσλαμβάνουν υπαλλήλους και ξεκινούν οικονομικές δραστηριότητες. Στις αρχαίες πόλεις Ουρούκ, Λαγκάς και Σουρουπάκ, οι θεοί λειτουργούσαν σαν νομικές οντότητες που μπορούσαν να έχουν στην ιδιοκτησία τους χωράφια και δούλους, να δίνουν και να παίρνουν δάνεια, να πληρώνουν μισθούς και να χτίζουν φράγματα και κανάλια.

Εφόσον οι θεοί δεν πέθαιναν ποτέ κι αφού δεν είχαν παιδιά να τσακώνονται για την κληρονομιά, συγκέντρωναν ολοένα μεγαλύτερη περιουσία και δύναμη. Όλο και περισσότεροι Σουμέριοι δούλευαν για τους θεούς, έπαιρναν δάνεια από τους θεούς, όργωναν τα χωράφια των θεών και τους όφειλαν φόρους και τη δεκάτη. Όπως στο σημερινό Σαν Φρανσίσκο ο Τζον δουλεύει στη Γκουγκλ ενώ η Μαίρη στη Μάικροσοφτ, έτσι και στην αρχαία Ουρούκ ένα άτομο ήταν στη δούλεψη του μεγάλου θεού Ένκι ενώ ο γείτονάς του δούλευε για τη θεά Ινάνα. Οι ναοί του Ένκι και της Ινάνα δέσποζαν στον ορίζοντα και τα θεϊκά τους λογότυπα εμφανίζονταν σε κτίρια, προϊόντα και ρούχα. Για τους Σουμέριους, ο Ένκι και η Ινάνα ήταν τόσο πραγματικοί όσο είναι για εμάς η Γκουγκλ και η Μάικροσοφτ. Σε σύγκριση με τους προκατόχους τους ―τα φαντάσματα και τα πνεύματα της Λίθινης Εποχής― οι σουμεριακοί θεοί ήταν πολύ ισχυρές οντότητες.

Περιττεύει να πούμε ότι οι θεοί δεν διοικούσαν πραγματικά τις επιχειρήσεις τους, για τον απλό λόγο ότι δεν υπήρχαν πουθενά, παρά μόνο στην ανθρώπινη φαντασία. Οι καθημερινές δραστηριότητες οργανώνονταν από τους ιερείς (όπως η Γκουγκλ κι η Μάικροσοφτ πρέπει να προσλαμβάνουν ανθρώπους με σάρκα και οστά για να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους). Ωστόσο, καθώς οι θεοί αποκτούσαν όλο και περισσότερη περιουσία και δύναμη, οι ιερείς δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Μπορεί να εκπροσωπούσαν τον πανίσχυρο θεό του ουρανού ή την παντογνώστρια θεά της γης, αλλά οι ίδιοι ήταν άνθρωποι και έκαναν λάθη. Δυσκολεύονταν να θυμούνται ποια κτήματα, ποιοι οπωρώνες και ποια χωράφια ανήκαν στη θεά Ινάνα, ποιοι υπάλληλοι της θεάς είχαν πάρει ήδη το μισθό τους, ποιοι από τους νοικάρηδες της θεάς δεν είχαν πληρώσει το νοίκι τους και τι τόκο είχε βάλει η θεά στους οφειλέτες της. Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους που στη Σουμερία, όπως και οπουδήποτε αλλού, τα ανθρώπινα δίκτυα δεν μπορούσαν να επεκταθούν ιδιαίτερα, ακόμα και χιλιάδες χρόνια μετά την Αγροτική Επανάσταση. Δεν υπήρχαν τεράστια βασίλεια, ούτε εκτεταμένα εμπορικά δίκτυα, ούτε οικουμενικές θρησκείες.

Το εμπόδιο αυτό υπερκεράστηκε τελικά πριν από περίπου 5.000 χρόνια, όταν οι Σουμέριοι επινόησαν τη γραφή και το χρήμα. Αυτά τα σιαμαία δίδυμα ―γεννημένα από τους ίδιους γονείς, την ίδια στιγμή και στο ίδιο μέρος― έσπασαν τους περιορισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου στην επεξεργασία δεδομένων. Η γραφή και το χρήμα επέτρεψαν να συλλέγονται φόροι από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, να οργανώνονται σύνθετες γραφειοκρατίας και να ιδρύονται αχανή βασίλεια. Στη Σουμερία, τα βασίλεια αυτά τα διοικούσαν ιερείς-βασιλείς στο όνομα των θεών. Στη γειτονική Κοιλάδα του Νείλου, οι άνθρωποι πήγαν ένα βήμα πιο πέρα, συγχωνεύοντας τον ιερέα-βασιλιά με το θεό και δημιουργώντας μια ζωντανή θεότητα - το φαραώ.

Οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν το φαραώ πραγματικό θεό και όχι θεϊκό αντικαταστάτη. Ολόκληρη η Αίγυπτος ανήκε σε αυτόν το θεό κι όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να υπακούνε στις διαταγές του και να πληρώνουν τους φόρους που απαιτούσε. Όπως ακριβώς και στους σουμεριακούς ναούς, έτσι και στη φαραωνική Αίγυπτο, ο Θεός δεν διαχειριζόταν ο ίδιος τις δουλειές της αυτοκρατορίας του. Κάποιοι φαραώ βασίλευαν με σιδερένια πυγμή, ενώ άλλοι περνούσαν τις μέρες τους σε συμπόσια και γιορτές, αλλά και στις δύο περιπτώσεις η πρακτική δουλειά της διοίκησης της Αιγύπτου αφηνόταν σε χιλιάδες εγγράμματους αξιωματούχους. Όπως κάθε άλλος άνθρωπος, ο φαραώ είχε ένα βιολογικό σώμα με βιολογικές ανάγκες, επιθυμίες και συναισθήματα. Αλλά ο βιολογικός φαραώ είχε μικρή σημασία. Ο πραγματικός άρχοντας της Κοιλάδας του Νείλου ήταν ένας φαντασιακός φαραώ που υπήρχε στις ιστορίες που έλεγαν αναμεταξύ τους εκατομμύρια Αιγύπτιοι.

Ενώ ο φαραώ καθόταν στην πρωτεύουσά του, τη Μέμφιδα, έτρωγε σταφύλια και χαριεντιζόταν με τις συζύγους και τις ερωμένες του, οι αξιωματούχοι του διέτρεχαν το βασίλειο από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι την έρημο της Νουβίας. Οι γραφειοκράτες υπολόγιζαν τους φόρους που έπρεπε να πληρώσει κάθε χωριό, τους κατέγραφαν σε μεγάλους πάπυρους και τους έστελναν στη Μέμφιδα. Όταν ερχόταν από τη Μέμφιδα μια γραπτή διαταγή να στρατολογηθούν άντρες για τα στρατεύματα ή εργάτες για κάποια μεγάλη κατασκευή, οι αξιωματούχοι συγκέντρωναν τους απαραίτητους άντρες. Υπολόγιζαν πόσο σιτάρι υπήρχε στις βασιλικές σιταποθήκες· πόσες μέρες δουλειάς ήταν απαραίτητες για να καθαριστούν τα κανάλια και οι δεξαμενές· και πόσες πάπιες και κοτόπουλα έπρεπε να αποσταλούν στη Μέμφιδα ώστε να δειπνήσει καλά το χαρέμι του φαραώ. Ακόμα κι όταν ο ζωντανός θεός πέθαινε και το σώμα του ταριχευόταν και μεταφερόταν στη βασιλική νεκρόπολη έξω από τη Μέμφιδα με μια μεγαλειώδη νεκρική πομπή, η γραφειοκρατία δεν σταματούσε. Οι αξιωματούχοι συνέχιζαν να συμπληρώνουν πάπυρους, να συλλέγουν φόρους, να στέλνουν διαταγές και να λαδώνουν τα γρανάζια της φαραωνικής μηχανής.

Αν οι σουμεριακοί θεοί μάς θυμίζουν τις σημερινές μάρκες εταιριών, ο ζωντανός θεός φαραώ μπορεί να συγκριθεί με τις σύγχρονες προσωπικές μάρκες, όπως ο Έλβις Πρίσλεϊ, η Μαντόνα ή ο Τζάστιν Μπίμπερ. Ακριβώς όπως ο φαραώ, ο Έλβις είχε κι εκείνος ένα βιολογικό σώμα, γεμάτο βιολογικές ανάγκες, επιθυμίες και συναισθήματα. Ο Έλβις έτρωγε, έπινε και κοιμόταν. Ωστόσο ο Έλβις ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένα βιολογικό σώμα. Όπως ο φαραώ, ο Έλβις ήταν μια ιστορία, ένας μύθος, μια μάρκα ― και η μάρκα ήταν πολύ πιο σημαντική από το βιολογικό σώμα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του Έλβις, η μάρκα έβγαλε εκατομμύρια δολάρια πουλώντας δίσκους, εισιτήρια, αφίσες και δικαιώματα, αλλά ο ίδιος ο Έλβις έκανε μόνο ένα μικρό κομμάτι της απαραίτητης δουλειάς. Το μεγαλύτερο μέρος γινόταν από έναν μικρό στρατό από ατζέντηδες, δικηγόρους, παραγωγούς και γραμματείς. Κατά συνέπεια, όταν ο βιολογικός Έλβις πέθανε, για τη μάρκα η δουλειά συνεχίστηκε όπως πάντα. Ακόμα και σήμερα, οι φαν συνεχίζουν να αγοράζουν αφίσες και δίσκους του Βασιλιά· οι ραδιοφωνικοί σταθμοί συνεχίζουν να πληρώνουν δικαιώματα· και πάνω από μισό εκατομμύριο προσκυνητές συρρέουν κάθε χρόνο στη Γκρέισλαντ, τη νεκρόπολη του Βασιλιά στο Μέμφις του Τενεσί.


Οι μάρκες δεν είναι σύγχρονη εφεύρεση.
Όπως κι ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Φαραώ ήταν περισσότερο μια μάρκα, παρά ένας ζωντανός οργανισμός.
Για εκατομμύρια οπαδούς, η εικόνα του σήμαινε πολύ περισσότερα από την απτή του πραγματικότητα
και συνέχιζαν να τον λατρεύουν για πολύ καιρό μετά το θάνατό του.


Πριν από την επινόηση της γραφής, οι ιστορίες δεσμεύονταν από την περιορισμένη ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου. Δεν γινόταν να επινοήσεις υπερβολικά περίπλοκες ιστορίες που οι άνθρωποι δεν θα τις θυμούνταν. Αλλά με τη γραφή, μπορούσες ξαφνικά να δημιουργήσεις εξαιρετικά μεγάλες και πολύπλοκες ιστορίες, οι οποίες αποθηκεύονταν σε πινακίδες και πάπυρους, και όχι στο κεφάλι των ανθρώπων. Κανένας αρχαίος Αιγύπτιος δεν θυμόταν όλα τα εδάφη, τους φόρους και την κάθε δεκάτη του φαραώ· ο Έλβις Πρίσλεϊ δεν είχε καν διαβάσει ποτέ του όλα τα συμβόλαια που υπογράφονταν στο όνομά του· κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει όλους τους νόμους και τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης· και κανένας τραπεζίτης ή πράκτορας της CIA δεν παρακολουθεί κάθε δολάριο που κινείται στον κόσμο. Ωστόσο, όλες αυτές οι λεπτομέρειες καταγράφονται κάπου και το σύνολο των σχετικών εγγράφων ορίζει την ταυτότητα και την ισχύ του φαραώ, του Έλβις, της Ε.Ε. και του δολαρίου.

Έτσι, η γραφή επέτρεψε στους ανθρώπους να οργανώσουν ολόκληρες κοινωνίες με αλγοριθμικό τρόπο, ένα μεθοδικό σύνολο βημάτων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να γίνονται υπολογισμοί, να επιλύονται προβλήματα και να παίρνονται αποφάσεις. Στις μη εγγράμματες κοινωνίες, οι άνθρωποι κάνουν όλους τους υπολογισμούς και παίρνουν όλες τις αποφάσεις με το μυαλό τους. Στις εγγράμματες κοινωνίες οι άνθρωποι οργανώνονται σε δίκτυα έτσι που κάθε άτομο είναι απλώς ένα βήμα σε έναν τεράστιο αλγόριθμο, κι ο αλγόριθμος σαν σύνολο είναι αυτός που παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις. Αυτή είναι η ουσία της γραφειοκρατίας.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ένα σύγχρονο νοσοκομείο. Όταν φτάνετε, ο υπάλληλος στην υποδοχή σάς δίνει ένα τυποποιημένο έντυπο και σας κάνει κάποιες προκαθορισμένες ερωτήσεις. Οι απαντήσεις σας δίνονται σε έναν νοσηλευτή, ο οποίος τις αντιπαραβάλλει με τους κανονισμούς του νοσοκομείου για να αποφασίσει ποιες προκαταρκτικές εξετάσεις θα σας κάνει. Στη συνέχεια σάς παίρνει, ας πούμε, την πίεση, το σφυγμό σας και λίγο αίμα. Η γιατρός που έχει βάρδια εξετάζει τα αποτελέσματα των αρχικών εξετάσεων και ακολουθεί ένα αυστηρό πρωτόκολλο για να προσδιορίσει σε ποιο τμήμα θα γίνει η εισαγωγή σας. Στο θάλαμο, σας κάνουν πολύ πιο λεπτομερείς εξετάσεις, όπως ακτινογραφία ή ΛΑΜΣ, σύμφωνα με τις οδηγίες που υπάρχουν σε χοντρά ιατρικά εγχειρίδια. Στη συνέχεια, ειδικοί αναλύουν τα αποτελέσματα σύμφωνα με γνωστές στατιστικές βάσεις δεδομένων και αποφασίζούν τι φάρμακα θα σας δώσουν ή τι άλλες εξετάσεις θα σας κάνουν.

Η αλγοριθμική δομή εξασφαλίζει ότι δεν έχει σημασία ποιος θα είναι ο υπάλληλος στην υποδοχή, ο νοσηλευτής ή η γιατρός που έχει υπηρεσία. Η προσωπικότητά τους, οι πολιτικές τους απόψεις και η διάθεσή τους τη δεδομένη στιγμή δεν παίζουν ρόλο. Εφόσον ακολουθούν τους κανονισμούς και τα πρωτόκολλα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να σας θεραπεύσουν. Σύμφωνα με το αλγοριθμικό ιδεώδες, η μοίρα σας βρίσκεται στα χέρια του «συστήματος» και όχι στα χέρια των θνητών με σάρκα και οστά που τυχαίνει να βρίσκονται στη μία ή στην άλλη θέση.

Ό,τι ισχύει για τα νοσοκομεία, ισχύει και για τους στρατούς, τις φυλακές, τα σχολεία, τις εταιρίες ― και τα αρχαία βασίλεια. Φυσικά η αρχαία Αίγυπτος ήταν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη τεχνολογικά από ένα σύγχρονο νοσοκομείο, αλλά η αλγοριθμική αρχή ήταν η ίδια. Και στην αρχαία Αίγυπτο, οι περισσότερες αποφάσεις δεν παίρνονταν από ένα σοφό άτομο, αλλά από ένα δίκτυο αξιωματούχων που συνδέονταν μέσα από πάπυρους και πέτρινες επιγραφές. Ενεργώντας στο όνομα του ζωντανού θεού φαραώ, το δίκτυο αναμόρφωνε την ανθρώπινη κοινωνία και μετέπλαθε τον φυσικό κόσμο. Για παράδειγμα, οι φαραώ Σέσωστρις Γ΄ και ο γιος του Αμενεμχάτ Γ΄, που κυβέρνησαν την Αίγυπτο από το 1878 μέχρι το 1814 π.Χ., έφτιαξαν μια τεράστια διώρυγα που συνέδεε τον Νείλο με τους βάλτους της κοιλάδας του Φαγιούμ. Ένα πολύπλοκο σύστημα από φράγματα, ταμιευτήρες και μικρότερα κανάλια εξέτρεψε κάποια από τα νερά του Νείλου στο Φαγιούμ, δημιουργώντας μια τεράστια τεχνητή λίμνη που είχε 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό. Η λίμνη Μιντ, η μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη στις Ηνωμένες Πολιτείες (που δημιουργήθηκε από το φράγμα Χούβερ), διαθέτει το πολύ 35 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό.

Αυτό το κατασκευαστικό έργο στο Φαγιούμ έδωσε στο φαραώ τη δύναμη να ελέγχει τον Νείλο, να εμποδίζει τις καταστροφικές πλημμύρες και να παρέχει πολύτιμο νερό σε εποχές ξηρασίας. Επιπλέον, μετέτρεψε την κοιλάδα του Φαγιούμ από ένα βάλτο γεμάτο κροκόδειλους περιτριγυρισμένο από έρημο στο σιτοβολώνα της Αιγύπτου. Στις ακτές της νέας τεχνητής λίμνης χτίστηκε η καινούργια πόλη Σχετέτ, την οποία οι Έλληνες αποκαλούσαν Κροκοδειλόπολη. Στην πόλη δέσποζε ο ναός του θεού-κροκόδειλου Σόμπεκ, που ταυτιζόταν με το φαραώ (τα αγάλματα της εποχής απεικόνιζαν ορισμένες φορές το φαραώ με κεφάλι κροκόδειλου). Στο ναό έμενε ένας ιερός κροκόδειλος που λεγόταν Πετεσούχος, ο οποίος θεωρούνταν ενσάρκωση του Σόμπεκ. Όπως και ο ζωντανός θεός φαραώ, ο ζωντανός θεός Πετεσούχος απολάμβανε τις φροντίδες των ιερέων που παρείχαν στο τυχερό ερπετό άφθονη τροφή, ακόμα και παιχνίδια, και τον έντυναν με χρυσούς χιτώνες και αδαμαντοστόλιστα διαδήματα. Στο κάτω κάτω, ο Πετεσούχος ήταν η μάρκα των ιερέων, και η εξουσία κι ο βιοπορισμός τους εξαρτώνταν από εκείνον. Όταν ο Πετεσούχος πέθαινε, διάλεγαν αμέσως έναν καινούργιο κροκόδειλο για να πάρει τη θέση του, ενώ το νεκρό ερπετό ταριχευόταν προσεκτικά και γινόταν μούμια.

Στις μέρες του Σέσωστρη Γ΄ και του Αμενεμχάτ Γ΄ οι Αιγύπτιοι δεν είχαν ούτε μπουλντόζες ούτε δυναμίτη. Δεν είχαν καν σιδερένια εργαλεία, άλογα εργασίας ή τροχούς (ο τροχός άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως στην αρχαία Αίγυπτο μετά το 1500 π.Χ.). Τα χάλκινα εργαλεία θεωρούνταν τεχνολογία αιχμής, αλλά ήταν τόσο ακριβά και σπάνια, που οι περισσότερες οικοδομικές εργασίες γίνονταν με εργαλεία από πέτρα και ξύλο, που τα κινούσε η μυϊκή δύναμη των ανθρώπων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα μεγάλα οικοδομικά έργα της αρχαίας Αιγύπτου ―όλα τα φράγματα, οι τεχνητές λίμνες και οι πυραμίδες― πρέπει να έγιναν από εξωγήινους που ήρθαν από το διάστημα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε ένας πολιτισμός που δεν είχε καν τροχούς και σίδερο να κατασκευάσει τέτοια θαύματα;

Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Οι Αιγύπτιοι δεν έφτιαξαν τη λίμνη Φαγιούμ και τις πυραμίδες με εξωγήινη βοήθεια, αλλά χάρη στις εξαιρετικές οργανωτικές τους ικανότητες. Με τη βοήθεια χιλιάδων εγγράμματων γραφειοκρατών, ο φαραώ επιστράτευσε δεκάδες χιλιάδες εργάτες και εξασφάλισε αρκετή τροφή για να τους συντηρεί για ολόκληρα χρόνια. Όταν δεκάδες χιλιάδες εργάτες συνεργάζονται για αρκετές δεκαετίες, μπορούν να φτιάξουν μια τεχνητή λίμνη ή μια πυραμίδα ακόμα και με πέτρινα εργαλεία. Φυσικά, ο ίδιος ο φαραώ δεν κούνησε ούτε το δάχτυλό του. Δεν μάζεψε τους φόρους ο ίδιος, δεν έκανε τα αρχιτεκτονικά σχέδια και σίγουρα δεν έπιασε ποτέ του φτυάρι. Αλλά οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι μόνο οι προσευχές στον ζωντανό θεό φαραώ και τον ουράνιο προστάτη του, τον Σόμπεκ, μπορούσαν να σώσουν την κοιλάδα του Νείλου από τις καταστροφικές πλημμύρες και ξηρασίες. Είχαν δίκιο. Ο φαραώ και ο Σόμπεκ ήταν φανταστικά πλάσματα που δεν έκαναν τίποτα για να ανέβει ή να πέσει η στάθμη των νερών του Νείλου, αλλά όταν εκατομμύρια άνθρωποι πίστευαν στον φαραώ και τον Σόμπεκ κι επομένως συνεργάζονταν για να χτίσουν φράγματα και να σκάψουν κανάλια, οι πλημμύρες και οι ξηρασίες έγιναν κάτι σπάνιο. Σε σύγκριση με τους σουμεριακούς θεούς, για να μην πούμε τίποτα για τα πνεύματα της Λίθινης Εποχής, οι θεοί της αρχαίας Αιγύπτου ήταν πραγματικά ισχυρές οντότητες που ίδρυαν πόλεις, έφτιαχναν στρατούς και έλεγχαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, αγελάδων και κροκόδειλων.

Μπορεί να ακούγεται παράξενο το να αποδίδουμε σε φαντασιακές οντότητες το χτίσιμο ή τον έλεγχο πραγμάτων. Αλλά σήμερα λέμε τακτικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έφτιαξαν την πρώτη ατομική βόμβα, ότι η Κίνα έχτισε το Φράγμα των Τριών Φαραγγιών ή ότι η Γκουγκλ κατασκευάζει ένα αυτόνομο αυτοκίνητο. Γιατί λοιπόν να μη λέμε ότι ο φαραώ έφτιαξε μια τεχνητή λίμνη και ο Σόμπεκ μια διώρυγα;


Ιερές γραφές

Ακόμα κι όταν οι γραφές παραπλανούν τους ανθρώπους σχετικά με την αληθινή φύση της πραγματικότητας, μπορούν ωστόσο να διατηρήσουν το κύρος τους για χιλιάδες χρόνια. Για παράδειγμα, η βιβλική αντίληψη της ιστορίας είναι θεμελιωδώς λανθασμένη, ωστόσο κατάφερε να επεκταθεί σε όλο τον κόσμο και πολλά εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να την πιστεύουν. Η Βίβλος διέδωσε μια μονοθεϊστική θεωρία της ιστορίας, ισχυριζόμενη ότι ο κόσμος εξουσιάζεται από μία παντοδύναμη θεότητα, η οποία πάνω απ΄ όλα ενδιαφέρεται για μένα και τις πράξεις μου. Αν συμβεί κάτι καλό, πρέπει να είναι ανταμοιβή για τις καλές μου πράξεις. Κάθε καταστροφή θα είναι σίγουρα τιμωρία για τις αμαρτίες μου.

Έτσι, οι αρχαίοι Εβραίοι πίστευαν ότι αν υπέφεραν από την ξηρασία ή αν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ εισέβαλλε στην Ιουδαία και εξόριζε τους κατοίκους της, σίγουρα ήταν θεϊκές τιμωρίες για τις αμαρτίες τους. Κι αν ο βασιλιάς Κύρος της Περσίας νικούσε τους Βαβυλώνιους και επέτρεπε στους εξόριστους Εβραίους να επιστρέψουν στον τόπο τους και να ξαναχτίσουν την Ιερουσαλήμ, ο Θεός μέσα στο έλεός Του πρέπει να εισάκουσε τις γεμάτες μετάνοια προσευχές τους. Η Βίβλος δεν αναγνωρίζει την πιθανότητα η ξηρασία να προέκυψε από μια έκρηξη ηφαιστείού στις Φιλιππίνες· ο Ναβουχοδονόσορ να εισέβαλε υπηρετώντας τα βαβυλωνιακά συμφέροντα· και ο Κύρος να είχε τους δικούς του πολιτικούς λόγους να εννοήσει τους Εβραίους. Συνεπώς, η Βίβλος δεν ενδιαφέρεται καθόλου να κατανοήσει την παγκόσμια οικολογία, τη βαβυλωνιακή οικονομία ή το περσικό πολιτικό σύστημα.

Αυτού του είδους ο εγωκεντρισμός χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους στην παιδική τους ηλικία. Τα παιδιά κάθε θρησκείας και πολιτισμού νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου κι έτσι δείχνουν ελάχιστο γνήσιο ενδιαφέρον για τις συνθήκες και τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος που το διαζύγιο είναι τόσο τραυματικό για τα παιδιά. Ένα πεντάχρονο δεν μπορεί να καταλάβει ότι κάτι σημαντικό μπορεί να συμβαίνει για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με το ίδιο. Όσες φορές κι αν του πουν η μαμά κι ο μπαμπάς ότι είναι δύο ανεξάρτητοι άνθρωποι με τα δικά τους προβλήματα και τις επιθυμίες τους και ότι δεν χώρισαν εξαιτίας του, το παιδί δεν μπορεί να το κατανοήσει. Είναι πεπεισμένο ότι τα πάντα συμβαίνουν εξαιτίας του. Οι περισσότεροι άνθρωποι μεγαλώνοντας βγαίνουν από αυτή τη νηπιακή ψευδαίσθηση. Οι μονοθεϊστές τη διατηρούν μέχρι να πεθάνουν. Σαν παιδί που νομίζει ότι οι γονείς του τσακώνονται εξαιτίας του, ο μονοθεϊστής είναι πεπεισμένος ότι οι Πέρσες πολεμούν με τους Βαβυλώνιους εξαιτίας του.

Ήδη από τη βιβλική εποχή, κάποιοι πολιτισμοί είχαν μια πολύ πιο ακριβή αντίληψη της ιστορίας. Οι ανιμιστικές και οι πολυθεϊστικές θρησκείες απεικόνιζαν τον κόσμο σαν την παιδική χαρά πολλών διαφορετικών δυνάμεων και όχι ενός και μόνο θεού. Συνεπώς, οι ανιμιστές και οι πολυθεϊστές μπορούσαν εύκολα να αποδεχτούν ότι πολλά γεγονότα είναι άσχετα από μένα ή από την αγαπημένη μου θεότητα και δεν είναι ούτε τιμωρία για τις αμαρτίες μου ούτε ανταμοιβή για τις καλές μου πράξεις. Έλληνες ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης και κινέζοι ιστορικοί όπως ο Σίμα Τσιεν δημιούργησαν εκλεπτυσμένες θεωρίες της ιστορίας που μοιάζουν πολύ με τις σύγχρονες απόψεις μας. Εξηγούσαν ότι οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις ξεσπούσαν λόγω πολυάριθμων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων. Οι άνθρωποι μπορεί να γίνονταν θύματα πολέμου χωρίς κανένα δικό τους φταίξιμο. Έτσι, ο Ηρόδοτος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την περσική πολιτική, ενώ ο Σίμα Τσιεν ασχολήθηκε πολύ με τον πολιτισμό και τη θρησκεία των βάρβαρων λαών της στέπας.

Οι σημερινοί ακαδημαϊκοί συμφωνούν με τον Ηρόδοτο και τον Σίμα Τσιεν και όχι με τη Βίβλο. Γι' αυτό όλα τα σημερινά κράτη αφιερώνουν τόσες προσπάθειες στη συλλογή πληροφοριών για άλλες χώρες και στην ανάλυση των παγκόσμιων οικολογικών, πολιτικών και οικονομικών τάσεων. Όταν η οικονομία των ΗΠΑ περνάει δυσκολίες, ακόμα και οι ευαγγελιστές ρεπουμπλικάνοι δείχνουν μερικές φορές με το δάχτυλο την Κίνα και όχι τις αμαρτίες τους. Ωστόσο, μολονότι ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης κατανοούσαν την πραγματικότητα πολύ καλύτερα από τους συγγραφείς της Βίβλου, όταν οι δύο κοσμοαντιλήψεις συγκρούστηκαν, η Βίβλος κέρδισε με νοκ άουτ. Οι Έλληνες υιοθέτησαν την εβραϊκή αντίληψη της ιστορίας και όχι το αντίθετο. Χίλια χρόνια μετά τον Θουκυδίδη, οι Έλληνες πείστηκαν ότι, αν εισέβαλλε κάποια βαρβαρική ορδή, ήταν σιγουρα θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Όσο λανθασμένη κι αν ήταν η βιβλική κοσμοαντίληψη, αποτελούσε καλύτερη βάση για μεγάλης κλίμακας ανθρώπινη συνεργασία.

Ακόμα και σήμερα, όταν ορκίζονται οι πρόεδροι των ΗΠΑ, ακουμπούν το χέρι τους πάνω στη Βίβλο. Αντίστοιχα, σε πολλές χώρες στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Η.Β., οι μάρτυρες στο δικαστήριο ακουμπούν το χέρι τους στη Βίβλο και ορκίζονται ότι θα πουν την αλήθεια και μόνο την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος. Είναι μεγάλη ειρωνεία που ορκίζονται ότι θα πουν την αλήθεια σε ένα βιβλίο που ξεχειλίζει από φαντασίες, μύθους και λάθη.



Το νόημα της ζωής

Ο εαυτός που αφηγείται είναι ο πρωταγωνιστής στο διήγημα του Χόρχε Λιούις Μπόρχες «Ένα πρόβλημα». Το διήγημα αφορά τον Δον Κιχώτη, τον ήρωα του διάσημου ομώνυμου μυθιστορήματος του Μιγέλ ντε Θερβάντες. Ο Δον Κιχώτης δημιουργεί για τον εαυτό του έναν φανταστικό κόσμο, στον οποίο ο ίδιος είναι ένας θρυλικός ιππότης που πηγαίνει να πολεμήσει με γίγαντες και να σώσει τη Λαίδη Δουλτσινέα του Τοβόσο. Στην πραγματικότητα, ο Δον Κιχώτης είναι ο Αλόνζο Κιχάνο, ένας ηλικιωμένος ευγενής της επαρχίας· η δέσποινα Δουλτσινέα είναι μια άξεστη χωρική από κάποιο κοντινό χωριό· και οι γίγαντες είναι ανεμόμυλοι. Τι θα γινόταν, αναρωτιέται ο Μπόρχες, αν εξαιτίας της πίστης του σε αυτές τις φαντασίες, ο Δον Κιχώτης σκότωνε έναν πραγματικό άνθρωπο; Ο Μπόρχες θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση: τι συμβαίνει όταν οι ιστορίες που υφαίνει ο εαυτός που αφηγείται προκαλούν σοβαρή βλάβη στον εαυτό μας ή στους γύρω μας; Υπάρχουν τρεις βασικές περιπτώσεις, λέει ο Μπόρχες.

Η μία είναι να μη συμβεί τίποτα σπουδαίο. Ο Δον Κιχώτης δεν θα ενοχληθεί καθόλου που σκότωσε έναν πραγματικό άνθρωπο. Οι ψευδαισθήσεις του είναι τόσο ισχυρές, που δεν θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στη διάπραξη ενός πραγματικού φόνου και στη μάχη με φανταστικούς γίγαντες-ανεμόμυλους. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι, αφαιρώντας τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, ο Δον Κιχώτης θα συγκλονιστεί τόσο, που οι ψευδαισθήσεις του θα γκρεμιστούν. Αυτό θυμίζει τον νεαρό νεοσύλλεκτο που πηγαίνει στον πόλεμο πιστεύοντας ότι είναι καλό να πεθαίνει κανείς για τη χώρα του, μέχρι οι πραγματικότητες του πολέμου να τον κάνουν να χάσει κάθε ψευδαίσθηση.

Υπάρχει όμως και μια τρίτη εκδοχή, πολύ πιο σύνθετη και βαθιά. Όσο πολεμούσε με φανταστικούς γίγαντες, ο Δον Κιχώτης απλώς προσποιούνταν. Ωστόσο, όταν σκοτώσει πραγματικά κάποιον, θα γραπωθεί απελπισμένα από τις φαντασιώσεις του, γιατί μόνο αυτές θα μπορούν να δώσουν νόημα στο τραγικό του παράπτωμα. Παραδόξως, όσο περισσότερες θυσίες κάνουμε για μια φανταστική ιστορία, τόσο πιο επίμονα κρατιόμαστε απ΄ αυτή, γιατί θέλουμε απελπισμένα να δώσουμε νόημα στις θυσίες και την οδύνη που έχουμε προκαλέσει.

IMAGE DESCRIPTIONΣτην πολιτική, αυτό είναι γνωστό ως το σύνδρομο «τα παλικάρια μας δεν σκοτώθηκαν μάταια». Το 1915, η Ιταλία μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην πλευρά των δυνάμεων της Αντάντ. Ο δηλωμένος στόχος της Ιταλίας ήταν να «απελευθερώσει» το Τρέντο και την Τεργέστη — δυο «ιταλικές» περιοχές τις οποίες κατείχε «άδικα» η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Στο ιταλικό κοινοβούλιο, οι πολιτικοί έβγαζαν πύρινους λόγους, ορκίζονταν ότι θα υπάρξει ιστορική αποκατάσταση και υπόσχονταν την επιστροφή στη δόξα της αρχαίας Ρώμης. Εκατοντάδες χιλιάδες ιταλοί νεοσύλλεκτοι πήγαν στο μέτωπο φωνάζοντας «Για το Τρέντο και την Τεργέστη!» Και νόμιζαν ότι θα είναι περίπατος. Κάθε άλλο. Ο αυστροουγγρικός στρατός κρατούσε μια ισχυρή αμυντική γραμμή κατά μήκος του ποταμού Ισόντσο. Οι Ιταλοί ρίχτηκαν πάνω της σε έντεκα αιματηρές μάχες, κερδίζοντας το πολύ μερικά χιλιόμετρα και χωρίς ποτέ να καταφέρουν να τη σπάσουν. Στην πρώτη μάχη, σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι σχεδόν 15.000 Ιταλοί. Στη δεύτερη, οι Ιταλοί έχασαν 40.000. Στην τρίτη, 60.000. Αυτό συνεχίστηκε για πάνω από δυο φρικτά χρόνια, μέχρι την ενδέκατη επίθεση. Τότε οι Αυστριακοί τελικά αντεπιτέθηκαν και στη δωδέκατη μάχη, γνωστή ως μάχη του Καπορέτο, νίκησαν κατά κράτος τους Ιταλούς και τους απώθησαν σχεδόν μέχρι τις πύλες της Βενετίας. Η ένδοξη περιπέτεια εξελίχθηκε σε λουτρό αίματος. Στο τέλος του πολέμου, είχαν σκοτωθεί σχεδόν 700.000 ιταλοί στρατιώτες και είχαν τραυματιστεί πάνω από ένα εκατομμύριο.

Μετά την ήττα στην πρώτη μάχη του Ισόντσο, οι ιταλοί πολιτικοί είχαν δύο επιλογές. Θα μπορούσαν να έχουν παραδεχτεί το λάθος τους και να έχουν δεχτεί να υπογράψουν μια συνθήκη ειρήνης. Η Αυστροουγγαρία δεν είχε διεκδικήσεις από την Ιταλία και θα υπέγραφε ευχαρίστως ειρήνη μαζί της, γιατί ήταν απασχολημένη να πολεμάει για την επιβίωσή της απέναντι στους κατά πολύ ισχυρότερους Ρώσους. Αλλά πώς θα μπορούσαν οι πολιτικοί να πάνε στους γονείς, τις συζύγους και τα παιδιά των 15.000 νεκρών ιταλών στρατιωτών και να τους πούνε: «Συγγνώμη, έγινε ένα λάθος. Ελπίζουμε να μην το πάρετε πολύ άσχημα, αλλά ο Τζοβάνι σας έχασε τη ζωή του μάταια, το ίδιο και ο Μάρκο». Αντί γι΄ αυτό, μπορούσαν να πούνε: «Ο Τζοβάνι και ο Μάρκο ήταν ήρωες! Θυσιάστηκαν για να γίνει η Τεργέστη ιταλική και θα φροντίσουμε ο θάνατός τους να μην είναι μάταιος. Θα συνεχίσουμε να πολεμάμε μέχρι τη νίκη!» Καθόλου παράξενο που οι πολιτικοί προτίμησαν τη δεύτερη επιλογή. Έδωσαν λοιπόν και δεύτερη μάχη και έχασαν άλλους 40.000 άντρες. Και πάλι, αποφάσισαν να συνεχίσουν τον πόλεμο, γιατί «τα παλικάρια μας δεν σκοτώθηκαν μάταια».

Ωστόσο, δεν πρέπει να κατηγορούμε μόνο τους πολιτικούς. Οι μάζες συνέχιζαν επίσης να υποστηρίζουν τον πόλεμο. Και όταν, μετά τον πόλεμο, η Ιταλία δεν πήρε όλες τις περιοχές που διεκδικούσε, η ιταλική δημοκρατία έθεσε επικεφαλής της τον Μπενίτο Μουσολίνι και τους φασίστες του, που υπόσχονταν ότι θα εξασφάλιζαν την κατάλληλη αποζημίωση για όλες τις θυσίες που είχαν κάνει οι Ιταλοί. Αν και είναι δύσκολο για έναν πολιτικό να πει σε γονείς ότι ο γιος τους σκοτώθηκε χωρίς κανένα λόγο, για τους γονείς είναι πολύ πιο επώδυνο να πουν το ίδιο στον εαυτό τους ― κι ακόμα δυσκολότερο είναι για τα θύματα. Ένας ανάπηρος στρατιώτης που έχασε τα πόδια του προτιμάει να λέει στον εαυτό του «Θυσιάστηκα για τη δόξα του αιώνιου ιταλικού έθνους!» παρά να λέει «Έχασα τα πόδια μου γιατί ήμουν τόσο ανόητος που πίστεψα τους ιδιοτελείς πολιτικούς». Είναι πολύ ευκολότερο να ζεις στη φαντασία, γιατί η φαντασία δίνει νόημα στην οδύνη.

Οι παπάδες είχαν ανακαλύψει αυτή την αρχή χιλιάδες χρόνια πριν. Βρίσκεται πίσω από αμέτρητες θρησκευτικές τελετές και εντολές. Αν θέλεις να κάνεις τους ανθρώπους να πιστέψουν σε φανταστικές οντότητες όπως οι θεοί και τα έθνη, πρέπει να τους κάνεις να θυσιάσουν κάτι πολύτιμο. Όσο πιο οδυνηρή είναι η θυσία, τόσο περισσότερο θα πειστούν για την ύπαρξη του φανταστικού αποδέκτη της. Ένας φτωχός αγρότης που θυσιάζει έναν πολύτιμο ταύρο στον Δία θα πειστεί ότι ο Δίας υπάρχει, γιατί πώς αλλιώς θα μπορέσει να δικαιολογήσει την ανοησία του; Ο αγρότης θα θυσιάσει κι άλλον ταύρο, κι άλλον, κι άλλον, ώστε να μη χρειαστεί να παραδεχτεί ότι οι προηγούμενοι ταύροι πήγαν χαμένοι. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, αν έχω θυσιάσει ένα παιδί για τη δόξα του ιταλικού έθνους ή αν έχω θυσιάσει τα πόδια μου για την κομμουνιστική επανάσταση, αυτό είναι συνήθως αρκετό για να με κάνει ένθερμο ιταλό εθνικιστή ή ενθουσιώδη κομμουνιστή. Γιατί αν οι ιταλικοί εθνικοί μύθοι ή η κομμουνιστική προπαγάνδα είναι ψέματα, τότε θα αναγκαστώ να παραδεχτώ ότι ο θάνατος του παιδιού μου ή η αναπηρία μου ήταν χωρίς κανένα νόημα. Λίγοι άνθρωποι έχουν τα κότσια να παραδεχτούν κάτι τέτοιο.

Η ίδια λογική λειτουργεί και στην οικονομική σφαίρα. Το 1997, η κυβέρνηση της Σκοτίας αποφάσισε να χτίσει ένα καινούργιο κτίριο για το Κοινοβούλιο. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, η κατασκευή θα διαρκούσε δύο χρόνια και θα κόστιζε 40 εκατομμύρια λίρες. Στην πραγματικότητα κράτησε πέντε χρόνια και κόστισε 400 εκατομμύρια. Κάθε φορά που οι εργολάβοι συναντούσαν αναπάντεχες δυσκολίες και έξοδα, πήγαιναν στην κυβέρνηση και ζητούσαν περισσότερο χρόνο και χρήματα. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, η κυβέρνηση έλεγε στον εαυτό της: «Εχουμε ήδη ρίξει δεκάδες εκατομμύρια σ΄ αυτή τη δουλειά και θα χάσουμε κάθε αξιοπιστία αν σταματήσουμε τώρα και μείνουμε με ένα γιαπί. Ας εγκρίνουμε άλλα 40 εκατομμύρια». Μετά από μερικούς μήνες συνέβαινε ξανά το ίδιο ― και ως τότε η πίεση να αποφύγουν να βρεθούν με ένα μισοχτισμένο κτίριο ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Και λίγους μήνες αργότερα η ιστορία επαναλαμβανόταν, μέχρι που το τελικό κόστος έφτασε να είναι δεκαπλάσιο από την αρχική εκτίμηση.

Δεν πέφτουν μόνο οι κυβερνήσεις σε αυτή την παγίδα. Και οι επιχειρήσεις συχνά ρίχνουν εκατομμύρια σε αποτυχημένα εγχειρήματα, ενώ τα άτομα παραμένουν σε δυσλειτουργικούς γάμους και αδιέξοδες εργασίες. Ο εαυτός που αφηγείται προτιμάει σαφώς να συνεχίσει να υποφέρει στο μέλλον από το να παραδεχτεί ότι η οδύνη του παρελθόντος ήταν χωρίς κανένα νόημα. Τελικά, αν θέλουμε να αναμετρηθούμε με τα σφάλματα του παρελθόντος, ο εαυτός που αφηγείται πρέπει να επινοήσει κάποιο εύρημα στην πλοκή, το οποίο θα επενδύσει τα σφάλματα αυτά με νόημα. Για παράδειγμα, ένας ειρηνιστής βετεράνος μπορεί να λέει στον εαυτό του «ναι, έχασα τα πόδια μου από ένα λάθος. Αλλά χάρη σε αυτό το λάθος κατάλαβα ότι ο πόλεμος είναι κόλαση και από εδώ και στο εξής θα αφιερώσω τη ζωή μου στον αγώνα για την ειρήνη. Έτσι ο τραυματισμός μου είχε τελικά κάποιο θετικό νόημα: με δίδαξε να εκτιμώ την ειρήνη».

Βλέπουμε λοιπόν ότι και ο εαυτός είναι μια φανταστική ιστορία, όπως ακριβώς τα έθνη, οι θεοί και το χρήμα. Ο καθένας μας διαθέτει ένα εκλεπτυσμένο σύστημα, το οποίο απορρίπτει τις περισσότερες από τις εμπειρίες μας, κρατάει μόνο μερικά επιλεγμένα δείγματα, τα αναμειγνύει με κομμάτια από ταινίες που έχουμε δει, από μυθιστορήματα που έχουμε διαβάσει, από ομιλίες που έχουμε ακούσει και από ονειροπολήσεις που έχουμε απολαύσει, και από αυτό το σωρό υφαίνει μια φαινομενικά συγκροτημένη ιστορία σχετικά με το ποιος είμαι, από πού έρχομαι και τι κάνω. Αυτή η ιστορία μπορεί ακόμα και να με κάνει να θυσιάσω τη ζωή μου, αν το απαιτεί η πλοκή. Όλοι έχουμε το αγαπημένο μας είδος. Ορισμένοι ζουν μια τραγωδία, άλλοι διαμένουν σε ένα ατέρμονο θρησκευτικό δράμα, κάποιοι προσεγγίζουν τη ζωή σαν να ήταν ταινία δράσης και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ενεργούν σαν να βρίσκονται σε κωμωδία. Αλλά στο τέλος, πρόκειται απλώς για ιστορίες.


Το κτίριο του Κοινοβουλίου της Σκοτίας. Οι λίρες μας δεν θυσιάστηκαν μάταια.

Από το Sapiens στο Homo deus

Στο προηγούμενο βιβλίο του, το Saρiens, ο Yuval Noah Harari έδειξε πώς η μοναδική μας ικανότητα να πιστεύουμε σε συλλογικούς μύθους —το Θεό, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το χρήμα κ.ά.— μας επέτρεψε να κατακτήσουμε τον πλανήτη.

Στο Homo deus ―από χαρακτηριστικά αποσπάσματα του οποίου αποτελείται το κείμενο που παρατέθηκε παραπάνω― ο συγγραφέας εξετάζει τι μπορεί να συμβεί όταν οι παλιοί μας μύθοι συνδυαστούν με επαναστατικές νέες τεχνολογίες.

IMAGE DESCRIPTION• Πώς μπορεί το Ισλάμ να διαχειριστεί τη γενετική μηχανική;

• Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει ο σοσιαλισμός την εμφάνιση της μη εργαζόμενης τάξης;

• Πώς μπορεί να συμβιβαστεί ο φιλελευθερισμός με την εμφάνιση ενός Μεγάλου Αδερφού που θα αντλεί τη δύναμή του από τα Μεγάλα Δεδομένα;

• Θα φτάσει άραγε η Σίλικον Βάλεϊ να παράγει και νέες θρησκείες, εκτός από νέες τεχνολογίες;

Στα έργα επιστημονικής φαντασίας, οι άνθρωποι πολεμάνε τις μηχανές στο όνομα της ελευθερίας και της ατομικότητας, όμως αυτοί οι ανθρωπιστικοί μύθοι είναι από καιρό ξεπερασμένοι.

Μπορεί η νεωτερική εποχή να έβαλε τον άνθρωπο στη θέση του Θεού, μπορεί τον προηγούμενο αιώνα η ανθρωπότητα να έθεσε υπό έλεγχο το λιμό, τις επιδημίες και τον πόλεμο· σήμερα όμως, που έχει βαλθεί να νικήσει τα γηρατειά και το θάνατο και να βρει το κλειδί της ευτυχίας, νέες θεϊκές δυνάμεις δημιουργίας και καταστροφής παίρνουν τη σκυτάλη.

• Όσο αποκωδικοποιούμε τη δομή του εγκεφάλου και τον γενετικό μας κώδικα χάρη στη βιοτεχνολογία, την τεχνητή νοημοσύνη και την επεξεργασία Μεγάλων Δεδομένων, η αυθεντία θα περνάει σε εξωτερικούς αλγόριθμους κι οι περισσότεροι άνθρωποι θα γίνονται οικονομικά και πολιτικά ανίσχυροι.

• Όταν το έξυπνο κινητό μου θα με γνωρίζει καλύτερα απ΄ ό,τι εγώ και ο Μεγάλος Αδελφός θα μπορεί να παίρνει τις καλύτερες αποφάσεις για λογαριασμό μου, οι δημοκρατικές εκλογές, η ελεύθερη αγορά και οι ίδιοι οι άνθρωποι θα είναι εξίσου παρωχημένοι με τα πέτρινα μαχαίρια και τις κασέτες ήχου.

• Αν ο 19ος αιώνας, με τη Βιομηχανική Επανάσταση, έφερε την εργατική τάξη, ο 21ος θα δημιουργήσει μια νέα τεράστια «άχρηστη τάξη».

• Μετά από 50.000 χρόνια, ο Χόμο σάπιενς (έμφρων άνθρωπος) θα δώσει τη θέση του στον Χόμο ντέους (άνθρωπο-θεό) κι ο κόσμος θα αποκτήσει νέους αφέντες.


Homo Sapiens –> Homo Useless –> Homo Deus.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στον χόμο σάπιενς και τα άλλα ζώα, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τι κάνει το είδος μας τόσο ξεχωριστό. Ορισμένοι αναγνώστες μπορεί να αναρωτηθούν γιατί δίνεται τόσο μεγάλη σημασία στα ζώα σε ένα βιβλίο που μιλάει για το μέλλον. Σύμφωνα με το συγγραφέα, δεν μπορείς να κάνεις μια σοβαρή συζήτηση για τη φύση και το μέλλον της ανθρωπότητας χωρίς να ξεκινήσεις από τα ζώα. Ο χόμο σάπιενς προσπαθεί σκληρά να το ξεχνάει, αλλά στην πραγματικότητα είναι κι αυτός ένα ζώο.

IMAGE DESCRIPTIONΤο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζει τον παράξενο κόσμο που έχει δημιουργήσει ο χόμο σάπιενς τις τελευταίες χιλιετίες και το μονοπάτι που μας οδήγησε στο σημερινό σταυροδρόμι.

• Πώς έφτασε ο χόμο σάπιενς να πιστεύει στο ανθρωπιστικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο το σύμπαν περιστρέφεται γύρω από την ανθρωπότητα και οι άνθρωποι είναι η πηγή κάθε νοήματος και εξουσίας;

• Ποιες είναι οι οικονομικές, οι κοινωνικές και οι πολιτικές συνέπειες αυτής της πίστης;

• Πώς διαμορφώνει την καθημερινή μας ζωή, την τέχνη και τις πιο κρυφές μας επιθυμίες;

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου επιστρέφει στον 21ο αιώνα. Με βάση μια πολύ βαθύτερη κατανόηση της ανθρωπότητας και της ανθρωπιστικής πίστης, περιγράφει τη σημερινή δυσχερή θέση μας και τις πιθανές εκδοχές του μέλλοντός μας.

• Γιατί οι προσπάθειες εκπλήρωσης του ανθρωπισμού μπορεί να οδηγήσουν στην πτώση του;

• Πώς θα κλόνιζε τα θεμέλια της πίστης μας στην ανθρωπότητα η επιδίωξη της αθανασίας, της ευδαιμονίας και της θεϊκότητας;

• Ποια είναι τα σημάδια που προμηνύουν αυτή την καταστροφή και πώς αντανακλάται αυτή στις καθημερινές αποφάσεις που παίρνει ο καθένας μας;

• Κι αν ο ανθρωπισμός πράγματι κινδυνεύει, τι μπορεί να πάρει τη θέση του;

IMAGE DESCRIPTIONΑυτό το μέρος του βιβλίου δεν αποτελείται από απλές φιλοσοφίες ή ανούσιες μελλοντολογίες. Αντίθετα, μελετά εξονυχιστικά τα έξυπνα κινητά μας, τις πρακτικές των ραντεβού και την αγορά εργασίας, αναζητώντας στοιχεία για όσα έρχονται.

Για τους πραγματικά πιστούς ανθρωπιστές, όλα αυτά μπορεί να ακούγονται πολύ απαισιόδοξα και καταθλιπτικά. Καλύτερα όμως να μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Η ιστορία έχει καταγράψει την άνοδο και την πτώση πολλών θρησκειών, αυτοκρατοριών και πολιτισμών. Αυτά τα σκαμπανεβάσματα δεν είναι κατ΄ ανάγκη κακά. Ο ανθρωπισμός βασιλεύει στον κόσμο για 300 χρόνια, που δεν είναι και τόσο μεγάλο διάστημα. Οι φαραώ κυβερνούσαν την Αίγυπτο για 3.000 χρόνια και οι πάπες την Ευρώπη για μια χιλιετία.

Αν λέγατε σε έναν Αιγύπτιο της εποχής του Ραμσή Β΄ ότι κάποια μέρα οι φαραώ δεν θα υπάρχουν πια, θα έμενε μάλλον με το στόμα ανοιχτό. «Μα πώς θα ζήσουμε χωρίς φαραώ; Ποιος θα διασφαλίζει την τάξη, την ειρήνη και τη δικαιοσύνη;»

Αν λέγατε στους ανθρώπους του Μεσαίωνα ότι σε μερικούς αιώνες ο Θεός θα ήταν νεκρός, θα τρομοκρατούνταν. «Μα πώς θα ζήσουμε χωρίς Θεό; Ποιος θα δίνει νόημα στη ζωή και θα μας προστατεύει από το χάος;»

Όταν κοιτάζουμε προς τα πίσω, πολλοί πιστεύουν ότι η πτώση των φαραώ και ο θάνατος του Θεού ήταν θετικές εξελίξεις. Ίσως και η κατάρρευση του ανθρωπισμού να είναι κι αυτή ευεργετική. Οι άνθρωποι φοβούνται συνήθως την αλλαγή επειδή φοβούνται το άγνωστο. Αλλά η μοναδική μεγάλη σταθερά της ιστορίας είναι ότι όλα αλλάζουν.