ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Πολιτικές τοπωνυμιών
στην Ελλάδα και την Τουρκία


Οι τοπωνυμίες μιας γεωγραφικής περιοχής είναι μια πολυδιάστατη πολιτισμική ένδειξη της συλλογικής μνήμης και των εμπειριών των διαφόρων πληθυσμών, που έζησαν και διαμόρφωσαν σε βάθος χρόνου.

Γι΄ αυτό τον λόγο οι τοπωνυμίες συχνά έρχονται αντιμέτωπες με τις εθνικιστικές ιστορικές ερμηνείες που έχουν ως αφετηρία το χρόνο και το χώρο, όπως στην περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας ή στα κράτη της Κεντρικής Ασίας στην περίπτωση των Χετταίων κι όπως όλα αυτά γίνονται αντιληπτά μέσα από εθνικιστικές θεωρίες όπως είναι πχ, η Τουρκική Ιστορική Θέση.

Όπως τα άλλα κράτη των Βαλκανίων που έχουν επηρεαστεί από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα, έτσι και τα εθνικά κράτη της Ελλάδας και της Τουρκίας θεώρησαν εμπόδιο στα εθνικά τους σχέδια τα τοπωνύμια που κληρονόμησαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσπάθησαν να κάνουν κυρίαρχα τα δικά τους όνειρα σχετικά με το χρόνο και τον τόπο.

Σε αυτό το κείμενο ερευνώ συγκριτικά και από τρεις απόψεις τις πολιτικές στο θέμα των τοπωνυμιών στην Ελλάδα και την Τουρκία.

• Παρατηρώ πώς συντελείται σε αυτές τις δύο χώρες η ομογενοποίηση λησμονώντας, φιμώνοντας και σκόπιμα μη βλέποντας τον Άλλο, μέσα σε μια «γεωγραφία λήθης».

• Μετά αναφέρομαι στη «γεωγραφία μνήμης» η οποία βιώνεται παρά τις κρατικές πολιτικές ή σε συνάρτηση με αυτές στο πλαίσιο της καθημερινότητας. Παρατηρώ ιδιαιτέρως αυτά που έζησαν οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα και οι Κούρδοι στην επικράτεια των Κούρδων.

• Στο τελευταίο μέρος αναφέρομαι στις ευκαιρίες που προέκυψαν στο θέμα των τοπωνυμιών βασικά στην Τουρκία μετά την κατάρρευση της κυριαρχίας της φαντασίωσης του έθνους-κράτους, καθώς και στις δυνατότητες που διανοίχθηκαν.


Η γεωγραφία λήθης: χρόνος, χώρος και ο άλλος

Οι σχεδιασμοί της οικοδόμησης των εθνών προϋποθέτουν την επινόηση ενός ιδιαίτερου χρόνου και χώρου. Αυτή η φανταστική επινόηση παίρνει τη μορφή της σύμφωνα με τις επιλογές του σχεδιασμού σχετικά με την αφετηρία του χρόνου, τους μύθους που επιλέγονται και την εθνική ταυτότητα.

Αλλά στο χώρο όπου σχεδιάζεται να κατασκευαστεί το έθνος υπάρχουν και στοιχεία που δεν συμβαδίζουν με το σχέδιο. Αυτά είναι όσα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά: ομάδες με ειδικά εθνοτικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά ή καθεστώτα της παλαιάς αυτοκρατορικής κληρονομιάς.

Έτσι, για να μετατραπούν οι χώροι της προ-εθνικής εποχής σε εθνικούς χώρους, οι «Άλλοι» που δεν μπορούν να ενταχθούν στον ορισμό του έθνους πρέπει να εξαφανισθούν, να μην υπάρξει ο χώρος και ο χρόνος που σχετίζονται με την προ-εθνική εποχή, και μετά, όπως θα έλεγε και ο Ernest Renan, όλα αυτά θα πρέπει να «ξεχαστούν». Πρέπει να ξεχαστεί ότι η Θεσσαλονίκη ήταν Selanik, η Κομοτηνή Gümülcine, το Diyarbakir ήταν Amid και το Kirklareli ήταν Kirkkilise και Σαράντα Εκκλησιές.

Σε σύντομο διάστημα και με σχετική καθυστέρηση τα σχέδια κατασκευής εθνικών κρατών στα Βαλκάνια και στην Τουρκία εξασφάλισαν τη δημιουργία νέων «ελληνικών», «τουρκικών» και «βουλγαρικών» επικρατειών μέσα στην Tabula Rasa που προέκυψε από την εξαφάνιση των πολυπολιτισμικών και πολυγλωσσικών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι «Άλλοι» εξουδετερώθηκαν και η φωνή τους σίγασε, με μια γκάμα μεθόδων που κυμάνθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών μέχρι τα θύματα πολέμου, από τον εκφοβισμό μέχρι την περιθωριοποίηση, από την εθνοκάθαρση μέχρι τις σφαγές. Μέσα σε αυτές τις νέες επικράτειες σβήστηκαν οι πρόσφατες μνήμες και τα ίχνη του «Άλλου», και έγιναν κυρίαρχες οι αναφορές στον πολιτισμό την αρχαίας Ελλάδας, στα βουλγαρικά κράτη του Μεσαίωνα και στην Κεντρική Ασία με τους Χετταίους.

Αυτές οι νέες επικράτειες που διαμορφώθηκαν από τα ιδρύματα χαρτογράφησης και τις χαρτογραφικές υπηρεσίες των στρατιωτικών επιτελείων έφεραν πλέον νέα ονόματα τόπων, ποταμών και βουνών. Αυτές οι ονομασίες ήταν σε αρμονία με τον νέο πολιτισμικό κόσμο που ήταν ομοιογενής και απαλλαγμένος από τα τοπωνύμια του «Άλλου».


Αλλαγές τοπωνυμίων στην Τουρκία από το 1916 κι έπειτα.
Αλλαγές κούρδικων τοπωνυμίων.
Αλλαγές ελληνικών τοπωνυμίων.
Αλλαγές αρμένικων τοπωνυμίων.


Οι ιστορικές φάσεις των πολιτικών τοπωνυμίων

Συνόψισα τη διαδικασία κατασκευής του έθνους ως μια ιδεώδη και χαρακτηριστική μορφή. Στην πραγματικότητα, η εφαρμογή ήταν διαφορετική σε κάθε χώρα και σύμφωνα με τις εκάστοτε διεθνείς συγκυρίες ή στρατιωτικές εξελίξεις, μέσα από διάφορες φάσεις.

IMAGE DESCRIPTIONΣτην Τουρκία οι αλλαγές τοπωνυμίων εξελίχθηκαν παράλληλα με τη διαδικασία της εκκαθάρισης των εθνικών περιοχών από τους μη μουσουλμάνους με το κίνημα των Νεότουρκων, και οι πρώτες αλλαγές έγιναν το 1915 ταυτόχρονα με τις σφαγές. Τα χωριά που εκκενώθηκαν βίαια από τους Αρμένιους και ετοιμάστηκαν για την εγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια άλλαξαν και όνομα.

Αντίστοιχη διαδικασία παρατηρείται και στη δεκαετία του 1920 μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (Απελευθερωτικός Πόλεμος, όπως λέγεται στην Τουρκία) στα χωριά που εντάχθηκαν στην επικράτεια μετά την εισβολή, αλλά σε αυτή την περίπτωση το κράτος και η νέα κυβέρνηση, για να αποφύγουν πιθανές περιπλοκές και να επιτευχθεί μια «επιστημονική» προσέγγιση, αποφάσισαν οι αλλαγές των ονομάτων να γίνουν από το κέντρο, το κράτος, κι όχι από τους τοπικούς παράγοντες.

Στην εποχή του μονοκομματισμού (1923-1945) άλλαξαν πολλές τοπωνυμίες χωριών και κωμοπόλεων —έγιναν πολλές συζητήσεις τότε, όπως π.χ., η περίπτωση των Σαράντα Εκκλησιών, όπου στα τουρκικά μέχρι τότε χρησιμοποιήθηκε η ακριβής μετάφραση Kirkkilise, αλλά τελικά η πόλη μετονομάστηκε σε Kirklareli (σαράντα πόλεις)— αλλά οι περισσότεροι εκτουρκισμοί έγιναν το 1957 με το προεδρικό διάταγμα 4/9595 και την ίδρυση της Επιτροπής Αλλαγών Ονομάτων.

Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 και τη χούντα στη δεκαετία του 1980 αυτές οι αλλαγές επιταχύνθηκαν, και περίπου 12.000 χωριά που δεν είχαν τουρκικό όνομα —από το σύνολο των 45.000 χωριών— άλλαξαν σχεδόν όλα ονομασία. Η «Επιτροπή», η οποία μετά το 1960 είχε επικεντρωθεί στο να αλλάξει τα ελληνικά και αρμενικά ονόματα των χωριών της Δυτικής Ανατολίας, μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 ανέλαβε να αλλάξει τις τοπωνυμίες των χωριών της κουρδικής επικράτειας οι οποίες προέρχονταν από Αρμένιους, Συροχαλδαίους και Άραβες. Με τον ίδιο τρόπο «τούρκεψαν» και τα ονόματα των χωριών και των τοποθεσιών στην αρμενική διάλεκτο Χεμσίν, τη διάλεκτο των Ποντίων Ρωμιών και Λαζών στα ορεινά της Ανατολικής Μαύρης Θάλασσας, τα οποία μέχρι τη δεκαετία του 1980 είχαν διαφύγει από την προσοχή της κεντρικής κυβέρνησης.

Είναι πιο δύσκολο να παρακολουθήσουμε την πορεία των αλλαγών που έγιναν στα τοπωνύμια στην Ελλάδα.
Πρώτον επειδή δεν υπάρχουν λεπτομερείς αναλύσεις που να έχουν δημοσιευτεί σε ξένες γλώσσες και δεύτερον επειδή οι αλλαγές των ονομάτων στην Ελλάδα ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα —το 1830, δηλαδή μετά την απελευθέρωση— και αυτές δρομολογήθηκαν και από τους τοπικούς παράγοντες, τους δήμους, παράλληλα με το κεντρικό κράτος. Όπως διευκρίνισε ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, στην Πελοπόννησο όπου είναι το κέντρο βάρους του νέου βασιλείου, πολλά τοπωνύμια που δεν ήταν ελληνικά διατηρήθηκαν, και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης τα τοπωνύμια άλλαξαν και «εξελληνίστηκαν» συστηματικά. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται στο ότι ο βασιλιάς Όθωνας (που προερχόταν από το Βίτελσμπαχ και βασίλευσε κατά τις πρώτες δεκαετίες) ήταν ένας ρομαντικός λάτρης της αρχαίας Ελλάδας, χωρίς εθνικιστικές ευαισθησίες.


Στους δήμους που ιδρύθηκαν στην εποχή του Όθωνα δόθηκαν ονόματα που θύμιζαν την αρχαιότητα και δεν έγιναν επεμβάσεις στα παλιά ονόματα. Πολλά τοπωνύμια, στην πλειονότητά τους τουρκικά, άλλαξαν μετά το 1912, δηλαδή την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, με τη διοικητική μεταρρύθμιση που έγινε τότε, και περισσότερα από χίλια ονόματα «εξελληνίστηκαν».

Στη δε Δυτική Θράκη κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την αποχώρηση των βουλγαρικών δυνάμεων, δηλαδή στα τέλη του 1920, οι διαδικασίες υπήρξαν πιο αποφασιστικές. Π.χ., ξέρουμε ότι το 1928 στην Κομοτηνή ιδρύθηκε μια επιτροπή για να «εξελληνίσει» τα τοπωνύμια των χωριών που έφεραν τουρκικά ονόματα.

Όπως συνέβη και στην Τουρκία, οι πολιτικές καμπές και οι περίοδοι των αυταρχικών καθεστώτων υπήρξαν αποφασιστικές. Είναι γνωστό ότι ειδικά στη βόρεια Ελλάδα όπου η σλαβική γλώσσα ήταν διαδεδομένη τα τοπωνύμια άλλαξαν με το καθεστώς της «4ης Αυγούστου» που ξεκίνησε το 1936.

Στη Δυτική Θράκη τα κρίσιμα χρόνια ήταν το 1974 και τα χρόνια της Κυπριακής κρίσης. Σαν αντίποινα, το 1977 άλλαξαν όλα τα τουρκικά τοπωνύμια που δεν είχαν αλλάξει μέχρι τότε και αντικαταστάθηκαν με ελληνικά ονόματα. Απαγορεύτηκε με νόμο η χρήση των τουρκικών ονομάτων στην επίσημη αλληλογραφία.

Ως αποτέλεσμα βλέπουμε ότι μόνο μεταξύ του 1913 και του 1996 στην Ελλάδα άλλαξαν περίπου 4.400 τοπωνύμια, από τα οποία τα 1.800 ήταν στη Μακεδονία (Εθνικό Ίδρυμα Νεοελληνικών Ερευνών, 2009).

Στις μέρες μας στην Τουρκία, όπως και στην Ελλάδα, κυριαρχούν σε μεγάλο βαθμό ο φαντασιακός εθνικός χρόνος και χώρος. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πλέον τούρκικά, σλάβικα ή αλβανικά τοπωνύμια που θα θύμιζαν τον Άλλο. Αν κοιτάξει κάποιος στους επίσημους χάρτες, δεν θα δει καμία ένδειξη που να φανερώνει ότι στη Δυτική Θράκη μπορεί να ζουν και κάποιοι που δεν είναι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι.

Η Τουρκία δεν διαφέρει. Στο πλαίσιο των πόλεων και των νομών, αν βρεθεί ένα όνομα που δεν είναι τουρκικό, αυτό θα έχει αλλαχθεί ηχητικά ή θα έχουν προστεθεί καταλήξεις ή ένα πρόθεμα και θα έχει «εκτουρκιστεί» (π.χ. Şanliurfa, Gaziantep, Kahramanmaraş). Όσο για τα χωριά, αυτά έχουν πλέον μόνο τουρκικά ονόματα. Ο Άλλος έχει λησμονηθεί. Ή έστω έτσι είναι φαινομενικά.



Η γεωγραφία της μνήμης
και η αντίσταση στη φαντασίωση του έθνους


Όπως έχει πει ο Ernest Renan, τα έθνη πρέπει να ξεχάσουν ορισμένα γεγονότα, αλλά θα πρέπει να θυμούνται και μερικά άλλα. Αυτοί που εκδιώχθηκαν από τα χώματά τους, οι ανταλλαγέντες, οι πρόσφυγες, αυτοί που γλίτωσαν από το «σπαθί», αυτοί συνήθως κουβαλούν μαζί τους τον δικό τους χρόνο και χώρο. Αν οι συνθήκες είναι πρόσφορες, αν το πούμε με τα λόγια της αρμενικής διασποράς, «δίνουν τα τοπωνύμια των παλαιών πόλεων σε νέα χώματα όπου τώρα κατοικούν κι έτσι οι νέοι χώροι γίνονται η συνέχεια των παλαιών».


Nor Marash / Νέα Σμύρνη

Οι Αρμένιοι που ζούσαν πριν από το 1915 στις πόλεις της Κιλικίας (Çukurova) και κατέφυγαν στη Συρία και στον Λίβανο εγκαταστάθηκαν σε καταφύγια βόρεια της Βηρυτού και μετά το 1930 στις περιοχές της Bourj Hammoud. Αυτοί οι Αρμένιοι που εκδιώχτηκαν από τα χωριά και τις πόλεις στους στην Κιλικία —Nor Sis (Νέο Sis), Nor Hadjin, Nor Marash, Nor Adana— μπόρεσαν να ξαναφτιάξουν νέα κέντρα και να εγκατασταθούν σε τόπους που έφεραν τις παλιές τοπωνυμίες, λόγω της αδυναμίας της κεντρικής διοίκησης του κράτους του Λιβάνου και της οθωμανικής παράδοσης του συστήματος millet που ακόμη ρύθμιζε τις σχέσεις κράτους-πολίτη.

Αυτού του είδους γεωγραφίες μνήμης παρατηρούνται και στους καταυλισμούς και στις γειτονιές που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα για να αντιμετωπιστεί το κύμα από την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε αυτές τις προσφυγικές τοποθεσίες οι τοπωνυμίες του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Ανατολίας αναπαράχθηκαν. Έφτιαξαν οι Πόντιοι τη Νέα Κερασούντα, τη Νέα Σαμψούντα και τη Νέα Σινώπη, οι Καππαδόκες τη Νέα Καρβάλη (Gelveri), αυτοί που ήρθαν από τον Μαρμαρά τα Νέα Μουδανιά και τις Σαράντα Εκκλησίες που ήδη ανέφερα, αυτοί που ήρθαν από τα παράλια του Αιγαίου τη Νέα Φώκαια και τη Μενεμένη της Θεσσαλονίκης και, το πιο σημαντικό, την αθηναϊκή γειτονιά της Νέας Σμύρνης.

Αυτές οι επικράτειες που δημιουργήθηκαν στα εδάφη της Ελλάδας και του Λιβάνου είναι σαν το αντίθετο των εκτουρκισμών στην Τουρκία. Πάντως ταυτίζονται και με τις εθνικιστικές φαντασιώσεις των Αρμενίων και των Ελλήνων σχετικά με το χρόνο και το χώρο.

Όπως παρατηρούν ο Σοφός και ο Özkirimli, ο ελληνικός εθνικισμός βιώνει μια ένταση σχετικά με τα εθνικά σύνορα, μεταξύ της «μικρής αλλά έντιμης» πατρίδας και μιας Ελλάδας των «δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών». Ότι οι τοπωνυμίες που αναφέρονται στην επικράτεια της Ανατολίας έχουν τόσο μεγάλη εξάπλωση στο ελληνικό κράτος θα πρέπει να σχετίζεται και με την αντίληψη ότι τα σύνορα της ελληνικής πατρίδας βρίσκονταν σε περιοχές των «χαμένων πατρίδων».


Αντίρροπες γεωγραφίες

Είναι ενδιαφέρον ότι στην Τουρκία δεν υπάρχουν Νέα Καβάλα, Νέα Ιωάννινα, Νέα Θεσσαλονίκη ή Νέα Φιλιππούπολη (Plovdiv της Βουλγαρίας). Μέχρι πρόσφατα η κυρίαρχη φαντασίωση σχετικά με τον χώρο και χρόνο του εθνικού κράτους είχε οριοθετηθεί με πολύ ευδιάκριτες γραμμές. Δεν άφηνε περιθώρια να αναφερθεί σε επικράτειες της οθωμανικής εποχής. Γι΄ αυτό στην Τουρκία, όπου οι τοπωνυμίες καθορίζονται από το κράτος, δεν δόθηκε η ευκαιρία να καταγραφούν επίσημα οι «γεωγραφίες μνήμης».

Πάντως και πάλι, παρά τον εκτουρκισμό της φαντασίωσης του χώρου και του χρόνου από την Τουρκική Δημοκρατία, όσο κι αν τα ονόματα των περιοχών έχουν εξαλειφθεί από τα επίσημα κρατικά έγγραφα, δεν εξαφανίστηκαν τελείως. Αν και τα βάσανα και η νοσταλγία των μεταναστών που έχουν έρθει από τα Βαλκάνια δεν έχουν εκφραστεί στον εθνικό λόγο, τα τοπωνύμια συνέχισαν το ρόλο του θεματοφύλακα της μνήμης εκτός του κρατικού χώρου.


Στην Κωνσταντινούπολη η «Ταβέρνα του Γιαννιώτη Φεχμί» (Yanyali Fehmi Lokantasi) και ο «Κεφτετζής της Φιλιππούπολης» (Filibe Köftecisi) είναι γνωστά εστιατόρια, και επώνυμα οικογενειών όπως Καβάλα (Kavala), Σουμνούλου (από το βουλγαρικό Şumnu) και Κρητικός (Giritlioğlu) υπάρχουν, παρά τις περιοριστικές διατάξεις του νόμου περί επωνύμων.

Ο δε τοπικός πληθυσμός συνέχισε να χρησιμοποιεί τα παλιά τοπωνύμια. Μερικά παραδείγματα από το Bodrum (Αλικαρνασσός): Οι κάτοικοι της περιοχής στις δεκαετίες του 1950 και 1960 επισκέπτονταν από το Müsgebi τη Farilya και από το Kefalouka, που είναι ακριβώς απέναντι από την Κω, την Karyanda και τη Rumbükü. Σήμερα στη χερσόνησο του Bodrum το Müsgebi, που λέγεται ότι έχει παραχθεί ως όνομα από το Episkopos, έχει γίνει Ortakent («μέση πόλη»), η Farilya έχει γίνει Gündoğan («η μέρα ανατέλλει») και η Kefalouka έχει γίνει Akyarlar («λευκοί γκρεμοί»). Το Rumbükü («χωράφι του Ρωμιού») έγινε Türkbükü («χωράφι του Τούρκου»). Παρ΄ όλα αυτά, ο τοπικός πληθυσμός χρησιμοποιεί και τα παλιά ονόματα, μάλιστα σε εστιατόρια, σε καταστήματα και στα φυλλάδια των κρατικών γραφείων τουρισμού.

Οι παλιές τοπωνυμίες χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλη την επικράτεια της Τουρκίας. Όταν το 2002-2003 ερευνούσα αυτό το θέμα για τη διδακτορική διατριβή μου στην περιοχή της Urfa, μου δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσω αμέτρητες φορές ότι τα παλιά ονόματα ακόμη είναι σε χρήση. Όπως η Όλγα Δημητρίου αφηγείται στο παράδειγμα της Κομοτηνής / Gümülcine, στην Urfa οι συνομιλητές μου, όταν αναφέρονταν στα χωριά όπου γεννήθηκαν, πρώτα έλεγαν το όνομα του χωριού στα τουρκικά και μετά από σύντομο δισταγμό έλεγαν και το παλιό κουρδικό ή αρμένικο τοπωνύμιο. Στην καθημερινότητα τα παλιά τοπωνύμια ακόμα χρησιμοποιούνταν, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι και στην αλληλογραφία των επίσημων φορέων, όπως των νομαρχιών και των επιτροπών για τις βουλευτικές εκλογές, τα παλιά τοπωνύμια αναφέρονταν μέσα σε παρένθεση. Η συνοχή με τον προ-εθνικό χρόνο και χώρο συνεχίζεται στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, παρά τις πολλές προσπάθειες της Επιτροπής Αλλαγής Ονομάτων.

Αναλογικά, θα ήταν λάθος να σκεφτούμε ότι και στη Δυτική Θράκη οι Τούρκοι και οι τουρκόφωνοι, μετά τις απαγορεύσεις του 1977, έπαψαν να είναι από την Gümülcine και αυτοαποκαλούνται πλέον «Κομοτήνιοι», και αυτοί που γεννήθηκαν στον δήμο Cambaz θεωρούνται Νέο-Σιδηροχωρίτες. Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει μια συγκαλυμμένη, σιωπηλή αλλά αποφασιστική «αντίρροπη γεωγραφία» με μια ισχυρή ιστορική μνήμη που είναι σαν μια εναλλακτική θέση κατά της επίσημης τοπωνυμίας.

Στο τρίτο μέρος θα αναφερθώ στη διάλυση της φαντασίωσης χρόνου και χώρου του έθνους-κράτους και στην επανεμφάνιση και ευαισθητοποίηση της «αντίρροπης γεωγραφίας».


Η διάλυση της φαντασίωσης χρόνου και χώρου

Κατά την επιτυχημένη οικοδόμηση ενός έθνους η φανταστική επινόηση χρόνου και χώρου μπορεί να εδραιωθεί, τα παλιά τοπωνύμια μπορεί να ξεχαστούν ή να απορριφθούν με περιφρόνηση, όπως τα «ελληνικά» ή «τουρκικά» ονόματα στα κρατικά έγγραφα και τα ονόματα που ορισμένοι οραματίστηκαν και έβαλαν στους χάρτες μπορεί να έγιναν αποδεκτά από την πλειοψηφία. Τα τοπωνύμια που καθιερώθηκαν επίσημα από τα κράτη στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και στη Θεσσαλία, όπως και στην Τουρκία, στην κεντρική και δυτική Ανατολία, σε μεγάλο βαθμό έχουν γίνει αποδεκτά. Μόνο που στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική στη Μακεδονία, τη Ροδόπη και τη Θράκη. Στη δε Τουρκία, ειδικά στην κουρδική επικράτεια και στο πλαίσιο των μικροτοπωνυμιών η φαντασίωση του έθνους επαναδιαμορφώνεται κλονίζοντας την παραδεδεγμένη κρατική γραμμή.


Αθήνα - Κωνσταντινούπολη - Gümülcine

Στις μέρες μας δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί η λέξη «τουρκικός» από τους συλλόγους της μειονότητας που δρουν στη Δυτική Θράκη. Ο νόμος που απαγορεύει τη χρήση τουρκικών τοπωνυμιών, ακόμη και μέσα σε παρένθεση, είναι σε ισχύ. Από την άλλη, νέες δυναμικές που εμφανίζονται λόγω της δικτύωσης των μειονοτικών μέσω του ηλεκτρονικού διαδικτύου και λόγω των καλλιεργούμενων σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ασκούν πιέσεις στην ηγεμονία των εξελληνισμένων τοπωνυμιών.

Η τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, με τους συλλόγους της και μέσα από το διαδίκτυο, έχει αποκτήσει ένα ισχυρό δίκτυο στην Τουρκία και τη Δυτική Ευρώπη. Έχει δημιουργηθεί μια φαντασιακή Δυτική Θράκη που οι τοπωνυμίες της δεν φαίνονται στην αλληλογραφία του ελληνικού κράτους, αλλά καθημερινά χρησιμοποιούνται. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η «φαντασιακή» Δυτική Θράκη φέρει ομοιότητες με αυτό που αποκαλεί η Bilgin Ayata με τους όρους «φαντασιακή πατρίδα» ή «Ευρώπη-Κουρδιστάν», αναφερόμενη σε μια μετα-εθνική κουρδική φαντασίωση χώρου και χρόνου.

Αυτή η φαντασιακή Δυτική Θράκη ενισχύεται και από κάτι άλλο: μια εταιρεία πούλμαν που εκτελεί δύο φορές ημερησίως δρομολόγια Ισταμπούλ - Θεσσαλονίκη και καθημερινά Ισταμπούλ - Αθήνα και Μπούρσα - Ξάνθη / İskeçe. Στα φυλλάδια της εταιρίας, στην ελληνική και τουρκική γλώσσα, τα σημαντικά κέντρα της Δυτικής Θράκης αναφέρονται και με τα δύο τοπωνύμια: Ξάνθη - İskeçe, Κομοτηνή - Gümülcine, Σάπες - Sapçi, Αλεξανδρούπολη - Dedeağaç. Παράλληλα, στο ελληνικό φυλλάδιο διαβάζουμε τις λέξεις Κωνσταντινούπολη και Istanbul, Bursa και Προύσα.

Πάντως, θα πρέπει να είναι νωρίς για να μιλήσουμε για την επιστροφή της φιμωμένης γεωγραφίας στην Ελλάδα. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονοτικές ομάδες στη Δυτική Θράκη έχουν περιθωριοποιηθεί αισθητά κι έτσι δεν φαίνεται πιθανό να αμφισβητήσουν την ελληνική φαντασίωση χώρου και χρόνου και την κοινή βασική «συναίνεση» σε αυτό το θέμα. Από την άλλη, δεν είναι και υπερβολικό να περιμένει κανείς ότι κάποια στιγμή τα μειονοτικά δικαιώματα, με τον τρόπο που εκφράζονται μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά στο Συμβούλιο της Ευρώπης, θα εφαρμοστούν και στην Ελλάδα. Είναι αναπόφευκτο να προκύψουν κάποια στιγμή πολύγλωσσα δημαρχεία και πινακίδες με ονόματα χωριών και πόλεων σε δύο γλώσσες.


Το φαντασιακό «Κουρδιστάν» και η επιστροφή της αντίθετης γεωγραφίας

Στην Τουρκία αυτή η «συναίνεση» φαίνεται να είναι πιο εύθραύστη. Άρχισαν να κάνουν συχνά πλέον την εμφάνισή τους και τα παλιά τοπωνύμια δίπλα στα τουρκικά ονόματα, τα οποία η Επιτροπή Αλλαγής Ονομάτων είχε κρίνει ότι αρμόζουν στην κουρδική γεωγραφία, όπως π.χ. Yeşil Vadi (Πράσινη Πλαγιά, σε ξερότοπους), Uludere (Μέγα Ρεύμα, όπου κυριαρχούσε η λειψυδρία) ή Güzelköy (Ωραιοχώρι, σε ένα χωριό που είχε ισοπεδωθεί). Ειδικά στην κουρδική επικράτεια κι εκεί όπου σε μεγάλο βαθμό έχουν επικρατήσει οι δήμαρχοι που πρόσκεινται στο Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας (το κουρδικό HDP), δίνεται μεγάλη σημασία στην επανακαθιέρωση των κουρδικών και αρμενικών τοπωνυμιών. Στους δε τουριστικούς οδηγούς αυτών των δήμων και πόλεων έχει απαλειφθεί τελείως η μονόπλευρη ιστορική αφήγηση που βασίζεται σε χώρους και χρόνους με αναφορά μόνο σε Τούρκους και μουσουλμάνους. Αντί αυτού, τονίζεται η πρόσφατη ιστορία που σχετίζεται με τους Κούρδους και ο πολυπολιτισμικός και ο πολυγλωσσικός χαρακτήρας της περιοχής. Πχ, η δημαρχία του Sur στην πόλη Diyarbakir / Amed, στο πλαίσιο του προγράμματος «πολύγλωσσο δημαρχείο», πέρα από τα τουρκικά τοπωνύμια της περιοχής παρουσιάζει επίσης τα κουρδικά, τα αρμενικά (Dikranagert) και τα συροχαλδαιικά (Süryanice / Amid) ονόματα.

Το πιο σημαντικό είναι ότι κύκλοι της κυβέρνησης πολύ συχνά συζητούν «την αποκατάσταση των κουρδικών τοπωνυμιών των κουρδικών χωριών» στο πλαίσιο ενός «ανοίγματος στο κουρδικό ζήτημα». Το ότι συζητείται μια τέτοια πρόταση η οποία υποστηρίζεται και από άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι ένδειξη ότι η φαντασίωση της Τουρκικής Δημοκρατίας για μονογλωσσικό χώρο και χρόνο αντιμετωπίζει σοβαρό πλήγμα.


Gümülcine - Κομοτηνή.
Ουζούν Αλί (Πλαγιάρι), Καπουτζήδες (Πυλαία), Ζουμπάτες (Τρίλοφος), Κιρίτσκοϊ (Ασβεστοχώριον),
Αρσακλή (Πανόραμα), Καγιά Τσαλή (Τριάδιον), Τσαΐρ Τσιφλίκ (Λειβαδίκιον),
Καραμπουρνού (Νέα Κερασιά και Αγγελοχώριον) κ.λπ..

Συμπέρασμα

Οι ελίτ της Τουρκίας και της Ελλάδας, όπως και σε άλλες βαλκανικές χώρες, είδαν τα τοπωνύμια που έμειναν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σαν μια απειλή κατά των εθνικών τους σχεδίων και προσπάθησαν να καθιερώσουν τη δική τους φαντασίωση χώρου και χρόνου. Από την εποχή που εμφανίστηκαν τα δύο αυτά κράτη, αν και πέρασαν από διαφορετικά ιστορικά στάδια, η πολιτική τους σχετικά με τα ονόματα των περιοχών επικεντρώθηκε στο να επιτευχθεί η ομοιογένεια των τοπωνυμιών για να συμβάλει στην αγνόηση του Άλλου, δηλαδή στη γεωγραφία της λήθης. Σύμφωνα με αυτή τη νέα φαντασίωση του χρόνου και του χώρου, τα τοπωνύμια θα έπρεπε πλέον να είναι μόνο ελληνικά ή μόνο τουρκικά. Έτσι, με τη συστηματική αλλαγή των τοπωνυμιών από το κεντρικό κράτος, αλλά και από τους τοπικούς δήμους και τις τοπικές επιτροπές, χιλιάδες τόποι εξαφανίστηκαν από τους χάρτες και επανασηματοδοτήθηκαν με άλλα ονόματα.

Στην Ελλάδα οι αλλαγές τοπωνυμιών επιταχύνθηκαν στην Πελοπόννησο μετά την απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία με την προσάρτηση αυτών των περιοχών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμούς και στη Δυτική Θράκη μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων το 1919. Μετά την τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στην Κύπρο το 1974 η χρήση των τουρκικών τοπωνυμιών απαγορεύτηκε δια νόμου.

Η Τουρκία, επίσης, πέρασε από τέτοιου είδους στάδια. Οι πρώτες αλλαγές ονομάτων έγιναν το 1915 μετά τη βίαιη εκκένωση των αρμενικών χωριών, αλλά ο συστηματικός εκτουρκισμός των τοπωνυμιών πραγματοποιήθηκε με τη σύσταση της Επιτροπής Αλλαγής Ονομάτων το 1957. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, ενοχοποιήθηκαν ειδικά οι περιοχές της κουρδικής επικράτειας, η Ανατολική Μαύρη Θάλασσα όπου έζησαν κυρίως οι Πόντιοι, οι Λαζοί και οι Hemşin Αρμένιοι.

Παρατηρήσαμε ότι δίπλα στην πολιτισμική γεωγραφία για την οποία το κράτος κατέβαλε προσπάθειες ώστε να λησμονηθεί, υπήρξε μια άλλη, αντίθετη γεωγραφία που συνέχισε να λειτουργεί στην καθημερινότητα. Τα κουρδικά και αρμενικά ονόματα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται στην επικράτεια των Κούρδων, επίσης δεν είχαν τελείως σβηστεί από τα αρχεία του κράτους.

Και στην Ελλάδα βλέπουμε αντίστοιχη αντίσταση στη Δυτική Θράκη. Τα τουρκικά και σλαβικά τοπωνύμια δεν έχουν λησμονηθεί, παρά τις απαγορεύσεις. Ειδικά η «Νέα Ανατολία», που δημιουργήθηκε στη Βόρεια Ελλάδα από τους Μικρασιάτες Ρωμιούς, απέκτησε και επισημότητα επειδή συμβάδισε με την ελληνική εθνική αντίληψη χώρου πέρα από τα κρατικά σύνορα.


Τελικά, είδαμε επίσης ότι στην Ελλάδα και πιότερο στην Τουρκία το έθνος-κράτος άρχισε να χάνει την ηγεμονία της φαντασίωσής του. Μέσα από νέες συνδέσεις του διαδικτύου αναπτύχθηκαν στη Δυτική Θράκη επικοινωνίες με την Τουρκία και τους μετανάστες Δυτικοθρακιώτες της Ευρώπης και εμφανίστηκε μια «φαντασιακή» αλλά και άλλο τόσο πραγματική φαντασίωση Δυτικής Θράκης.

Στην δε Τουρκία από τη μια υποβαθμίζονται τα σχέδια του έθνους-κράτους για μονοδιάστατες κρατικές ταυτότητες κι από την άλλη «αντίθετες γεωγραφίες» που φιμώθηκαν μέχρι τώρα αποκτούν τάχιστα μια επισημότητα και αναγνωρίζονται τα τραύματα που προκάλεσε το έθνος-κράτος.

Ο όρος που χρησιμοποίησε ο Mark Mazower για τη Θεσσαλονίκη, «πόλη των φαντασμάτων», περιγράφει την κατάσταση σε πολλές πόλεις της Τουρκίας και της Ελλάδας. Το έθνος-κράτος έκρινε ότι έπρεπε να ξεχαστούν οι Οθωμανοί και οι λαοί, οι πολιτισμοί, η ιστορία και τα τοπωνύμια που εμπεριέχουν όλα αυτά και που υπήρξαν πριν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και σήμερα, και στις δύο χώρες ισχύουν, αν και περιορισμένα, οι προϋποθέσεις για να θυμηθούμε το πριν του έθνους-κράτους και να υπερβούμε την αντίληψη του εθνικιστικού χώρου και χρόνου. Στους χώρους όπου ο Άλλος δεν αφανίστηκε τελείως, όπου δεν μετατράπηκε σε φάντασμα, στη Δυτική Θράκη, στα μέρη των Κούρδων, στις επικράτειες των Αρμενίων, Λαζών και Ποντίων, είναι δυνατόν να επανακτήσουμε τη σχέση μας με την εποχή προ του έθνους κράτους.



Ο «αθώος» εθνικισμός

IMAGE DESCRIPTIONΟ τίτλος του βιβλίου (βλ. δεξιά, του οποίου απόσπασμα είναι το παραπάνω κείμενο) χρήζει κάποιων διευκρινίσεων. Όλοι δεν ορίζουμε και δεν εκλαμβάνουμε τον «εθνικισμό» με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι του αποδίδουν αρνητικές έννοιες, άλλοι θετικές. Κάποτε λέμε «εθνικισμός με την καλή έννοια» ή προτιμούμε τη λέξη «πατριωτισμός» — κάτι σαν συνώνυμο. Ούτε είναι ευδιάκριτα τα όρια του ρατσισμού με τον εθνικισμό — όταν ο όρος χρησιμοποιείται με την κακή έννοια!

Ας διευκρινίσω λοιπόν τι θέλω να πω εγώ με τον όρο «αθώος εθνικισμός». Η εθνική σύλληψη της ιστορίας είναι ένα σχετικά νέο φαινόμενο. Οι παλαιότερες ταυτότητες που συνέβαλαν στη δημιουργία των κοινωνιών και στη συνύπαρξη των ανθρώπων βασίζονταν σε άλλες έννοιες, π.χ. στη θρησκεία ή στο δόγμα, στο βασιλιά, στον άρχοντα, στο γένος, στη φυλή, στην οικογένεια, στον γεωγραφικό χώρο, δηλαδή στην πόλη, στην περιοχή, στο κράτος, κ.ο.κ. Ο εθνικισμός, όπως και τα εθνικά κράτη, σηματοδοτούν μια νέα αφοσίωση / πίστη (loyalty), μια νέα κοινή συνείδηση.

Αλλά με τους πολέμους, τους διωγμούς και τις εθνοκαθάρσεις, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο όρος εθνικισμός δυσφημίστηκε και απέκτησε μια αρνητική έννοια. Ειδικά στο δυτικό κόσμο ο όρος «nationalism» (εθνικισμός) εκλαμβάνεται ως αρνητικός, αλλά όχι ο όρος «national» (εθνικό). Έτσι, σήμερα άνετα μιλάμε για εθνικά κράτη, για εθνικά συμφέροντα, για εθνικές αθλητικές ομάδες, αλλά πολλοί δεν θέλουν να τα συσχετίσουν αυτά με το εθνικό υπόδειγμα (paradigm), με την εθνική ιδεολογία και τον εθνικισμό.

Βέβαια, τα εθνικά και εθνικιστικά κινήματα δεν ήταν και δεν είναι πάντα αρνητικά, αλλά ούτε και πάντα αθώα. Οι ιδέες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της ισότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης (fraternité, έλεγαν οι Γάλλοι) υπήρξαν σύγχρονες και αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα με την ιδεολογία του εθνικισμού. Αλλά και ο εγωιστικός εθνοκεντρισμός που αποκλείει κάθε ξένο, τον Άλλο, ήταν προϊόν τον εθνικισμού. Όπως και οι εθνοκαθάρσεις, οι γενοκτονίες, οι ρατσισμοί και οι φανατισμοί. Ο εθνικισμός σχετίζεται με όλα αυτά. Για αυτό χρειάζεται μια πιο προσεκτική προσέγγιση πριν κρίνουμε καταστάσεις ως θετικές ή ως αρνητικές.

Ο όρος «εθνικισμός» στην καθημερινότητά μας έχει δύο διαφορετικές έννοιες, που συχνά συγχέονται, αλλά που είναι και αλληλένδετες.

• Η πρώτη αναφέρεται σε μια κοινωνική συναίνεση για μια εθνική ταυτότητα. Είναι αυτή που εξασφαλίζει
σε μια ομάδα ανθρώπων να πιστεύουν ότι αποτελούν ένα έθνος. Αν κάποιοι συναινέσουν ότι είναι μέλη ενός έθνους
—είναι Έλληνες, Γάλλοι, κ.ο.κ.— αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο «συναινετικός εθνικισμός».
Ο εθνικισμός με αυτήν του την έννοια είναι ένα σχετικά νέο ιστορικό φαινόμενο, ένα νέο υπόδειγμα.

• Η άλλη έννοια της λέξης «εθνικισμός», που θα μπορούσε να ονομαστεί «συγκυριακός εθνικισμός», αναφέρεται σε ένα είδος πολιτικού προγράμματος ορισμένων μελών του έθνους. Όταν αυτό το πρόγραμμα είναι επιθετικό ή ξενοφοβικό, συνήθως χαρακτηρίζεται «εθνικιστικό» (και κάποτε ρατσιστικό). Αλλά τα έθνη μπορούν να ακολουθούν, ανάλογα με τη συγκυρία, και ειρηνικά προγράμματα. Τα πολιτικά προγράμματα αλλάζουν συχνά και σχετικά εύκολα. Όμως ο συναινετικός εθνικισμός, όπως και η εθνική ταυτότητα, είναι ανελαστικά.

IMAGE DESCRIPTIONΣτο βαθμό που δεν συνειδητοποιούμε τις δύο διαφορετικές όψεις του εθνικισμού και ιδίως στο βαθμό που θεωρούμε ότι μόνο ο δεύτερος, δηλαδή ο επιθετικός, ο ρατσιστικός και ο ξενοφοβικός είναι το πρόβλημα, δεν καταπολεμούμε το ίδιο το υπόδειγμα αλλά μόνο μία έκφανσή του. Βέβαια, δεν υπάρχει καλός και κακός εθνικισμός, αλλά ένα ιστορικό υπόδειγμα με ορισμένα χαρακτηριστικά που για ορισμένούς είναι καλά και για άλλους δεν είναι.

Ο εθνικισμός (με την κακή έννοια!) ή ο ρατσισμός είναι απλώς οι συγκυριακές εκφάνσεις μιας κοσμοθεωρίας, ενός υποδείγματος — του εθνικισμού. Αλλά ο δήθεν αθώος συναινετικός εθνικισμός φέρει όλα τα συστατικά που χρειάζονται για να αναβιώσει «ο κακός εθνικισμός» όταν οι συνθήκες ωριμάσουν. Οι εθνικοί μύθοι στους οποίους κυριαρχεί το «εμείς - οι άλλοι», οι ανάλογες ιστορικές αναφορές μέσα σε μια εθνική ιστοριογραφία, η σχετική «εθνική» παιδεία, η εθνική αυταρέσκεια («είμαστε οι καλύτεροι» ή έστω «έχουμε πολλά καλά»), η ξενοφοβία («μας αδίκησαν, κινδυνεύουμε»), το φετίχ του εθνικού συμφέροντος («πρώτα εμείς») είναι όλα συστατικά του συναινετικού εθνικισμού και μέρος της εθνικής ταυτότητας.


Πολλές φορές μας διαφεύγουν τα σημάδια για το πού μπορεί να φτάσει ο εθνικισμός στην καθημερινότητά μας. Όπως συνέβαινε πάντα στο παρελθόν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν τις δυναμικές της εποχής τους κι ότι οι ίδιοι είναι προϊόντα τον περιβάλλοντός τους. Θεωρούν τις θέσεις τους «φυσιολογικές» και απόρροια αυταπόδεικτης λογικής ή αντικειμενικής ανάλυσης. Ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ότι ακολουθούν τις κυρίαρχες θέσεις της εποχής τους και τις προκαταλήψεις τους τις οποίες, βεβαίως, και δεν συνειδητοποιούν.

Ο Michael Billig, στο Banal Nationalism (1995), εξηγεί: «Στην περίπτωση των εθνών-κρατών, ο μπανάλ εθνικισμός μόνο αθώος δεν είναι: αναπαράγει θεσμούς οι οποίοι κατέχουν βαρύ πολεμικό εξοπλισμό». Αυτός ο αβλαβής εθνικισμός εντοπίζεται σε φαινομενικά αθώες λειτουργίες. Μια πινακίδα που καλωσορίζει τους τουρίστες «στην πιο φιλόξενη χώρα του κόσμου, μια εθνική σημαία που ανεμίζει όταν οι μαθητές λένε την προσευχή τους κάθε πρωί στο σχολείο, οι δημοτικοί χοροί που χορεύονται με εθνικές ενδυμασίες στις εθνικές γιορτές, ο εθνικός ύμνος πριν από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, μπορούν να καλλιεργούν και να αναπαράγουν εθνικά μηνύματα. Αυτός ο αθώος (συναινετικός) εθνικισμός μπορεί να ενεργοποιήσει σε περιβάλλον κρίσης και τον κακό (συγκυριακό) εθνικισμό».

Το να καταπολεμάται ο συγκυριακός εθνικισμός (π.χ. η Χρυσή Αυγή) και να αποσιωπώνται η εθνικιστική ιστοριογραφία, η εθνοκεντρική παιδεία, η πατριωτική λογοτεχνία, ο «εθνικός» πολιτικός ή εκκλησιαστικός λόγος κ.ά., είναι μια υποκριτική συμφιλίωση με τον εθνικισμό ή στην καλύτερη περίπτωση μια εθνική τύφλωση. Έτσι συντηρείται καθημερινά ο εθνικισμός.


Τα κείμενα αυτού του βιβλίου σχετίζονται με αυτήν ακριβώς την πλευρά του εθνικισμού. Έλληνες και Τούρκοι αναλυτές αναφέρονται στον «δικό τους» εθνικισμό και βασικά σε αυτόν που τους διαφεύγει. Κάποιοι γράφουν και για τις δυο πλευρές, συγκριτικά.

Αλλά κανένα κείμενο δεν αναφέρεται μόνο στον εθνικισμό του Άλλου. Μια τέτοια προσέγγιση είναι το χόμπι των εθνικιστών. Το να δίνεις παραδείγματα εθνικισμού με αναφορές στους άλλους είναι ο τρόπος εξιλέωσης του «δικού μας» εθνικισμού. Έτσι εξωραΐζονται, με έμμεσο και συγκριτικό τρόπο, το δικό μας εθνικιστικό παρελθόν και παρόν. Όσοι αναζητούν την υπέρβαση, τη δική τους υπέρβαση, ασχολούνται με τον «δικό τους» εθνικισμό.

Η Τούγτσε Σακλίτζα Ρηγάτος —«Η δύναμη της γελοιογραφίας: Τα Σεπτεμβριανά στον ελληνικό και τουρκικό Τύπο»— μας παρουσιάζει κάποιες τουρκικές κι ελληνικές γελοιογραφίες, που κάποτε κυκλοφόρησαν στις εφημερίδες και προκάλεσαν χαμόγελα, συχνά πικρά. Η τέχνη της γελοιογραφίας από τη μια είναι ο καθρέφτης των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων μας κι από την άλλη ένα μέσο για την αναπαραγωγή και διάδοσης των. Αλλά οι γελοιογραφίες της κάθε χώρας, μας δείχνουν επίσης ότι η κάθε εθνική ομάδα έχει διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας, ότι η πολιτική αλήθεια είναι εθνικά προσδιορισμένη. Με άλλα λόγια, ο καθείς πιστεύει ότι έχει δίκιο (και ο Άλλος άδικο), χωρίς να υποπτεύεται ότι και η άλλη πλευρά κάνει ακριβώς το ίδιο.

Ο Ηρακλής Μήλλας —«Παιδικά βιβλία: Από νωρίς η πλύση εγκεφάλου!»—αφηγείται πώς ο ίδιος, τα παιδιά του και σήμερα τα εγγόνια του, δηλαδή τρεις γενεές, διάβασαν και διαβάζουν τις ίδιες, δήθεν αθώες ιστορικές αφηγήσεις που τελικά καλλιεργούν μια αρνητική εικόνα για τον Άλλο —το πόσο κακός είναι— και μια θετική για «μας». Αυτά τα κείμενα συχνά μπορεί να είναι δημιουργήματα «προοδευτικών» συγγραφέων — ο εθνικισμός διαπερνά οριζοντίως όλη την κοινωνία. Βλέπουμε επίσης ότι η καλή θέληση δεν αρκεί: αν δεν υπάρχει αυτογνωσία και γνώση για το πώς λειτουργεί ο εθνικιστικός λόγος, ο συγγραφέας αναπαράγει το εθνικιστικό αφήγημα.

Η Σεριφέ Τσαμ —«Οι Ρωμιοί και οι 'Ελληνες στις τηλεοπτικές σειρές της Τουρκίας»— παρουσιάζει μέσα από μια εμπεριστατωμένη μελέτη την αδυναμία της υπέρβασης των εθνικών στερεοτύπων και των εθνικών εικόνων παρά τις προσπάθειες για ένα διαφορετικό αποτέλεσμα: «Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εθνικιστική ιδεολογία παρακάμπτεται, ο διχαστικός λόγος κατακρίνεται, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζεται και η διαιώνιση των εικόνων. Ακριβώς γι΄ αυτό, οι εικόνες και οι συσχετίσεις που παράγονται σε συνάρτηση με την εθνικιστική ιδεολογία χαράσσονται στο νου των τηλεθεατών και αποκτούν διαχρονικότητα ακριβώς επειδή είναι και αντιφατικές».

Ο Ηλίας Ρουμπάνης —«Τα χαρτονομίσματα - Το ερώτημα "τι θα είχε γίνει εάν" και η ιστορικότητά του»— μας αφυπνίζει στο θέμα των καθημερινών μας παραστάσεων. Τα χαρτονομίσματα φέρουν εικόνες που λειτουργούν ως σύμβολα, τα οποία αφενός είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών εξελίξεων κι αφετέρου το μέσο για να καλλιεργηθούν ορισμένα εθνικά πιστεύω. Ο αναγνώστης μπορεί να αναλογιστεί το ρόλο που παίζουν οι φωτογραφίες, τα αγάλματα, οι αφίσες, οι σημαίες, οι χάρτες, τα μνημεία και τα παρόμοια οπτικά μέσα στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων.


Όσο ξύνεις βγαίνει η βρώμα του (Μεγάλη Ιδέα), Terküman, 25.8.1955.
Εκκλησία το ελληνικό κοινοβούλιο, Cumhuriyet, 31.8.1955.


Ο Κερέμ Οκτέμ —«Το έθνος, ο χρόνος και ο χώρος: Πολιτικές τοπωνυμιών στην Ελλάδα και την Τουρκία»— στη μελέτη του που παρατέθηκε παραπάνω, μας δείχνει, μεταξύ άλλων, πώς το παρελθόν και η κοινωνική και πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να παραχαραχθούν και πλέον να βιώνονται ως «εθνικά» και ως αποκλειστικά «δικά μας». Το παρελθόν μπορεί να είναι μια σύγχρονη κατασκευή. Ο Οκτέμ εισάγει τον όρο «γεωγραφία της λήθης». Μας δείχνει επίσης πόσο μοιάζουν οι χώρες όταν πορεύονται στον δρόμο του εθνικισμού. Κάνει λόγο και για τις αντιδράσεις στις αλλαγές τοπωνυμίων, με παραδείγματα από τις κουρδικές περιοχές. Αλλά αυτά συνέβησαν πριν η «Νέα Τουρκία» πάρει τη στροφή προς μια πιο «εθνική» πορεία.

Ο Ηλίας Κανέλλης —«Ποιος είναι ο χημικός τύπος τον ελληνικού DNA; - Ελλάδα, πρωταθλητισμός και εθνοχουλιγκανισμός»— μας παρουσιάζει πώς μια ωραία νεανική γιορτή, ο αθλητισμός, μπορεί να λειτουργήσει ως μια υστερία εθνικιστικής συνωμοσιολογίας. Υπάρχουν μελέτες που συσχετίζουν την εθνικιστική φοβία με την παράνοια. Σε αυτήν την περίπτωση που μας παρουσιάζει ο Η. Κανέλλης, βλέπουμε πώς μπορούμε να θεωρούμε ότι οι «ξένοι» εποφθαλμιούν όλα τα καλά μας, ενώ «εμείς» είμαστε άμεμπτοι.

IMAGE DESCRIPTIONΟι Τανίλ Μπόρα και Εμρέ Γκιοκάλπ —«Μπανάλ εθνικισμός στο ποδόσφαιρο - "Και έτσι σιγά σιγά χάνεται ο τουρκισμός μας..."»— αναφέρουν ένα σλόγκαν που ένα διάστημα ακούστηκε στην Τουρκία: «Τούρκος δεν γίνεσαι, γεννιέσαι!» Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν, με αναφορές και στον Michael Billig, ότι ορισμένα φαινόμενα του εθνικισμού είναι παγκόσμια. Και στην Τουρκία ο ξένος, ο Δυτικός, αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Αυτά, μάλιστα, βιώνονται μέσα από το «αθώο» ποδόσφαιρο. Δήθεν μεμονωμένα κι ασήμαντα γεγονότα φανερώνουν, σε όσους θέλουν να δουν, πώς λειτουργεί ο εθνικισμός.

Ο Ντογάν Τιλίτς —«Η Ελλάδα στα ΜΜΕ της Τουρκίας: Οι επίσημες πολιτικές, ο "Άλλος" και "εμείς"»— φέρνει στο φως δύο χαρακτηριστικά των ΜΜΕ: ότι ακολουθούν και προβάλλουν τις πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων ή του κράτους, συχνά αυτολογοκρίνοντας τις ειδήσεις, κι ότι αυτές οι κυρίαρχες δυνάμεις, η «τέταρτη εξουσία», είναι δέσμιοι του εθνικιστικού λόγου. Από τον Ντ. Τιλίτς παίρνουμε το μήνυμα ότι θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με τις μαυρόασπρες ειδήσεις που σχετίζονται με τα «εθνικά θέματα».

Η Χριστίνα Μπάτρα —«Τα ρεμπέτικα: από το γένος στο έθνος»— μας παρουσιάζει ανάγλυφα το πέρασμα στην «εθνική αφύπνιση», την εθνογένεση, με αναφορές στο «αθώο» ρεμπέτικο τραγούδι. Στην εποχή του εθνικισμού όλη η κοινωνία, σε όλους τους τομείς της, ακολουθεί την εθνική αφήγηση ή έστω επηρεάζεται από αυτήν. Εγώ θα έλεγα ότι αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίσει να απολαμβάνουμε τα ρεμπέτικα! Αλλά ταυτόχρονα να οπλιζόμαστε και με αυτογνωσία.

Ο Μανώλης Βασιλάκης —«Ο εθνικός λόγος μιας "Εκκλησίας"»— μας δείχνει ότι ο εθνικισμός μπορεί να υπάρξει ακόμα και σε ένα χώρο που θεωρείται ότι εκφράζει την αγάπη, την ειρήνη και την οικουμενικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αντί αυτού, βλέπουμε ότι η αθωότητα έχει χαθεί και εκεί, από τη στιγμή που η Εκκλησία «εθνικοποιείται».

Η Αρζού Όζτουρκμεν —«"Χορεύοντας Φολκλόρ": Τοπικισμός, Εθνικισμός και οι "Άλλοι" μας»— στη μελέτη της για τους δημοτικούς χορούς της Τουρκίας, μας δείχνει πώς ένα εθνικό κράτος χειρίζεται το χορό για καθαρά εθνικούς σκοπούς. Τελικά, οι χοροί που θεωρούνται πολιτιστική κληρονομιά, μπορεί να είναι και αυτοί κατασκευές, έστω εν μέρει, ενός έθνους-κράτους. Ελπίζω αυτό το κείμενο να μην εμποδίσει τους αναγνώστες του να απολαμβάνουν τους «χορούς μας», αλλά να βοηθήσει να τους καταλαβαίνουν καλύτερα.

Μερικές τελικές διευκρινίσεις. Όλα τα θέματα και οι τάσεις που παρατηρούνται δεν είναι χαρακτηριστικά μόνο των Ελλήνων ή των Τούρκων· αφορούν το εθνικιστικό υπόδειγμα γενικά και απαντώνται σε όλα τα έθνη, αλλά βεβαίως σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Επίσης ένα άλλο σημαντικό στοιχείο σχετικά με τον εθνικιστικό «λόγο» και την κριτική του είναι οι περιπτώσεις αποσιώπησης, οι οποίες λόγω της φύσης τους —επειδή δεν εκφέρονται— δεν φαίνονται και δεν υποδεικνύονται. Η αποσιώπηση είναι η έλλειψη «μιας καλής κουβέντας για τον Άλλο». Είναι αυτό που διαισθάνεται το μέλος ενός έθνους όταν ακούει ή διαβάζει τον λόγο του Άλλου: δεν βρίσκει τίποτα θετικό για τον εαυτό του. Μπορούν να διαβαστούν κι έτσι τα εθνικιστικά κείμενα: με βάση το τι δεν περιέχουν.

Αυτά τα κείμενα αρχικά εκδόθηκαν στην τουρκική γλώσσα το 2010, με τον τίτλο Sözne Masum Milliyetçilik (Ο δήθεν αθώος εθνικισμός).
Στα χρόνια που πέρασαν στην Τουρκία συντελέστηκε μια μεγαλύτερη αλλαγή, με πολιτική στροφή προς ένα αυταρχικό καθεστώς. Ο αναγνώστης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτή την αλλαγή όταν θα διαβάζει τα κείμενα και ειδικά όσα αφορούν τους Κούρδους. (Απόσπασμα από τον Πρόλογο του βιβλίου του Ηρακλή Μήλλα: Ο «αθώος» εθνικισμός, έκδ. «Αλεξάνδρεια»).


Ο Kerem Oktem είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Graz στην Αυστρία, στις Σπουδές Νοτιοανατολικής Ευρώπης και σύγχρονης Τουρκίας.
Είναι επίσης συνεργάτης ερευνών στο Κέντρο Διεθνών Σπουδών, Τμήμα Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.