κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22)
την ίδιαν απλώνουμεν αρίδα
τον ίδιον έχουμε σκοπό.
Κερνούμε το λαό χασίσι,
όνειρα, ψέματα και μίση
δεν ντρέπομαι για να ντραπώ»
Κώστας Βάρναλης, Το φως που καίει, 1922
![]() | Η μετατόπιση από τον αρχαιοδιφισμό στη συστηματική αρχαιολογική έρευνα οφείλεται στις ανάγκες της εθνογένεσης, η οποία σχετίστηκε με την αρχαιότητα ή μάλλον με την ιδέα της αρχαιότητας μέσα από λείψανα‒σημαιοφόρους μνήμης, που εντάχθηκαν στα εθνοκρατικά συστατικά. Δεν επρόκειτο μόνο για ζήτημα επιστη- μοσύνης. Η αρχαιολογική έρευνα αποσκοπούσε στη διαμόρφωση ενός πολιτικού συστήματος ιδεών ικανού να ακυρώνει τις διεκδικήσεις του «Άλλου». |
Αρχαιολόγοι‒πατριώτες
και αρχαιολόγοι‒σταυροφόροι
για κάθε «μήλο της έριδος»
Πέρα από τη «νομιμοποίηση» του εδάφους, που η πατριωτική αρχαιολογία προσέφερνε, αν ανασηκώσουμε την κουρτίνα των ιδεολογιών αποκαλύπτεται η δεύτερη και σκληρότερη φάση της αποικιοκρατίας, που είχε εισέλθει σε νέο κύκλο. Μετά τη συμφωνία για το διαμελισμό και το μοίρασμα της Αφρικής, σειρά είχε το «Ανατολικό Ζήτημα», που αφορούσε, σύμφωνα με τους Τimes του 1879, στο «ποιος θα έχει την Τουρκία». Την εκμετάλλευση των πρώτων υλών της, επί εκατομμύρια χρόνια δεξαμενή πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα εξασφάλιζε η ίδρυση προτεκτοράτων, επεσήμαινε ο βρετανός λόγιος, διπλωμάτης και επί τιμή ταξίαρχος Ρerse Sykes στον εκδότη της Μanchester Guardian, την άνοιξη του 1919, ένα μοίρασμα, από το οποίο εξαρτιόταν η εικόνα του μεταπολεμικού κόσμου.
Οι διαμάχες με «οσμή πετρελαίου», που περιέγραψε και η Διδώ Σωτηρίου, αναδεικνύονταν από άρθρο στην εφημερίδα Le Temps: η Αγγλία αρνείται ν' αναγνωρίσει την επιθυμία της Άγκυρας να παραμείνουν τα γαλλικά στρατεύματα στην Κιλικία, «θέλουσα ν' αφαιρέση τας πετρελαιοφόρους πηγάς της Ασίας από τον ανταγωνισμόν άλλων Δυτικών εθνών, μετά των οποίων οι τούρκοι έχουν τη διἀθεσιν να έλθουν εις συμφωνίας. [...] Διεκδικεί τα πετρελαιοφόρα τμήματα της Μοσούλης και του Καυκάσου από τους τούρκους», ώστε «να καταστή κυρία του μεγαλειτέρου πετρελαιοφόρου μέρους του κόσμου».
Για τις λιγότερο ισχυρές από τη μεγάλη αποικιοκράτισσα χώρες, χρειάστηκε να επιστρατευτεί κάποια «κοινή» εθνική ιστορία, για να αιτιολογηθούν οι διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία: Οι γάλλοι τον «Πατέρα των Γραμμάτων» βασιλιά Φραγκίσκο Α' και τον γαλάτη Τεκτόσαγες, που είχε ιδρύσει στην αρχαιότητα ένα από τα πρωτεύοντα φυλετικά κέντρα στην περιοχή της Άγκυρας, οι ιταλοί τη ρωμαϊκή provincia Asia, οι έλληνες τους ίωνες, την αλεξανδρινή και τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ και το μεγάλο όνειρο της Ρωσίας, η έξοδος στη Μεσόγειο, επικαλυπτόταν από τη θρησκευτική σχέση της με τη γη, όπου έζησε ο Χριστός.
Σμύρνη:
H πόλη των ολονών
Η ευμάρεια των αρμενίων, των ελλήνων και των λεβαντίνων δημιούργησε εύπορες συνοικίες, με βίλες διακοσμημένες με κίονες και αετώματα, κήπους με πέργκολες και αποθήκες απ' όπου δεν έλειπε ποτέ το κρασί, σχολεία, νοσοκομεία, γκάζι και ηλεκτρισμό, τραμ και ατμόπλοια, και κανένα σύνορο δεν υψωνόταν, με μια πρώτη ματιά, στις σχέσεις τους με το μουσουλμανικό στοιχείο, από τους οποίους οι πιο τυχεροί εργάζονταν ως μεσάζοντες.
Οι περιηγητές μιλούν για απόλυτη θρησκευτική ελευθερία. Οι χριστιανοί δημόσια έψελναν, και κρατούσαν τις ταβέρνες ανοιχτές όλη μέρα και νύχτα χορεύοντας γαλλικούς, ελληνικούς και τούρκικους χορούς αν δεν διασκέδαζαν στο καζίνο, όπου έπαιζαν τυχερά παιχνίδια και γελούσαν δυνατά με άφθονο αλκοόλ και γυναίκες, κι όπως θυμάται ο πανεπιστημιακός Ρaul Μasson, που από το 1880 μελετούσε την ιστορία του γαλλικού εμπορίου με την Ανατολή, οι άγγλοι και οι ολλανδοί μεταφέρονταν συνήθως μεθυσμένοι στα κρεβάτια τους. Στην πιο εύπορη από τις «Επτά Εκκλησίες» της Αποκάλυψης, οι μουσουλμάνοι παρακολουθούσαν άφωνοι το ανόσιο μόρφωμα, που την είχε μετατρέψει σε «Gâvur Izmir» ‒των απίστων.
Κι ενώ το «ποιος ήταν» και «ποιος δεν ήταν» οθωμανός πολίτης αποτελούσε μια ευρύτερη προβληματική στις αρχές του 20ού αιώνα, οι χριστιανοί, απασχολημένοι με το ποιος θα υπερισχύσει οικονομικά, έσερναν, σε αυτό τον ανταγωνισμό, στην καταστροφή τη δομή της οθωμανικής κοινωνίας, τα μικρά αυτόνομα χωριά, που η τοπική παραγωγή τούς έδινε αυτάρκεια. Οι ευρωπαϊκής ιδιοκτησίας σιδηρόδρομοι, που συνέδεαν τη Σμύρνη με το Αϊδίνι, τον Κασαμπά και το Αλασεχίρ είχαν μειώσει στο 90% τη μεταφορά των προιόντων με καμήλες από την κοιλάδα του Γκεντίζ, και το 1878 το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής γης κατά μήκος των αξόνων ανήκε σε ευρωπαίους.
Τσέτες προσπαθούσαν με ανεπίσημες εταιρείες στην ενδοχώρα να ελέγξουν το εμπόριό της, που καταστρεφόταν. Το σιτάρι του Ουσάκ δεν είχε ελπίδα να πουληθεί με τις ανταγωνιστικές τιμές, που πουλιόταν στα παράλια, ούτε τα φημισμένα χαλιά του, μετά την εγκατάσταση βιομηχανιών, που ξεπερνούσαν τους αργαλειούς των σπιτιών και των τοπικών βιοτεχνιών και, την ταιριαστή με τις βικτωριανές στιλιστικές προτιμήσεις παραγωγή, μονοπωλούσαν έξι αγγλικές εταιρείες.