
Οι εθνικιστικοί - θρησκευτικοί φανατισμοί και οι μεγαλοϊδεατισμοί, που καλλιεργήθηκαν από τους εθνικιστές και παρέσυραν σύσσωμη τη Ρωμιοσύνη της εποχής (λαό, κυβερνήσεις, κόμματα), δεν οδήγησαν μόνο στο αναίτιο μακεδονικό μακελειό, αλλά κυρίως στις δύο μεγάλες ήττες (ʼ97-ʼ22). Η ιδεολογική κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας» δεν επέτρεπε να γίνει αντιληπτό το ανεδαφικό της αναβίωσης του Βυζαντίου. Η ιδεολογία της «εκτροχίασε» πολιτικά το νέο κράτος και το οδήγησε το 1922 στη μεγαλύτερη καταστροφή της Ιστορίας του.
Τώρα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αρχίσει να γράφεται ξανά η ιστορία των βαλκανικών λαών από κοινού. Πρόσφατο ευρωπαικό παράδειγμα: η Γαλλία κι η Γερμανία. Ίσως οι βούλγαροι θα πρέπει να αποτελέσουν την αρχή της προσπάθειας, γιατί σ' αυτή τη φάση είναι το «μικρότερο πρόβλημα».
Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να πορευόμαστε με την αρχή ότι όλοι οι γειτονικοί λαοί είναι εχθροί μας, φτάνει πια. Αν αυτό πράγματι συμβαίνει κάνουμε σοβαρά λάθη στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους γείτονες ή έχουμε άδικο σε πολλές περιπτώσεις που αφορούν τα διμερή θέματα ή συνδυασμός των ανωτέρω. Αυτό βέβαια, δεν μπορεί να γίνει εφ' όσον δεν αλλάζουν τα χαρακτηριστικά που μας διέπουν (εθνικισμός, ανατολίτικη νοοτροπία, βαλκανικός μικρόκοσμος, θεοκρατία, έλλειψη ορθολογισμού και πνεύματος προσωπικής - κοινωνικής ευθύνης).
Στο παρακάτω άρθρο παρουσιάζεται μια ταξική προσέγγιση του «Μακεδονικού ζητήματος» πέραν της θρησκευτικής του παραμέτρου, που είναι και η κύρια και μας ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα. (Τάσου Κωστόπουλου, efsyn.gr, αναδημοσιεύονται αποσπάσματα). Όσο για την εθνική παράμετρο του ζητήματος ας την ξεχάσουμε καλύτερα, απλώς δεν υπήρχε! Το εθνικιστικό παρακράτος παρέσυρε στη συνέχεια το επίσημο κράτος να εμπλακεί στο μακεδονικό ζήτημα, το οποίο δεν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά.

Διαβάζοντας τα «Μυστικά του Βάλτου», το δημοφιλέστερο ιστορικό μυθιστόρημα της νεοελληνικής γραμματείας, ο προσεκτικός αναγνώστης μένει συνήθως με την απορία για το απότομο (και σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητο) τέλος της εθνικής εξόρμησης που περιγράφεται στις σελίδες του.
Αντικείμενο του βιβλίου της Πηνελόπης Δέλτα αποτελεί, ως γνωστόν, η αιματηρή αναμέτρηση μακεδονομάχων και κομιτατζήδων το 1906-1907 στις ελώδεις εκτάσεις της τότε λίμνης των Γενιτσών (νυν Γιαννιτσά). Η αφήγηση ξεκινά με την άφιξη στην περιοχή του ανθυποπλοίαρχου Ιωάννη Δεμέστιχα (27/9/1906), μετέπειτα βενιζελικού αρχιπραξικοπηματία το 1935· κλείνει δε με την παγίδευση και εξόντωση του Μωραΐτη αξιωματικού Τέλλου Αγαπηνού ή καπετάν Άγρα (7/6/1907) και τη δύσθυμη αποχώρηση των συντρόφων του για την Ελλάδα το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ─ «με κάποια απογοήτευση, μαζί κι ένα παράπονο, πως είχε αποτελματωθεί ο Αγώνας, πως δράση στο Βάλτο δεν είχε πια, πως οι ηρωικές σελίδες, με τις μάχες και τις νίκες, είχαν κλείσει» (σ. 556). | ![]() |
Οι λόγοι αυτής της «αποτελμάτωσης» δεν εξηγούνται στο βιβλίο. Και πολύ λογικά, με δεδομένο τον απροκάλυπτα φρονηματιστικό χαρακτήρα του.
Από την άποψη της εθνικής κατήχησης, θα ήταν, γαρ, μάλλον αντιπαραγωγικό να εξηγήσεις στα ελληνόπουλα (αλλά και στους ενήλικους συμπατριώτες μας) πως ο αγώνας στον Βάλτο έληξε νικηφόρα όταν (και επειδή) οι ημέτεροι «ιππότες του σταυρού» έδρασαν ως άτακτη επικουρία των στρατευμάτων του σουλτάνου, ξεκαθαρίζοντας την περιοχή από τους επαναστατημένους ντόπιους χριστιανούς.
Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη τον Μάιο του 1907: μια κοινή ελληνοτουρκική στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία οι φιλοβούλγαροι αντάρτες (κομιτατζήδες) της περιοχής εκτοπίστηκαν από τα κρησφύγετά τους, απαλλάσσοντας προσωρινά τους μπέηδες του κάμπου από τον βραχνά της επαναστατικής τρομοκρατίας.
Ως λογοτέχνης, η Δέλτα δεν δεσμευόταν φυσικά από την υποχρέωση ειλικρίνειας του ιστορικού. Την ίδια όμως πολιτική αυτολογοκρισίας και αποσιώπησης έχει ακολουθήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα και το μεγαλύτερο μέρος της καθʼ ύλην αρμόδιας, εθνικά ορθής επιστημονικής κοινότητας.
Ο χαρακτήρας του Μακεδονικού Αγώνα ως πολύμορφης σύμπραξης οθωμανικού κράτους, μουσουλμάνων μπέηδων και Ελλήνων παραστρατιωτικών για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος των σλαβόφωνων αγροτών της Μακεδονίας αποτελεί μέχρι τις μέρες μας ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της εγχώριας ιστοριογραφίας.
Τιμώντας με τον τρόπο της την 110η επέτειο του τερματισμού της πιο διάσημης (χάρη ακριβώς στα «Μυστικά») πτυχής του Μακεδονικού Αγώνα, η στήλη επικεντρώνεται σήμερα σʼ αυτήν ακριβώς τη συσκοτισμένη «λεπτομέρεια» της εθνικής μας ιστορίας.
Για λόγους χώρου θα περιοριστούμε μόνο στην περιοχή του Βάλτου, υποσημειώνοντας πάντως ότι ανάλογα τεκμήρια αφθονούν για κάθε επιμέρους υποπεριοχή της ίδιας αναμέτρησης.
Στην υπηρεσία των μπέηδων
Κυρίαρχη αντίθεση στην περιοχή των Γενιτσών, που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές των κατοίκων, ήταν η οξύτατη μορφή του αγροτικού ζητήματος.
Ολα ανεξαιρέτως τα χωριά του κάμπου στα βόρεια, δυτικά και ανατολικά της λίμνης ήταν σλαβόφωνα τσιφλίκια με μουσουλμάνους, Ελληνες, Εβραίους ή Λεβαντίνους ιδιοκτήτες· στα νότια ήταν ελληνόφωνα μεν, επίσης όμως τσιφλίκια.
Οπως και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας, πολλοί χωρικοί εντάχθηκαν ως κομιτατζήδες στις γραμμές της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), ακριβώς επειδή το ριζοσπαστικό πρόγραμμά της επαγγελλόταν τη μελλοντική διανομή της γης στους καλλιεργητές, καθώς και άμεσα μέτρα για την προσωρινή ανακούφισή τους.
Το αποτέλεσμα αυτής της στράτευσης αποτυπώνεται ευκρινέστατα στις πηγές.
«Ολα τα χωριά του κάμπου της Ναούσης, πολύ φανατικά τότε, ήσαν με το μέρος των ως σιδηρούν παραπέτασμα», σημειώνει για τους κομιτατζήδες στις αναμνήσεις του ένας παλιός μακεδονομάχος (Ιωάννης Υψηλάντης, «Ο Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1961, σ. 9).
Εξίσου σαφής, ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη (και αρχιτέκτονας του Αγώνα), Λάμπρος Κορομηλάς, θα υπενθυμίσει σ' έναν υφιστάμενό του υπολοχαγό πως «ήλθομεν διʼ άμυναν κατά εχθρού ωργανωμένου, κατέχοντος άπαν το έδαφος και πάσας τας ψυχάς» (Κων/νος Μαζαράκης-Αινιάν, «Ο Μακεδονικός Αγών. Αναμνήσεις», Θεσ/νίκη 1963, σ. 95).
Οσο για την τρομοκρατία των κομιτατζήδων, που σε πολλά θυμίζει (τόσο ως πραγματική πρακτική όσο και ως μυθολογία των αντιπάλων της) τις αντίστοιχες μεταγενέστερες επιδόσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, ο Κορομηλάς είναι και εδώ εξίσου σαφής: ο περίφημος βοεβόδας Αποστόλ Πετκόφ γράφει, διαφεύγει την συντονισμένη ελληνοτουρκική καταδίωξη χάρη στο γεγονός ότι «τον αγαπά και τον τρέμει συνάμα η ύπαιθρος χώρα» (ΙΑΥΕ 1904/73, Λ. Κορομηλάς προς Υπ.Εξ., Εν Θεσ/νίκη 5/8/1904, αρ. 435 εμπ.).
Η ελληνική εξόρμηση, από την άλλη, ήταν πρακτικά αδύνατο να υιοθετήσει ένα ανάλογο απελευθερωτικό πρόταγμα. Οχι μόνο επειδή οι άκρως συντηρητικοί αξιωματικοί και διπλωμάτες που την πλαισίωσαν διέπονταν από μια κοσμοαντίληψη προσκολλημένη στην πάση θυσία προάσπιση του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος ─ σε αντίθεση με τους αναρχοκομμουνιστές ή ριζοσπάστες «δασκαλάκους» της μακεδονικής ενδοχώρας, που συγκρότησαν και στελέχωναν την ΕΜΕΟ.
Αλλά και για λόγους καθαρά πρακτικούς, δεδομένου ότι κοινωνικά στηρίγματά της υπήρξαν όσοι ακριβώς απειλούνταν από τον κλονισμό του status quo: γαιοκτήμονες, έμποροι και τοκογλύφοι των αστικών κέντρων, αλλά και εύποροι αγρότες που δυσφορούσαν για την «επαναστατική φορολογία» εκ μέρους των κομιτατζήδων και την ανατροπή των κοινωνικών ιεραρχιών που επέφερε η μακεδονική επανάσταση στο εσωτερικό των κοινοτήτων.
Οι μακεδονομάχοι πάλεψαν έτσι στην πράξη για την καθυπόταξη των εξεγερμένων κολίγων, με τα ανάλογα ─φυσικά─ τυχερά.
«Στο δρόμο που περνούσαμε ανάμεσα απʼ τα χωριά και τα τούρκικα τσιφλίκια», θυμάται χαρακτηριστικά ο Μανιάτης υπαξιωματικός Παναγιώτης Παπατζανετέας για κάποια επιχείρηση στον κάμπο των Γιαννιτσών, «μας βρίσκαν οι Τούρκοι, κάτι μπέηδες και μας λέγαν να μας φιλέψουν» («Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα», Θεσ/νίκη 1960, σ. 14).
Ο Χαλίλ Μπέης, ιδιοκτήτης του Διαβατού της Βέροιας, τροφοδοτεί τα ελληνικά σώματα του Βάλτου, φιλοξενεί στη βίλα του τον καπετάν Άγρα και κρύβει την ανταρτοομάδα του καπετάν Κόρακα στο χαρέμι του.
Ενας άλλος τσιφλικάς, ο Εμίν Αγάς, συνεννοείται για την κατασκευή ελληνικών ορμητηρίων στο τμήμα της λίμνης που αποτελεί ιδιοκτησία του, φιλοξενεί στο κτήμα του τον οπλαρχηγό Κλάπα και στέλνει χέλια για πεσκέσι στον καπετάν Ακρίτα.
Οσο για τη στάση των επίσημων αρχών, αποκαλυπτική είναι η αδημοσίευτη αφήγηση του υποπλοιάρχου Γεωργίου Κακουλίδη, συντονιστή του Αγώνα στο προξενείο Θεσσαλονίκης, προς την Πηνελόπη Δέλτα:
«Οι Τούρκοι κρυφά ευνοούσαν τους Ελληνες. Ο [γενικός επιθεωρητής των μακεδονικών βιλαετίων] Χιλμή πασσάς έλεγε με συγκεκαλυμμένες φράσεις στον Κορομηλά: “Τζάνεμ, κάνετε ό,τι θέλετε, μα μην κάνετε σαματά μεγάλο και μάχες, γιατί τότε θʼ αναγκαστώ να σας χτυπήσω. Εχω βλέπεις τους ξένους από πάνω μου που βλέπουν...”» (χειρόγραφο στην κατοχή του Αλέκου Π. Ζάννα, σ. 8-9).

Ελληνοτουρκικές επιχειρήσεις
Αποκορύφωμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας κατά της ΕΜΕΟ αποτέλεσε η διεξαγωγή κοινών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στον Βάλτο από στρατό και μακεδονομάχους. Συνεργασία, που κράτησε μια ολόκληρη διετία, δίχως να επηρεαστεί από τις συχνές εναλλαγές στην ηγεσία και την επάνδρωση των εκεί ελληνικών σωμάτων.
Το πρώτο βήμα σημειώθηκε το φθινόπωρο του 1905, όταν τα καταφύγια της ΕΜΕΟ στη λίμνη δέχτηκαν συνδυασμένη επίθεση από δυο πλευρές.
«Συνεννοηθείς μετά του κουμαντάρη Γκαλή-πασά», εξηγεί το 1909 σε αυτοβιογραφική αναφορά του προς την αρμόδια επιτροπή του ελληνικού υπουργείου Στρατιωτικών ο ντόπιος μακεδονομάχος [και πρώην κομιτατζής] Γκόνος Γιώτας, «περιεκύκλωσα τας Βουλγαρικάς καλύβας έξωθεν διά του στρατού. Εσωθεν δε προσβληθέντες υπό των ανδρών του [Ρουμελιώτη καπετάν] Πετρίλου, περιήλθον εις τοιαύτην αμηχανίαν οι Βούλγαροι, ώστε εγκατέλειψαν την καλύβην του Τσέκρι αφήσαντες εν αυτή και τρεις νεκρούς» (Τιμοθεάδης 1993, σ. 17).
Στις αρχές του 1906, σύμφωνα με την ίδια πηγή, η σύμπραξη επεκτάθηκε:
«Τη συναινέσει του Κέντρου, συνεννοηθείς εκ δευτέρου μετά του Κουμαντάρ Χαβούζ-Μπέη, παρέλαβον πέντε άνδρας και συνηνώθην μετά του στρατού δια περιπολίαν προς ανακάλυψιν κομιτατζήδων και αποθηκών πολεμοφοδίων αυτών. Αποτέλεσμα ταύτης υπήρξε η ανακάλυψις 25 όπλων και δύο αποθηκών κενών, εχόντων μόνον πέντε κάπας και δύο βόμβας. Το κυριώτερον όμως υπήρξεν η φυλάκισις επί 6μηνίαν ολόκληρον 35 φανατικών Βουλγάρων εξ όλης της περιφερείας Γενιτσών».
Το επόμενο βήμα σημειώθηκε την άνοιξη του 1906, από τον υπολοχαγό Ρήγα και τον ανθυπολοχαγό Αναγνωστάκο. «Μια μέρα συνεννοήθηκαν με Τούρκους αξιωματικούς να χτυπήσουμε μαζί μια βουλγαρική καλύβα στη θέση Μπαλίτζα», αφηγείται στη Δέλτα ο Παπατζανετέας. «Με πλάβες πιάσαμε τα διάφορα μέρη μέσα στη λίμνη, γύρω από τη θέση Μπαλίτζα, και ο τουρκικός στρατός εισέβαλε κι αυτός με πλάβες από τα Γιαννιτσά» (όπ.π., σ. 6).
Τον Ιούνιο ο Αναγνωστάκος συνεννοήθηκε ξανά «με Τούρκους αξιωματικούς, να περικυκλώσουν με στρατό απʼ έξω» την περιοχή του Βάλτου, απʼ όπου αυτός θα επιχειρούσε να διώξει τους κομιτατζήδες (στο ίδιο, σ. 18).
Η δύσκολη συνεννόηση
Τον Δεκέμβριο του 1906 θα σχεδιαστούν κοινές επιχειρήσεις από τον καπετάν Άγρα και τον στρατιωτικό διοικητή Βέροιας Ασήμ Μπέη, που χρησιμοποιεί πυροβολικό και θωρακισμένες βάρκες για να εκτοπίσει τους κομιτατζήδες από τις θέσεις τους στον Βάλτο.
Κατά τη διάρκεια των διήμερων μαχών, αφηγείται ο Υψηλάντης (όπ.π., σ. 14), «συνεπράξαμεν μετά των Τούρκων, παρενοχλούντες το βουλγαρικόν αρχηγείον δια επιθέσεων και ψευδοεπιθέσεων», δίχως όμως ουσιαστικά αποτελέσματα.
Αναλυτικότερος όσον αφορά την προετοιμασία αυτής της επιχείρησης είναι στις δικές του αναμνήσεις ο Παπατζανετέας: «Ελαβα γράμμα του κουμαντάρη της Βέροιας [δηλ. του φρούραρχου], του Τούρκου ταγματάρχη Ασήμπεη, που μου τόστειλε με τον Χαλίλ μπέη από την Καβάσιλα. Στο γράμμα μού έγραφε ότι μου παρέχει όλα τα μέσα για να χτυπήσουμε μαζί τους Βουλγάρους. Και στο τέλος του γράμματος έλεγε “για να εκδικηθούμε το φόνο του αγαπητού μας Ριζά” [τον Ριζά μπέη είχαν σκοτώσει λίγες μέρες πριν οι Βούλγαροι στο χωριό Μπρανιάτες].
»Μου έγραφε ακόμα να τεθώ επί κεφαλής 50 Τούρκων στρατιωτών και να έβγω έξω να κυνηγήσω τους Βουλγάρους. Επειδή όμως εγώ είχα παραδώσει πια την υπηρεσία στον Άγρα, είπα στον κομιστή της επιστολής Χαλίλ μπέη ότι το γράμμα αυτό θα το στείλω στον νέο αρχηγό. Και έτσι έκανα. »Σε λίγες μέρες έφτασε ο Άγρας και τον σύστησα στον Χαλίλ μπέη. Τότε πήγε και βρήκε ο Άγρας τον κουμαντάρη Ασήμπεη στο χωριό Καβάσιλα, συνεννοήθηκε μαζί του και αποφάσισαν να χτυπήσουν μαζί τους Βουλγάρους. »Αμέσως ο κουμαντάρης διέταξε και έφθασαν από τα Βοδενά πυροβόλα στο χωριό Ζερβοχώρι, συγχρόνως δε διά ξηράς με κάρα μετέφερε και μονόξυλα στη σκάλα του Ζερβοχωρίου» (όπ.π., σ. 34). | ![]() |
Από αναφορά του ειδικού γραφέα του προξενείου Θεσσαλονίκης, υπολοχαγού Δημητρίου Κάκκαβου, προς το «Κέντρον Αθηνών» (6/12/1906) μαθαίνουμε πως οι τουρκικές δυνάμεις ανήλθαν σε «60 βαγόνια στρατού».
Εκτός από τη διεξαγωγή κοινών επιχειρήσεων, η ελληνοτουρκική συνεργασία κατά των κομιτατζήδων περιελάμβανε και άλλου είδους διευθετήσεις. Το εξηγεί ένας στρατιωτικός γιατρός που υπηρετούσε στον Βάλτο, περιγράφοντας την επιδρομή στο χωριό Κουφάλια (12/3/1907):
«Η κατά των Κουφαλίων επίθεσις εγένετο κατόπιν συνεννοήσεως του Τούρκου διοικητού [καϊμακάμη Γενιτσών] μετά του ημετέρου αρχηγού Κάλα. Συνεφώνησαν νʼ αποσυρθή εκείθεν ο Τουρκικός στρατός και να επιτεθούν οι ημέτεροι». (Δημ. Τσάκαλος, «Αναμνήσεις του Μακεδονικού Αγώνος», περ. Μακεδονικός Αγών, 5/1929, σ. 14).

Η τελική εκκαθάριση
Ό,τι δεν έγινε λόγω καχυποψίας και προβληματικής συνεννόησης τον χειμώνα του 1906 υλοποιήθηκε πανηγυρικά στα τέλη της επόμενης άνοιξης. Με μια αποφασιστική επίδειξη δύναμης, ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε τον Βάλτο εκτοπίζοντας από εκεί τους κομιτατζήδες.
Το δε ελληνικό προξενείο θα πανηγυρίσει, τονίζοντας ότι στην επιτυχία της εκκαθάρισης «τα μέγιστα συνετέλεσαν τα εν τη λίμνη ημέτερα σώματα» (ΙΑΥΕ 1906/4, Φ. Κοντογούρης προς Υπ.Εξ, Εν Θεσ/νίκη 21.7.1907, αρ. 492 εμπ.).
«Από κοινού μετά του αειμνήστου αρχηγού Παπαδοπούλου», θυμάται σχετικά ο Γκόνος, «απεστείλαμεν εγώ μεν τον εξάδελφόν μου Ντίναν Βουδρισλήν, ούτος δε τον κρητικόν καπετάν Γρηγόρην εις γνωστόν μοι εκ των προτέρων τούρκον τινά Μπίμπασην [=χιλίαρχο]. Συνεννοηθέντες δε, επετέθημεν ημείς μεν έσωθεν, ο δε στρατός μετά των αποσταλέντων ημετέρων έξωθεν. Εκ της επιθέσεως ταύτης εφονεύθησαν μεν 14 κομιτατζήδες, συνελήφθησαν δε αιχμάλωτοι τρεις, εκ των οποίων και ο προδότης αντάρτης εξ Αποστόλων. Εννοείται ότι και ούτοι εύρον την αυτήν τύχην των λοιπών» (Τιμοθεάδης, όπ.π., σ. 19).
Η αφήγηση του Γκόνου επιβεβαιώνεται από λεπτομερή έκθεση του ελληνικού προξενείου: «Οι Οθωμανοί», διαβάζουμε, «από καιρού παρασκευαζόμενοι διά την εξόντωσιν των εν τη λίμνη βουλγαρικών συμμοριών, απεφάσισαν να εκτελέσουν εσχάτως την μελετωμένην ταύτην επιχείρησιν». Στις 28 Απριλίου 1907 «μετέφερον εις Γενιτσά και έρριψαν εντός της λίμνης αρκετόν αριθμόν λέμβων (πλαβών), εζήτησαν δε διά του φρουράρχου Γενιτσών συνεννόησιν μετά του Έλληνος αρχηγού του Ανατολικού διαμερίσματος της λίμνης [δηλαδή του Νικηφόρου]. Ο αρχηγός εδέχθη τον εκ μέρους του φρουράρχου αποσταλέντα αξιωματικόν, από κοινού δε κατήρτισαν το σχέδιον της επιχειρήσεως».
Στις 29 Απριλίου ο Νικηφόρος έστειλε «απόσπασμα του σώματος υπό τον Κρήτα Γρηγόριον Παπαδάκην εις ανίχνευσιν των βουλγαρικών θέσεων». Οι άνδρες του ανακάλυψαν μια νέα οχυρωμένη καλύβα των κομιτατζήδων κι αποπειράθηκαν να την εκπορθήσουν, αποκρούστηκαν όμως με έναν νεκρό. Την ίδια μέρα, ο στρατός «κατέλαβε παλαιάς τινας καλύβας Βουλγαρικάς άνευ αντιστάσεως».
Απέμενε η τελική προέλαση: «Οι ημέτεροι εξηκολούθησαν τας κατοπτεύσεις των, κατώρθωσαν δε νʼ ανακαλύψωσι και ετέραν Βουλγαρικήν καλύβην, ονομαζομένην Αλγκίν, καθʼ ης σφοδρά έλαβεν χώραν επίθεσις τη 2 Μαΐου εκ μέρους του Τουρκικού στρατού, χάρις δε εις την ανδρείαν του ως οδηγού χρησιμοποιηθέντος καπετάν Γρηγόρη Παπαδάκη, ενθαρρύνοντος απαύστως τους δειλιάσαντας και ετοίμους προς υποχώρησιν στρατιώτας, η καλύβη αύτη κατελήφθη».
Το ανθρώπινο κόστος της επίθεσης, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν ένας στρατιώτης και τέσσερις κομιταζήδες νεκροί, έξι στρατιώτες τραυματίες και δυο κομιταζήδες αιχμάλωτοι (ΙΑΥΕ 1907/69, Φ. Κοντογούρης προς Υπ.Εξ, Εν Θεσ/νίκη 7.5.1907, αρ. 262 εμπ.).

Η σιωπή της Ιστορίας
Παρά τη σαφήνεια των πηγών, η συγκεκριμένη πτυχή του Μακεδονικού Αγώνα έχει αποσιωπηθεί από την εθνικά ορθή ελληνική ιστοριογραφία.
Στην πολυσέλιδη ενασχόλησή του με τις επιχειρήσεις στον Βάλτο, το εκλαϊκευμένο εγχειρίδιο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών δεν αναφέρει λ.χ. το παραμικρό περί ελληνοτουρκικής συνεργασίας (Παύλος Τσάμης, «Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1975, σ. 292-296, 342-356 & 393-399). Μάλλον αναμενόμενο, αφού ο συγγραφέας υπήρξε όχι μόνο απόστρατος ταξίαρχος αλλά και επικεφαλής επί χούντας του Κέντρου Απόδημων Μακεδόνων, οργανισμού που ήταν επιφορτισμένος με την εθνική προπαγάνδα και την επιτήρηση της διασποράς.
Η επίσημη πάλι ιστορία του ΓΕΣ, που γράφτηκε επί χούντας και κυκλοφόρησε το 1979, παρόλο που επίσης αφιερώνει αρκετές σελίδες στον Βάλτο (σ. 182-184, 230-234 & 257-260) μνημονεύει μόνο τη σχετική πρόταση του στρατιωτικού διοικητή της Βέροιας, ισχυριζόμενη πως αυτή απορρίφθηκε ρητά από τον οπλαρχηγό Σάρρο (σ. 234). Οσο για την αναθεωρημένη ─υποτίθεται─ έκδοση του 1998, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η αυτούσια μετάφραση της προηγούμενης στη δημοτική.
Ακόμη προβληματικότερη είναι η εξιστόρηση του αγώνα στον Βάλτο από τον Ι.Κ. Μαζαράκη στην ημιεπίσημη «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» (τ. ΙΔ', Αθήναι 1977, σ. 251-252), αφήγημα που κυκλοφόρησε και σε αυτοτελή έκδοση («Ο Μακεδονικός Αγώνας», Αθήνα 1981, σ. 93-97). Εδώ δεν αποσιωπάται μόνο η ελληνοτουρκική συνεργασία, αλλά ακόμη και η παρουσία οθωμανικού στρατού!
Μοναδική εξαίρεση στην εθνικά ορθή βιβλιοπαραγωγή αποτέλεσε το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου «Μακεδονικός Αγώνας» (Θεσ/νίκη 1987). Με πηγές τον Παπατζανετέα και τις εκθέσεις του προξενείου, ο συγγραφέας μνημονεύει ορισμένα από τα προαναφερθέντα περιστατικά ελληνοτουρκικής συνεργασίας (σ. 172, 175 & 192-193) ─ δίχως όμως αυτή η παραδοχή να επηρεάζει στο παραμικρό το ερμηνευτικό σχήμα του περί «διμέτωπου», καθαρά «απελευθερωτικού αγώνα» (σ. 37).
Θα χρειαστεί έτσι να περιμένουμε την εθνικιστική υστερία του 1992 και τη συνακόλουθη ανακλαστική είσοδο στο προσκήνιο μιας νέας γενιάς ιστορικών που δεν αυτολογοκρίνονται, για να αρχίσει να τοποθετείται η ελληνοτουρκική αυτή σύμπραξη στις πραγματικές της διαστάσεις.
![]() |