ΤΟ ΕΘΝΟΣ
ΚΑΙ Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
ΣΕ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

L'oubli, et je dirai même l' erreur historique,
sont un facteur essentiel de la formation d'une nation.
Ernest Renan
(Qυ'est-ce qu' υne nation? Sorbonne, 1882)


Το Έθνος για τους περισσότερους ανθρώπους αποτελεί δεδομένο παρότι στις αναφλέξιμες ζώνες του πλανήτη παραμένει ζητούμενο πολιτικό, πολιτισμικό και εδαφικό, και παρότι αν ζητούσαμε από κάποιον να το προσδιορίσει θα δυσκολευόταν πολύ να μας εξασφαλίσει έναν αντικειμενικό ορισμό. Τα επικαλούμενα επιχειρήματα που το προσδιορίζουν στον πολιτικό λόγο, την εκπαίδευση και τις συνειδήσεις αφορούν συνήθως σε μια «αρχέγονη και φυσική» γλωσσική και γεωγραφική ενότητα, εγχώρια τέχνη και παράδοση, που εκλαμβάνονται ως αυτονόητα και «αποδεδειγμένα» από τις γλωσσολογικές μελέτες, τα αρχαία υλικά κατάλοιπα και την «εθνική» ιστορία που προκύπτει από αυτά.

Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου και την αποαποικιοποίηση, το έθνος επαναπροσδιορίζεται από πολλούς επιστήμονες στη βάση της αναπόφευκτης νεοτερικής κατασκευής που το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο διαμόρφωσε, για να συνενώσει την ανομοιογενή κοινωνία που παρέλαβε στο γύρισμα του 18ου αιώνα και να υποτάξει τις διαιρέσεις της στην κεντρική εξουσία.


Κρατούμενοι στη Μακρόνησο κατασκευάζουν μικρό ομοίωμα του Παρθενώνα.

Εξετάζοντας την εθνογένεση έξω απ' τη θεώρηση των αρχεγονιστών ανιχνεύουμε το αίτιό της στη αυγή του «μακρύ», εθνικού και λόγιου, 19ου αιώνα του Hobsbawm (1790-1912), όταν σημειώνονται δυο κορυφώσεις στην Ευρώπη που δρομολογούν τις εξελίξεις για τη νεοτερικού τύπου εξουσία: αφενός η πρώτη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης που εννοεί την αστικοποίηση, αναδεικνύει τον ορθολογισμό στο κέρδος και την εργασία και οδηγεί σε ρήξη την εξουσία των προνομίων με την εξουσία του χρήματος, αφετέρου η Γαλλική Επανάσταση που μέσω των αστών διακινεί το αίτημα της πολιτικής τους συμμετοχής.

Σε ένα τέτοιο συγκείμενο, ο εθνικισμός, η ιδεολογία της αστικής τάξης στο στάδιο της ανόδου της και λειτουργικό προαπαιτούμενο της εθνογένεσης, θα κωδικοποιήσει τις κοινωνικές σχέσεις και τα πολιτικά συμφέροντα χάρη στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και το γοητευτικό περίγραμμα που θα λάβει μέσα απ' τα ρομαντικά libretti των λογίων και τις εικαστικές αποδόσεις, παρέχοντας στις εθνοτικές κοινότητες (ethnies) μια διεύρυνση πέρα από αυτήν που ως τότε διαμόρφωνε η λαϊκή παράδοση.

Ο εθνικισμός, ιστορικά, εμφάνισε τα δυο πρόσωπα τον Ιανού: έχοντας συμβάλλει στην πολιτική χειραφέτηση των λαών και την απομάκρυνση του ελέω Θεού παράγοντα από τη διακυβέρνησή τους, αρχικά ─με εξαίρεση τους μαρξιστές που θεωρούσαν το εθνικό ζήτημα άκαιρο σε μια εποχή που το κοινωνικό ζήτημα δεν είχε αποκατασταθεί─ αποτιμήθηκε θετικά στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, και μόνο ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος θα δώσει το λάκτισμα ώστε να εκληφθεί ως παθολογία.

Η επανεξέτασή του έκτοτε κατέληξε πως ο μετασχηματισμός των πρότερων φιλελεύθερων στοιχείων του σε αυταρχικό μόρφωμα υπήρξε αποτέλεσμα μιας αναπόφευκτης τροπής: πολιτικά και κοινωνιολογικά ιδωμένο, εύλογο ήταν να σημειωθούν εκείνες οι ιδεολογικές μεταλλάξεις που θα οδηγούσαν τα κράτη-έθνη σε παραδοσιοκρατία και σμίλευμα του «εχθρικού γείτονα», αφού το εθνικό κράτος έγινε το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής που όφειλε να πείθει, να συσπειρώνει, να παρακινεί, να διεκδικεί και να «εκπολιτίζει», κατά το χεγκελιανό πρότυπο.

Η εθνική ιδεολογία προσδιορίστηκε όχι μόνο μέσα από πολιτικά αλλά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, τους λεγόμενους «γενεαλογικούς μύθους», αφηγήματα ημιμυθικά απλοποιημένης συνέχειας στο χρόνο, ιδιαίτερης συμβολικής και συναισθηματικής δυναμικής που αποτελούσαν μέρος της βιωμένης λαϊκής παράδοσης και που μέσω των λογίων και των πολιτικών κατέκτησαν σε βάθος την κοινωνική συνείδηση και έγιναν μοχλός πόλωσης. Πρόκειται για τους μύθους καταγωγής (αίσθημα συνανήκειν και φυλετικής καθαρότητας), της θείας εκλογής (περιούσιου λαού), της ιερής γης (εδώ γεννήθηκαν, θυσιάστηκαν οι πρόγονοι), της θείας αποστολής (ο εκπολιτιστικός ρόλος που ευλογείται ως και εκ των άνω) και τον χρυσού αιώνα (ύψιστη πνευματική ή στρατιωτική ακμή στην ιστορία του έθνους μετά από την οποία επακολούθησε η παρακμή).

Τα αφηγήματα αυτά, αναγωγικά και γενικευτικά, πλαισιώθηκαν από προσδιορισμούς όπως «πατρώο έδαφος», «εθνική μνήμη», «γενιές ηρώων» και «εθνομαρτύρων», «γηγενής τέχνη», αποσκοπώντας, πέρα από το εμφανές της εγκαθίδρυσης μιας κοιvής εθνικής συνείδησης, στη μεταφυσική νομιμοποίηση της εξουσίας που είχε επιφορτιστεί με την πραγμάτωση της προνοιακής αποστολής του έθνους.

Η κατήχηση των πολιτών με μύθους και σύμβολα τα οποία ενσωματώθηκαν στην κρατική εκπαίδευση και τον εθνικό στρατό συνέτεινε στην ολιστική παρουσίαση τον παρελθόντος ─του κατεξοχήν εθνικιστικού χαρακτηριστικού της κατάργησης του χρόνου─, χτίζοντας με αυθαίρετο τρόπο γέφυρες ανάμεσα στις ιστορικές περιόδους και τις δημογραφικές αλλαγές και αναθέτοντας στην ιστορία το ρόλο «εθνικού» διδασκάλου δεσμεύοντας την αντικειμενικότητά της.

Οι γενεαλογικοί ή ─κατά τον Malinowski─ καταστατικοί μύθοι, υποστηρίχθηκαν και μέσα από την αρχαιολογία, η οποία οφείλει την εξέλιξή της σε επιστήμη στην εμφάνιση του εθνικισμού. Δίχως το εφαλτήριό του το πιθανότερο είναι να βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της ερασιτεχνικής ενασχόλησης: πρόκειται για μια σχέση αλληλεξάρτησης ανάλογη με αυτή που διέπει τη σύγχρονη γενετική με το φυλετισμό του 19ου αιώνα, ο οποίος επίσης καθόρισε τα πορίσματα της αρχαιολογίας. Με την αρχαιολογία να λειτουργεί ως ανάστροφη προέκταση της ιστορίας, οι αρχαιολόγοι κινήθηκαν γύρω από τον άξονα της επιβεβαίωσης των αφηγημάτων τροφοδοτώντας ιστορικούς και ανθρωπολόγους με επιλεγμένο υλικό που «απεδείκνυε» την «εθνική» μακροβιότητα που, όλοι πλέον, διεκδικούσαν, από το Σλάβο χωρικό που εξέφραζε στα παραδοσιακά τραγούδια και χορούς την προσήλωση στο παρελθόν ως το Γάλλο αστό που είχε βγει ισχυρότερος από την ετυμηγορία της Επανάστασης νοx populi νοx dei και το Γερμανό λόγιο που διερευνούσε τη διάρκεια και την αξία του πατρογονικού πολιτισμού του.

Έτσι δρομολογούνται μελέτες των αρχαίων πολιτισμών υπαχθείσες στις ανάγκες της αστικής τάξης που το 19ο αιώνα μετασχηματίζεται από πολιτική τάξη σε ιθύνουσα, και η οποία, εμφορούμενη από την πεποίθηση της εκπολιτιστικής αποστολής της αναζητά κατά το πέρασμά της από τον αστισμό ─προτού οριστικοποιήσει την καπιταλιστική της μετάλλαξη─ αφενός την αισθητική που θα τη διαφοροποιούσε από τα σύμβολα της φεουδαρχίας, αφετέρου το κοινωνικοψυχολογικό ισοδύναμο που θα οδηγούσε στη λαϊκή συσπείρωση γύρω από την εξουσία της.

Η αρχαιολογία του 19ου εστίασε κυρίως στην ανάδειξη του «χρυσού αιώνα» του έθνους ως η μόνη αρμόδια να δώσει επιστημονικό κύρος στη σύνδεση παρόντος και παρελθόντος, να αναγορεύσει σε «εθνικά» τα ευρήματα και να τα ιδρυματοποιήσει σε «εθνικά» μουσεία καθιστώντας τα εμβληματικούς φορείς της κρατικής πολιτισμικής στρατηγικής. Γι' αυτούς τους λόγους δεν υπήρξε πεδίο ουδέτερου επιστημονικού λόγου· αντίθετα, το ιδεολογικοπολιτικό αίτημα οδήγησε τους αρχαιολόγους στην άκριτη ταύτιση ενός αρχαίου πολιτισμού με έναν σύγχρονο ─ φαινόμενο «antiquity frenzy» («παροξυσμός αρχαιότητας»), και επιπλέον, ως λειτουργοί στρατευμένοι στις πιο ευαίσθητες ανάγκες του έθνους και θεματοφύλακες των αξιών του, επιβραβεύονταν με αξιώματα στον πολιτικό θώκο.





Σημείωση:

Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία
της κ. Παυλή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας,
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης».
(Πηγή: Πάνδημος, Παντειακές δημοσιεύσεις, pandemos.panteion.gr).





Διαβάστε ακόμα
στην «Ελεύθερη Έρευνα»:

Το έθνος και τα ερείπιά του
(Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα)






Η Καλλιόπη Παυλή από τη Σάμο, είναι απόφοιτος σπουδών Μ.Μ.Ε. (Αθήνα) και Ιστορίας (Πάτρα), με υποτροφία στη δεύτερη σχολή. Έζησε στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης, και έχει ταξιδέψει στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιστρέφοντας εργάστηκε στον αρχαιολογικό τουρισμό αρχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου, με τίτλο της διπλωματικής «Ο Εθνικισμός στην Αρχαιολογία της Δύσης». Η μεταπτυχιακή εργασία της περιλήφθηκε στην Ενδεικτική Θεματική Βιβλιογραφία για τους φοιτητές του σεμιναρίου «Νεο-Ελληνική Εθνική Ιδεολογία» του καθηγητή Στ. Πεσμαζόγλου.

Μετά και από τα ταξίδια στην Τουρκία που συνδέονταν με τη διατριβή της («Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων»), στην οποία εξετάστηκαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το Αρχαιολογικό τμήμα της Αρμοστείας Σμύρνης στη Μ. Ασία κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1919-1922), ανακηρύχθηκε δρ. Ιστορίας το 2012.

Το 2014 εξέδωσε το βιβλίο: Εις το όνομα του πολιτισμού. Η ιδεολογία των ανασκαφών στη Μικρά Ασία κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22), εκδόσεις Ισνάφι.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια, ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής σε διεθνή συνέδρια, σε ανασκαφές στη Λήμνο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νικ. Ευστρατίου, έχει δημοσιεύσει άρθρα, ανήκει στο editorial board του Int. Journal SCS και είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κ.Ε.Ν.Ι. με θέμα την αποικιοκρατία του ύστερου 19ου-πρώιμου 20ού αιώνα και την πρόσληψή της από την εγχώρια λογιοσύνη εν όψει της μικρασιατικής εκστρατείας.

Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της συνδέονται με τη μυθολογική θεμελίωση των εθνικών κρατών που περνά και από την κατά βούληση αρχαιολογική ερμηνεία, μέσα από την οποία επιβάλλεται η γεωγραφία και η πολιτική τους. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.