Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αρχίζουν οι παγκόσμιες εκθέσεις στο Δυτικό κόσμο οι οποίες εντάσσονται στο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της «λογικής προκατάληψης» των Δυτικών και οι οποίες, σύμφωνα με τη ρήση του Hobsbawm, αποτέλεσαν τις «great new rituals of self-congratulation». Η Αγγλία εστίαζε στον «ιστορικό» της ρόλο −συχνά σε παραλληλισμό με τους Ρωμαίους και τις εκτενείς αποικίες τους−, η Γαλλία στον «εκπολιτιστικό» της ρόλο και οι Ηνωμένες Πολιτείες στον «πρωτογονισμό» των γηγενών της ηπείρου όπου εγκαταστάθηκαν, σε ένα θέαμα που συγκέντρωνε εκατομμύρια επισκέπτες.
Τον κύκλο άνοιξε η «Great Exhibition» του 1851 στο Crystal Ρalace του Λονδίνου, δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής υψωμένο στο Hyde Ρark, ένας θρίαμβος της Βικτωρίας και του πρίγκιπα Αλβέρτου που στόχευε στην ανάδειξη της οικονομικής, στρατιωτικής και βιομηχανικής ανωτερότητας της μέγιστης αποικιοκράτισσας, αποτελούσε πραγματική ύβρη −κατά τον καθηγητή Διεθνώv Σχέσεων John Hobson−, αφού η εκβιομηχάνιση που διαφήμιζε δεν ήταν παρά το τελικό στάδιο της διάχυσης των εφευρέσεων που εμφανίστηκαν, πολύ νωρίτερα και για πρώτη φορά, στην Κίνα. (Hobson, Οι ανατολικές ρίζες του δυτικού πολιτισμού, Αθήνα 2006, 12).

Η γαλλική «Exposition Universelle» του 1899, πλην των πολιτιστικών εκθεμάτων της που σχετίζονταν με την τρέχουσα Αrt Nouveau, τον κινηματογράφο και το βραβευθέν «Campbell's Soup», είχε τη μορφή ενός ρατσιστικού πανηγυριού: διακηρύττοντας τα αποικιοκρατικά της επιτεύγματα που σχετίζονταν με την Καμπότζη, την Κίνα και την Αλγερία αφιέρωσε ένα τομέα ιδιαίτερης έκτασης στο «zoo humain», ιδιαίτερα δημοφιλές στους Δυτικούς (ήδη γνωστό απ' τη δεκαετία 1870 σε Βαρκελώνη, Μιλάνο, Βαρσοβία, Αμβούργο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη) με γηγενείς από τη Σενεγάλη, το Κονγκό, τη Νέα Καληδονία και το Tonkin του Βιετνάμ, οι οποίοι κλήθηκαν να χτίσουν καλύβες και να κατοικήσουν σ' αυτές με τα καθημερινά χρηστικά τους αντικείμενα επί μήνες ως curiosité για χάρη των επισκεπτών.

Οι «αποικιακές εκθέσεις» που πραγματοποιούνταν στη Γαλλία υπό την αιγίδα του Ministère des Colonies (που πρώτοι είχαν ιδρύσει οι Βρετανοί) με άξονα αναφοράς τις αρχαίες πολιτισμικές κατακτήσεις της Δύσης τις οποίες αντιπαρέθεταν στην απουσία «πολιτισμικών κατακτήσεων» των αποικιών, αποτελούσε μια αντίληψη που συζητείται ως σήμερα στη Γαλλία όπως μαρτυρά το σχετικό συνέδριο του 2006 υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού που μελετά τη γαλλική αποικιοκρατία μέσα κι από τα αρχεία του Υπουργείου των Αποικιών με επίκεντρο την «Coloniale Nationale» του 1907.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η «Luisiana Purchase Exhibition» στο St. Louis του 1904, μια από τις μεγαλύτερες εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν ποτέ και η οποία έδωσε την αφορμή στον Theodore Roosevelt (1858-1919) να μιλήσει στην αυγή του 20ού για την έναρξη του «Αμερικανικού Αιώνα», αφιέρωσε τα περισσότερα στρέμματα γης στους 1.100 γηγενείς διαφόρων φυλών των Φιλιππίνων — το νέο υπερπόντιο λάφυρο των ΗΠΑ στον Ειρηνικό μετά τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο.
Το τμήμα αυτό της έκθεσης που ως εκθέματα είχε όχι επιτεύγματα τεχνολογικά αλλά ανθρώπους, ενείχε, κατά τους διοργανωτές της έκθεσης, «ανθρωπολογικό περιεχόμενο»: γηγενείς έμειναν επί 8 μήνες (όσο διήρκεσε η έκθεση) στις καλύβες τους −καίτοι σχεδιασμένες από Αμερικανούς και Ευρωπαίους αρχιτέκτονες−, επιδίδονταν σε τελετουργικούς χορούς, γάμους και εικονικό κυνήγι ζώων, και παράλληλα θεωρείτο παιδευτικό θέαμα για παιδιά και δασκάλους.
Η έκθεση περιλάμβανε και «ινδιάνικο σχολείο» με λευκούς δασκάλους να «εκπολιτίζουν» ιθαγενείς. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές: «A remarkable achievement... it succeeds as both entertainment and sociological study» −είχαν γράψει οι Riverfront Times− «...highly recommended» — είχε προσθέσει η American Library Association.
Την πίστη τους στην «ανωτερότητά» τους οι Ευρωαμερικανοί συνέχισαν να εκφράζουν μέχρι και τις αρχές του 20ού, τοποθετώντας τις αρχαιολογικές συλλογές των ιθαγενών της Αμερικής σε μουσεία Φυσικής Ιστορίας κι όχι στα μουσεία Καλών Τεχνών όπου περιλαμβάνονταν οι αρχαιότητες της Ευρώπης.
Η «British Empire Exhibition» στο Wembley του 1924 θεωρήθηκε «ιστορικό έπος» από τον Kipling ο οποίος της αφιέρωσε ποίημα που μελοποιήθηκε, κι ο οποίος γενικότερα επιδοκίμαζε την κυριαρχία των Άγγλων στις Ινδίες που είχε μετασχηματίσει τη χώρα του σε αυτοκρατορία: «Πλούσια η κληρονομιά μας και γόνιμη η συμβολή μας!... Οι δεσμοί μας είναι πιο δυνατοί από τη ζωή που πρέπει να συντρίψουμε».
Οι Times είδαν την έκθεση ως «Γέφυρα της Αυτοκρατορίας που είχε ξεκινήσει από ήρωες του παρελθόντος και ολοκληρώθηκε από τους σύγχρονους κυρίαρχους αποικιοκράτες με προσωπικές θυσίες για το κοινό καλό» ενώ μέρος έλαβαν ως εκθέματα −όπως καταγγέλλει ο ανθρωπολόγος Benedict Burton− 15 χιλιάδες άνθρωποι, 300 άλογα, 500 γαϊδούρια, 730 καμήλες, 72 μαϊμούδες, 1000 κύκνοι, 7 ελέφαντες και 3 αρκούδες. (Burton, «International Exhibitions & National Identity», στο Anthropology Today», Vol 7, No 3, London 1991, 7-8).
Μετά την «Völkerschau Kolonial» στη Stuttgart του 1928 που επίσης θα παρουσιάσει το δημοφιλές στο κοινό Völkerschau (Human Ζοο), ακολουθεί η «Exposition Coloniale» του 1931 στο Παρίσι που αποτελούσε άλλη μια θεατρική παράσταση, αυτή τη φορά διαφημίζοντας την κυρίαρχη καλλιτεχνική πρόταση Art Deco, με μπαλαρίνες από τη Σενεγάλη, τη Μαδαγασκάρη, την Καμπότζη και την Ταϊτή σε φαντασμαγορικά shows, με ορχήστρες, φωτισμένα σιντριβάνια και πολύχρωμα κτήρια, και τους κριτικούς να γράφουν «Η έκθεση των αποικιών είναι μια γιορτή (...) του Τουρισμού και του Εξωτισμού πάντα μέσα στη μόδα». Η έκθεση, που όπως και οι προηγούμενες προπαγάνδιζε το διαμεσολαβητικό ρόλο της Γαλλίας στον εκπολιτισμό των αποικιών της, αυτή τη φορά προέβη και στην ανέγερση αποικιακού μουσείου φασιστικής αρχιτεκτονικής, του Musée Permanent des Colonies.

Ωστόσο αυτή τη φορά η γαλλική έκθεση έτυχε δημόσιου αντίλογου από τους κομμουνιστές στην παράλληλη «Αντίστροφη Έκθεση» που είχαν οργανώσει με τίτλο La Vérité sur les colonies και έθιγε το έγκλημα της αποικιοκρατίας, παρουσιάζοντας τους αποίκους μέσα σε κλουβιά και δεμένους με αλυσίδες. Και βέβαια, οι εκθέσεις των αρχών του 20ού όχι τυχαία συμπίπτουν με τα κινήματα σε εξέλιξη στις αποικίες και με την οικονομική κάμψη στη Δύση· έτσι είχε κριθεί πολιτικά απαραίτητο το μήνυμα της «χαρούμενης κατοχής», της οικονομικής ευμάρειας και της «πολιτισμικής κατανόησης» από μέρους των Ευρωπαίων που δικαίωνε τη ρήση του Marx «η βαρβαρότητα επανεμφανίζεται, αλλά αυτή τη φορά γεννιέται στους κόλπους του πολιτισμού». (Στο Karl Marx, The Poverty of Philosophy, α΄ έκδ. Paris & Brussels 1847).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πολιτική που παρήχθη στα υποτελή κράτη υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού εθνικισμού. Τον καιρό που οι Ισπανοί έστελναν στην αμερικανική ήπειρο εξεταστική επιτροπή για να ερευνήσουν αν οι ιθαγενείς είχαν ή όχι ψυχή, οι ιθαγενείς από την πλευρά τους καταγίνονταν να βουτάνε στη θάλασσα λευκούς αιχμαλώτους για να επαληθεύσουν, παρατηρώντας τους για πολύ καιρό, αν τα σώματά τους σάπιζαν ή όχι. Αυτό ήταν η αρχή μιας αντίδρασης που δημιούργησε η αποικιακή πολιτική η οποία στάθηκε καθοριστική για το μέλλον τους, καθώς τα σύγχρονα ολοκληρωτικά καθεστώτα στη Μαύρη Ήπειρο επηρεάστηκαν απ’ τις παλιές σχέσεις με τους ευρωπαϊκούς παράγοντες ή ακόμα, όπως αναφέρει ο Balandier, ενισχύθηκαν από αυτούς — χώρια που τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε Αφρική και Ασία αποποιήθηκαν συχνά το ευρωπαϊκό μοντέλο της δημοκρατίας και υιοθέτησαν το ευρωπαϊκό μοντέλο του εθνικισμού. (Woolf, O Εθνικισμός στην Ευρώπη, Αθήνα 1999, 22).
Αντλώντας παραδείγματα από την έκβαση της αρχαιολογίας στις πρώην υποτελείς χώρες βρίσκουμε την κινεζική αρχαιολογία του 19ου και των αρχών του 20ού να «τεκμηριώνει» ως κινεζικό το νεολιθικό πολιτισμό του Longshan περί τον Κίτρινο Ποταμό (όπου η επίδραση της Δύσης ήταν λιγότερο εμφανής), ως απάντηση στις προσβολές που είχαν δεχθεί οι κινεζικές παραδόσεις από τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Ιδιαίτερα πολύτιμα για τον φυλετικό εθνικισμό και την «απόδειξη» της πανάρχαιης sui generis «κίτρινης φυλής» (zhongguo renzhong) ήταν τα παλαιοανθρωπολογικά κατάλοιπα του «Ανθρώπου του Πεκίνου» που βρέθηκαν το 1920 στο Zhoukoudian, ένα μικρό χωριό κοντά στο Πεκίνο.
Πρόκειται για έναν homo erectus στον οποίο απέδωσαν το «εθνικό» όνομα Sinanthropus pekinensis («Σινάνθρωπος του Πεκίνου») μολονότι αφορά τε μια περίοδο που τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί. Η φυλετική κινεζική αρχαιολογία που κατηγοριοποιούσε σε «βάρβαρους» και «πολιτισμένους» τους ξένους και γηγενείς γνώρισε κάμψη επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης καθώς ο εθνικισμός θεωρείτο μεγαλοαστική ιδεολογία που δεν συνήδε με τις αρχές του κομμουνισμού· ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η επίσημη Κίνα μιλά για τη «μοναδική κινεζική σχολή αρχαιολογίας», η οποία σε συνδυασμό με την παλαιοανθρωπολογία κατέχει την απάντηση στη μακρά και αδιάλειπτη παρουσία των Κινέζων. Όσο για την εικάζουσα φυσιογνωμία του «Κινεζάνθρωπου» αυτή έγινε μυθιστόρημα, ταινία, σουβενίρ, κόμικς, γραμματόσημο και pin των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου 2008.
Αντίστοιχα, η Μεξικανική Επανάσταση του 1910 υποστήριξε τον αυτοχθονισμό και ίδρυσε «προγονικά» μουσεία.
H Νότια Κορέα, με την ανακήρυξή της σε ελεύθερη δημοκρατία το 1948 υιοθέτησε «Εθνική Εορτή» με υπόβαθρο εθνικιστικό αφού ως ημερομηνία επέλεξε την Dangun Day, ημερομηνία ίδρυσης της «προϊστορικής δημοκρατίας» τους που έχει τις ρίζες της σχεδόν πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, στο Gojoseon, το πρώτο «κορεατικό» βασίλειο και δυναστεία που ο ημιθεϊκός πατέρας-βασιλιάς του έθνους Dangun Wanggeom ίδρυσε στις 3 Οκτωβρίου του 2333 π.Κ.Ε..
H Κίνα και το Βιετνάμ, με την αναχώρηση των Δυτικών από το 1950 και μετά −οπότε και άφησαν το επιστημονικό πεδίο ελεύθερο στους ντόπιους αρχαιολόγους− ρίχτηκαν στη διεκδίκηση της «εθνικής προέλευσης» των εγχάρακτων χάλκινων τυμπάνων (οι πρώτοι κατασκευαστές είναι οι Pu από τη νοτιοδυτική Κίνας ή οι Lac Viet στο Δέλτα του Κόκκινου Ποταμού στο βόρειο Βιετνάμ;) μολονότι οι τεχνίτες που τα κατασκεύαζαν από το 600 π.Κ.Ε. μέχρι τον 3ο αιώνα Κ.Ε. αγνοούσαν τους πολιτικούς όρους που αφορούν στους σημερινούς εθνικούς προσδιορισμούς.
Το Πακιστάν τιτλοφορεί μελέτη με τίτλο «Πέντε χιλιάδες χρόνια Πακιστάν» μολονότι το κράτος αυτό δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη, μας λέει ο Hobsbawm, πριν από το 1932-1933 (Για την Ιστορία, Αθήνα 1997, 20).
Το Angkor Wat που έχτισε ο βασιλιάς Suryavarman II το 12ο αιώνα ως πρωτεύουσά του και ιερό της και αναστήλωσαν οι Γάλλοι την περίοδο της αποικιοκρατίας (1863-1953) ως υπενθύμιση και απόδειξη στους ντόπιους της ισχύος τους, παρέμεινε σταθερά το εθνικό logo στη σημαία της Καμπότζης από το 1863 (ως κράτους-υποτελούς μέλους της Union Indochinoise) μέχρι σήμερα σε διάφορες παραλλαγές καθώς και στο εθνικό νόμισμα: το μνημείο συνδέει ευθέως το τωρινό έθνος με την ισχυρότερη αυτοκρατορία της νοτιανατολικής Ασίας, των Khmer.
Όσον αφορά στο μεσαιωνικό οικισμό των Bantu της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, ο κωνικός πύργος του έγινε lοgο από την επαναστατική σημαία της ZAPU (Zimbabwe African People’s Union) ως τα τραπεζογραμμάτια της κεντρικής τράπεζας της χώρας (Reserve Bank of Zimbabue)· ο αμφιλεγόμενος πρωθυπουργός της Robert Mugabe −ακόμα ήρωας ως πρώην ηγέτης του Zimbabwe African National Union στον εθνικό αγώνα της ανεξαρτησίας παρά την κακοδιαχείριση και τον αυταρχισμό της εξουσίας του− ευαρεστείται να διακηρύττει ότι οι πρόγονοί του υπήρξαν παλιοί ηγεμόνες της μεσαιωνικής αυτής πόλης παρότι αυτοί ήρθαν στην περιοχή τουλάχιστον δυο αιώνες μετά την κατάρρευσή της ενώ και το ανάγλυφο πουλί από στεατίτη που βρέθηκε στον ανατολικό περίβολο του οικισμού το 1889 (πουλήθηκε στον Cecil Rhodes) έγινε το lοgο της σημαίας της χώρας.
Ο ρόλος της αρχαιολογικής θέσης δεν περιορίστηκε στην επιβεβαίωση της αρχαιότατης καταγωγής του πρωθυπουργού της: εστάλη ως αντίγραφο στο Houston του Texas (Απρίλιο 1999), ως διαφημιστική καμπάνια και τουριστική attraction, ενώ επιπλέον, η κρατική εκπαίδευση περιλαμβάνει την εκεί επίσκεψη μαθητών για να τους θυμίζει, κατά τον Ζιμπαμπουανό ιστορικό Benedict Mtsali, πως «η Αφρική είχε έναν πολιτισμό που δεν ήταν δώρο του λευκού ανθρώπου». (Vale, «Mediated monuments and national identity», στο The journal of Architecture, Vol. 4, London 1999, 404-405).
Από την άλλη, η σύγχρονη παρουσία των πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών σε διεθνείς εκθέσεις για την προβολή των μνημείων τους και της εθνικής τους οντότητας γίνεται με τη χορηγία πολυεθνικών εταιρειών, γεγονός που αντανακλά ότι τώρα η εξάρτησή τους απλώς άλλαξε μορφή. Εν κατακλείδι, και παρά το ενοποιητικό πρόσωπο που η αποικιοκρατία εμφάνισε, λειτούργησε φυλετικά και διασπαστικά ελαχιστοποιώντας επιτεύγματα άλλων λαών με αποτέλεσμα σημαντικοί αρχαίοι πολιτισμοί να μην εκλάβουν τη δέουσα προσοχή ή να αγνοηθούν.
Ως πρόσφατα ο Βέλγος Hergé (ψευδώνυμο του Georges Rėmi, 1907-1983), δημιουργός του Tintin −σχέδιο δημοφιλές στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη− διακινούσε μέσα από τις περιπέτειες του ήρωά του συντηρητικές ιδέες, όπως στο Tintin au pays de l'or noir, 1939, κατά των Εβραίων και των Αράβων, αντισοβιετικά συναισθήματα στο Tintin au pays des Sovίets, 1929 και αντιαφρικανικά στο Tintin au Congo, 1930-1931 (το Congo ήταν βελγική αποικία). Στο έργο του ασκήθηκε συχνά κριτική για τις ρατσιστικές και αποικιοκρατικές του απόψεις καθώς και για βίαιες σκηνές εναντίον ζώων.
Μετά τη μακραίωνη και σε παγκόσμια κλίμακα επιβολή του ευρωπαϊκού μοντέλου επανεξετάζεται από επιστήμονες το πλαίσιο που αυτό αναδείχτηκε και επεκτάθηκε εις βάρος άλλων, καθώς η κυρίαρχη άποψη συνεχίζει μέχρι σήμερα να προσδιορίζεται γύρω από ό,τι έχει σημειωθεί εντός των ευρωπαϊκών συνόρων: το μινωικό και ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, την Αναγέννηση, το τραπεζογραμμάτιο και το χριστιανισμό ή, όπως εύστοχα επισημαίνει ο ανθρωπολόγος Eric Wolf (1923-1999), διδαχτήκαμε στις σχολικές αίθουσες αλλά κι έξω από αυτές πως η Δύση έχει μια γενεαλογία κατά την οποία η αρχαία Ελλάδα γέννησε τη Ρώμη, η Ρώμη τη χριστιανική Ευρώπη, η χριστιανική Ευρώπη την Αναγέννηση, η Αναγέννηση το Διαφωτισμό, ο Διαφωτισμός τη Δημοκρατία και τη Βιομηχανική Επανάσταση, δηλαδή ένα σχήμα παραπλανητικό αφού στην πραγματικότητα, μη-ευρωπαϊκοί πληθυσμοί και πολιτισμοί είχαν ενεργό συμμετοχή στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιστορίας. (Wolf, Europe and the People Without History, Berkeley 1982, 5).
Επίσης ελάχιστα αναφέρεται ή λαμβάνεται υπόψη το γεγονός πως η αποκαλούμενη «οικουμενικότητα» των Δυτικών αξιών μικρή απήχηση έχει τόσο στον πολυπληθέστερο ισλαμικό, ινδικό και σινικό κόσμο όσο και στον Ορθόδοξο πολιτισμό· ο Δυτικός τρόπος θεώρησης της ιστορίας βασίζεται σε ένα κατοπτρικό πρόσταγμα, στο οποίο ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997) βλέπει ιδιωφέλεια όταν γράφει πως «δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το άλλοτε και το αλλού της ανθρωπότητας παρά μόνο σε συνάρτηση με τις κατηγορίες μας». (Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Αθήνα 1981, 243).
Ο «ευρωκεντρισμός», η υπεραπλουστευμένη εκδοχή της ανθρώπινης ιστορίας που εδράζει το μεγαλύτερο επιχείρημά του στην πολιτισμική διαφορετικότητα βρίσκει το χαρακτηριστικότερο ίσως εκπρόσωπό του στον Samuel Huntington που στη Σύγκρουση των Πολιτισμών υιοθετεί μια ρηχή ιδεολογική και πολιτισμική αντίστιξη μεταξύ Ανατολής και Δύσης παραβλέποντας τα οικονομικοπολιτικά αίτια της «σύγκρουσης». Αλλά έστω κι έτσι, η Δύση είναι καταδικασμένη να συνυπάρχει με τον αντιστικτικό της πόλο, την Ανατολή, όχι μόνο για λόγους γεωγραφικούς και οικονομικοπολιτικούς αλλά και θρησκευτικούς, αφού στην Ανατολή «επέλεξε» να γεννηθεί ο κυρίαρχος Θεός στη Δύση, ο Ιησούς Χριστός.
Κατά τον κριτικό και συγγραφέα Ευάγγελο Μόσχο −πρώην διευθυντή του περιοδικού Νέα Εστία− αλλά και πολλούς άλλους σύγχρονους μελετητές, ο χριστιανισμός παραμένει το ισχυρό και ανόθευτο συστατικό κομμάτι του ευρωπαϊκού πολιτισμού που θέτει την αδρότερη διαχωριστική γραμμή με την Ανατολή: «...μπορούμε με βεβαιότητα να επισημάνουμε ότι ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός και συνακόλουθα το Ευρωπαϊκό Πνεύμα, συγκροτείται και θεμελιώνεται σήμερα από την κήρυξη του Χριστιανισμού στην Ευρώπη με την άφιξη του Αποστόλου Παύλου στους Φιλίππους της Μακεδονίας». (Μόσχος, Το πρόσωπο της Ευρώπης: τέσσερα δοκίμια για την Ευρώπη και τον πνευματικό πολιτισμό της, Αθήνα 1992, 54).
Με μιαν άλλη ανάγνωση ωστόσο, αντί για τα φαεινά όρια που προσδοκά να θέσει αυτή η φράση εντοπίζεται η παραδοχή της διείσδυσης της Ανατολής στη Δύση μέσω μιας θρησκείας που «κατασκευάστηκε» στην πρώτη ως χωνευτήρι ανατολίτικων, μυστικιστικών δοξασιών.
Άλλωστε, ο Δυτικός πολιτισμός, μολονότι καυχιέται για τον ορθολογισμό του, συνεχίζει να αναπτύσσει το αξιακό του περιεχόμενο γύρω από ανατολίτικης προέλευσης αντιφατικούς δυισμούς όπως «σωστό-λάθος», «ηθικό-ανήθικο», «επίγειο-θεϊκό», όπως χάρη σε μια αντίφαση δομήθηκε η παρούσα μελέτη αφού εκπονήθηκε ασκώντας κριτική στο κυρίαρχο υποκείμενο της ιστορίας, τη Δύση, χρησιμοποιώντας το λόγο της Δύσης.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την μετα-
πτυχιακή εργασία της κ. Καλλιόπης Παυλή
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης» (Πάντειο
Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, pandemos.
panteion.gr). Ο υπότιτλος και η κεντρική φωτογραφία
προστέθηκαν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».