—Τι έγινε κόρη μου, για πού το ’βαλες;
— Καλά, βρε μπαμπά, δεν πήρες χαμπάρι τι έγινε χτες βράδυ;
— Όχι, διάβαζα ένα βιβλίο και με πήρε ο ύπνος. Σε άκουσα που μιλούσες με τη μαμά. Κάτι για επεισόδια άκουσα στο κέντρο της Αθήνας. Τι έγινε;
— Οι φασίστες σπάσανε μαγαζιά πάλι. Κυνηγούσαν μετανάστες κι όταν η αστυνομία συνέλαβε μερικούς από αυτούς, οι υπόλοιποι κατέβηκαν συντεταγμένοι και ισοπέδωσαν το κέντρο. Σε λίγο θα γίνει αντιφασιστική πορεία και θα πάω με τις φίλες μου.
— Να προσέχεις όμως. Πολλές φορές παρεισφρέουν μπαχαλάκηδες, πρακτόρια της αστυνομίας ή διάφοροι παρακρατικοί και δημιουργούν καταστάσεις.
— Δεν μου λες μπαμπά, μήπως δεν θέλεις να πάω; Εγώ θα πάω, όπως και να έχει. Δεν τους αντέχω τους φασίστες και τους ρατσιστές. Να ξέρεις, πως εγώ υποστηρίζω τις μειονότητες, είτε μετανάστες είναι αυτοί, είτε ομοφυλόφιλοι, είτε άνθρωποι κατατρεγμένοι, που το αισχρό καπιταλιστικό μας σύστημα τους έχει περιθωριοποιήσει.
— Δεν σου είπα να μην πας. Να προσέχεις σου είπα, βρε κόρη μου.
— Μπαμπά, με κοιτάς περίεργα ή είναι η ιδέα μου; Να ξέρεις πάντως, πως είμαι οργανωμένη σε ένα αριστερό κίνημα που πολεμάει την ανισότητα και την εκμετάλλευση των παραγωγικών τάξεων, της εργατιάς δηλαδή.
— Μπράβο παιδί μου, μπράβο. Θα ήθελα να μου πεις περισσότερα, όταν με το καλό γυρίσεις από τη διαδήλωση. Να κάνουμε μια κουβεντούλα παρέα. Τι λες;
— Άμα μου υποσχεθείς πως δεν θα καπελώσεις τη κουβέντα, όπως κάνεις με τον αδερφό μου, εντάξει, θα σου κάνω το χατίρι.
— Καλά, καλά... Θα σε περιμένω στο τζάκι να τα πούμε. Πάρε ομπρέλα, βρέχει έξω και κάνει και κρύο. Άντε, στο καλό και με τη νίκη...
* * * * *
— Σουρούπωσε! Πού είναι βρε γυναίκα η μικρή; Λείπει από το πρωί. Δεν την παίρνεις ένα τηλέφωνο;
— Μην είσαι χέστης! Πριν λίγο της μίλησα. Μετά την πορεία, πήγε μια βόλτα με τις φίλες της σ’ ένα δισκοπωλείο στο Μοναστηράκι. Σε λίγο θα έρθει.
* * * * *

— Φασολάκια φρέσκα με λουκάνικο. Να σου βάλω;
— Ναι, φέρε μου τα επάνω στο τζάκι. Εκεί δεν είναι κι ο μπαμπάς;
— Κάπου πάνω είναι με τον αδερφό σου. Μαστορεύουν έναν ενισχυτή.
* * * * *

— Εγώ εσένα περιμένω να μου πεις. Πες μου πρώτα πώς πήγε η πορεία. Είχε κόσμο;
— Πολύ κόσμο. Τους τρομάξαμε τους φασίστες!
— Χαίρομαι.
— Μπαμπά, δεν μου αρέσει ο τρόπος που με κοιτάς. Μήπως είσαι κρυφο-εθνικιστής;
— Όχι βέβαια. Είμαι γόνος προσφύγων, ανθρώπων ξεριζωμένων από τον τόπο τους. Καταλαβαίνω τι θα πει προσφυγιά. Όμως, θα πρέπει να καταλάβεις, πως υπάρχει διαφορά εννοιών εδώ πέρα. Άλλο μετανάστης κι άλλο πρόσφυγας
— Το ίδιο είναι.

— Και τι σημαίνει αυτό; Ότι τους μετανάστες πρέπει να τους σκοτώνουμε;
— Δεν είπα κάτι τέτοιο βρε κόρη μου. Πρέπει όμως να τους ελέγχουμε. Να ξέρουμε ποιοι είναι, για ποιο λόγο έρχονται και τι σκοπεύουν να κάνουν εδώ. Μπορεί να είναι κακοποιοί του κοινού ποινικού δικαίου, έμποροι ναρκωτικών, σπείρα δολοφόνων ή εμπόρων λευκής σαρκός, τρομοκράτες, πράκτορες. Δεν μπορεί ο καθένας να μπαίνει μέσα στη χώρα ανεξέλεγκτος. Σε καμία σοβαρή χώρα δεν συμβαίνει αυτό.

— Σύνορα όμως υπάρχουν. Όπως υπάρχουν και διαφορετικοί λαοί με διαφορετικό πολιτισμό, διαφορετικά πολιτικά συστήματα, διαφορετικές αντιλήψεις και ιδεολογίες, διαφορετικές οικονομίες, διαφορετικές θρησκείες. Υπάρχουν ανεπτυγμένες και υπανάπτυκτες χώρες, φτώχεια και πλούτος, αξιοκρατία και αναξιοκρατία, εργατικοί και τεμπέληδες, ψηλοί και κοντοί, όμορφοι και άσχημοι, χοντροί και αδύνατοι, μελαχρινοί και ξανθοί, σκουρόχρωμοι και ανοιχτόχρωμοι, ενάρετοι και φαύλοι και πάει λέγοντας. Αυτά πάντα θα υπάρχουν. Κανείς δεν μπορεί να τα αλλάξει. Είναι στη φύση του ανθρώπινου είδους.
— Αυτά που λες είναι άσχετα. Εγώ μιλάω για τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Ας πούμε για τους ομοφυλόφιλους, τι έχεις να πεις;


— Ναι, προσβάλλουν την αισθητική μου και μάλιστα πολύ βάναυσα. Το ίδιο και οι μουσουλμάνες με τις μπούρκες τους.
— Τι λες μωρέ μπαμπά; Αφού αυτό θέλει η θρησκεία τους. Εμείς δεν πρέπει να το σεβαστούμε;
— Αυτοί γιατί δεν σέβονται τη χώρα που τους φιλοξενεί; Αν θέλουν να τα φοράνε όλα αυτά, ας μείνουν στη χώρα τους ή ας το κάνουν ιδιωτικά, όχι σε δημόσια θέα. Ξέρεις κάτι κόρη μου; Εγώ μπορεί να λαχταρήσω να φάω ένα χοιρινό σουβλάκι όταν αυτοί γιορτάζουν το ραμαζάνι τους. Δεν θέλω κάποιος από αυτούς να με πυροβολήσει μέσα στην ίδια μου τη χώρα, επειδή με θεωρεί άπιστο, ασεβή και εχθρό του Ισλάμ. Πώς θα σου φαινόταν αν ήμασταν στην Αμερική, φοιτητές ή και καθηγητές σε κάποιο πανεπιστήμιο και πηγαίναμε στην τάξη ντυμένοι τσολιάδες; Αν και δεν είναι σωστό το παράδειγμά μου γιατί δεν έχει να κάνει με τη θρησκεία αλλά με την παραδοσιακή ενδυμασία, αλβανικής προέλευσης βέβαια, των ρωμιών, φαντάζομαι όμως να καταλαβαίνεις τι εννοώ.
— Τώρα όμως θα σε τσακώσω μπαμπά! Δεν μου λες, θα πήγαινες σε ταβέρνα Μεγάλη Παρασκευή;
— Μη με ρωτάς αν θα πήγαινα. Έχω πάει και ευχαρίστως, θα ξαναπήγαινα.
— Δεν προσβάλεις εσύ όμως έτσι, την «αισθητική» της πλειοψηφίας, που είναι χριστιανοί ορθόδοξοι; Για πες μου τώρα...

— Μπαμπά, είσαι αναρχο-εθνικιστής, παραδέξου το.
— Όχι κόρη μου. Δεν είμαι ούτε αναρχο-εθνικιστής, ούτε εθνικιστής αλλά ούτε και διεθνιστής. Οποιαδήποτε λέξη ή έκφραση περιέχει το «έθνος» δεν με αφορά. Το «έθνος» είναι μια επινόηση του 19ου αιώνα για να φτιαχτούν τα εθνοκράτη. Δεν υπάρχει τίποτα που να με κάνει ανώτερο ή κατώτερο από κάποιον άλλον άνθρωπο. Είμαι εδώ να συμπαρασταθώ και να βοηθήσω κάθε ανθρώπινη ύπαρξη με κάθε τρόπο. Είμαι εδώ ακόμα και να πολεμήσω στο πλάι του αν ζει σε καθεστώς τυραννίας. Δεν επιβάλω σε κανέναν τις απόψεις μου και τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Ούτε αναγκάζω κανέναν να υιοθετήσει τον τρόπο που εγώ σκέφτομαι. Αντίθετα, ο εθνικιστής θέλει να επιβάλει τη δική του κουλτούρα στους άλλους, γιατί βλέπει όλους τους υπόλοιπους ως κατώτερούς του.
— Καλά, διαφωνούμε, αλλά τέλος πάντων. Πάω τώρα να τη πέσω γιατί είμαι πτώμα.

— Δεν σου απαντώ, γιατί αυτά που με ρωτάς δεν έχουν σημασία, ούτε και ουσία. Το μόνο που θα σου πω είναι πως τις επόμενες εκλογές θα κατέβουμε σαν κόμμα.
— Χμ, βέβαια, κομματική επιχορήγηση από το κράτος, άμα κάτσει και καμιά βουλευτική έδρα, θα φτιαχτούν οι μάγκες.
— Μίλησες χαμηλόφωνα και δεν κατάλαβα τι είπες μπαμπά, αλλά ό,τι και να είπες, εμείς θα συνεχίσουμε τους αγώνες μας.
* * * * *

— Εντάξει ρε γυναίκα, μη φωνάζεις! Τα μαζεύω.
— Δε μου λες, γιατί πλακωθήκατε πάλι με τη μικρή;
— Ποιος σου είπε πως πλακωθήκαμε; Συζήτηση κάναμε. Εγώ τουλάχιστον, το χάρηκα πολύ.
— Μην τους πρήζεις κι εσύ με τις θρησκείες και τέτοια. Οι νέοι σήμερα είναι μακριά από όλα αυτά. Δεν τους αφορούν.
— Το ξέρω. Εκεί είναι και το πρόβλημα. Δε μου λες; Είδες καθόλου τηλεόραση το απόγευμα; Ε, έχουν πολύ πλάκα οι παπάδες. Είδες τι έγινε σήμερα; Βγήκε το παπαδαριό και είπε πως είναι εναντίον της καύσης των νεκρών. Παλιά, έκαιγαν τους μη χριστιανούς οι ίδιοι και μάλιστα ζωντανούς μαζί με τα συγγράμματα. Τώρα δεν τους αφήνουν να επιλέξουν την καύση αντί της ταφής!
— Άντε, κοιμήσου τώρα και μην κάνεις φασαρία. Η μικρή μου είπε να την ξυπνήσω νωρίς.
— Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα, για την χιλιάκριβη τη λευτεριά, ταρατατζούμ....!

— Να με κανονίσεις κόρη μου, πριν πας να συνεχίσεις τους αγώνες σου, να με κανονίσεις! Να ξέρεις πάντως, πως σε αγαπάω πολύ.
— Κι εγώ μπαμπά. Κι εγώ σε αγαπάω.