ΠΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΕ
ΤΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ
ΕΘΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ

Η καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος, στην Αγγλία όπως και αλλού, αποτέλεσε μέριμνα των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων. Τους Άγγλους λόγιους, πολίτες ενός συνειδητού έθνους από νωρίς όπως συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές, μολονότι στην πρώτη φάση σε πολιτιστικό, λογοτεχνικό και λαογραφικό επίπεδο (Hobsbawm, «Έθνη και Εθνικισμός») ο τρωικός θρύλος και η ρωμαϊκή παράδοση, τούς είχε απασχολήσει ως ζητούμενο καταγωγής όλο το μεσαίωνα, ωσότου έρθει ο αρχαιοδίφης William Camden (1551-1623) με τις σπουδές του στην Οξφόρδη να γράψει στο Britannia (1586) για τη γηγενή αγγλοσαξονική καταγωγή του λαού επισημαίνοντας μέσα από παλιά συγγράμματα και παλιές αναφορές την αρχαιολογική σχέση που προέκυπτε από τους αρχαίους στρατιωτικούς δρόμους που συνέδεαν τις, ήδη από τότε, φημισμένες περιοχές της επικράτειας.

Το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας υπό την Anne Stuart που προκύπτει το 1707 από τη συνένωση των Βασιλείων της Σκωτίας και της Αγγλίας, επισπεύδει τις προτεραιότητες που αφορούσαν στις αρχαιότητες. Καθώς το νέο βασίλειο καλοβλέπει την ιδέα μιας πρώτης αυτοκρατορίας που θα περιλάμβανε τα σήμερα αποκαλούμενα «Βρετανικά Νησιά» (Αγγλίας, Ιρλανδίας, Μαν, και τον στενού τής Μάγχης), οι λόγιοι και πολιτικοί της περιόδου προωθούν τη «συγγένεια» της φυλής τους με τους Ρωμαίους και η σχέση με τις ρωμαϊκές αρχαιότητες και το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό πρότυπο ανανεώνεται στο Britannia Romana or The Roman Antiquities of Britain (1732) του αρχαιολόγου John Horsley (περ. 1685-1732) που συνένωσε πληροφορίες από δικές του έρευνες, χαρτογραφημένες αρχαιολογικές θέσεις (π.χ. ρωμαϊκά οχυρωματικά έργα), μνημεία (π.χ. ρωμαϊκά στρατιωτικά μνημεία), νομίσματα και περιγραφές.

Οι συσχετισμοί με τα ρωμαϊκά παράλληλα και η βολική romanization theory υπηρετούσαν πολιτικούς στόχους της τρέχουσας περιόδου επισημαίνει ο αρχαιολόγος Richard Hingley, καθώς μάλιστα η ρωμαϊκότητα αποτελούσε γνώριμο ιδεολογικό χώρο αφού στην εκπαίδευση των γόνων των αριστοκρατών περιλαμβάνονταν οι κλασικοί συγγραφείς ως θεμέλιος λίθος της μόρφωσής τους. (Hingley, «Projecting Empire: The Mapping of Roman Britain», στο Journal of Social Archaeology, Stanford 2006, 340).



Το ζήτημα της αρχαίας σύνδεσης με το παρελθόν ωστόσο θα περιπλέξει τα πράγματα όταν αρχίζουν οι εσωτερικές διαμάχες Αγγλοσαξόνων και Βρετανών στο πλαίσιο της διεκδίκησης της εξουσίας. Στο μεταξύ έχουν εντοπιστεί οι μεγαλιθικές θέσεις της Χαλκολιθικής στο Stonehenge και το Ανebυry που στη λαϊκή φαντασία εκλαμβάνονταν ως αστρονομικά ρολόγια που είχαν κατασκευάσει οι Κέλτες, ποιμενικός λαός θρησκευτικής οργάνωσης που εκπορευόταν από τους Δρυίδες τους οποίους είχε ανασύρει από την αφάνεια η Αναγέννηση στο πλαίσιο του ενδιαφέροντός της για τον αρχαιοελληνικό κόσμο και γενικότερα για τις αρχαιότητες.

Οι Κέλτες θεωρούνταν περισσότερο εξελιγμένοι από κάθε άλλο λαό της εποχής του και κατά τους Βρετανούς και το κίνημά τους το ανδρωμένο στο Ρομαντισμό (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η Τέχνη δεν υπήρξε ποτέ αθώα), το έθνος τους καταγόταν από αυτόν τον «αρχαιότερο λαό της Ευρώπης» με την «αρχαιότερη γλώσσα» και συνεπώς κουβαλούσε στα γονίδιά του τη δρυιδική υπεροχή και πηγή του Δυτικού πολιτισμού.


Έτσι, στα τέλη του 18ου που η ιδέα της Ευρώπης έχει σχεδόν ωριμάσει και αναζητούνται οι καταγωγικές της ρίζες, η προοπτική ενός γηγενούς κέλτικου λαού ήταν πολύ βολική για τους Βρετανούς καθώς απήλλασσε το έθνος ─όπως αναφέρει ο Fowler─ από την πρόσδεσή του στο μυκηναϊκό πολιτισμό που ερχόταν απειλητικός από τη μακρινή Ανατολή-μήτρα των Ινδοευρωπαίων να υπερκεράσει τη σπουδαιότητά τους. (Fowler, «Uses of the past: arcaeology in the service of the state», στο American Antiquity, Vol. 5, No. 2, Washington 1987, 236).

Έτσι ρίχτηκαν με εμμονή στις αρχαιολογικές έρευνες και τις μελέτες που θα «αποδείκνυαν» τη γονιδιακή συγγένεια με τούς Κέλτες καταλήγοντας σε μια «δρυιδομανία» την οποία αντιπαρέθεταν στούς Αγγλοσάξονες αριστοκράτες και την τευτονική καταγωγή τους που αντιμετώπιζαν τους Κέλτες και τους «απογόνους» τους, Βρετανούς, Σκότους, Ιρλανδούς και τους μελαψούς κατοίκους της Κορνουάλης ως υποδεέστερους φυλετικά.

Η «δρυιδομαvία» οδήγησε και στην ίδρυση, το 1781, της Αρχαίας Αδελφότητας των Δρυίδων, η πρώτη μεταξύ άλλων που ακολούθησαν, με σύμβολο τον ήλιο / θείο φως, τής οποίας μέλος υπήρξε και ο Winston Chυrchill.







Η αρχαιολογική έρευνα υπό την αιγίδα της Βικτωρίας (1819-1901) εμμένει στην ανασκαφή των ρωμαϊκών οικοδομημάτων με έμφαση σε ό,τι αρχαίο υλικό κατάλοιπο αντικατόπτριζε οικονομική ευμάρεια και πρόοδο ─όπως αρχαία αστικά κέντρα και villas─ και απεδείκνυε την επιβολή μιας ισχυρής τάξης επάνω στους ανίσχυρους χωρικούς.

Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο έδωσαν έμφαση ήταν οι κατασκευές των Ρωμαίων στρατιωτών· στρατόπεδα, οχυρά και δρόμους που συνέδεαν τα οικοδομήματα των οικονομικά ισχυρών περιοχών με τα κέντρα εξουσίας.

Οι συγκεκριμένες ανασκαφικές επιλογές προτυποποιούσαν τη δομή της ρωμαϊκής εξουσίας την οποία αντέγραφαν ως ιδεολόγημα στο επεκτατικό όραμα που εντέλει θα συνενώσει Άγγλους αριστοκράτες και Βρετανούς αστούς ─ παρόλο που η εθνική ιστορία τους συμπεριέλαβε μια ηρωική Κέλτισσα πρόγονο, τη βασίλισσα Boadiccea (ή Boudicca) της Φυλής των Iceni η οποία εξεγέρθηκε το 60 Κ.Ε. και σκότωσε «70 χιλιάδες» Ρωμαίους.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση, απασχολημένη με την ιδεολογικοπολιτική σκιαγράφηση του αποικιοκρατικού της προφίλ θα στραφεί στην ανασκαφή αρχαιολογικών θέσεων στις περιοχές που κατέχει ή στις περιοχές με τις οποίες συνδέεται η εξωτερική της πολιτική όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία και το ελληνικό κράτος. Έτσι από ένα σημείο και μετά παραμελούνται οι ανασκαφές στο εσωτερικό που αφορούν στην αναζήτηση της αρχαίας ταυτότητας, αφού μια Βρετανία γεμάτη αυτοπεποίθηση θα εστιάσει στην εδραίωση της ισχύος της στις κατακτημένες διεθνείς αγορές και λιγότερο στα αρχαιολογικά ευρήματα.

Βιομηχανική και εμποροναυτική, θα εκτοπίσει στο χώρο της λααγραφίας τους συσχετισμούς αρχαιολογικών θέσεων της Χαλκολιθικής με τους Κέλτες ─ένα ιδεολόγημα αιώνων που με τη συμβολή της «δρυιδικής αρχαιολογίας» είχε φτάσει ν΄ αποτελεί την κυριότερη έκφραση βρετανικού πατριωτισμού─, και η αρχαιολογία της θα χαρακτηριστεί από την ιδιομορφία της μακράς ανασκαφικής παράδοσης στις αποικίες, τη λεγόμενη «ιμπεριαλιστική αρχαιολογία» ─την οποία ο αρχαιολόγος Bruce Τrigger (1937-2006) διαχωρίζει από την «αποικιοκρατική αρχαιολογία» στις ΗΠΑ και Αυστραλία που προϋποθέτει μόνιμη εγκατάσταση─, με έρευνες πέρα από την ελληνορωμαϊκή εποχή στην οποία ήταν ως τότε προσανατολισμένες οι χώρες της Δύσης, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και ΗΠΑ.






Η εθνικιστική πολιτισμική πολιτική δεν απουσίαζε από τους προγραμματισμούς της κυβέρνησης απλώς είχε διευρυνθεί καθώς ενίσχυε οικονομικά τις ανασκαφές στις αποικίες που θεωρούσε κτήση της, σε αντίθεση με την πολιτισμική πολιτική των ανίσχυρων οικονομικά κρατών που εμμέναν στην αναζήτηση τής, όσο το δυνατόν μεγαλύτερου βάθους χρόνου, εθνικής ιστορίας τους ως αμυντικό όπλο απέναντι στο σοβινισμό των ισχυρών και αντισταθμιστικά ─ όπως συνέβη με το περίφημο «χρέος» της Δύσης απέναντι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον μάλιστα ήταν προκαθορισμένο και οριοθετημένο ώστε από τα ευρήματα που έρχονταν στο φως να λαμβάνονται υπόψιν τα πλέον πρωτότυπα ─curiosities─, υπακούοντας στο στερεότυπο της ελίτ που συνέδεε ευθέως την αρχαιολογία με την υψηλή τέχνη και η οποία ενθουσίαζε τους φιλότεχνους επισκέπτες του Βρετανικού Μουσείου που ήδη από το 1753 είχε ιδρυθεί χάρη στα ευρήματα από την αρχαία Αίγυπτο, Ελλάδα, Ρώμη, Εγγύς και Άπω Ανατολή και την Αμερική, που είχαν δωρίσει οι Βρετανοί συλλέκτες.

Η ιμπεριαλιστική αρχαιολογία, με τη βοήθεια και της ανθρωπολογίας, απετέλεσε σημαντικό ιδεολογικό εργαλείο νομιμοποίησης της βρετανικής κυριαρχίας, όπως στην περίπτωση της Ινδίας όπου ο σχετικός μύθος ήθελε οι ξανθοί Βρετανοί να συνεχίζουν το status quo που είχε θεσπίσει ο ανοιχτόχρωμος λαός των Ινδοευρωπαίων. Αλλά κι όταν έγινε ευρέως αποδεκτή η θεωρία του Σουηδού αρχαιολόγου Oscar Montelious περί διάδοσης τεχνέργων και πολιτισμού από τη Μέση Ανατολή, οι Βρετανοί προσκόμισαν το επιχείρημα πως η μεγαλύτερη ανάπτυξη της Βρετανίας σε σχέση με τα γειτονικά κράτη απεδείκνυε ότι είχε δεχτεί αμεσότερα από τούς άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αυτή την επίδραση.

Η τέτοια εθνικιστική θεώρηση θώπευε την αναπτυσσόμενη ανασφάλεια της μεσαίας τάξης σημειώνει ο Τrigger (Alternative Archaeologies: nationalist, colonialist, imperialist», στο Μan, New Series, Vol. 19, No. 3, London 1984, 365), και συνάμα επικύρωνε την ταξική θέση των αριστοκρατών αφού, από τη δεκαετία του 1840 μέχρι τη δεκαετία του 1920 οι επιστήμες (αρχαιολογία και ανθρωπολογία) νομιμοποιούσαν στις προσεγγίσεις τους όχι μόνο το αυτοκρατορικό ιδεώδες αλλά και την παραδοσιακή κοινωνική ιεραρχία όπως υποστηριζόταν από την ανώτατη τάξη.






Σημείωση:

Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης»
(pandemos.panteion.gr).

Ο τίτλος, ο υπότιτλος και οι δύο τελευταίες εικόνες
έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».



Διαβάστε ακόμα
στην «Ελεύθερη Έρευνα»:

Φαντασιακές κοινότητες

Εθνικισμοί εκ του μακρόθεν

Η επινόηση της παράδοσης

Για την Ιστορία

Η ιδεολογική κατάχρηση της Ιστορίας

Το έθνος και ο εθνικισμός σε επανεξέταση

Εις το όνομα του πολιτισμού

Το έθνος και τα ερείπιά του

Ομηρικό ιδεολόγημα



Η Καλλιόπη Παυλή από τη Σάμο, είναι απόφοιτος σπουδών Μ.Μ.Ε. (Αθήνα) και Ιστορίας (Πάτρα), με υποτροφία στη δεύτερη σχολή. Έζησε στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης, και έχει ταξιδέψει στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιστρέφοντας εργάστηκε στον αρχαιολογικό τουρισμό αρχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου, με τίτλο της διπλωματικής «Ο Εθνικισμός στην Αρχαιολογία της Δύσης». Η μεταπτυχιακή εργασία της περιλήφθηκε στην Ενδεικτική Θεματική Βιβλιογραφία για τους φοιτητές του σεμιναρίου «Νεο-Ελληνική Εθνική Ιδεολογία» του καθηγητή Στ. Πεσμαζόγλου.

Μετά και από τα ταξίδια στην Τουρκία που συνδέονταν με τη διατριβή της («Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων»), στην οποία εξετάστηκαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το Αρχαιολογικό τμήμα της Αρμοστείας Σμύρνης στη Μ. Ασία κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1919-1922), ανακηρύχθηκε δρ. Ιστορίας το 2012.

Το 2014 εξέδωσε το βιβλίο: Εις το όνομα του πολιτισμού. Η ιδεολογία των ανασκαφών στη Μικρά Ασία κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22), εκδόσεις Ισνάφι.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια, ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής σε διεθνή συνέδρια, σε ανασκαφές στη Λήμνο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νικ. Ευστρατίου, έχει δημοσιεύσει άρθρα, ανήκει στο editorial board του Int. Journal SCS και είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κ.Ε.Ν.Ι. με θέμα την αποικιοκρατία του ύστερου 19ου-πρώιμου 20ού αιώνα και την πρόσληψή της από την εγχώρια λογιοσύνη εν όψει της μικρασιατικής εκστρατείας.

Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της συνδέονται με τη μυθολογική θεμελίωση των εθνικών κρατών που περνά και από την κατά βούληση αρχαιολογική ερμηνεία, μέσα από την οποία επιβάλλεται η γεωγραφία και η πολιτική τους. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.