ΠΩΣ Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
“ΕΦΗΥΡΕ”
ΤΟ ΔΑΝΕΖΙΚΟ ΕΘΝΟΣ

Η σύνδεση
αρχαίων καταλοίπων
με την εθνική ταυτότητα

Οι Δανοί, ένα έθνος μικρό στη γωνιά της Ευρώπης, ένοιωσαν ιδιαίτερα υπερήφανοι που η κρατική χρηματοδότηση της επαγγελματικής αρχαιολογικής τους ενασχόλησης τη μεταναπολεόντεια εποχη κατέδειξε ότι, σε αντίθεση με τους γειτονικούς λαούς, δεν είχαν κατακτηθεί από τη ρωμαϊκή λαίλαπα, παρά είχαν αναπτύξει το «δικό τους» τοπικό πολιτισμό, των Vikings, και μελετούσαν με εμμονή, πρώτοι αυτοί στην Ευρώπη, την προϊστορική αρχαιολογία, ως αντίδραση στις απώλειες των εδαφών τους από τους ισχυρούς γείτονές τους. Το αποτέλεσμα ήταν να επιτύχουν, το 1819, την τριμερή διάταξη των Εποχών «Λίθου, Χαλκού, Σιδήρου», επανάσταση στην αρχαιολογία ανάλογη ─κατά τον Schnapp─ με την αναταραχή που επέφερε στον «οριενταλισμό» η αποκωδικοποίηση των ιερογλυφικών.

Έτσι, ο Christian Jϋrgensen Thomsen (1788-1865) όχι μόνο έδωσε την πρώτη εικόνα μιας προϊστορικής Ευρώπης με την πρακτική χρονολόγησης που καθιερωσε στην προσπάθειά του να οργανώσει το Μουσείο Βορείων Αρχαιοτήτων (Museet for Nordiske Oldsager) της Κοπεγχάγης που διηύθυνε, αλλά και κανένα ευρωπαϊκό μουσείο δεν διέθετε την εποχή εκείνη τόσο ολοκληρωμένες συλλογές όσο το δικό του.



Η μέριμνα για την αρχαιολογία στη Δανία εμφανίστηκε ιδιαίτερα νωρίς. Ο πρίγκιπας Frederick VI ήδη από το 1807 είχε ιδρύσει τη Δανέζικη Βασιλική Επιτροπή Αρχαιοτήτων υπογράφοντας ένα διεξοδικό πλάνο ανασκαφής, προστασίας και αξιοποίησης των ευρεθέντων, που ολοκληρωνόταν με τη φράση «με το παρόν έγγραφο, δοξασμένες μέρες ανατέλλoυν για την αρχαιολοyία σrη Δανία» και την ίδια πολιτισμική πολιτική συνέχισε ο κληρονόμος του θρόνου Christian VII.

Το 1892 το Μουσείο Βορείων Αρχαιοτήτων θα μετονομαστεί, σύμφωνα με τους όρους της νεωτερικότητας, σε Εθνικό Μουσείο (Nationalmuseet), συνδέοντας ευθέως την εθνική ταυτότητα με τα αρχαία κατάλοιπα που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τα σώματα των βάλτων της Εποχής του Σιδήρου και τα τυμβοειδή κτίσματα πάνω από δρύινα πλοία-φέρετρα που χρησιμοποιούσαν οι Vikings για τους διαπρεπείς νεκρούς της κοινότητάς τους.
 
 


 
 

Όπως εκτιμά η αρχαιολόγος Marie Louise Sørensen, η αρχαιολογία κυριολεκτικά «εφηύρε» το δανέζικο έθνος, με τη δανέζικη πολιτική να θεσμοποιεί το παρελθόν μετατρέποντας τα ευρήματα σε συναισθηματικά στερεότυπα: αναπαραστάσεις των αρχαίων θέσεων και των ευρημάτων, υψωμένες πέτρες, λίθινα εργαλεία, χάλκινα και χρυσά τέχνεργα έγιναν πολύ γρήγορα πολιτικά posters, γραμματόσημα και logos επιχειρήσεων.

Όσο για τη διάταξη χρονολόγησης που θέσπισαν οι Σκανδιναβοί, αυτή συνέβαλε στην έκρηξη του εθνικιστικού φρονήματος στους κόλπους της επιστημονικής ελίτ σε Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία με αποτέλεσμα να ανασταλεί για ένα χρονικό διάστημα η εκεί πρόοδος της προϊστορικής αρχαιολογίας, αφού αρκετοί αρχαιολόγοι, μολονότι διακεκριμένοι, για εθνικιστικούς λόγους αντιτάχθηκαν στη σκανδιναβική χρονολόγηση αρκούμενοι στα εθνογραφικά παράλληλα και βγάζοντας συνολικά συμπεράσματα για τη φύση ολόκληρων πολιτισμών.


Η Καλλιόπη Παυλή από τη Σάμο, είναι απόφοιτος σπουδών Μ.Μ.Ε. (Αθήνα) και Ιστορίας (Πάτρα), με υποτροφία στη δεύτερη σχολή. Έζησε στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης, και έχει ταξιδέψει στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιστρέφοντας εργάστηκε στον αρχαιολογικό τουρισμό αρχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου, με τίτλο της διπλωματικής «Ο Εθνικισμός στην Αρχαιολογία της Δύσης». Η μεταπτυχιακή εργασία της περιλήφθηκε στην Ενδεικτική Θεματική Βιβλιογραφία για τους φοιτητές του σεμιναρίου «Νεο-Ελληνική Εθνική Ιδεολογία» του καθηγητή Στ. Πεσμαζόγλου.

Μετά και από τα ταξίδια στην Τουρκία που συνδέονταν με τη διατριβή της («Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων»), στην οποία εξετάστηκαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το Αρχαιολογικό τμήμα της Αρμοστείας Σμύρνης στη Μ. Ασία κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1919-1922), ανακηρύχθηκε δρ. Ιστορίας το 2012.

Το 2014 εξέδωσε το βιβλίο: Εις το όνομα του πολιτισμού. Η ιδεολογία των ανασκαφών στη Μικρά Ασία κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22), εκδόσεις Ισνάφι.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια, ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής σε διεθνή συνέδρια, σε ανασκαφές στη Λήμνο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νικ. Ευστρατίου, έχει δημοσιεύσει άρθρα, ανήκει στο editorial board του Int. Journal SCS και είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κ.Ε.Ν.Ι. με θέμα την αποικιοκρατία του ύστερου 19ου-πρώιμου 20ού αιώνα και την πρόσληψή της από την εγχώρια λογιοσύνη εν όψει της μικρασιατικής εκστρατείας.

Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της συνδέονται με τη μυθολογική θεμελίωση των εθνικών κρατών που περνά και από την κατά βούληση αρχαιολογική ερμηνεία, μέσα από την οποία επιβάλλεται η γεωγραφία και η πολιτική τους. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.