Έτσι, ο Christian Jϋrgensen Thomsen (1788-1865) όχι μόνο έδωσε την πρώτη εικόνα μιας προϊστορικής Ευρώπης με την πρακτική χρονολόγησης που καθιερωσε στην προσπάθειά του να οργανώσει το Μουσείο Βορείων Αρχαιοτήτων (Museet for Nordiske Oldsager) της Κοπεγχάγης που διηύθυνε, αλλά και κανένα ευρωπαϊκό μουσείο δεν διέθετε την εποχή εκείνη τόσο ολοκληρωμένες συλλογές όσο το δικό του.

Η μέριμνα για την αρχαιολογία στη Δανία εμφανίστηκε ιδιαίτερα νωρίς. Ο πρίγκιπας Frederick VI ήδη από το 1807 είχε ιδρύσει τη Δανέζικη Βασιλική Επιτροπή Αρχαιοτήτων υπογράφοντας ένα διεξοδικό πλάνο ανασκαφής, προστασίας και αξιοποίησης των ευρεθέντων, που ολοκληρωνόταν με τη φράση «με το παρόν έγγραφο, δοξασμένες μέρες ανατέλλoυν για την αρχαιολοyία σrη Δανία» και την ίδια πολιτισμική πολιτική συνέχισε ο κληρονόμος του θρόνου Christian VII.
Το 1892 το Μουσείο Βορείων Αρχαιοτήτων θα μετονομαστεί, σύμφωνα με τους όρους της νεωτερικότητας, σε Εθνικό Μουσείο (Nationalmuseet), συνδέοντας ευθέως την εθνική ταυτότητα με τα αρχαία κατάλοιπα που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τα σώματα των βάλτων της Εποχής του Σιδήρου και τα τυμβοειδή κτίσματα πάνω από δρύινα πλοία-φέρετρα που χρησιμοποιούσαν οι Vikings για τους διαπρεπείς νεκρούς της κοινότητάς τους.

Όπως εκτιμά η αρχαιολόγος Marie Louise Sørensen, η αρχαιολογία κυριολεκτικά «εφηύρε» το δανέζικο έθνος, με τη δανέζικη πολιτική να θεσμοποιεί το παρελθόν μετατρέποντας τα ευρήματα σε συναισθηματικά στερεότυπα: αναπαραστάσεις των αρχαίων θέσεων και των ευρημάτων, υψωμένες πέτρες, λίθινα εργαλεία, χάλκινα και χρυσά τέχνεργα έγιναν πολύ γρήγορα πολιτικά posters, γραμματόσημα και logos επιχειρήσεων.
Όσο για τη διάταξη χρονολόγησης που θέσπισαν οι Σκανδιναβοί, αυτή συνέβαλε στην έκρηξη του εθνικιστικού φρονήματος στους κόλπους της επιστημονικής ελίτ σε Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία με αποτέλεσμα να ανασταλεί για ένα χρονικό διάστημα η εκεί πρόοδος της προϊστορικής αρχαιολογίας, αφού αρκετοί αρχαιολόγοι, μολονότι διακεκριμένοι, για εθνικιστικούς λόγους αντιτάχθηκαν στη σκανδιναβική χρονολόγηση αρκούμενοι στα εθνογραφικά παράλληλα και βγάζοντας συνολικά συμπεράσματα για τη φύση ολόκληρων πολιτισμών.