ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Βασικό κύτταρο αναπαραγωγής
της συντηρητικής ιδεολογίας

Η συμμετοχή στην φαντασιακή κοινότητα που είναι το «Έθνος», μπορεί να είναι μια επιφανειακή πλάνη, πλην όμως δεν είναι ένα επιπόλαιο συναίσθημα. Έχει τις νοητικές και τις συναισθηματικές της ρίζες στον βαθύτερο πυρήνα συγκρότησης των ατόμων ως υποκειμένων, ως προσώπων. Πιο συγκεκριμένα, κάθε άτομο ─για να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως υποκείμενο, ως πρόσωπο, ως ξεχωριστή προσωπικότητα με την ιδιαίτερη ατομικότητά της─ χρειάζεται να ταυτιστεί με «τον όμοιό του» και να διαχωριστεί από «τον άλλον».

Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η ιδεολογία, που προσφέρει έτοιμη την εικόνα του Όμοιου, του οικείου, και του Άλλου, του ξένου, μιαν εικόνα προκατασκευασμένη από την οικογένεια και την κοινωνία, σύμφωνα με αυτά που περιμένουν (η οικογένεια και η κοινωνία) από κάθε άτομο, ήδη από την παιδική του ηλικία. «Το παιδί αποδέχεται αυτή την προκατασκευασμένη εικόνα ως μοναδική δυνατότητα που έχει για να υπάρξει ως υποκείμενο», γράφει ο Λουί Αλτουσέρ. (Louis Althusser, Sur la philosophic, editions Gallimard, 1994).

Η οικογένεια είναι η μικρογραφία του «Έθνους» που θα προσφέρει έτοιμη στα παιδιά την εικόνα του Όμοιου, του οικείου, και του Άλλου, του ξένου. Είναι αυτή που μέσα στην απομόνωσή της, την ιδιοτέλειά της και τον επεκτατισμό της, θα διδάξει στα άτομα ποιους να φοβούνται και ποιους να εμπιστεύονται. Στην πιο τρυφερή και εύθραυστη ηλικία, τα άτομα θα προσκολληθούν στη Μητέρα, τον Πατέρα και την Οικογένεια, δηλαδή στους Όμοιούς τους, στους οικείους τους, σε αυτούς που είναι πιο άξιοι εμπιστοσύνης από τους Άλλους, τους ξένους.

Η λατρεία των γονέων και των καταβολών συνοδεύεται αναγκαστικά από το μίσος για τους άλλους που δεν μοιράζονται την οικογενειακή θαλπωρή. Όπως «κάθε θρησκεία είναι θρησκεία της αγάπης για όσους την αναγνωρίζουν, και αντιμετωπίζει με σκληρότητα και μισαλλοδοξία αυτούς που δεν ανήκουν στους κόλπους της» (Sigmund Freud, Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, εκδόσεις Επίκουρος, 1977), έτσι και η Οικογένεια περιβάλλει με αγάπη τα μέλη της και αντιμετωπίζει με αδιαφορία ή εχθρότητα τους «ξένους», τους Άλλους. Πρόκειται για ένα αμυντικό μίσος που εύκολα γλιστρά σε ένα καταδιωκτικό μίσος, ισχυρίζεται η Τζούλια Κρίστεβα (Julia Kristeva, Έθνη χωρίς Εθνικισμό, Εναλλακτικές εκδόσεις, 1997) και δεν έχουμε κανένα λόγο να μη συμφωνήσουμε μαζί της. Η λατρεία και το σύστοιχό της μίσος, πραγματοποιούνται μέσα σε συνθήκες απόσυρσης στον ιδιωτικό κόσμο που διατηρεί τη ζεστασιά και τα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου παραδείσου της οικογένειας των ανώτερων θηλαστικών.
 
 


 

 
Ως εν ουρανώ και επί της γης...
 


Οι αναπαραστάσεις της Πατρίδας και του Έθνους είναι προβολές της εικόνας της Μητέρας και της Οικογένειας. Χρησιμοποιούμε την έκφραση «η μητέρα-πατρίδα»· κανείς δεν διανοήθηκε να πει «πατέρας-πατρίδα» ─ απ' όπου απορρέει και το λογοπαίγνιο «ματρίδα» (patrie, matrie) της Τζούλια Κρίστεβα.

Αυτομάτως, επάνω στην Πατρίδα προβάλλεται ο συναισθηματισμός που αντιστοιχεί στην καθήλωση του παιδιού στη Μητέρα, ενώ στην εκάστοτε εξουσία προβάλλεται η υποταγμένη αγάπη του στον Πατέρα.

Κάθε εξουσία προσελκύει, εκ μέρους των υποτελών, το σύνολο των συναισθηματικών στάσεων που άλλοτε απευθύνονταν στον Πατέρα. Το ίδιο ισχύει και για την υπέρτατη εξουσία του Θεού: κανείς δεν διανοήθηκε να πει «η Μητέρα-Θεός»· ο Θεός παίρνει πάντοτε τη μορφή του Πατέρα, που αγαπάει, εξουσιάζει, ορίζει τους ηθικούς νόμους, είναι βίαιος και τιμωρεί.





 
Στο «Έθνος» προβάλλεται η αφοσίωση στην οικογένεια, που περικλείει τον απόλυτο σεβασμό στην εκάστοτε εξουσία και την ιερή λατρεία στη Μητέρα. «Το εθνικό αίσθημα είναι η προέκταση των οικογενειακών δεσμών, που βυθίζουν τις ρίζες τους στην καθήλωση στον μητρικό δεσμό». (Wilhelm Reich, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, εκδ. Μπουκουμάνης, 1975).

Όμως, οι οικογενειακοί δεσμοί είναι οι πιο έντονοι, από την άποψη του συναισθηματικού φορτίου. Η προβολή της δομής της Οικογένειας πάνω στο «Έθνος» μετατοπίζει ταυτοχρόνως και το τεράστιο συναισθηματικό φορτίο των οικογενειακών δεσμών στη φαντασιακή κοινότητα των πατριωτών. Η συναισθηματική καθήλωση στη Μητέρα μετατρέπεται σε πατριωτικό συναισθηματισμό.
 





Αυτά εξηγούν την εσωτερική ένταση που νιώθουν οι πατριώτες στη θέα της έπαρσης της εθνικής σημαίας και την ηδονή που απολαμβάνουν με την εκτόνωση που φέρνουν τα δάκρυα του πατριωτισμού. Η Σημαία είναι το φετίχ στο οποίο επενδύεται η συναισθηματική καθήλωση στη Μητέρα, δηλαδή στην εξιδανικευμένη εικόνα της. Εάν πιστέψουμε πέρα για πέρα τον Σίγκμουντ Φρόιντ, τα παραπάνω μάς παραπέμπουν απευθείας στην απώθηση της σεξουαλικής επιθυμίας για τη μητέρα και τη μετατροπή της σε ιερό (επομένως μη ερωτικό) πρόσωπο, ώστε η εικόνα της να μεταφερθεί σε σφαίρες μακρινές και απυρόβλητες από τη σεξουαλικότητα και η επιθυμία να εξαϋλωθεί σε ιερή λατρεία.
 
Αυτήν τη λατρεία προς την ιερή Μητέρα προβάλλει ο πατριώτης στην Πατρίδα του και στη Σημαία.

Η Οικογένεια εκπαιδεύει, λοιπόν, τα άτομα να υπακούουν στην εξουσία (πατέρας), να αγαπούν την πατρίδα τους (μητέρα) και το «Έθνος» (οικογένεια). Μπορεί η Οικογένεια να μην αποτελεί τη βάση του Κράτους, πλην όμως είναι απαραίτητη για την εδραίωση της εξουσίας του μιας και λειτουργεί ως το βασικό κύτταρο αναπαραγωγής της συντηρητικής ιδεολογίας. Δεν είχε άδικο, λοιπόν, ο Χίτλερ όταν έγραφε στο Ο Αγων μου, πως η Οικογένεια είναι το μικρότερο, πλην όμως το σημαντικότερο συστατικό στοιχείο του κρατικού μηχανισμού· ούτε όμως και ο Λουί Αλτουσέρ, όταν έγραφε πως η οικογένεια είναι «ο πιο τρομερός, ο πιο φρικιαστικός, ο απεχθέστερος από όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους (...) είναι ο ίδιος ο κατεξοχήν τόπος του ιερού, επομένως της εξουσίας και της θρησκείας». (Louis Althusser, Το μέλλον διαρκεί πολύ, εκδόσεις Θεμέλιο. Στο πρωτότυπο, L' avenir dure longtemps, editions Stock/Imec, 1992).

Εάν τέτοιες είναι οι βάσεις του πατριωτικού συναισθηματισμού που προκαλεί η έπαρση της εθνικής σημαίας, ωστόσο παραμένει χωρίς εξήγηση γιατί αυτός ο συναισθηματισμός εκλύεται σε προσδιορισμένες συνθήκες: μέσα σε έναν κόσμο ασάλευτο στον χρόνο, μέσα σε τελετουργικά, μέσα στην επανάληψη, ιδιαίτερα από ανθρώπους που νιώθουν απέχθεια μπροστά στην αλλαγή, την εξέλιξη, την καινοτομία και ακόμη περισσότερο μπροστά στην ανατροπή.

Ο κόσμος του «Έθνους» απαρνείται το πέρασμα του χρόνου· είναι ένα φαντασιακό τοπίο, στο οποίο το παρόν ταυτίζεται με το παρελθόν και το μέλλον. «Ο Λεωνίδας εξακολουθεί να διατηρεί φρουρά στις Θερμοπύλες και τη φρουρά του ενισχύουν οι σημερινοί Έλληνες, ενώ νοητικά και συναισθηματικά συμπαρίστανται όσοι δεν γεννήθηκαν ακόμη, αλλά αυταποδείκτως θα πράξουν ανάλογα αν χρειαστεί». (Δημήτρης Δημούλης, στο ίδιο ό.π.). Η φαντασιακή κοινότητα του «Έθνους» λειτουργεί πέραν του χρόνου, ανεξάρτητα από αυτόν. Έτσι παράγεται το κολλοσιαίο kitsch που θέλει τον Παρθενώνα να τοποθετείται δίπλα στην Αγία Σοφία.

Εδώ ξαναβρίσκουμε την Οικογένεια. Αυτή είναι ο ιδεολογικός μηχανισμός που εκπαιδεύει τα άτομα να ζουν σε έναν κόσμο χωρίς χρόνο. Είναι ένας κόσμος στον οποίο τα γεγονότα δεν είναι διαταγμένα κατά μήκος του άξονα του χρόνου, η σειρά τους επομένως μπορεί να αναδιαταχθεί χωρίς αυτό να μετατρέπει το νόημα τους, ο χρόνος τα αφήνει αναλλοίωτα. Κατά τον Λαινγκ, «ο χώρος και ο χρόνος της οικογένειας προσιδιάζουν στον μυθικό χώρο και χρόνο, στο βαθμό που τείνουν να κινούνται γύρω από ένα κέντρο σε επαναλαμβανόμενους κύκλους». [Ronald D. Laing, Individual and Family Structure, στο P. Lomas (ed.): The Predicament of the Family, Hogarth Press London, 1967].

Τα γεγονότα έρχονται και φεύγουν μέσα στην κυκλική επανάληψη: μπορείτε να αναδιατάξετε όλα τα Χριστούγεννα και τις γιορτές του Πάσχα της ζωής σας, εφόσον συμμετέχετε σε αυτά, σε όποια σειρά θέλετε, και το νόημά τους και το συναισθηματικό περιεχόμενό τους θα παραμείνει το ίδιο ─ μόνο η βιολογική φθορά μπορεί να προκαλέσει αλλαγές· κι αυτές ακόμη δεν αφορούν παρά στις αποχρώσεις των γεγονότων.
 
Η επανάληψη, με τη σειρά της, επιτυγχάνεται με το τελετουργικό. Κάθε γιορτή έχει το τελετουργικό της, έτσι ώστε καθώς γυρίζει ο κύκλος του έτους, το όμοιο να διαδέχεται το όμοιο. Στην περιοδικότητα των τελετουργικών των εορτών προστίθεται η περιοδικότητα της εβδομαδιαίας καθημερινής ζωής· μέχρι που ο χρόνος να αναιρείται και στον στάσιμο κόσμο της Οικογένειας ο συναισθηματικός της πυρήνας να παραμένει αναλλοίωτος.




 
Υπάρχει και χειρότερο, όπως έδειξε ο Λαινγκ στα έργα του The Politics of the Family και Knots: ο κυκλικός χρόνος της Οικογένειας προέρχεται από τους κυκλικούς συλλογισμούς που εδραιώνουν την ύπαρξή της. Οι συλλογισμοί αυτοί είναι κυκλικοί με την έννοια ότι αιτίες και αποτελέσματα συγχέονται, δηλαδή εναλλάσσουν θέση. Πρόκειται για ψευδοσυλλογισμούς μέσω των οποίων εδραιώνεται ένα σύμπαν συναισθημάτων και ιδεών, όπου όλα είναι αυταπόδεικτα και εμφανίζονται ως προφανή.

Ο Λαινγκ δίνει πολλά παραδείγματα τέτοιου είδους κυκλικών συλλογισμών, ορισμένα σύνθετα και ορισμένα απλά. Επιλέγουμε μεταξύ αυτών το απλούστερο: «My mother loves me. I feel good. I feel good because she loves me. I am good because I feel good. I feel good because I am good. My mother loves me because I am good». (Ronald D. Laing, Knots, Vintage Books, 1970). Ο κυκλικός χαρακτήρας των συλλογισμών εντός των οποίων είναι δομημένη η Οικογένεια δεν τίθεται ποτέ σε αμφισβήτηση, ακόμη και όταν μια συγκεκριμένη οικογένεια διέρχεται από περίοδο βαθιάς κρίσης.

Η Οικογένεια, τόπος του ιερού, επομένως της εξουσίας και της θρησκείας, που εγγράφει στα άτομα τις έννοιες του Όμοιου (του οικείου) και του Αλλου (του ξένου), και τους εμφυτεύει μίσος που αντιστοιχεί σε αυτούς (τους ξένους), ιδεολογικός μηχανισμός που μαθαίνει στα παιδιά να συγκροτούν φαντασιακές κοινότητες, να ζουν σε κόσμους χωρίς χρόνο που λειτουργούν με την επανάληψη και τα τελετουργικά, να προσκολλώνται στην εξιδανικευμένη εικόνα της Μητέρας και να υποτάσσονται στην εικόνα της εξουσίας (στον Πατέρα), να είναι υπερήφανοι για τις καταβολές τους, είναι φυσικό να παράγει άτομα που νιώθουν απέχθεια για την αλλαγή, την εξέλιξη, την καινοτομία και ακόμη περισσότερο για την ανατροπή.
 
Η «σωστή» οικογένεια παράγει «σωστούς» ανθρώπους, κανονικούς, φυσιολογικούς, προσαρμοσμένους, που υπακούουν οικειοθελώς στους κανόνες: «Οι "βαθύτεροι" κοινωνικοί νόμοι μάς έχουν εμφυτευθεί: όσο "σκληρότερα έχουν προγραμματισθεί" ή "αποκρυσταλλωθεί" μέσα μας, τόσο "φυσικότεροι" καταλήγουν να μας φαίνονται. Πράγματι, αν κάποιος παραβιάσει έναν τόσο βαθιά ριζωμένο κοινωνικό νόμο, τότε έχουμε την τάση να τον αποκαλούμε "αφύσικο"». (Ronald D. Laing, Η Πολιτική της Οικογένειας, ό.π.).
 
Η Τέλεια Οικογένεια, η πιο λειτουργική, η πιο αποτελεσματική, παράγει τον τέλειο συντηρητικό (από κοινωνική άποψη). Γι' αυτούς τους λόγους, η ένταση της συγκίνησης που νιώθει κάποιος στην έπαρση της σημαίας είναι ευθέως ανάλογη του κοινωνικού συντηρητισμού του.

Αν το νόημα της σημαίας κατασκευάζεται με τον τρόπο που περιγράψαμε, αν η συγκίνηση που προκαλεί προέρχεται από την πηγή που αναφέραμε, και αν η λατρεία της σημαίας είναι έντονη σε ανθρώπους τέτοιους που περιγράψαμε, έχουμε αφήσει εκκρεμή την θεμελιώδη ερώτηση της σχέσης της φαντασιακής κοινότητας που είναι το «Έθνος» με την ιστορία και τη συγκρότηση των εθνικών κρατών. Με άλλα λόγια, αναφερθήκαμε στο «Έθνος» ως πλάνη, ενώ εμφανίζεται στην ιστορία ως δρώσα οντότητα, και μάλιστα από τις πιο ισχυρές.

Ο Μαρξ έχει δείξει με σαφήνεια ότι η ιδεολογία μετατρέπεται σε υλική δύναμη όταν κατακτήσει τις μάζες: η ιδεολογία του «Έθνους», με όλο το φαντασιακό της περιεχόμενο, μετατρέπεται σε πολιτική δύναμη όταν ηγεμονεύσει επί των μαζών [όπως έλεγε ο Λαινγκ, «The way one sees through the situation changes the situation» (ο τρόπος με τον οποίο βλέπει κανείς την κατάσταση αλλάζει την κατάσταση). Ronald D. Laing, Intervention in Social Situations, Διάλεξη στην Association of Family Caseworkers, Μάιος 1968].

Η ηγεμονία του εθνικισμού ασκείται σε δύο φάσεις: πριν τη συγκρότηση του εθνικού κράτους, ο εθνικισμός εμφανίζεται ως απελευθερωτικός, ενώ αμέσως μετά την εθνική
«απελευθέρωση» μεταμορφώνεται σε καθεστωτικό εθνικισμό. Στην πρώτη φάση, η ηγεμονία του επί των μαζών είναι καθαρά ιδεολογική, βασίζεται δηλαδή αποκλειστικά στην ισχύ του εθνικού μύθου, ενώ στη δεύτερη φάση, όταν ο εθνικισμός κατέχει την πολιτική εξουσία, η ηγεμονία του βασίζεται επίσης επί των ιδεολογικών και καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους.




 
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα
από το βιβλίο των Ηλία Ιωακείμογλου και Σώτης Τριανταφύλλου:
Για τη σημαία και το έθνος (έκδ. «Μελάνι»).
Η εικονογράφηση έγινε με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».