Η Γαλλία, που στην οπτική αναπαράσταση της ενότητας του έθνους επέλεξε το έμβλημα της Marianne (αλληγορική φιγούρα της Γαλλικής Δημοκρατίας παγιωμένη από τη Συνθήκη του 1792, της οποίας η προτίμηση στη γυναικεία απόδοση ίσως μαρτυρά τη διάσπαση με το Παλαιό Καθεστώς που είχε επικεφαλής έναν άντρα) ως απάντηση στο l’ etat c’ est moi που αποδίδεται στο Λουδοβίκο 16°, γνώρισε μια εποχή που στην αρχαιολογία κυριαρχούσαν τα κλασικά ελληνορωμαϊκά πρότυπα.
Οι Τρώες αποτέλεσαν από το 1480 αντικείμενο λατρείας, αφού οι Ιταλοί συγγραφείς καλλιεργούσαν την άποψη ότι οι Γαλάτες είχαν τρωική καταγωγή ─χαρίζοντας στους Γάλλους την ευκαιρία να έχουν προγόνους που δεν είχαν το 1400─ έστω κι αν η «εθνική» τους ιστορία άρχιζε με μια ήττα.
Η προέλευση του έθνους και της βασιλείας στη Γαλλία ερμηνευόταν από το μύθο-ταμπού του 13° αι. στο Παγκόσμιο Χρονικό της Γαλλίας όπου γινόταν αναφορά στις τρωικές και χριστιανικές ρίζες του γαλλικού λαού μέσα από δυο μυθικά γεγονότα, την αναχώρηση από την Τροία και τη στέψη του πρώτου βασιλιά των Φράγκων Clovis.
Ο λόγιος Nicolas Fréret (1688-1749) που τόλμησε να φέρει στοιχεία ότι οι Γάλλοι βασιλείς δεν κατάγονταν από Τρώες πρίγκιπες αλλά από Φράγκους βασιλείς ─δηλαδή «βάρβαρους» κατά τη Ρώμη─ φυλακίστηκε από το Λουδοβίκο ΙΔ΄ στη Βαστίλη.
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Γάλλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν εσωτερικό διχασμό αναφορικά με την καταγωγή τους, ουσιαστικά ένα πολιτικό έρεισμα που κείτονταν ανάμεσα στους «απογόνους» των ευγενών Γερμανών/Φράγκων του Καρλομάγνου και των ανερχόμενων αστών Γαλατών/Κελτών. Το ειρωνικό είναι πως η αντίπαλος Βρετανία μέσα από το δικό της διαιρετικό κίνημα που υποστήριζε ότι οι Κέλτες είναι ο αρχαιότερος λαός, πρόσφερε ένα απώτατο παρελθόν στους Γάλλους αστούς που ήδη υποστήριζαν ότι οι μεγαλιθικές κατασκευές ανά την Ευρώπη ήταν έργα Κελτών και τα dolmen (ταφικά μνημεία, στην πραγματικότητα) βωμοί που χρησιμοποιούσαν μαζί με τα menhir για τις τελετές τους.
Ο όρος «Κέλτης» πρωτοσυναντάται στα ελληνικά τον 6° αι. π.Κ.Ε. στο έργο του γεωγράφου Εκαταίου του Μιλήσιου που ανέφερε πως ένας «βαρβαρικός» λαός κατοικούσε πέρα από τους Λιγουριανούς, στην ευρύτερη περιοχή της Μασσαλίας. Έτσι τους περιέγραψε και ο Στράβωνας αργότερα· οι Ρωμαίοι τους αποκαλούσαν Γαλάτες για αδιευκρίνιστους λόγους.
Αλλά κι αν οι Γαλάτες είχαν ηττηθεί από τους Ρωμαίους, οι Γάλλοι έψαξαν και βρήκαν άλλα κομμάτια του μύθου άξια εθνικής μνήμης και υπερηφάνειας, όπως την επαινετική άποψη που ο νικητής Ιούλιος Καίσαρα εξέφρασε (;) για το νεαρό στρατηγό Vercingétorix ─«Ένας Γαλάτης σχηματίζει από μόνος του ένα έθνος ενσαρκωμένο από το ίδιο πνεύμα που χαρακτηρίζει το σύμπαν»─ και η οποία καταγράφηκε στο μνημείο του Γαλάτη που υψώθηκε το 1865 από το Ναπολέοντα Γ΄ (Louis-Napoleon, 1808-1873) στο όρος Auxois στην Alise-Sainte-Reine της Βουργουνδίας, Θέση που από την Καρολίγγεια εποχή είχε ταυτοποιηθεί με την αρχαία Alésia όπου είχε δοθεί η τελική μάχη.

Στην όλη επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το «εθνικό παρελθόν» ο Ναπολέων πήρε θέση υπέρ των αστών που τον είχαν στηρίξει στις εκλογές του 1848 έναντι του στρατηγού Louis-Eugène Cavaignac (1802-1857). Έτσι, φρόντισε ώστε οι κελτικές αρχαιότητες που εκπροσωπούσαν την αστική ιδεολογία να γίνουν δημοφιλείς ανάμεσα στους πολίτες, τόσο μάλιστα που κατέληξαν σε «κελτομανία» αντίστοιχη με τη «δρυιδομανία» των Βρετανών. Μετά το πραξικόπημα του 1851 που καταλύει τη Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία και τον καθιστά μονάρχη-δικτάτορα ─δυσαρεστώντας πολλούς αστούς υποστηρικτές του σαν τον Victor Hugo─ οι ανασκαφές εντείνονται (1861-1865) στους κέλτικους οχυρωμένους λόφους και τις πόλεις της Βουργουνδίας που είχε πολιορκήσει ο Ιούλιος Καίσαρας ενώ, και η Υπηρεσία Ιστορικών Μνημείων που είχε ιδρυθεί με το τέλος της Ιουλιανής Επανάστασης (1830) φρόντιζε μόνο για τα μνημεία που καταγράφονταν στη «εθνική» λίστα του γενικού επιθεωρητή ιστορικών μνημείων Ludovίc Vitet. Γιατί, μολονότι ο Ναπολέων έχει εξαγγείλει την έναρξη της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας παραμένει υπέρμαχος του νεοτερικού εθνικισμού επηρεασμένος και από τον καρμποναρισμό που είχε γνωρίσει ζώντας εξόριστος στην Ιταλία. Ωστόσο πίσω από τις συστηματικές ανασκαφές του που έσπερναν έναν θριαμβευτικό εθνικισμό στο λαό και πριμοδοτούσαν το καθεστώς του ─σε συνδυασμό και με τη ραγδαία, επί των ημερών του, εκβιομηχάνιση─, κρυβόταν το πολιτικό ζητούμενο: ο μονάρχης ευελπιστούσε ότι θα ικανοποιούσε τις επιδιώξεις των οικονομικών ομάδων που στήριζαν την αυτοκρατορία του και συνάμα η ανακίνηση ευρωπαϊκών εθνικών κινημάτων που δημιουργούσε διασπασμένα μέτωπα θα του έδινε στην αυτοκρατορία του να ξανακερδίσει την ηγεμονία της Ευρώπης.
Για τη συσπείρωση της εθνικής κελτικής συνείδησης υψώνονται μνημεία τον Vercingétorix ως εθνομάρτυρα σε κεντρικά σημεία των πόλεων, και δρόμοι στο Παρίσι και αλλού λαμβάνουν κελτικά ονόματα (Vercingétorix, Gergovie, Place des Gaudes, Place de Jaude κ.ά.). Όπως αναφέρει ο ανθρωπολόγος Mίchael Dietler, από το 1850 ως το 1914, υπό το κράτος μιας statuomanie με πρωταγωνιστές τους Κέλτες (αλλά και τη Marianne και τους ήρωες του επαναστατικού πάνθεου) υψώθηκαν 200 μνημεία που συνέδεαν το αρχαίο παρελθόν με το παρόν. Συνάμα, οι στρατιωτικές αναμετρήσεις Κελτών/Γαλατών με Ρωμαίους ήταν το κυρίαρχο θέμα σε μελέτες, θεατρικά και στρατιωτικές αναλύσεις και βασικό κομμάτι της εκπαίδευσης μέσα από το cliché «οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες» ─που προκαλούσε πραγματική σύγχυση στα παιδιά της γαλλικής Ινδοκίνας και της Αφρικής καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν κοινό σε Γαλλία και αποικίες.

Το 1862 ιδρύει το Μουσείο Εθνικών Αρχαιοτήτων στον πύργο τον Saint-Germain-en-Laye με γαλατικά και ρωμαϊκά ευρήματα με στόχο σαφή όπως διαβάζουμε στην αναφορά που εξέδωσε στις 14 Ιουνίου 1863 «de réunir les pièces justificatives, pour ainsi dire, de notre histoire nationale...». Το μουσείο άνοιξε τις πύλες του στο κοινό στην Εxposition Universelle του 1867.

Η πολιτισμική πολιτική αλλάζει όταν μετά τη γαλλική ήττα στο Γαλλοπρωσικό πόλεμο η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία (1870-1940) αποφασίζει να επαναπροσδιοριστεί ─ αλλά όχι έξω από εθνοκεντρικές αναφορές. Μετά την πρώτη συμβολική κίνηση να αναγείρει το μνημείο-ναό της Sacre Coeur ως πράξη μετάνοιας για τα χρόνια της «ηθικής παρακμής» του τελευταίου μονάρχη της Γαλλίας, προχώρησε παραπέρα: δίχως έναν Shakespeare ή έναν Wagner στη δική τους μυθιστορηματική παράδοση, αλλά μ΄ έναν Alexandre Dumas, έναν Victor Ηυgο και μια θεόπεμπτη Jeanne d΄ Arc, στηρίζουν την εθνική τους μνήμη υψώνοντας αγάλματα του Vercingétorix να κρατά απ το χέρι την Jeanne d΄ Arc και να προχωρούν μαζί σε μια κοινή εθνική ιστορία που δεν μπήκαν στον κόπο να αναλύσουν σοβαρά.
Συνάμα, το αρχαιολογικό, φιλολογικό και εκπαιδευτικό σφυροκόπημα σε συνδυασμό με τις ειδήσεις για τις επιτυχείς εκβάσεις των υπερπόντιων ανασκαφών από τις γαλλικές αρχαιολογικές σχολές που έχουν ιδρυθεί σε Αίγυπτο, Αλγερία, Ελλάδα, Περσία και Αφγανιστάν στα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα, αναπτερώνουν τη λαϊκή φαντασίωση και το «γαλλισμό».
Το 1877 ο θεολόγος Albert Réville (1826-1906) επανέρχεται να υπενθυμίσει υπό το φυλετικό σύνδρομο της περιόδου ότι «ο Vercingétorix είναι για μας πολλά περισσότερα από ένα γενναίο πολεμιστή. Είχε ήδη τη γαλλική φυσιογνωμία. Πολέμησε και πέθανε pro patria, για τη γαλλική πατρότητα που ακόμα είναι δική μας». Το ζητούμενο της περιούσιας φυλής που εκείνη την εποχή ήταν επίμαχο στην Ευρώπη και απασχολούσε και τους Γάλλους τούς καθήλωνε στην εμμονή να βλέπουν στη γαλλική «φυλή» τα χαρακτηριστικά που είχε περιγράψει δυο χιλιάδες χρόνια πριν ο Καίσαρας, παρά την υψηλή παιδεία και τον πολιτισμό που η Γαλλία ευαγγελιζόταν και που από το 1880 την είχαν καταχωρήσει ως την πρώτη διδάξασα στην «εξαγωγή πολιτισμού» έχοντας υποσκελίσει και την Ελλάδα ─τον πιο σοβαρό ανταγωνιστή της─, με τα γαλλικά μουσεία ν΄ αποτελούν ιδρύματα-πρότυπα «εθνικού» μουσείου για τα μεταναπολέοντεια ευρωπαϊκά κράτη.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης»
(pandemos.panteion.gr).
Ο τίτλος κι ο υπότιτλος είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».