ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ
ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ

Ο ρόλος της αρχαιολογίας
στην πολιτικοποίηση
του παρελθόντος


Την πρώτη δεκαετία του 19ου ο Ναπολέων είναι αισθητός ως ο «μεγάλος οικονομικός κίνδυνος»: η επαχθής τελωνειακή πολιτική του πλήττει τις υποτελείς χώρες, επιβάλλονται τα γαλλικά προϊόντα, οι χειροτέχνες βλέπουν τις συντεχνίες να διαλύονται, σημειώνεται πτώση τιμών στα βιομηχανικά είδη, η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων δεν μπορεί να εξάγει σιτάρι και ξυλεία στην Ανατολή και συνάμα έχουν κουράσει οι διαρκείς επιτάξεις, έχει ενοχλήσει ο περιορισμός της ελευθεροτυπίας, και η σύγκρουσή του με τον Πάπα από το 1809 έχει στρέψει εναντίον του τον καθολικό κόσμο.

Αυτό είναι το κοινωνικό και οικονομικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο ανδρώνεται η αντίδραση στο Ναπολέοντα, την οποία λόγιοι και επίδοξοι πολιτικοί ―αλλού αριστοκράτες κι αλλού αστοί― θα μετουσιώσουν την επαύριο του Βατερλώ και των ασύμφορων όρων της Παλινόρθωσης σε «εθνική μνήμη». Η τελευταία καθίσταται ένα δεδομένο και ακλόνητο σώμα γνώσεων που καταλαμβάνει τη θέση της «μόνης» και «πραγματικής» ιστορίας, συνοψίζοντας γλωσσικές και εδαφικές παραδόσεις και πατώντας επάνω σε ένα υπόστρωμα από μύθους, θρύλους και αισθήματα που συγκροτούσαν ταυτότητες που ενθουσίαζαν, συσπείρωναν, κινητοποιούσαν.


Ο όρος αρχαιολογία, λόγιο αναδημιούργημα των σοφών του 17ου αιώνα από τα ελληνικά, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Récherches curieuses d'antiquité (Λυών 1683)
του Λυωνέζου γιατρού Jaques Spon, ενώ ως έννοια αποσαφηνίζεται στον πρόλογο τού Miscellanea eruditae antiquitatis (Λυών 1685) τού ιδίου,
όπου αντιδιαστέλλει τη σπουδή της αρχαιότητας με τον ως τότε συνηθισμένο όρο «τέχνη του φυσιοδίφη».
Με τη σημερινή έννοια άρχισε να χρησιμοποιείται πρόσφατα ―όταν η μελέτη των καταλοίπων απέκτησε επιστημονικό χαρακτήρα―
οπότε είναι προτιμότερο για τις παλαιότερες περιόδους να χρησιμοποιείται ο όρος αρχαιογνωσία.
Η αρχαιολογία θα αναδείξει αρχαίες κοινωνικές ομάδες και τα τέχνεργά τους αναζητώντας γεωλογικά στρώματα με το περιεχόμενό τους και χρονολογώντας τα ευρήματα του περιεχομένου.


Σύμφωνα με πολλούς μελετητές οι Γάλλοι και οι Άγγλοι αποτέλεσαν από παλιά «έθνη», δηλαδή ομάδες ανθρώπων εγκαταστημένες σε ορισμένη εδαφική περιοχή που συνδέονταν με κοινά συμφέροντα, έθιμα, και γλωσσική ομοιογένεια, παρότι ο Durant αναγνωρίζει και σε άλλους λαούς της δυτικής Ευρώπης, σε μικρότερο όμως βαθμό, κοινά εθνοτικά στοιχεία: υπήρχε ο ιταλικός πατριωτισμός που προερχόταν από τις αλλεπάλληλες εισβολές και τη μνήμη της αρχαίας Ρώμης, ο ισπανικός πατριωτισμός που είχε γεννήσει η μακροχρόνια διαμάχη με τους μουσουλμάνους αλλά και το, έστω συγκεχυμένο, εθνικό αίσθημα στη Γερμανία που ενίσχυαν οι αναμνήσεις των ένδοξων γερμανικών εισβολών και της Αγίας Αυτοκρατορίας και ένωνε το μίσος για τους Γάλλους.

Ωστόσο ο εθνικισμός, όρος που για πρώτη φορά χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία στο έργο του εξόριστου αντιγιακωβίνου παπά Augustin Barruel όταν επισημαίνει πως «την αγάπη για το ανθρώπινο γένος αντικατέστησε η αγάπη για το έθνος» (καίτοι η έγνοια του δεν αφορούσε το ανθρώπινο γένος αλλά την επίφοβη ανατροπή των νόμιμων κυβερνήσεων από τους μασόνους - Πεφωτισμένους), λαμβάνει ξεκάθαρη πολιτική μορφή μέσα από το μετασχηματισμό των αστών σε ιθύνουσα τάξη: η τελευταία διαχειρίζεται όχι μόνο τον πνευματικό χώρο μέσα από τη συγγραφή της ιστοριογραφίας αλλά και τον οικονομικό και πολιτικό, αντιμετωπίζοντας το λαό ως φερέφωνο τής ιδεολογίας της ―όπως θα της χρεώσει ο μαρξισμός― κι όχι ως υποκείμενο της ιστορίας.

Η δημιουργία του εθνικού κράτους στηρίχθηκε εξαρχής σε μια επιθετική πολιτισμική πολιτική που ισοπέδωνε τις εσωτερικές διαφορές προς όφελος της μίας και υπέρτατης εθνικής κουλτούρας που σταθεροποιούσε την εξουσία. Πολιτικοί και λόγιοι ―ιδιότητες που προς το παρόν ταυτίζονταν― εκφράζονταν με σοβινιστικές αναφορές και μέσα από τη σύγκριση. Ο υπουργός Παιδείας, Εσωτερικών και ιστορικός στη Σορβόννη Francois Gυizot (1787-1874) είναι αποκαλυπτικός: «Κανέναν δεν πρέπει να κολακέψουμε, ούτε καν τη δική μας χώρα· μολαταύτα, νομίζω ότι χωρίς κολακεία μπορούμε να πούμε ότι η Γαλλία υπήρξε το κέντρο, η εστία του πολιτισμού στην Ευρώπη». Και αλλού: «Είτε γιατί στο γαλλικό πνεύμα υπάρχει κάτι το κοινωνικό, το συμπαθητικό, που μεταδίδεται με μεγαλύτερη ευκολία και αποτελεσματικότητα απ' όση το πνεύμα οποιουδήποτε άλλου λαού· είτε αυτό πηγάζει από τη γλώσσα μας, είτε από την υφή του πνεύματός μας, είτε από τα ήθη μας, οι ιδέες μας είναι δημοφιλέστερες, παρουσιάζονται καθαρότερα και διεισδύουν με γοργότερο ρυθμό στις μάζες· κοντολογίς, η διαύγεια, η κοινωνικότητα, η συμπάθεια είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό της Γαλλίας και του πολιτισμού της και αυτές οι ιδιότητες την καθιστούσαν εξόχως κατάλληλη για να βαδίσει επικεφαλής του ευρωπαϊκού πολιτισμού».

Οι Γερμανοί, από την άλλη, μάχονται τη γαλλική γλώσσα, σκέψη και τέχνη και υπερασπίζονται το δικό τους «εθνικό» πολιτισμό των ιδεών, των επιτευγμάτων και των ειδυλλιακών μύθων που έγραφαν οι αδερφοί Grimm ανακαλώντας τα παιδικά τους χρόνια στην επαρχία. Ο ποιητής Johan Elias Schlegel (1719-1749) απορρίπτει τον γαλλικής έμπνευσης νεοκλασικισμό και ο Goethe (1749-1832) αντικαθιστά στο «Ημερολόγιο ταξιδίου στην Ιταλία» όλες τις ξενικές λέξεις με τις αντίστοιχες γερμανικές ― παρότι παραδέχεται ότι ο πλούτος της χώρας του προέρχεται από την ποικιλία των ethnies (Πρώσοι, Δανοί, Βαυαροί, Αυστριακοί, Πολωνοί κ.ά.) που την απαρτίζουν.

Καθώς θεωρεί τη «γοτθική» τέχνη γερμανική, αναφωνεί μπροστά στο μητροπολιτικό ναό του Στρασβούργου: «Ιδού η γερμανική τέχνη, ανάλογη προς την οποία δεν γνώρισε η Γαλλία» αγνοώντας προφανώς, στα 21 του μόλις χρόνια, το Παρίσι, λίκνο των τοξωτών αντηρίδων. Το διάσημο σ' όλη την Ευρώπη μυθιστόρημά του Die Leiden des Jungen Werthers (1774), πρελούντιο του γερμανικού ρομαντισμού, και το εμφαντικό Sturm und Drang («Θύελλα και Ορμή» περ. 1765-1785), προετοιμάζουν τη στροφή προς την ενοποίηση: βιτρώ, μεσαιωνικές μινιατούρες και μεσαιωνικά τραγούδια σαν των Niebelungs της ταραγμένης εποχής των γερμανικών μεταναστεύσεων που στο παρελθόν είχε απορρίψει ο Φρειδερίκος Β' της Πρωσίας ως «κατασκεύασμα βάρβαρων εποχών», αποκτούν τώρα για τους Γερμανούς την αξία που έχουν τα ομηρικά έπη για τους Έλληνες. Μισό αιώνα μετά, στη θορυβώδη κοινοβουλευτική συζήτηση του 1848 στη Φρανκφούρτη όπου για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ο όρος Nationalstaat, το πορτρέτο της Γερμανίας με τα διακριτικά του έθνους είναι ανηρτημένο στο ψηλότερο σημείο.

Οι Ισπανοί καυχώνται ότι έχουν γλώσσα περισσότερο εύηχη και εύστροφη από τη γαλλική παρότι ο ρόλος της δεν υπήρξε γι' αυτούς ποτέ όσο θεμελιώδης στη Γερμανία μετά τον Λούθηρο ή όσο στην Ελλάδα ― όπως μαθαίνουμε από το Νεόφυτο Δούκα και τον Ανδρέα Θεοτόκη.

Αντίστοιχα στην Ιταλία επικαλούνταν τη λατινική ως κοινή γλώσσα, το ρωμαϊκό πολιτισμό ως κοινό παρελθόν, ανακαλούσαν τα συγγράμματα των λογίων που σε παρελθόντες αιώνες ευελπιστούσαν σε μια ιταλική ομοσπονδία και ανακήρυσσαν τον Dante (1265-1321) εθνικό ποιητή. Ο τελευταίος, πρόδρομος της αποτύπωσης του ρόλου που θα διαδραματίσει το έθνος στο Ρομαντισμό ―από το οποίο θα εκπορεύεται και θα εξαρτάται η βιωσιμότητα του πολίτη και το αντίστροφο― ήδη το 13o αιώνα υποστασιοποιεί την πατρώα πόλη ― επηρεασμένος από το δειλό άνοιγμα της κοινωνίας των πόλεων απέναντι στις κλειστές κοινωνίες της επαρχίας και των ελίτ. Έτσι τής αποδίδει την ικανότητα να φτιάχνει πολίτες όταν βάζει στο στόμα του Ρia de' Tolomeί τη δήλωση «Sienα mi fé» σ' έναν έπαινο για τη Sίena: όταν ο έπαινος για την πόλη γίνεται αγάπη σηματοδοτείται το πέρασμα από τον φεουδαλισμό στον αστισμό. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο ρόλος του Ρομαντισμού στην εθνογένεση).

Αλλά η μνήμη για να ριζώσει και να διαρκέσει ―γράφει ο αρχαιολόγος Alain Schnapp― έχει ανάγκη από έδαφος, και η ανάγκη για ιδιόκτητο γεωγραφικό χώρο χαρακτήρισε όλα τα κράτη που επιζήτησαν να θεμελιώσουν την υπεριστορική «εθνική» τους μνήμη και ταυτότητα στα ευρήματα του εδάφους.

Η σχέση μνήμης και εδάφους, πολιτικής και αρχαιοτήτων, δεν είναι όψιμο εφεύρημα: ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβονίδης, κατά τα έτη 555-539 π.Χ. διέταξε την ανασκαφή ενός ναού όπου και εντοπίστηκε ο θεμέλιος λίθος του τοποθετημένος εκεί πριν 2.200 χρόνια και προέβη στην ανέγερση του πρώτου μουσείου στην ιστορία για να στεγάσει το εύρημά του. Στα νεότερα χρόνια ο Σίξτος Ε' μετέφερε μπροστά στο ναό του Αγίου Πέτρου τον αρχαίο αιγυπτιακό οβελίσκο που είχε φέρει από την Ηλιούπολη της Αιγύπτου ο αυτοκράτορας Αύγουστος επισημοποιώντας έτσι τη νίκη του χριστιανισμού στον παλιό ειδωλολατρικό κόσμο, και ο Ναπολέων έναν ανάλογο οβελίσκο μετέφερε και τοποθέτησε στο Παρίσι για να υποδηλώσει πως εκεί βρισκόταν πλέον η Ρώμη ― μια πολυδάπανη μεταφορά αρχαιοτήτων και στις δυο περιπτώσεις δίχως κανείς τους να σχετίζεται με το φαραωνικό μνημείο και τα ιερογλυφικά του παρά μόνο στη βάση του πολιτικού συμβολισμού.

Ωστόσο η πολιτική σχέση γίνεται ξεκάθαρη με την ίδρυση των εθνικών κρατών και των αρχαιολογικών ινστιτούτων.



Οβελίσκος στη Ρώμη.
Οβελίσκος στο Παρίσι.

Ο κατασκευαστικός πυρετός δρόμων και σιδηροδρόμων, εργοστασίων και καναλιών που σημειώνεται σε Αγγλία, Γερμανία, βουρβονική Ιταλία, στο μικρό βασίλειο του Βελγίου και στη Γαλλία του Λουδοβίκου-Φιλίππου, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του λαού και ορισμένων ιθυνόντων απέναντι στις καινοτομίες, επέφερε ένα ενθουσιώδες συναίσθημα λόγω και της εύρεσης εργασίας που εντέλει δικαίωσε τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας καθώς και την ίδια την εθνική ιδεολογία.

Από την άλλη, οι κατασκευές ανέσυραν στην επιφάνεια άφθονο αρχαιολογικό υλικό που, σε συνδυασμό με τα πασίδηλα φρούρια, τους τύμβους και τα μεγαλιθικά μνημεία, είχε ως επακόλουθο την ίδρυση μουσείων, ερευνητικών κέντρων και αρχαιολογικών σχολών από τους ηγεμόνες, με τη διδαχή της ιστορίας να αποτελεί το αποτελεσματικότερο εργαλείο όξυνσης ή άμβλυνσης των στερεοτύπων που σχετίζονταν με τα γεωγραφικά, πολιτικά και πολιτισμικά όρια του νεότευκτου έθνους-κράτους σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα.

Το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων εστίασε στα τεχνέργα που διευκόλυναν τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας ―συνήθως με φαντασιακά κριτήρια― κι όπου η ανεύρεση αρχαίων πολιτισμών, ένα μυθικό κι εξωραϊσμένο κεφάλαιο, επηρέαζε όλη την Ευρώπη: μοτίβα αρχαιοελληνικά χρησιμοποιούνταν στην κοσμηματοποιία και τη διακόσμηση οικιών και ενδυμάτων και μετά την ανακάλυψη των οστρογοτθικών τάφων της κεντρικής Ευρώπης οι χρυσοχόοι τοποθετούσαν στα κοσμήματα γρανάτη, υλικό ευρέως διαδεδομένο στους Οστρογότθους.

Επιπλέον, ο γερμανικός Διαφωτισμός που διακινούσε την ιδιαιτερότητα του γερμανικού οικογεωγραφικού ανάγλυφου και οιονεί της ανωτερότητάς του, είχε επηρεάσει τις αρχαιολογικές έρευνες των εθνικών κρατών αφού οι επιλεκτικές ανασκαφικές και ερμηνευτικές μέθοδοι στις οποίες επιδίδονταν εξυπηρέτησαν εξαρχής δυο στόχους: έγιναν το μέσο για την «εκ γενετής» πρόσδεση των πολιτών με το έδαφος και την ιστορία του ―ως διαβεβαίωση ότι αυτά είναι «δικά τους»― και το μέσο για την «τεκμηρίωση» της φυλετικής / πολιτισμικής υπεροχής τους έναντι των «Άλλων».

Αυτή η αντίληψη δημιουργούσε ένα αυτονόητο παράδοξο: η αρχαιολογία αφενός ανακάλυπτε τα υλικά τεκμήρια ενός προγενέστερου πολιτισμού, αφετέρου μέσω των επιλογών της κρατούσε το ρόλο-κλειδί της «παραγωγής» ευρημάτων που αποδείκνυαν την «εθνική επικράτεια» αντί απλώς της αποσαφήνισης του ρόλου τους στην εποχή τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αρχαιολογία αξιοποιήθηκε για την προώθηση των συμφερόντων αστών και αριστοκρατών· η μεσαία τάξη των Τσέχων προσπάθησε ν' αναδείξει το παρελθόν της που θα την ενίσχυε στην αντίσταση ενάντια στην αψβουργική, ρωσική και τουρκική κυριαρχία και οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες της Πρωσίας και της Πολωνίας μέσω της αρχαιολογίας στόχευαν στην αφύπνιση τής «εθνικής» μνήμης και της υπερηφάνειας που απέρρεε από αυτή. Ο ρόλος της μάλιστα ήταν τόσο καταλυτικός που ενίοτε γινόταν επιζήμιος για τις αυτοκρατορικές κυβερνήσεις του 19ου αιώνα που για τούτο, φορές, απέτρεψαν την αρχαιολογική έρευνα ή παραχάραξαν τα συμπεράσματα.

Για παράδειγμα, Ρώσοι και Πολωνοί αρχαιολόγοι που ανέσκαπταν τη Λιθουανία τόνιζαν τη μη-λιθουανική καταγωγή των ευρημάτων απογυμνώνοντας τους Λιθουανούς από την αίσθηση του πατρώου εδάφους και του τοπικού πολιτισμού και μεταφέροντας τα ευρήματα στα ρωσικά μουσεία. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι στη Λιθουανία, μόλις στην τέταρτη δεκαετία του 20ού ιδρύθηκε η πρώτη αρχαιολογική σχολή για τη μελέτη της προϊστορίας του εδάφους τους ως «λιθουανική προϊστορία» η οποία, κατά τον πρωτοπόρο αρχαιολόγο της Λιθουανίας Jonas Puzinas (1905-1978) θα οδηγούσε στην «ταυτοποίηση του πολίτη ως μέρος του έθνους» (1931).


Τη σφετεριστική τακτική οικειοποιήθηκαν και οι Σοβιετικοί στην ανατολική Πρωσία και δυτική Λευκορωσία παραχαράσσοντας τα δεδομένα για τους πολιτικούς λόγους που επέβαλλαν να συμπιεστεί ο εθνικισμός των μειονοτήτων ώστε να αναδειχθεί το «σοβιετικό έθνος».



Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης»
(pandemos.panteion.gr).



Η Καλλιόπη Παυλή από τη Σάμο, είναι απόφοιτος σπουδών Μ.Μ.Ε. (Αθήνα) και Ιστορίας (Πάτρα), με υποτροφία στη δεύτερη σχολή. Έζησε στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης, και έχει ταξιδέψει στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιστρέφοντας εργάστηκε στον αρχαιολογικό τουρισμό αρχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου, με τίτλο της διπλωματικής «Ο Εθνικισμός στην Αρχαιολογία της Δύσης». Η μεταπτυχιακή εργασία της περιλήφθηκε στην Ενδεικτική Θεματική Βιβλιογραφία για τους φοιτητές του σεμιναρίου «Νεο-Ελληνική Εθνική Ιδεολογία» του καθηγητή Στ. Πεσμαζόγλου.

Μετά και από τα ταξίδια στην Τουρκία που συνδέονταν με τη διατριβή της («Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων»), στην οποία εξετάστηκαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το Αρχαιολογικό τμήμα της Αρμοστείας Σμύρνης στη Μ. Ασία κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1919-1922), ανακηρύχθηκε δρ. Ιστορίας το 2012.

Το 2014 εξέδωσε το βιβλίο: Εις το όνομα του πολιτισμού. Η ιδεολογία των ανασκαφών στη Μικρά Ασία κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22), εκδόσεις Ισνάφι.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια, ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής σε διεθνή συνέδρια, σε ανασκαφές στη Λήμνο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νικ. Ευστρατίου, έχει δημοσιεύσει άρθρα, ανήκει στο editorial board του Int. Journal SCS και είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κ.Ε.Ν.Ι. με θέμα την αποικιοκρατία του ύστερου 19ου-πρώιμου 20ού αιώνα και την πρόσληψή της από την εγχώρια λογιοσύνη εν όψει της μικρασιατικής εκστρατείας.

Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της συνδέονται με τη μυθολογική θεμελίωση των εθνικών κρατών που περνά και από την κατά βούληση αρχαιολογική ερμηνεία, μέσα από την οποία επιβάλλεται η γεωγραφία και η πολιτική τους. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.