Η ΜΟΙΧΕΙΑ
ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΑΣΜΟ

Στην κλασική Αθήνα, απόρροια
της κοινωνικής αντίληψης περί
κατωτερότητας των γυναικών

Το σύστημα οποιασδήποτε κοινωνίας, είτε πρόκειται για παλιότερες εποχές, είτε για σύγχρονες, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της μοιχείας με διάφορους τρόπους. Παραδείγματος χάριν, κάποια νομικά συστήματα απαγορεύουν αυστηρά στους άνδρες να διατηρούν σεξουαλικές σχέσεις με συζύγους άλλων ανδρών, άλλα τιμωρούν κάθε εξωσυζυγική σεξουαλική σχέση, ενώ άλλα αδιαφορούν εντελώς για την μοιχεία. Στην αρχαία Ελλάδα όμως, η μοιχεία αντιμετωπιζόταν με την εκτέλεση των μοιχών ή με άλλες ποινές.

Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων, ο ρόλος της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα, ήταν καθαρά αναπαραγωγικός. Έπρεπε, δηλαδή να έχει την ικανότητα να γεννά απογόνους. Έτσι, θεσπίστηκαν νόμοι, οι οποίοι βασίζονταν στη ζωή και στην κοινωνική θέση της γυναίκας.

Εντούτοις, η μεγάλη αλλαγή για τη ζωή και το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, ήρθε με την γέννηση της πόλης–κράτους. Την εποχή αυτή, οι γυναίκες περιορίζονται στο γυναικωνίτη και η κοινωνία χαρακτηρίζεται ανδροκρατούμενη. Οι νόμοι, λοιπόν, που θεσπίστηκαν, για τη θέση της γυναίκας αυτή την περίοδο, αφορούσαν κυρίως τη σεξουαλική τους συμπεριφορά. Ένα από αυτά τα ζητήματα της σεξουαλικής συμπεριφοράς των γυναικών, ήταν η μοιχεία.

Με τον όρο μοιχεία, οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν την σεξουαλική σχέση ενός άνδρα με μια γυναίκα που βρισκόταν υπό την κηδεμονία ενός αθηναίου πολίτη και η οποία δεν εκτελούσε το επάγγελμα της πόρνης. Ήταν παράνομο ένας άνδρας να έχει ερωτικές σχέσεις με γυναίκα άλλου, είτε επρόκειτο για χήρα μητέρα, είτε για άγαμη κόρη, είτε για αδερφή κάποιου ή ακόμη και για παλλακίδα.


 


Η Παλλακεία ήταν θεσμός που ίσχυε παράλληλα με το γάμο
και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας.
 

Κύρια αξία της παντρεμένης γυναίκας στην αρχαία Αθήνα θεωρούσαν την ικανότητά της
να γεννά απογόνους. Έτσι, οι παντρεμένες γυναίκες περιορίζονταν σε ένα καθαρά
βιολογικό ρόλο και η ερωτική ικανοποίηση του άνδρα δεν συγκαταλεγόταν στις δικές τους
ευθύνες. Επιπροσθέτως, οι άνδρες δεν είχαν μόνο ερωτικές σχέσεις με εφήβους, αλλά
διατηρούσαν και σεξουαλικές σχέσεις με εταίρες, πόρνες, παλλακίδες, αλλά και δούλες.
Κάθε αθηναίος πολίτης μπορούσε να έχει θεωρητικά τρεις γυναίκες: την σύζυγό του, για να
αποκτά από αυτή νόμιμους γιους, την παλλακίδα του, για να έχει μαζί της σταθερές σεξουαλικές
σχέσεις και τέλος μια εταίρα για πνευματική και σωματική απόλαυση. («Το γαρ συνοικείν τουτ᾽
έστιν, ος αν παιδοποιήται και εισάγη εις τε τους φράτερας και δημότας τους υιείς, και τας
θυγατέρας εκδιδώ ως αυτού ούσας τοις ανδράσιν. Τας μεν γαρ εταίρας ηδονής ένεκ᾽ έχομεν,
τας δε παλλακάς της καθ᾽ ημέραν θεραπείας του σώματος, τας δε γυναίκας του παιδοποιείσθαι
γνησίως και των ένδον φύλακα πιστήν έχειν». Δημοσθένη: Κατά Νεαίρας, 122).
 

Οι γυναίκες που κατέληγαν στη θέση της παλλακίδας προέρχονταν από οικογένειες ασθενείς
οικονομικά, που δεν είχαν την δυνατότητα να δώσουν προίκα. Η θέση τους αυτή
αναγνωρίζονταν και ρυθμίζονταν νομοθετικά, καθώς βρίσκονταν υπό την κηδεμονία των
συντρόφων τους και τους απαγορεύονταν ρητά να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άλλους
άνδρες. Τα παιδιά που αποκτούσαν οι άνδρες από τις παλλακίδες ήταν νόθα και δεν δικαιούνταν
μέρος της πατρικής περιουσίας, ούτε αναγνωριζόταν σε αυτά η ιδιότητα του πολίτη.
Οι παλλακίδες ζούσαν σε ξεχωριστά σπίτια από τις νόμιμες συζύγους, όμως υπήρχαν
και περιπτώσεις όπου και οι δύο γυναίκες κατοικούσαν μαζί στο ίδιο σπίτι. Η σχέση του άνδρα
με την παλλακίδα ήταν ανάλογη με την σχέση των συζύγων, δηλαδή ήταν υποχρεωμένη
να παραμένει πιστή στον άνδρα της, όπως και η σύζυγος. Σύμφωνα με το νόμο του Δράκοντα,
σε περίπτωση μοιχείας της παλλακίδας, ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να σκοτώσει «νόμιμα»
τον εραστή της, χωρίς ο ίδιος να τιμωρηθεί.

Ο θεσμός της παλλακείας συνεχίστηκε και κατά τη βυζαντινή εποχή, έως τον 10ο αιώνα,
οπότε και καταργήθηκε νομοθετικά. Παρʼ όλα αυτά, ο παράνομος πλέον αυτός θεσμός,
επιβίωσε σε κάποιες περιοχές έως κι αιώνες μετά.




Στα τέλη του 7ου αιώνα στην Αθήνα, δόθηκαν οι πρώτοι γραπτοί νόμοι από τον Δράκοντα, όπου σε έναν από αυτούς: απαγόρευε στους αθηναίους την προσωπική αντεκδίκηση για τα δεινά, τα οποία είχε τυχόν υποστεί κάποιος και από την στιγμή εκείνη όποιος σκότωνε συμπολίτη θα τιμωρούνταν με ποινές, επιβαλλόμενες από δικαστήρια, ειδικώς για αυτό το σκοπό ιδρυμένα. Επρόκειτο για ποινές που διέφεραν μεταξύ τους, αναλόγως του εάν επρόκειτο για φόνο ηθελημένο ή αθέλητο. Επίσης, απαγόρευε να τιμωρηθεί όποιος είχε διαπράξει δίκαιο φόνο – νόμιμο φόνο, δηλαδή όποιος σκότωνε ένα μοιχό, με άλλα λόγια έναν που είχε συλληφθεί μέσα στο σπίτι του να διασκεδάζει σεξουαλικά με τη σύζυγό του, την κόρη ή την αδερφή του. Τούτο βέβαια στις περιπτώσεις που ο εραστής δεν είχε πληρώσει τα σχετικά μοιχάργια, τη χρηματική δηλαδή ποινή της οποίας το ύψος εναπόκειτο στην διακριτική ευχέρεια του προσβληθέντα.

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο ο Δράκων αυτός που είχε θεσπίσει νόμους σχετικά με την μοιχεία, αλλά σε όλους τους αιώνες της εξέλιξης του αθηναϊκού δίκαιου, νομοθετούνταν το θέμα αυτό. Ο Δημοσθένης, εκτός από όλες τις άλλες αθηναϊκές διατάξεις για την ανθρωποκτονία, αναφέρει και την διάταξη του νόμου περί μοιχείας και τον όρο μοιχός: «Αν ένας άνδρας φονεύσει κάποιον ακούσια σε αθλητικό αγώνισμα ή τον φονεύσει την ώρα σε καβγά στο δρόμο ή τον φονεύσει εν αγνοία του στη μάχη ή τον φονεύσει την ώρα της συνουσίας με τη σύζυγό του, τη μητέρα του, την αδερφή του, την κόρη του ή τη νόμιμη παλλακίδα που διατηρεί για την απόκτηση τέκνων, ο άνδρας αυτός να μην εξοριστεί ως δολοφόνος για την πράξη του». (Κατά Αριστοκράτους, 23.53-5).

Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν το κείμενο αυτό ως τον αθηναϊκό νόμο περί μοιχείας. Άλλοι πάλι σχολιάζουν ότι πρόκειται για ένα νόμο που αφορά στη δικαιολογημένη ανθρωποκτονία, αλλά, παρά ταύτα, πιστεύουν ότι περιέχει τη βάση του νομοθετικού ορισμού και του νόμου περί μοιχείας. Για παράδειγμα, ο Dover, σε μια αντιπροσωπευτική διατύπωση του ζητήματος, αναφέρει τα εξής: «Μοιχεία ήταν η αποπλάνηση της συζύγου, χηρευμένης μητέρας, ανύπαντρης κόρης, αδελφής ή ανιψιάς ενός πολίτη ─ αυτά μόνο είναι σαφή από το νόμο που παραθέτει ο Δημοσθένης. Ο μοιχός μπορούσε να φονευτεί, εάν συλλαμβανόταν επ' αυτοφώρω από τον προσβεβλημένο αρχηγό του σπιτικού ή να συμφωνήσει σε πληρωμή αποζημίωσης ή να δικαστεί, να κακοποιηθεί ή να τραυματιστεί».

Ένα απόσπασμα από την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη παρέχει πρόσθετη επιβεβαίωση ότι η διάταξη αυτή πράγματι εφαρμόζεται στη μοιχεία. Ο Αριστοτέλης συνοψίζει το νόμο της δικαιολογημένης ανθρωποκτονίας λέγοντας ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου «κάποιος παραδέχεται ότι διέπραξε ανθρωποκτονία, αλλά υποστηρίζει ότι ήταν νόμιμη (λόγου χάρη, όταν σκότωσε κάποιον την ώρα της μοιχείας) ή σκότωσε έναν συμπολίτη του εν αγνοία του στον πόλεμο ή σε αθλητικό αγώνισμα». Ακόμη, ο Δημοσθένης στο λόγο του «Κατά Νεαίρας» δίνει ένα παράδειγμα κατηγορίας για μοιχεία, που αφορά σε ερωτική σχέση με ανύπαντρη γυναίκα.

Έτσι λοιπόν, μέσα από αυτά τα κείμενα παρατηρούμε ότι, εκτός από το γεγονός όπου κάθε αθηναίος πολίτης που έπιανε επʼ αυτοφώρω μια γυναίκα, που ήταν υπό την κηδεμονία του, με έναν άλλο άνδρα, είχε το δικαίωμα να τον σκοτώσει επιτόπου, αποκαλύπτεται ότι η μοιχεία στην αρχαία Αθήνα σήμαινε «την αποπλάνηση της συζύγου, της χηρευμένης μητέρας, της ανύπαντρης κόρης, της αδελφής ή της ανιψιάς ενός πολίτη».

Επιπλέον, σε περίπτωση που ο κύριος της γυναίκας δεν ήθελε να σκοτώσει τον εραστή, είχε το δικαίωμα να λάβει οικονομική αποζημίωση από αυτόν. Ωστόσο, μέχρι να λάβει το συμφωνημένο ποσό της αποζημίωσης αυτής ή μέχρι να του δώσει εγγυήσεις, κρατούσε τον εραστή φυλακισμένο. Επιπλέον, είχε το δικαίωμα να υποβάλει τον εραστή σε διάφορες σωματικές ταπεινώσεις. Σε αυτές λοιπόν τις ταπεινώσεις συμπεριλαμβάνεται και το «ραπάνισμα», όπως το χαρακτήριζε ο Αριστοφάνης, δηλαδή την εισαγωγή ενός μεγάλου ραπανιού στον πρωκτό του.

Μια ακόμη ποινή, στην οποία ήταν εκτεθειμένος ο εραστής, ήταν και η «παρατιλμόν», δηλαδή το ξύρισμα του εφηβαίου. Αυτό ήταν πολύ ταπεινωτικό για έναν άνδρα, καθώς το ξύρισμα του εφηβαίου ήταν γυναικεία συνήθεια. Παρόλα αυτά όμως, αν ο σύζυγος ή ο κηδεμόνας μιας γυναίκας, αποφάσιζε να σκοτώσει τον εραστή της, τότε ίσως να υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για εκείνον που διέπραττε τον φόνο, καθώς θα μπορούσε να κατηγορηθεί από την οικογένεια του διαφθορέα νεκρού, για ανθρωποκτονία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης, είναι ο Ευφίλητος. Σύμφωνα με τον Λυσία στο λόγο του «Κατά Ερατοσθένους», η σύζυγος του Ευφίλητου, γνώρισε τον εραστή της στην κηδεία της μητέρας του συζύγου της. Το παράνομο και ερωτευμένο ζευγάρι στέγαζε τον έρωτά του στο σπίτι της συζύγου, όταν απουσίαζε για δουλειές ο Ευφίλητος. Όμως, κάποια μέρα, γυρνώντας νωρίτερα από τη δουλειά ο Ευφίλητος, τους συνέβαλε επʼ αυτοφώρω και σκότωσε το νεαρό εραστή. Έτσι, κατηγορήθηκε από τους συγγενείς του εραστή για ανθρωποκτονία.
 

 

 

 
Ορισμένες απεικονίσεις αρχαίων γυναικών σε αγγεία ή αγάλματα με κάπως πιο ελευθεριάζουσες
ενδυμασίες, μας δίνουν εσφαλμένη εντύπωση για τη θέση της ελληνίδας στον αρχαίο κόσμο.
Συνήθως τα αγάλματα και οι εικόνες αυτές είναι είτε από τον μυθολογικό κύκλο, που παριστάνουν
θεές ή ιέρειες είτε από συμπόσια, που παριστάνουν πόρνες/εταίρες είτε από μέσα στον
γυναικωνίτη,
όπου δεν υπήρχε παρουσία ανδρών.
 
Η πραγματική θέση της απλής γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική. Ακόμα και
στην
κλασική Αθήνα, η γυναίκα ήταν αμόρφωτη, κλεισμένη όλη μέρα στον γυναικωνίτη
κι όταν σπάνια
έβγαινε έξω από το σπίτι επʼ ευκαιρία κάποιας γιορτής/τελετής, έπρεπε να είναι
ιδιαίτερα προσεκτική
και ευπρεπής, γιατί η συμπεριφορά της
ελεγχόταν από τους γυναικονόμους.
Όταν έβγαινε έξω, ήταν υποχρεωμένη να έχει γύρω από το πρόσωπο ένα διάφανο ύφασμα,
που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια, το οποίο ονομαζόταν κρήδεμνον,
ενώ το κεφάλι της το είχε σκεπάσει με ένα μεγάλο μαντήλι, τη μίτρα.


Ο Απ. Παύλος δεν άλλαξε τίποτε, όταν παράγγελνε ότι οι γυναίκες πρέπει

να έχουν καλυμμένη την κεφαλή.
 

 

Παράλληλα με όλα αυτά όμως, υπήρχε διαφορά ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των δύο φύλων, σχετικά με την πράξη της μοιχείας. Όσον αφορά τη μοιχαλίδα, λαμβάνονταν σκληρά μέτρα, καθώς η πράξη της αυτή θεωρούνταν βαρύτατο έγκλημα. Συγκεκριμένα, απαγορεύονταν ρητά στην μοιχαλίδα ακόμη και οι ελάχιστες ελευθερίες κινήσεων που είχε, οι οποίες αφορούσαν τις θρησκευτικές τελετές της πόλης και επιπλέον, ο σύζυγος έπρεπε να την διώξει από τον οίκο του, γιατί αλλιώς θα έχανε τα δικαιώματά του ως πολίτης. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Αισχίνη (Ι. 183), αν μια μοιχαλίδα παρευρισκόταν σε θρησκευτικές τελετές, όποιος άνδρας την συναντούσε, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει βία πάνω της, όχι όμως μέχρι θανάτου.

Αντίθετα, παρόλο που ένας παντρεμένος άνδρας είχε ερωτικές σχέσεις με παλλακίδες και πόρνες, δεν θεωρούνταν μοιχός, για τους αρχαίους έλληνες. Μοιχός, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ήταν αυτός που είχε σεξουαλικές σχέσεις με σύζυγο ή κόρη ή αδελφή ή παλλακίδα ή μητέρα άλλου αθηναίου πολίτη.

Εντύπωση, όμως, προκαλεί και το γεγονός ότι ενώ ο άνδρας μοιχός μπορούσε να θανατωθεί, η μοιχαλίδα όμως όχι. Αυτό συνέβαινε γιατί, το δίκαιο της αθηναϊκής κοινωνίας αντιμετώπιζε τις γυναίκες ως κατώτερα όντα σε σχέση με τους άνδρες. Οι γυναίκες θεωρούνταν όντα χωρίς βούληση και λογική, ενώ οι άνδρες αποτελούσαν τα στοιχεία εκείνα που θα καθιστούσαν σωστή τη λειτουργία της πόλης. Έτσι, αφού ο άνδρας πολίτης παραβίαζε τους νόμους της πόλης, έπρεπε να τιμωρηθεί αυστηρά ακόμη και να θανατωθεί για παραδειγματισμό, γιατί οι λόγοι της μοιχείας ήταν πολιτικοί και όχι ηθικοί.
 
 
 

 
Tιμωρία μοιχαλίδας στον ισλαμικό κόσμο του 18ου αιώνα.
 
Οι αντιλήψεις των οθωμανών σχετικά με την κατωτερότητα της γυναίκας
δεν διαφέρουν και πολύ από αυτές της κλασικής Αθήνας.
 
Στη συγκεκριμένη περίπτωση των μοιχαλίδων μάλιστα, οι ισλαμιστές φαίνονται
πιο ανοικτόμυαλοι. Οι αρχαίοι αθηναίοι δεν σκότωναν τις μοιχαλίδες, όχι γιατί ήταν
περισσότερο φιλελεύθεροι, αλλά γιατί σκότωναν τους άνδρες,
επειδή θεωρούσαν τις γυναίκες εντελώς άβουλα όντα.


 
 
Υπήρχε όμως και η περίπτωση απόκτησης παιδιών από τις σχέσεις των παράνομων εραστών. Αν συνέβαινε αυτό, τότε τα παιδιά αυτά, από την μία δεν είχαν δικαίωμα ούτε στην πατρική περιουσία, ούτε στην φατρία, ούτε στα πολιτικά δικαιώματα και από την άλλη, η μητέρα ήταν υποχρεωμένη να δηλώνει ότι πατέρας αυτών των παιδιών ήταν ο νόμιμος σύζυγός της.

Όπως προαναφέρθηκε, η μοιχεία δήλωνε την παράνομη σχέση ενός άνδρα με μια παντρεμένη γυναίκα και βασιζόταν στην αποπλάνηση του ενός ή του άλλου. Αν, όμως, η σχέση αυτή, γινόταν αντιληπτό ότι οφείλονταν σε βιασμό, τότε η πράξη αυτή τιμωρούνταν πιο ήπια, σε σχέση με την πράξη της μοιχείας. Αυτό συνέβαινε γιατί, οι αρχαίοι έλληνες θεωρούσαν χειρότερο στοιχείο την αποπλάνηση αντί για το βιασμό, αφού η αποπλάνηση διαταράσσει την ηθική τάξη της πόλης. Σύμφωνα με τον Λυσία (Ι. 33), ο νομοθέτης της εποχής αυτής θεωρούσε ότι: «είναι χειρότερο να πείσεις μια γυναίκα να συνευρεθεί μαζί σου από τον βιασμό, διότι η αποπλάνηση δεν μολύνει μόνο το σώμα, αλλά και το μυαλό της γυναίκας».

Η άποψη αυτή γίνεται απόλυτα κατανοητή, εξαιτίας της τότε αντίληψης για την γυναίκα.




Διαβάστε ακόμα
στην «Ελεύθερη Έρευνα»:



Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από τη πτυχιακή εργασία της κ. Ειρήνης Πάνου
στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου με θέμα:
«Έρωτας, γάμος, μοιχεία και διαζύγιο στην Αθήνα και στη Σπάρτη την περίοδο της ακμής»,
«Ιδρυματικό Αποθετήριο Πανεπιστημίου Πελοποννήσου».
Ο τίτλος, οι υπότιτλοι και οι φωτογραφίες έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».