Στο Ιράν, μετά την εγκαθίδρυση στενών πολιτικών σχέσεων με την Ευρώπη, τα αρχαία μνημεία της ιρανικής επικράτειας τράβηξαν τη συστηματική προσοχή των Ευρωπαίων και η ανασκαφική άδεια σε αρχαίες θέσεις έγινε το ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί του Nãser ad-Dîn Shah (1826-1896) ─της μακραίωνης δυναστείας των Qajar (1781-1925)─ με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Σηματοδοτούνται οι έρευνες κυρίως από Βρετανούς και Ρώσους που με πολέμους και διεθνείς συνθήκες είχαν προσαρτήσει περιοχές που παραδοσιακά ανήκαν στο Ιράν, αποδυναμώνοντας πολιτικά και οικονομικά το κράτος και στέλνοντας ευρήματα στα μουσεία της Αγίας Πετρούπολης και του Λονδίνου.
Όταν οι ανασκαφικές έρευνες των Βρετανών στα Susa (1861) θεωρήθηκαν υβριστικές από τους ντόπιους ─κατήγγειλαν ότι δεν σέβονταν το Shush-Daniel, τον «τάφο» του προφήτη Δανιήλ─ ο Nãser ad-Dîn υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί με τη λαϊκή κατακραυγή και να τις σταματήσει ωσότου παραχωρηθεί η σκυτάλη στη γαλλική αρχαιολογική αποστολή (1884) με επικεφαλής τον Marcel Dieulafoy (1844-1920) ─ μηχανικό και χρυσοθήρα με παράδοση στις αναζητήσεις αρχαιοτήτων στην Ανατολή που τροφοδοτούσαν το Παρίσι.
Ο Nãser ad-Dîn εισπράττοντας 10.000 tumans (50.000 φράγκα) συμφώνησε να αποστέλλονται τα μισά των ευρημάτων στη Γαλλία, κι ούτε η δολοφονία του απέτρεψε τη συνέχιση της κρατικής πολιτικής που εμπορευόταν ανοιχτά τα αρχαιολογικά ευρήματα: ο διάδοχος Mojaffar ad-Dîn υπογράφει στις 15 Μαίου 1897 Συνθήκη που παραχωρεί αποκλειστικά στούς Γάλλους την αρχαιολογική έρευνα με αντάλλαγμα χρηματικά ποσά προς την ασθενή οικονομικά και διπλωματικά ιρανική κυβέρνηση.
Οι Γάλλοι συνέχιζαν να μην τηρούν επιστημονικές μεθόδους (καταγραφής και τυποποίησης των ευρημάτων) και να στέλνουν τα σημαντικότερα ευρήματα ως «έργα τέχνης» στο Μουσείο του Λούβρου προς μεγάλη δυσαρέσκεια της ανερχόμενης ιρανικής αστικής τάξης (εμπόρων, λογίων), στην πλειοψηφία της πρώην φοιτητές στη Δύση που, έχοντας επιστρέψει με τον ευρωπαϊκό εθνικισμό στις αποσκευές τους, έβλεπαν την πολιτιστική τους κληρονομιά να καταστρέφεται και να διασκορπίζεται.
Το πραξικόπημα από τον στρατηγό Reza Κhαη (έναρξη δυναστείας Pahiavi) που ανατρέπει το 1921 τη βασιλική δυναστεία χάριν της «επανίδρυσης του κράτους» στα ευρωπαϊκά, κοσμικά πρότυπα, βάζει τέλος στις εξαγωγές αρχαιοτήτων στις οποίες επιφυλάσσει ένα νέο ρόλο, αυτόν της προπαγάνδας του «εθνικού» κράτους και του ηγετικού ρόλου του ιδίου.
Οι πύρινοι πατριωτικοί λόγοι του νέου Shah του Ιράν που στηλίτευαν την προηγούμενη δυναστεία επικαλούνταν την αρχαιότητα:
Αν αναλογιστείτε έστω και λίγο το παρελθόν θα συνειδητοποιήσετε ότι η γη του Δαρείου ήταν στα πρόθυρα της καταστροφής εξαιτίας των σατανικών και παράνομων παιδιών του, που στραγγάλιζαν ένα κράτος τριών χιλιάδων ετών για το προσωπικό τους κέρδος.
Η περσική γλώσσα επανήλθε ως η «αυθεντική», επανέφερε νόμους για τις αρχαιότητες το 1930 όταν συνειδητοποίησε πως όλα τα ευρήματα βρίσκονται στο εξωτερικό κι έστειλε Ιρανούς να επιβλέπουν τους Γάλλους αρχαιολόγους στα Susa στερώντας τους, παράλληλα, το μονοπώλιο των ανασκαφών: οι Αμερικανοί, υποστηρικτές την περίοδο εκείνη του καθεστώτος Pahlavi, στέλνουν το Oriental Institute του Chicago να αναλάβει τις ανασκαφές στην Περσέπολη (1931-1939) την οποία θα επισκεφτεί τέσσερεις φορές ο ίδιος ο μονάρχης, προβαίνοντας σε διακηρύξεις για την υπερηφάνεια που οφείλουν να αισθάνονται οι Ιρανοί για τη λαμπρή ιστορία των Αχαιμενιδών μοναρχών.
Η αρχαιολογία υπηρετεί το δεσποτισμό και συμβάλλει στην προσήλωση των μαζών στον εθνικό ηγέτη ενώ στρατευμένοι μελετητές αναλαμβάνουν τα ερμηνευτικά σχήματα των ευρημάτων ώστε να «αποδείξουν» την αδιάλειπτη συνέχεια του αρχαίου αχαιμενιδικού, σασσανιδικού και ισλαμικού κόσμου με το σύγχρονο ιρανικό τονίζοντας συνάμα τη μοναδική πνευματική συμβολή του στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ο ζωροαστρισμός αναγνωρίζεται ως η «γνήσια θρησκεία» των Ιρανών και καταγράφεται ως ιδιαίτερα ταπεινωτική η περίοδος της αραβικής εισβολής (7ος αι.) που επέβαλλε τη θρησκεία του στον ιρανικό κόσμο.

Σύμβολα που βρέθηκαν στα περισσότερα αρχαιολογικά κατάλοιπα: ο Λέων αποτελεί αστρονομικό έμβλημα της θερμότερης περιόδου του έτους (23 Ιουλ.- 23 Αυγ.), άρα εκφράζει τη μέγιστη ενέργεια.
Ο αρχαίος περσικός συμβολισμός χρησιμοποιήθηκε σε σημαίες και νομίσματα του Ιράν από τον 19ο αιώνα ωσότου καταργηθούν από την ισλαμική κυβέρνηση Khomeini.
Ωστόσο, για τους περισσότερους Ιρανούς παραμένουν τα γνήσια εθνικά σύμβολα.
Η νέα ιρανική κυβέρνηση Ραhlανi για να κάνει διακριτή την «εθνική» ταυτότητα στο λαό της σε σχέση με τα γειτονικά ισλαμικά και αραβικά κράτη προβάλλει την κληρονομημένη «συγγένειά» της με το κράτος των Αχαιμενιδών σε μεγαλοπρεπείς «επετειακούς» εορτασμούς δυόμιση χιλιάδων από την ίδρυση του περσικού κράτους από τον Κύρο το Μεγάλο στα ερείπια των αχαιμενιδικών πρωτευουσών. (Για πολλά χρόνια μετά τη δεκαετία 1930 που ανασκάφτηκε η Περσέπολις θεωρούσαν ότι ιδρυτής της ήταν ο Κύρος ο Μεγάλος ενώ ήταν ο Δαρείος ο Μεγάλος που έζησε μεταγενέστερα. Ο Κύρος ήταν ιδρυτής της πρωτεύουσας Πασαργάδες).
Το 1935 ο μονάρχης ανακοινώνει στο Δυτικό κόσμο ότι από τώρα και στο εξής οφείλει να αποκαλεί τη χώρα του «Ιράν» κι όχι «Περσία»: η «Περσία» αποτελούσε απλώς επαρχία του Ιράν ενώ η λέξη «Ιράν» υπενθύμιζε σε όλους την πανάρχαια καταγωγή του έθνους-κράτους του αφού σήμαινε «χώρα των Αρίων».
Το αίτημα για αλλαγή από μέρους του Reza Shah ήταν πολιτικά συγκυριακό με επίφαση αρχαιολογική: την περίοδο αυτή διακινούνταν η θεωρία της «αρίας φυλής» από τη ναζιστική προπαγάνδα και η απόφαση τον Reza Shah υποδήλωνε το πλευρό με το οποίο τασσόταν.
Αυτή η πολιτική επιλογή θα του στοιχίσει το θρόνο: Βρετανοί και Σοβιετικοί καταλαμβάνουν το Ιράν (1941) και τον υποχρεώνουν σε εξορία με αντικαταστάτη το φιλόδοξο γιο του Mohammad Reza Shah τον Μέγα (τίτλο που ο ίδιος επέβαλε). Ο τελευταίος επαύξησε την εθνικιστική αρχαιολογία διακινώντας στο πρόσωπό του το είδωλο του τελευταίου εν ζωή των ενδόξων Ιρανών βασιλέων με τίτλους όπως Shahanshah («Βασιλεύς των Βασιλέων») και Aryamehr («Φως των Αρίων»), με αντίστοιχες «επετείους»: τον Οκτώβριο του 1971 ─λίγα χρόνια πριν ανατραπεί─ οργάνωσε μια τέτοια τελετή με καλεσμένους σουλτάνους, σεΐχηδες, Δυτικούς πρίγκιπες, στρατιωτικούς και υπουργούς απ΄ όλο τον κόσμο κι εκλεκτά εδέσματα από το Maxim του Παρισιού οδηγώντας ορισμένους Ιρανούς ─και τον εξόριστο Ayatollah Khomeini μαζί─ σε διαμαρτυρία για τη μεγαλομανία του και το προκλητικό εξωπραγματικό κόστος.
Η «επέτειος» συνοδεύτηκε από συμβολική επίσκεψη στον τάφο του Κύρου στις Πασαργάδες, την άλλη πρωτεύουσα των Αχαιμενιδών, όπου εκφώνησε καθησυχαστικό λόγο προς το νεκρό βασιλέα:
Η πολιτικοποίηση της αρχαιολογίας χάριν των εθνικιστικών επιδιώξεων θα συνεχιστεί με άλλη μορφή μετά την «πολιτισμική επανάσταση» (1979) του Ayatollah Khomeini (1900?-1989): ο Σιίτης ηγέτης κλείνει το τμήμα αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Τεχεράνης ως το 1982 αναγκάζοντας πολλούς Ιρανούς αρχαιολόγους να εγκαταλείψουν τη χώρα για την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο ο Khomeini δεν είχε στραφεί αμιγώς κατά της επιστήμης της αρχαιολογίας αλλά κατά της επίφοβης πολιτικής: είχε εντοπίσει πως τα πανεπιστήμια της χώρας είχαν γίνει κέντρα δράσης αριστερών και ότι οι καθηγητές διακινούσαν, τον επιζήμιο για το Ισλάμ, Δυτικό άθεο ορθολογισμό και κουλτούρα.Ήρωα της αρχαιότερης στον κόσμο αυτοκρατορίας, ακριβέ γιε της ανθρωπότητας... κοιμήσου εν ειρήνη για πάντα, γιατί εμείς επαγρυπνούμε και παραμένουμε εδώ να επιβλέπουμε την ένδοξη κληρονομιά σου.

Επισκεπτόμενος κανείς τα ασύλληπτα απομεινάρια της Περσέπολης αισθάνεται εθνική υπερηφάνεια.... Μέσα από αυτά ο λαός μας θα ανακαλύψει τις ικανότητές του και την πολιτισμική του καταγωγή και θα πιστέψει ότι θα μπορέσει να επανακτήσει τον ιστορικό του ρόλο στο μέλλον. Η φωτεινή πηγή του Ισλάμ ας φωτίσει το μονοπάτι των άλλων εθνών.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης»
(pandemos.panteion.gr).
Ο τίτλος κι ο υπότιτλος είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».