Στα 1784 η Αικατερίνη η Μεγάλη κατέλυσε την κυριαρχία των Τατάρων και προσάρτησε την Κριμαία στη ρώσικη αυτοκρατορία. Για να το κάνει αυτό οργάνωσε την περίφημη «Ελληνική Λεγεώνα», σώμα μισθοφόρων χριστιανών που τους στρατολόγησε απ’ τα νησιά της Άσπρης Θάλασσας, του Αιγαίου.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήτανε Αρβανίτες κουρσάροι από την Ύδρα, τις Σπέτσες κι άλλα ναυτικά νησιά. Πόντιοι δεν πήγανε στο σώμα αυτό που υπό την αρχηγία του Ορλώφ κατέλαβε την Κριμαία, γιατί οι Πόντιοι την είχαν την Κριμαία και δεν τους συνέφερε ν’ αλλάξει χέρια κι απ’ την οθωμανική γραφειοκρατία, που την ελέγχανε, να πάει στα χέρια της ρώσικης γραφειοκρατίας που δεν την ήξεραν.
Όσο για την Αικατερίνη, έπαιξε βρώμικο παιχνίδι για να κάνει τη δουλειά της. Βαφτίζοντας «Έλληνες» τους Αιγαιοπελαγίτες κουρσάρους που δεν μπορούσαν να ζυγώσουν εύκολα στη Μαύρη Θάλασσα, τους έφερνε αντιμέτωπους με τους «Ρωμιούς» του Πόντου. Κι ύστερα από την κατάληψη της Κριμαίας και της Ουκρανίας έκανε το παν για να προσελκύσει εκεί τους Αιγαιοπελαγίτες και να φτιάξει μια διασπαστική αιγαιοπελαγίτικη μαγιά, στραμμένη ενάντια στους Μαυροθαλασσίτες.
Οι Πόντιοι αντέδρασαν βέβαια με πονηριά, που τους έκανε να πέσουν στην παγίδα του Ελληνισμού. Για να μη χάσουν την Κριμαία και την Ουκρανία, είπαν: Εμείς είμαστε πιο Έλληνες απ’αυτούς. Αυτοί που μαζέψατε εδώ πέρα δεν είν’ Έλληνες, είναι Αρναούτηδες, δηλαδή Αρβανίτες! Κι άνοιξαν τις πόρτες προς την ελληνολατρία που είχε κερδίσει μια μερίδα των ιθυνόντων του Ρωμαίικου, του Πατριαρχείου. Άνοιξαν την πόρτα στους «ελληνοδασκάλους» για να μάθουν τα παιδιά τους ελληνικά, μιας κι αυτό έπιανε στη Ρωσία και στην τεράστια ρωσική γραφειοκρατία που εγκαταστάθηκε στα βορινά της Μαύρης Θάλασσας.
Έχει σημασία να παραθέσουμε ένα κομμάτι από σχολικό βιβλίο που κυκλοφορούσε τότε, στις αρχές του 19ου αιώνα, και που μας δίνει κάμποσα κλειδιά. Είν’ από ένα αναγνωστικό που πρωτοτυπώθηκε στη Βενετία, έχει για τίτλο «Χειραγωγία των παίδων» κι είναι συνταγμένο με ερωταποκρίσεις:
Ερώτησις: Πώς πρέπει να ονομαζόμεθα ημείς, Έλληνες ή Ρωμαίοι;
Απόκρισις: Ποτέ να μη θελήσετε να ονομάζεσθε Ρωμαίοι, αλλά Έλληνες, διότι οι Ρωμαίοι εβαρβάρωσαν την Ελλάδα. Και aν τινας νέος έχει όνομα Ρωμαϊκόν, πρέπει να το αλλάξη και να ονομάζεται με όνομα Ελληνικόν, τουτέστι Αχιλλεύς, Θησεύς, Αλέξανδρος, Πλάτων ή Δημοσθένης.
Kι άρχισε έτσι ένα τεράστιο «μακιγιάρισμα» ή «μασκάρεμα» των κατοίκων των ποντιακών πόλεων πίσω από αρχαιοελληνικά ονόματα. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν τα επώνυμα, που εμφανίζονταν ακόμα πιο ελληνοπρεπή γιατί μπορούσες εύκολα να τ’ αλλάξεις μεταφράζοντας το πατρώνυμο, το μητρώνυμο ή το παρατσούκλι που ήτανε τούρκικο ή βυζαντινό με κάποιο αρχαιοελληνικό αντίστοιχό του και κοτσάροντας και την αρχαιοπρεπέστατη κατάληξη ─ίδης.
«Είπαν του τρελλού να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε». Και βγήκαν τα περίφημα Αρχιτεκτονίδης, Ξενίδης, Ζυμαρίδης, Μαυρίδης, Λεοντίδης, Αλεκτορίδης, Δρακοντίδης, και άλλα, που μας κυνηγάνε μέχρι σήμερα.
Η κατάληξη ─ίδης κόλλησε τότε στους Πόντιους που την παίρνανε μετά και την κολλούσαν στα ονόματά τους αμετάφραστα, φτιάχνοντας έτσι επίθετα από ανήκουστα αμαλγάματα γλωσσών, τελείως ακατανόητα όπως τα Μουρατχανίδης, Κογκαλίδης, Τελιμπασίδης κ.λπ., όταν σιγά-σιγά όλες οι κοινότητες των παραθαλάσσιων πόλεων του Πόντου κι ακόμα κι οι πόλεις του εσωτερικού απόχτησαν σχολεία. Πλήρης αστική σχολή επτατάξιος στη Λειβερά της επαρχίας Ροδοπόλεως, φροντιστήριο εξατάξιο στην Αργυρούπολη της επαρχίας Χαλδίας, εκπαιδευτήριο και παρθεναγωγείο στην Ορτού, έδρα της επαρχίας Νεοκαισαρείας, γυμνάσιο στην Αμισό, σχολή με πρώτη γυμνασιακή τάξη στη Νικόπολη της επαρχίας Κολωνίας, φροντιστήριο στην Κερασούντα, και σιγά-σιγά και η μικρότερη κοινότητα του Πόντου είχε και διατηρούσε με δικά της έξοδα Δημοτική Σχολή.

Υπήρχαν οπωσδήποτε και αντιδράσεις ενάντια στην …ελληνοκαλλιέργεια, ενάντια στο σχολείο κι ενάντια στα γράμματα. Στην ύπαιθρο, κυκλοφόρησε το σλόγκαν «τα πολλά τα γράμματα τη δαβόλ’», δηλαδή τα πολλά τα γράμματα είναι του διαβόλου. Κι ακόμα ο περίφημος στίχος:
Tα γράμματα φαντάσματα, υιέ μ’ τη λύρα σ’ παίξον.
M’ άλλα λόγια:
Τα γράμματα σε κάνουν φαντασμένο, εσύ γυιέ μου παίζε τη λύρα σου.
Κι αυτό δείχνει πως ο κοσμάκης είχε άμεση και ξεκάθαρη συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στους δυο τρόπους μόρφωσης. Έβλεπε ότι ο τρόπος της επίσημης μόρφωσης με τα γράμματα και το σχολείο οδηγούσε το παιδί, το νέο, σε μια ατομικιστική θεώρηση του κόσμου και της κοινωνίας, τον ξέκοβε από την ομάδα της καταγωγής του και τον έφερνε πιο κοντά στους ομοίους του, τους γραμματισμένους, που λυμαίνονταν την εξουσία, τη θρησκεία και το εμπόριο. Έβλεπε ακόμα πως ο τρόπος της μόρφωσης με τη ρυθμική και μελωδική μνήμη, με τη λύρα, ήταν ο μόνος που κράταγε το νέο στην ομάδα της καταγωγής του, που τον έκανε φορέα των σχέσεων παραγωγής της και των παραδόσεών της.
Αναφέρονται κιόλας αντιδράσεις και μάλιστα βίαιες, στη Σάντα π.χ., ενάντια σ’ εκείνους που βάλθηκαν να χτίσουν σχολεία, στον Κυριακίδη και στους οπαδούς του. Έναν απ’ αυτούς, το δάσκαλο Σπύρο Μαντίδη, τον κακοποίησαν πάνω στο χτίσιμο ενός σχολείου και τον ανάγκασαν να φύγει στο Βατούμ.
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Ε. Ζάχου:
«Είμαστε Πόντιοι» (έκδ. «Καραμπερόπουλος», Αθήνα, 1984, σελ. 161-164),
που αναρτήθηκε από τον Α. Γαβριηλίδη στο Nomadic universality.
Διαβάστε ακόμα
στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Για την Τουρκορωμιοσύνη ρε γαμώτο!
Μικρασιάτικος χαβάς
Ποντιακό γκέτο
Όταν οι πόντιοι μάχονταν το Πατριαρχείο
Εμείς οι έποικοι
Στα hot spots του ΄22
Από τα ─oğlu στα ─ ίδης
Από τα ρωμέικα, όχι από τα αρχαία ελληνικά
Η μπλόφα Πόντιοι
Το Ποντιακό από τη σκοπιά των τούρκων
Ωμότητες ρωμιών ανταρτών στον Πόντο
Το ποντιακό φαντασιακό