Το 1913 δημοσιεύτηκε η άποψη του καγκελάριου Theobald von Bethmann Hollweg για τη σχέση πολιτικής και πολιτισμού: «Είμαι (...) πεπεισμένος για τη σημασία, και μάλιστα για την αναγκαιότητα μιας εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής. Δεν παραγνωρίζω το όφελος που αντλεί η πολιτική και η οικονομία της Γαλλίας από αυτή την πολιτιστική προπαγάνδα, ούτε το ρόλο που διαδραματίζει η βρετανική πολιτιστική πολιτική στη συνοχή της παγκόσμιας Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Και η Γερμανία πρέπει, εάν θέλει να ασκήσει παγκόσμια πολιτική, να ακολουθήσει αυτήν την πορεία».
Το έργο του Τάκιτου (1ος-2ος αι. Κ.Ε.) Germania που ανακαλύφθηκε το 1429 σε ένα γερμανικό αβαείο στο Hersfeld από έναν μοναχό και το οποίο στο πρώτο κεφάλαιο έγραφε πως τα γερμανικά φύλα έχουν καθαρό αίμα και είναι αυτόχθονα, έδωσε στους Γερμανούς μελετητές την αυτοπεποίθηση να προωθήσουν την έννοια του πανάρχαιου, μη-βαρβαρικού έθνους τους, όπως κατά καιρούς τους αποκαλούσαν οι Ιταλοί. Και μολονότι ο γερμανικός ρομαντισμός αντιμετώπιζε εχθρικά το μη-αυτόχθονο στοιχείο, το αρχαιολογικό ενδιαφέρον προσανατολίστηκε αρχικά πέρα από τη γερμανόφωνη επικράτεια καθώς το αρχαίο πρότυπο βρισκόταν έξω από αυτή, στη ρωμαϊκή αρχαιότητα.
Έτσι όχι στο Βερολίνο αλλά στη Ρώμη, έδρα του ιδιωτικού κύκλου των διπλωματών και καλλιτεχνών «Ρωμαίων Υπερβόρειων», ιδρύεται από Γερμανούς κλασικιστές το πρώτο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στο palazzo Caffarelli ―έδρα του Πρώσου πρέσβη― μία όχι τυχαία ημερομηνία, στις 21 Απριλίου 1829 ―datum της ίδρυσης της αρχαίας Ρώμης. Την αξία του αντιλαμβάνεται αμέσως ο Πρώσος πρίγκιπας (μετέπειτα βασιλιάς) Friedrich Wilhelm Ι (1795-1861) θιασώτης του Ρομαντισμού, και το θέτει υπό την προστασία του. Κι επειδή το Ινστιτούτο διακινεί και πολιτικά συμφέροντα από το 1859 λαμβάνει χρηματοδοτήσεις από το πρωσικό Υπουργείο Πολιτισμού ενώ, με την ίδρυση του Β΄ Ράιχ (Zweites Reich), μετατρέπεται επίσημα σε κρατικό πρωσικό ίδρυμα.
Η αρχαία κληρονομιά που διεκδικείται μέσω του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ρώμης γίνεται όπλο της άρχουσας τάξης στο εσωτερικό του ενοποιημένου γερμανικού κράτους: η μοναρχία, οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες και οι λοιποί μεγαλοαστοί αναλαμβάνουν τη διακόσμηση δημόσιων κτηρίων με παραστάσεις Κελτών, Ρωμαίων και γερμανικών φυλών (Alemanni), αρχαίοι λαοί που συμμετέχουν δραστικά στις ερμηνείες που αποδίδονται στα ευρήματα των νότιων εδαφών της αυτοκρατορίας, Αλσατία και βόρεια Ελβετία, προσφέροντας «φυσική προέκταση» προς τα πίσω στο γερμανικό έθνος. Το ίδιο το DAI (Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο) επιλέγει ως έμβλημα ένα στοιχείο που παρέπεμπε στις ρίζες της φυλετικής τους ταυτότητας, τον «Υπερβόρειο Γρύπα», εικονιζόμενο με το πόδι του να ακούμπά στο στόμιο ενός αρχαίου αμφορέα.
Ωστόσο η πορεία προς τον ενιαίο αστερισμό εθνικών ιδεών του Β΄ Ράιχ και οι πολιτικές του βλέψεις απαιτούσαν τη μετατόπιση
του αγκυροβόλιου στην ελληνική αρχαιότητα αναζητώντας «αποδείξεις» για τη μεταξύ τους σύνδεση. Στόχος του να επαναπροσδιοριστεί
μακριά από τον «προαιώνιο εχθρό», τη Γαλλία, με την οποία μοιραζόταν την πρόσδεση στο ρωμαϊκό πολιτισμό αφού τώρα τούς χώριζε η απώλεια της Αλσατίας και της Λοραίνης το 1871 και η γαλλική πολιτική της revanche που στόχευε στην ανάκτησή τους.
Αλλά ο ρωμαϊκός πολιτισμός είχε γίνει εχθρικός και για έναν επιπλέον πολιτικό λόγο ― η διαμάχη με την Ιταλία για την επαρχία του Τιρόλου είχε αναζωπυρώσει αφενός την εχθρότητα του Πάπα λόγω της Μεταρρύθμισης, αφετέρου είχε ανασύρει τα ιδεολογικά επιχειρήματα του Herder που είχαν χρεώσει στο ρωμαϊκό κοσμοπολιτισμό τον εκφυλισμό των εθνών που έριξε στο χωνευτήρι της αυτοκρατορίας του. Έτσι οι Γερμανοί στράφηκαν στην ελληνική αρχαιότητα της οποίας η εμφάνιση χανόταν ακόμα βαθύτερα στην ιστορία και η μελέτη της έγινε το επίκεντρο του νέου εκπαιδευτικού συστήματος που σχεδίασε ο Πρώσος (μετέπειτα υπουργός Παιδείας) Wilhelm von Humboldt (1767-1835).
Η Kulturpolitik, η επίσημη πολιτική από το 1872 του πρώτου αυτοκράτορα William I (1797-1888) και του πρωθυπουργού Otto νοn Bismarck (1815-1898), για τον προσανατολισμό και την καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος της ενοποιημένης Γερμανίας προς την ελληνική αρχαιότητα αναλαμβάνει την ανασκαφή κλασικών θέσεων (Ολυμπία, Πέργαμο) εγκαθιστώντας αρχαιολογικά ιδρύματα στη Μεσόγειο και αργότερα στην Εγγύς Ανατολή. Η στενά πολιτική σημασία που είχε η αρχαιολογία για τον καγκελάριο Bismarck προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ χρηματοδότησε την ανασκαφή στην Ολυμπία (1875) με επικεφαλής τον Ernst Curtius (1814 -1896) και βοηθό το νεαρό τότε Wilhelm Dörpfeld (1853-1940), ζήτησε την παύση των ανασκαφών μετά 4 μήνες όταν διαπίστωσε ότι τα ευρήματα δεν χρησίμευαν παρά μόνο για επιστημονικούς λόγους.

Επί Wilhelm ΙΙ (1859-1941) οι αρχαιολόγοι επικεντρώθηκαν στους τάφους των Βησιγότθων της κεντρικής Ευρώπης ―φύλου γερμανικού που αργότερα τράβηξε δυτικά καταλήγοντας στην Ιβηρική― που έδωσαν κτερίσματα από χρυσό, πολύτιμους λίθους και γρανάτη και είδη οπλισμού του 5ου αιώνα, και εξυπηρετούσαν την εικόνα της διαχρονικής «εθνικής» παρουσίας που επιθυμούσε η Γερμανία. Επιπλέον τα Μουσεία Βερολίνου ενισχύθηκαν με κτερίσματα από τις ανασκαφές σε Οθωμανική Αυτοκρατορία, Ελλάδα κι από τη Σλοβενία, την οποία το Ράιχ εποφθαλμιούσε πολιτικά, και της οποίας τα κτερίσματα από ένα πεδίο τύμβων της εποχής του Σιδήρου εμπλούτισαν επιπλέον τις συλλογές: μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου τα Μουσεία Βερολίνου φιλοξενούσαν 200.000 κομμάτια.
Η πολιτική σχέση του Β΄ Ράιχ με τις ανασκαφές αντανακλάται στο σύγγραμμα του Γερμανού ιστορικού Irmscher για τη δραστηριότητα των ετών 1910-1914 στο Ηραίο της Σάμου: «...αδιαφιλονίκητη είναι όμως η σχέση (της ανασκαφής) με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος προσέφερε τις υλικές προϋποθέσεις γι΄ αυτές τις επιστημονικές δραστηριότητες, επειδή επιδίωκε να θέσει στην υπηρεσία του τα αποτελέσματά τους».
Κατά τις ανασκαφές στην Κέρκυρα το 1911 ο Dörpfeld μεταβαίνει πάραυτα μόλις ειδοποιείται ότι ανασύρθηκαν τα πρώτα ευρήματα επισημαίνοντας στο ημερολόγιό του την «παγκόσμιου χρονικού διαστήματος αδικαιολόγητη απραξία της ελληνικής πλευράς», μια διόλου αθώα επισήμανση και πολιτικά χρήσιμη που αντιπαρέθετε την ακαριαία ανταπόκριση της γερμανικής πλευράς καθώς, ο ίδιος ο Kaiser μετέβη επιτόπου, στέφοντας με επιτυχία τις έρευνες επειδή «άρπαξε ο ίδιος το φτυάρι»: η Γερμανία ενδιαφέρεται για την επιστημονική εξιδανίκευσή της ώστε να εξαχθεί το συμπέρασμα πως μόνο τα Μουσεία Βερολίνου κι όχι οι άλλες αρχαιολογικές σχολές, ούτε καν η ελληνική, ήταν σε θέση να φέρουν εις πέρας ανασκαφές στην Ελλάδα.
Ακολούθησε κι άλλη δημοσίευση του χρονικού των ανασκαφών στην Κέρκυρα, από τον Wilhelm ΙΙ αυτή τη φορά, το 1922 από την εξορία, που και πάλι εξυπηρετούσε μια σκοπιμότητα, την αναστροφή της κοινής γνώμης στο πρόσωπό του μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εδώ αναδεικνυόταν ―γράφει ο κλασικός αρχαιολόγος Θανάσης Καλπαξής― πως ο Kaiser όχι μόνο δεν προετοίμαζε αιματηρές κατακτήσεις την άνοιξη του 1914 παρά ήταν απορροφημένος από επιστημονικές ενασχολήσεις όπως «έρευνες και συζητήσεις σχετικές με τις Γοργόνες, τις δωρικές κολόνες και τον Όμηρο», ώστε να προβληθεί θετικά μέσα από το ενδιαφέρον του για την αρχαιολογία. Και παρότι στο χρονικό κάνει αναφορά σε Άγγλους και Αμερικανούς αρχαιολόγους ως «απόδειξη» της μη εμπάθειάς του προς άτομα προερχόμενα από κράτη αντίπαλα, «παραλείπει» να αναφέρει τα ονόματά τους.
Η ήττα του Α΄ Παγκοσμίου και οι ταπεινωτικές ρήτρες οδηγούν τους μελετητές της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» σε μεγαλύτερη προσκόλληση στις αρχαιότητες προς αποκατάσταση της ιδεολογικής ισχύος τους. Έτσι, στο μεσοπόλεμο αναπτύσσεται μια εθνικιστική προϊστορική αρχαιολογία, όπου μελετητές σαν τον καθηγητή αρχαιολογίας Gustav Kossinna (1858-1931) έρχονται να αξιοποιήσουν την «völkische» ―λαϊκή― προϊστορική αρχαιολογία. Ο Kossinna υποστήριξε ότι τόπος προέλευσης των αρίων γερμανικών φύλων ήταν το Schleswig-Holstein, η χερσόνησος ανάμεσα στη Βόρειο Θάλασσα και τη Βαλτική. Δια των ανασκαφών του «απέδειξε» ότι, από τη μακρινή προϊστορία, εδώ ήταν η πολιτιστική κοιτίδα της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής που οφειλόταν στην παρουσία της γερμανικής φυλής και η οποία διεσπάρη (θεωρία diffusionism) τροφοδοτώντας όλο τον Παλαιό Κόσμο με την κουλτούρα της και με πρόοδο.
Κατ΄ αυτόν η αρχαιολογία αποτελούσε την πιο εθνική επιστήμη, και το ευγενέστερο κεφάλαιό της αποτελούσαν οι γερμανικές φυλές. Μάλιστα, εργαλειοποιώντας τον πατριωτισμό, χαρακτήριζε «προδότες του γερμανικού έθνους» όσους Γερμανούς ασχολούνταν με την κλασική αρχαιολογία και την Αιγυπτιολογία.
Το αποτέλεσμα των ερευνών τον Kossinna συνδέθηκε όχι μόνο με το αφήγημα του πανάρχαιου γερμανικού έθνούς αλλά και του ιστορικού δικαιώματός του στα εδάφη που στο απώτατο παρελθόν κατείχαν, πεποίθηση που ο Kossinna έσπευσε να παρουσιάσει στη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 στέλνοντας αντίγραφο του βιβλίου του Η περιοχή του Vistula, μια αρχαία πατρίδα των Γερμανών.
Μολονότι ο Βερολινέζος καθηγητής θα πεθάνει λίγους μήνες πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον Hitler, το «σύνδρομο Kossinna» που κληροδότησε οδήγησε εύκολα τους Ναζί προϊστοριολόγους στο συμπέρασμα πως τα ανθρώπινα οστά της λίθινης εποχής που βρέθηκαν στην πλούσια περιοχή της δυτικής Βαλτικής και της βορείου Γερμανίας ανήκουν στο γνήσιο νορδικό φύλο που μιλούσε μια αρία διάλεκτο και είχε αφιχθεί στην περιοχή από την παγετώδη εποχή.
Υπό το κράτος της εθνοφυλετικής ιδεοληψίας αρνήθηκαν τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία που βρίσκονταν διάσπαρτα σε μια περίοδο χιλιάδων ετών και σε μια έκταση χιλίων μιλίων, όπως την επαναλαμβανόμενη παρουσία παρόμοιων εργαλείων, κεραμικών, εθίμων ταφής και αρχιτεκτονικών μοτίβων, και αυτή η προκατάληψη θα προσφέρει το ιδεολογικό άλλοθι στους Ναζί να εισβάλουν στην Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία.
Η πολιτική πρόθεση εξηγείται από την ανάθεση του τομέα της αρχαιολογίας το 1929 σε θιασώτη της εθνικιστικής μυστικιστικής προϊστορικής αρχαιολογίας, του Alfred Rosenberg (1893-1946, γεννημένος στο Tallinn από Γερμανούς θα καταδικασθεί στη δίκη της Nϋrnberg το 1945 ως ιδρυτικό μέλος του κόμματος· θα εκτελεστεί το 1946), ταγμένου στην απόδειξη μύθων ―της Χαμένης Ατλαντίδας, πατρίδας των καθαρόαιμων φυλών ανέκαθεν σε σύγκρουση με τους Εβραίους και του Παγκόσμιου Παγετώνα, που «εξηγούσε» πώς το Σύμπαν προήλθε μετά από σύγκρουση πυρακτωμένων μαζών με πάγο («Glazial-Kosmogonie»: δοξασία εν πολλοίς επηρεασμένη από σκανδιναβικούς μύθους που πρώτος εισήγαγε ο Αυστριακός ψυκτικός Hans Hörbiger σε βιβλίο που εξέδωσε το 1913)― και υπέρμαχου της υπεροχής του νορδικού φύλου που περιλάμβανε τους προκλασικούς Έλληνες Δωριείς-Αρίους.
Την περίοδο αυτή δρομολογείται η μετέπειτα ιδεολογική διάσταση ανάμεσα στους θιασώτες της εκλαϊκευτικής ρατσιστικής τάσης της ναζιστικής αρχαιολογίας και τους θιασώτες του κλασικού ακαδημαϊσμού του 19ου που αναδείκνυε την ελιτιστική πρωσική εθνικιστική ιδεολογία. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Αλ. Πολίτης, εκτός από τη Γερμανία του Winckelmann και του κλασικισμού υπήρχε και η βαθύτερα ρομαντική Γερμανία που έβλεπε εχθρικά όλο τον αρχαίο κόσμο, ελληνικό και λατινικό, που για ορισμένους λόγιους σήμαινε μια Γερμανία διαιρεμένη και ανολοκλήρωτη εθνικά με μειωμένο κύρος σε σχέση με τη Βρετανία και τη Γαλλία. (βλ. Το μυθολογικό κενό, Αθήνα 2000, 179-180). Η «δωρική συγγένεια» αναφέρεται στον Karl Götffried Muller, Οι Δωριείς (1824) (βλ. Ιωαννίδης, «Κλασική αρχαιότητα και φασισμός», στο Αρχαιολογία & Τέχνες, τεύχ. 27, Αθήνα 1988, 16).
Η θεωρία του «νορδικού αρίου» μοντέλου με την οποία «εξηγείται» ο ελληνικός πολιτισμός εμφανίστηκε το πρώτο μισό του 19ου. Σύμφωνα με αυτή, κατά την πρώιμη αρχαιότητα είχε γίνει επέλαση φύλου από το βορρά που κυριάρχησε στους υπάρχοντες προελληνικούς πληθυσμούς οδηγώντας στη δημιουργία του ελληνικού πολιτισμού που απετέλεσε απόρροια της μίξης Ελλήνων που μιλούσαν την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και παλαιότερων πληθυσμών επάνω στους οποίους κυριάρχησαν. Η θεωρία αρνείται την επίδραση των Αιγυπτίων και αμφισβητεί το ρόλο των Φοινίκων στον ελληνικό πολιτισμό ενώ σε ακραία εκδοχή χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για τον αντισημιτισμό στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1890 και τις δεκαετίες 1920 και 1930.
Αντίστοιχα, ο ομοεθνής και ομοϊδεάτης του αρχαιολόγος Edmund Kiss (1886 - 194;), συγγραφέας βιβλίων «εναλλακτικής αρχαιολογίας», ταξίδεψε το 1928 στη Βολιβία για να μελετήσει τις αρχαιότητες του Tiwanaku στις Ανδεις όντας βέβαιος ―όπως δημοσίευσε στα συμπεράσματά του που αργότερα εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τον Himmler― πως η ομοιότητά τους με αρχαίες ευρωπαϊκές κατασκευές αποτελούσαν ένδειξη πως είχαν σχεδιαστεί από Υπερβόρειους μετανάστες χιλιάδες χρόνια πριν.

Την ίδια περίοδο, ως καλύτερος χώρος εκπαίδευσης της υψηλόβαθμης στρατιωτικής ναζιστικής νεολαίας κρίθηκαν τα κάστρα Ordensburgen στη Westphalia, τη Bavaria και την Pomerania, που είχαν χτίσει ή καταλάβει από τους δούκες της περιοχής οι «πρόγονοί» τους, Τεύτονες Ιππότες, το 13ο αιώνα. Η προσήλωση στο αρχαίο παρελθόν είχε πολιτικοποιηθεί επικίνδυνα από μια εθνικόφρονα ηγεσία που ωστόσο έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη φυλή παρά στο κράτος.
Όπως ο Faust ήρθε σε συμφωνία με το Μεφιστοφελή ―γράφουν οι αρχαιολόγοι Bettina Arnold και Henning Hassmann― έτσι ήρθε σε συμφωνία η γερμανική αρχαιολογία με τους Ναζί: από το 1933 ως το 1945 τις θέσεις σε αρχαιολογικά ινστιτούτα, μουσεία και πανεπιστημιακές έδρες, κατείχαν αρχαιολόγοι που ανήκαν στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα διασπείροντας στο λαό και το στρατό φυλετικά / ρατσιστικά ιδεολογήματα.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης»
(pandemos.panteion.gr).
Ο τίτλος και ο υπότιτλος είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».