ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ
“ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ”

Προς επίρρωση
της εθνικής ιδεολογίας


Η ελληνική αρχαιολογία θα υποκλιθεί στη φασίζουσα ιδεολογία, όταν ο γενικός διευθυντής των Ελληνικών Αρχαιοτήτων αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος δημοσιεύει, όχι σε κάποια επιστημονική εφημερίδα —όπως εντοπίζει ο Χαμηλάκης— αλλά στην εφημερίδα Νέο Κράτος, επίσημο όργανο του μεταξικού καθεστώτος, το γεγονός της ανασκαφής στις Θερμοπύλες:

Ο αξιότιμος Ηγέτης της Κυβέρνησης, και Δημιουργός του Νέου Κράτους Κος Ιωάννης Μεταξάς, δεν δίστασε να τιμήσει την ανασκαφή με την επίσκεψή του, κατά τη διάρκεια της οποίας παρακολουθούσε επί ώρες την περιοχή της μάχης των Θερμοπυλών.

Η πιο λαμπρή στιγμή του Έθνους θα πρέπει να γίνει παράδειγμα για τη Νέα Γενιά, από την οποία η Ελλάδα περιμένει τόσα πολλά.


Επί ημερών Μεταξά, δημιουργού του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού με την τρισχιλιετή παράδοση και οπαδού της διακήρυξης του Ιταλού υπουργού Εθνικής Παιδείας Giuseppe Bottai (1895-1959) «Lo Stato e il mecenate patrizi» («Το κράτος είναι ο μαικήνας πατριώτης»), καταργούνται τα παραδοσιακά χρώματα των Κυκλάδων της κίτρινης ώχρας, της κοκκινωπής πλίνθου και του λουλακί (μπλε της Αιγύπτου) και επιβάλλεται το κυανόλευκο της ελληνικής σημαίας για «τάξη και ομοιομορφία»· αναβαθμίζονται με ιερότητα οι σκηνοθετικές τελετουργίες και γίνονται χώροι πάνδημων τελετών το Παναθηναϊκό στάδιο, ο χώρος της Ακροπόλεως και οι στύλοι του Ολυμπίου Διός.

Αλλά η αρχαιολογία ανακαλεί τη «χρυσή εποχή» και στα χρόνια της Δημοκρατίας.

Ο πρόεδρος Χρήστος Σαρτζετάκης κατά τον εορτασμό της 150ής επετείου της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Ηρώδειο, 24.9.1987) όχι μόνο συνδέει το παρόν με το παρελθόν και την εθνική ταυτότητα μέσω των αρχαιοτήτων, αλλά μιλά και για το εθνοπολιτικό δικαίωμα που απορρέει από την ύπαρξή τους στα πρότυπα των πολιτικών λόγων του 19ου:

Ακριβώς τα μνημεία του παρελθόντος από μόνα τους μιλούσαν για τα δίκαια του Ελληνισμού, που με τόση ιταμότητα καταπατούσαν ή περιφρονούσαν οι ξένοι (...)

Κατά την σύγχρονη εποχή είμαστε μάρτυρες μιας νέας αποτιμήσεως των πολιτιστικών αγαθών. Έτσι ανεφάνη και προοδεύει η ιδέα του χαρακτηρισμού των ως πολιτιστικής περιουσίας ολόκληρης πλέον της ανθρωπότητος (αναφέρεται στην πρωτοβουλία της UNESCO).

Ναι, αλλά μόνον παραλλήλως, χωρίς δηλαδή και να υποχωρή η παραδοσιακή αντίληψις της υπάρξεώς των ως κατ΄ εξοχήν τεκμηρίων μιας συγκεκριμένης πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητος. Τουναντίον μάλιστα, η τελευταία αυτή ολοένα και ενδυναμώνεται.


Το 1965 ο αρχαιολόγος-ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός δήλωσε ότι ο πρώτος homo erectus (περ. 1.8 εκατ. χρόνια Προ Σήμερα) ήταν «Μακεδόνας», επικαλούμενος κρανίο που βρήκε σε σπήλαιο της Χαλκιδικής. Σε συνδυασμό με ευρήματα από χρήση φωτιάς καταχώρησε τον Πετραλώνιο πολιτισμό «ως τον αρχαιότερο του κόσμου» (700 χιλ. ετών Προ Σήμερα) ενώ «εντόπισε» τμήματα σκελετών και εργαλεία στην Τρίλλια της Χαλκιδικής, 11 (± 1) εκατ. ετών που «ανατρέπουν» ως και τη θεωρία που θέλει τους αυστραλοπίθηκους να εξήλθαν από την Αφρική.

Οι διαβεβαιώσεις του Πουλιανού για τον «Μακεδόνα Αρχάνθρωπο» που είχαν εγείρει διεθνή επιστημονική διαμάχη (η μέθοδος μέτρησης ΕSP —ηλεκτρονικός παραμαγνητικός συντονισμός— στα τελη του 20ού έδωσε στο κρανίο ηλικία 250.000 ± χρόνων) δεν θα ήταν άξιες λόγου εδώ αν δεν είχαν γίνει αποδεκτές με θυελλώδη κρατική υποστήριξη: το χώρο του σπηλαίου είχαν επισκεφτεί δύο πρώην πρόεδροι το 1981, ο Valery Giscard d΄ Estain και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, οι οποίοι συνεχάρηκαν την ανασκαφική του ομάδα, ενώ και η τότε υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, του είχε παραχωρήσει άδεια ανασκαφών αορίστου διαρκείας για όλη τη Χαλκιδική και τη λεκάνη της Πτολεμαΐδας — «Στα χέρια της Μελίνας το μυστικό του Αρχανθρώπου» είχε γράφει η Ακρόπολις (12.12.1981). Η διεθνής επιστημονική διαμάχη που είχε διχάσει και τους πολιτικούς καταγραφόταν με πηχαίους τίτλους στις εφημερίδες με διάθεση ενίοτε εμπρηστική —«Οι αρχαιολογικοί θησαυροί στα νύχια των ξένων σχολών»—, μετριοπαθή —«Ο άνθρωπος των Πετραλώνων. Πουλιανός: 1 εκ. ετών. Παλαιοντολόγοι: 260.000 ετών»— ή καταγγελτική —«Ένα σκάνδαλο παλαιοντολογικό». (Ελευθεροτυπία, 21.7.1980, Τα Νέα, 26.11.1980, Εξόρμηση της Κυριακής, 18.1.1981).

Όταν αποφασίσθηκε να φιλοξενηθεί το 3ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Ανθρωπολογίας στο Μουσείο Πετραλώνων εκδόθηκε στις αρχές του 1982 γραμματόσημο που απεικόνιζε το κρανίο του «Αρχανθρώπου». Το συνέδριο ματαιώθηκε λόγω των επιστημονικών αψιμαχιών κι όταν εντέλει πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο δεν έγινε αποδεκτή από τους Ευρωπαίους παλαιοντολόγους η σχετική με το εύρημα προβολή της ταινίας ξεσηκώνοντας νέα διαμάχη η οποία εκ νέου αποτυπώθηκε στις θέσεις των πολιτικών και των δημοσιογράφων της εποχής που, είτε έβλεπαν «σκευωρίες» και φθόνο από τους ξένους (Απογευματινή, 6.5.1918, 12.12.1981, Χριστιανική 30.4.1982, Μακεδονία 25.6.1982), είτε ατασθαλίες και οικονομική κακοδιαχείριση στο σπήλαιο των Πετραλώνων (Τα Νέα 21.4.1981, Ελευθεροτυπία 22.4.1981, 15.12.1982, Αυριανή 15.12.1982).


Με τον τίτλο «Ο αρχαιότερος Ευρωπαίος
σε γραμματόσημο» υποδέχθηκε το Βήμα
(16.3.1982) το γραμματόσημο.
Το Έθνος (12.3.1982) δημοσίευσε το αίτημα
του βουλευτή Βρετάκου να αποσυρθεί
από την κυκλοφορία ένα γραμματόσημο
με την απεικόνιση ενός κρανίου υπό αμφισβήτηση
και ενός συνεδρίου που είχε ματαιωθεί.


Η επόμενη αρχαιολογική ανακάλυψη που αξιοποιήθηκε προς επίρρωση της εθνικής ιδεολογίας στο πλαίσιο ενός κυριαρχικού προβλήματος της Ελλάδας τη δεκαετία 1980 ήταν αυτή του Μανόλη Ανδρόνικου (1919-1992). Ο Αδρόνικος, του οποίου το χρονικό της ανασκαφής έχει στοιχεία μυθοποίησης και συναισθηματικής φόρτισης σαν αυτά που διαβάζει κανείς στα ημερολόγια ανασκαφής του περασμένου αιώνα, ήθελε τον ελληνισμό —όπως εκτιμά ο Χαμηλάκης βασισμένος στα πολλά άρθρα που δημοσίευσε στο Βήμα—, παρελθόντα και παρόντα, προϊστορικό, κλασικό και βυζαντινό, τα δημοτικά τραγούδια και τα αρχαία τέχνεργα, την Ελλάδα, την ελληνική Ανατολή και την Κύπρο, αναμφίβολη συνέχεια του ελληνικού πνεύματος, καθώς ήταν γεννημένος το 1919 στην Προύσα και γαλουχημένος στην κορύφωση και κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας.


Έγραψε ο Ανδρόνικος για τη στιγμή που άνοιξαν τη λάρνακα: «Τα μάτια όλων άνοιξαν διάπλατα και η αναπνοή μας είχε κοπεί. (...) Όταν βρέθηκα έξω (...) στάθηκα μονάχος μια στιγμή να συνέλθω από το απίστευτο θέαμα. (...) Για πρώτη φορά ένιωσα μια δυνατή ανατριχίλα, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά μου. Αν λοιπόν η χρονολογία (...) και αν αυτά ήταν βασιλικά λείψανα (...) τότε είχα κρατήσει στα χέρια μου τα οστά του Φιλίππου; (...) Ήταν τρομαχτικό, αδύνατο να το αντέξει ο νους μου». (Κουκουζέλη, «Ορισμός και αντικείμενο της Αρχαιολογίας: Μύθος και Πραγματικότητα», στο Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Πάτρα 2003, 77).

Έτσι ο par excellence Έλληνας αρχαιολόγος έδωσε στην Ελλάδα το πολιτικό φίλτρο να κοιτάξει —και να προβάλλει— τον εαυτό της με τους εθνικιστικούς όρους του 19ου δίνοντας όχι μόνο το «τεκμήριο» της φυλετικής σχέσης Μακεδόνων και Ελλήνων αλλά και χριστιανική διάσταση στα ευρήματα της ΜεγάληςΤούμπας: προγραμμάτισε και άνοιξε την πύλη του τάφου στις 8 Νοεμβρίου, εορτής των Μιχαήλ και Γαβριήλ που στην ορθόδοξη παράδοση φυλούν τις πύλες του Παραδείσου.

Ξένοι αρχαιολόγοι μίλησαν για «Vergina syndrome» προκαλώντας «εθνική» οργή» — καίτοι αντιρρήσεις ως και για τη θέση των Αιγών είχαν πρώτοι οι φορείς του νομού Πέλλας που συνεχίζουν να ταυτίζουν την Έδεσσα με τις Αιγές. (Σ.σ. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Δεν είναι του Φιλίππου ο τάφος στη Βεργίνα).

Ο Κωτσάκης, παρότι αναγνωρίζει τη θετική πλευρά της αφύπνισης της αρχαιολογίας στον παραμελημένο βορειοελλαδικό χώρο, εντάσσει το περί την Βεργίνα «σύνδρομο» στα όπλα της «εθνικής άμυνας» όπως το εξέφρασε σαφέστατα το 1987 ο υπουργός Μακεδονίας-Θράκης Στέλιος Παπαθεμελής: «Χρειαζόμαστε αυτό το ιστορικό κομμάτι τώρα περισσότερο από ποτέ, ώστε να δώσουμε μια απάντηση στην διεθνούς έκτασης προσπάθεια πλαστογράφησης της ιστορίας μας». (Τα Υπουργεία Μακεδονίας-Θράκης και Πολιτισμού συγκέντρωσαν σε 7 τόμους τα αποτελέσματα αυτής της «αρχαιολογικής κοσμογονίας» μολονότι ήταν εμφανές ότι το ενδιαφέρον δεν ήταν για την ανασκαφή per se αλλά για τις τρέχουσες πολιτικές διενέξεις — Κωτσάκης, «Το παρελθόν είναι δικό μας»).

Αλλά δεν έχουμε δικαίωμα να ακρωτηριάσουμε όπως μας αρέσει την ιστορία —καταγγέλλει ο Καστοριάδης— ούτε να την υποτάξουμε αφελώς στις δικές μας προβολές, ενώ και η επισήμανση του Trigger το 1989 είναι αποκαλυπτική: «Στην Ελλάδα (...) η αρχαιολογία εξακολουθεί να αξιολογείται ως χρονικό περασμένων μεγαλείων και ως πηγή ελπίδας για το μέλλον».


Σειρά γραμματοσήμων με θέμα «Βεργίνα - Αρχαιολογικά Ευρήματα» έτους 1979.


Η διαμάχη γύρω από την «εθνικότητα» του Αλέξανδρου συνεχίζεται και σε άλλες περιοχές του κόσμου —εκεί που ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν είναι ένα πολιτικό διακύβευμα— γίνεται αποδεκτός ως ένας αστερισμός της ιστορίας που δικαιούνται να μοιράζονται Δύση και Ανατολή: ο Βρετανός ιστορικός Michael Wood στο In the Footsteps of Alexander the Great (1998) περιγράφει το λαϊκό αντίκτυπο που άφησε το πέρασμά του από την Ασία αφού εβραϊκοί θρύλοι αφηγούνται πως βρήκε τη θαυματουργή πέτρα στον επίγειο παράδεισο, μουσουλμανικές δοξασίες πως συνάντησε το δένδρο της αιώνιας ζωής, οι Μογγόλοι υπερηφανεύονται πως είναι ο θεϊκός πρόγονος τον Τζένγκις Χαν, στην Ινδία διηγούνται ότι το Ομιλούν Δένδρο είχε προφητέψει τον πρόωρο θάνατό του και την αιώνια δόξα του και στη μεθόριο του Πακιστάν ο επικεφαλής των αρχαιολόγων Amed Dhani επισημαίνει: «ο Αλέξανδρος δεν ανήκει μόνο στους Έλληνες αλλά και στον ισλαμικό κόσμο, στο Πακιστάν, στην Ινδία, σε όλους».

Αρχαιολόγοι και ιστορικοί όλο και περισσότερο ανεξαρτητοποιούνται από την πρόσδεση στα αρχαιόπληκτα εθνοκεντρικά σχήματα που δίνουν βιολογική ή/και μεταφυσική εξήγηση στη διαδρομή του Έλληνα αναπαράγοντας ένα ειδωλολατρικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο «μόνο οι Έλληνες», χάρη στο γονιδιακό τους εξοπλισμό μπορούν και κατανοούν το «θαύμα» που συντελέστηκε στην αρχαιότητα, και μόνο εκείνοι δικαιούνται να το εκπροσωπούν ως αναμφισβήτητοι απόγονοι.

Το γεγονός πως η θεωρία που μας θέλει αναλλοίωτους στο χρόνο έχει ένα λογικό κενό, και πως δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν τα ερωτήματα και τα κριτήρια που έθεταν οι αρχαίοι μελετητές ως κεφαλαιώδη απασχολούσαν εξίσου τους απλούς συμπολίτες τους φαίνεται να μην απασχολεί όσους θεωρούν πως οι πολιτισμοί ξεπηδούν όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, καίτοι απορρίπτοντας το γεγονός πως κάθε ιστορία είναι σωρευτική υποδηλώνουν μόνο αφελή ναρκισσισμό ή ροπή προς φυλετικές διακρίσεις.


Γιατί και ως παλαιότατη πολιτισμική παρουσία οι Εβραίοι, οι Έλληνες, οι Πέρσες, οι Κινέζοι —για τους οποίους ο Arnold Toynbee (1889-1975) έγραψε πως «έχουν κατασκευάσει εικόνες του παρελθόντος τους που δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που βλέπουν οι μη εμπεπλεγμένοι συναισθηματικά αρχαιολόγοι»— δεν ανταποκρίνονται στη συνέχεια με τους αυστηρούς όρους αίματος και συγγένειας που ο εθνικιστικός λόγος διατείνεται — καθώς αντιμετωπίζει την εθνική ταυτότητα ως κληροδότημα δίχως να λαμβάνει υπόψη τη διασπορά των φυλών, τις επιμειξίες και τις συγχωνεύσεις, τις δημογραφικές δηλ. αλλαγές που διαφοροποίησαν την ανθρωπολογική και πολιτισμική σύνθεση στο εσωτερικό τους.

Ωστόσο το υπάρχον ιδεοληπτικό ρεύμα —που εμπίπτει στο «antiquity frenzy»— δίνει την ευκαιρία να στηθεί μια ανθούσα βιομηχανία εκδόσεων που επικαλούνται τα αρχαία κείμενα ως μόνη αλήθεια προσπερνώντας αφενός την υποκειμενικότητα του συγγραφέα, αφετέρου την υπάρχουσα συμβολικότητα πίσω από τις λέξεις αφού ο κόσμος της αρχαιότητας ήταν ένας κόσμος διαποτισμένος με μύθους καθώς στερούνταν επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Επιπλέον θεωρίες ερασιτεχνών μελετητών συμβάλλουν στον ανορθολογισμό που θέλει —τον Έλληνα, για παράδειγμα— να κατάγεται από το Σείριο ή από την Ατλαντίδα, το «χαμένο παράδεισο» που αποδόμησε ο Vidal-Naquet.

Όπως οι θεωρίες περί «θεών από το Διάστημα» του Erich von Däniken, δυνάμεων «γήινης μαγείας» του Hitching για τα μεγαλιθικά μνημεία Ευρώπης αλλά και τα αστυνομικά μυθιστορήματα (Έγκλημα στη Μεσοποταμία της Agatha Christie), οι κινηματογραφικές ταινίες τον Χόλυγονντ, η αρχαιοκαπηλία και οι ιδιωτικές συλλογές αρχαιοτήτων που στη συνείδηση του ευρύ κοινού παγίωσε την αρχαιολογική έρευνα ως την εκτέλεση μιας συναρπαστικής αποστολής που συνοδεύεται από «εξωτικούς» κινδύνους, με σχεδόν πάντα αίσιο τέλος και θεαματικές ανακαλύψεις που οφείλονται στον «ηρωικό και διορατικό» αρχαιολόγο, ή συνδέεται με το «κυνήγι χρυσού» σαν να είναι οι αρχαιολόγοι χρυσοθήρες ή τυμβωρύχοι.

Έτσι, στον 20ό αιώνα των προηγμένων επιστημών αλλά και των διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών αναγκών η λατρεία του παρελθόντος δεν εξέλειψε όπως ίσως περίμενε κανείς, όπως ούτε κι ο εθνικισμός που τη συνοδεύει, ο οποίος κατέχει μέχρι σήμερα «εξέχουσα θέση στην πολιτική σκηνή» γράφει ο Hobsbawm, «μολονότι ιστορικά είναι λιγότερο σημαντικός».

Η σύγχρονη δύναμή του έγγειται στο γεγονός ότι έπαψε προ πολλού να αντιστοιχεί σε ταξικό υποκείμενο όπως στη γένεσή του, κι ούτε η πεποίθηση τής ανωτερότητας περιορίστηκε στην κοινωνική τάξη και την εποχή που την ανέδειξε: επιχωριάζει στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων, ακόμα και επιστημόνων αρχαιολόγων και ανθρωπολόγων ως πίστη πως η κουλτούρα τους είναι πιο ουσιαστική από τις άλλες κι άρα ανώτερη, διατηρώντας τα εγγενή παθογενή στοιχεία που συνιστούν αποκλεισμό του «Άλλου» αλλά που «βοηθούν να καταλάβουμε ποιοι είμαστε».


Το συναίσθημα ως στοιχείο της εθνικής ιδεολογίας εκλαμβάνεται συχνά ως key-role της ανθρώπινης συμπεριφοράς ακόμα κι από πολιτικούς επιστήμονες σαν τον Ronald Suny που, στο Why We Hate You: The Passions of National Identity and Ethnic Violence, και με παραδείγματα από την αρμενική γενοκτονία του 1915 ως την επίθεση της 11ης Σεπτέμβρη, αποδίδει στο θυμικό το κίνητρο για τις εκατόμβες νεκρών αντιμετωπίζοντάς το ως γενεσιουργό αίτιο ενώ είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας εθνοκεντρικής πολιτικής που τεχνηέντως εκκολάπτει μισαλλόδοξες συμπεριφορές.

Ο γενετιστής Γ. Σταματογιαννόπουλος στο Πανεπιστήμιο Washington (Seattle) ελπίζει σύντομα ν΄ αποκαλύψει την «ελληνική» καταγωγή και σχέση των Μυκηναίων και των Μινωιτών με τους σύγχρονους Έλληνες μέσα από την ανάλυση γενετικού υλικού από αρχαία οστά και δόντια, και οι συνεχιζόμενες έρευνές του έχουν δείξει ότι «Έλληνες» ζουν στο χώρο της Μεσογείου από το 2900 π.Κ.Ε.: «Η έρευνα έχει σκοπό», δηλώνει σε συνέντευξη, «να διαγνώσει το DNA τους και να διαπιστώσει την προέλευσή τους, αν ήρθαν από το Βορρά, αν ήρθαν από τις στέπες της Ρωσίας ή την Κεντρική Ευρώπη, και αν υπάρχει συνέχεια». Ο ίδιος ελπίζει ότι, εκτός από πληροφορίες για τις μετακινήσεις και τις συγγένειες των «ελληνικών» πληθυσμών, κάποτε οι γενετικές αναλύσεις θα προσφέρουν κι άλλα στοιχεία, όπως τα πνευματικά χαρακτηριστικά των «αρχαίων προγόνων μας». (Κατημερτζή, «Το DNA αποκαλύπτει ελληνικά μυστικά», Τα Νέα, 22.6.2004).

Ωστόσο οι, κατά τα άλλα ενδιαφέρουσες, έρευνές του δεν πρόκειται ν΄ αποδείξουν αυτό που θεωρεί ότι θ΄ αποδείξουν από μόνες τους: το «Ελληνας» είναι πολιτισμική ταυτότητα, το DNA γενετική. Κι αν βρεθεί ομοιότητα του μιτοχονδριακού DNA των Ελλήνων με των κατοίκων της νότιας Ιταλίας, κι αν οι Ναπολιτάνοι συγγενεύουν γενετικά περισσότερο με τους Ευβοείς και οι Σικελοί περισσότερο με τους Κορίνθιους παρά με τους Μιλανέζους, αυτό δεν θα τους κάνει λιγότερο Ιταλούς:

Το εθνικό συναίσθημα δεν κληρονομείται, επισημαίνει ο Πρυνεντύ με αφορμή τον τίτλο του βιβλίου της Μελίνας Μερκούρη Γεννήθηκα Ελληνίδα αφού, στην πραγματικότητα, δεν γεννιέται κάποιος Έλληνας, γίνεται Έλληνας. Το αίμα δεν έχει εθνικότητα, ούτε τα γονίδια· όταν μιλάμε σήμερα για «πολιτισμική ταυτότητα» αναφερόμαστε κυρίως στη βιωμένη παράδοση παρά στην κληρονομούμενη, καθώς η κληρονομούμενη τείνει να γίνει όλο και πιο οικουμενική. (Σ.σ. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Το DNA των ελληναράδων και Ιστοριολογούντες βιοϊατροί).

Ο Καλπαξής έχει καταλήξει πως σε ό,τι αφορά την αρχαιολογία «πάντα θα έχει το ρομαντικό στοιχείο με το κυνήγι του θησαυρού ακόμη κι όταν χρησιμοποιείται από την πολιτική, και πάντα θα έχει το πολιτικό στοιχείο ακόμα κι όταν είναι ρομαντική, και θα βρίσκουμε και την επιστημονική διάσταση σε αυτή —η επιστήμη για την επιστήμη— είτε είναι το ένα είτε το άλλο».

Ωστόσο στην τρέχουσα εποχή η εξουσία δεν γίνεται πλέον αποδεκτή ως έχουσα μια a priori έγκυρη γνώση, η αυθεντία του μουσείου έχει ήδη από τις αρχές του 20ού αμφισβητηθεί αφότου μέρος του κοινού άρχισε να συνειδητοποιεί πως οι εκθέσεις βασίζονταν σε υποκειμενικές συλλογές και η Νέα Αρχαιολογία (New/Processual Archeology) προέτρεψε ήδη στο δεύτερο μισό του 20ού για την απομάκρυνση από την εθνοκεντρική θεώρηση του παρελθόντος —που χαρακτήριζε την Cultural Archaeology από τον 19ο αιώνα— και για την ερμηνεία των καταλοίπων με κοινωνικοπολιτικά κριτήρια κι όχι αμιγώς εθνοπολιτισμικά, ούτε αποδέχεται την περιγραφή ενός πολιτισμού ως διακριτή, καθορισμένη και ομοιογενή οντότητα στο χώρο και το χρόνο.

Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι εθνολογικά χαρακτηριστικά επαναλαμβάνονται σε πολλά κράτη όμορα ή μη κι ούτε η αναγωγή στα αρχαιολογικά ευρήματα —επιχείρημα με ιδιαίτερη απήχηση— συνιστά απόδειξη «εθνικής» ταυτότητας: η σχέση με τέχνεργα και άτομα δεν μπορεί να αποτελέσει τυπικό γνώρισμα καθώς τώρα λαμβάνονται υπόψη οι μεταναστεύσεις και οι αλληλοεπιδράσεις — κι άρα τα στοιχεία «συναρμολογούνται, αποσυναρμολογούνται και επανασυντίθενται» όπως επισημαίνει ο Wolf.

Η βαλκανική λαϊκή ποίηση πολύ πρόσφατα τόλμησε να παραδεχτεί τις κοινές αφετηρίες της: το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» στα ελληνικά, ο «Κωνσταντής και η Δοκίνα» στα αλβανικά, «Η κόρη και τ΄ αδέλφια της» στα βοσνιακά, «Λαζάρ και Πετκάνα» στα βουλγαρικά, «Της Βόικας» στα ρουμανικά, «Η κόρη και τ΄ αδέλφια της» στα σερβικά και «Μια μηλιά ξεφύτρωσε» στα σλαβομακεδονικά είναι η παραλλαγή του ίδιου δημοτικού τραγουδιού (βλ. Σέλλα, «Η ποίηση ενώνει τους λαούς των Βαλκανίων», Η Καθημερινή, 12.11.2006).


Μια από τις πύλες του τείχους που οδηγούσαν στη Hattusa, πρωτεύουσα του κράτους των Χετταίων (περ. 1680-1650 π.Κ.Ε.) — σημερινό Boğazköy Ανατολίας.
Το σύμπλεγμα «κυκλώπειου τείχους» και λεόντων θυμίζει μυκηναϊκή αρχιτεκτονική.


Έτσι, αγγεία κοινής ταινιωτής ζωγραφικής συναντάμε τόσο στο Διμήνι όσο και στο Tell-Halaf του Ιράκ, νωπογραφίες ανάλογες σε χρώματα και φιγούρες (ζωόμορφες, σκηνές κυνηγιού κλπ.) τόσο στην πρώιμη Νεολιθική θέση Çatal Hϋyϋk στη νότια Ανατολία όσο και σε σπήλαιο της ανατολικής Ισπανίας, κοινή αρχιτεκτονική τάφων (λαξευτοί, θολωτοί ή τυμβοειδείς) υπάρχει διάσπαρτη από τις ασιατικές στέπες ως την κεντρική Ευρώπη, κι όλα αυτά δυναμιτίζουν την πολιτισμική αποκλειστικότητα.




Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης» (pandemos.
panteion.gr). Ο τίτλος κι ο υπότιτλος είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».




Η Καλλιόπη Παυλή από τη Σάμο, είναι απόφοιτος σπουδών Μ.Μ.Ε. (Αθήνα) και Ιστορίας (Πάτρα), με υποτροφία στη δεύτερη σχολή. Έζησε στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης, και έχει ταξιδέψει στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιστρέφοντας εργάστηκε στον αρχαιολογικό τουρισμό αρχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου, με τίτλο της διπλωματικής «Ο Εθνικισμός στην Αρχαιολογία της Δύσης». Η μεταπτυχιακή εργασία της περιλήφθηκε στην Ενδεικτική Θεματική Βιβλιογραφία για τους φοιτητές του σεμιναρίου «Νεο-Ελληνική Εθνική Ιδεολογία» του καθηγητή Στ. Πεσμαζόγλου.

Μετά και από τα ταξίδια στην Τουρκία που συνδέονταν με τη διατριβή της («Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων»), στην οποία εξετάστηκαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το Αρχαιολογικό τμήμα της Αρμοστείας Σμύρνης στη Μ. Ασία κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1919-1922), ανακηρύχθηκε δρ. Ιστορίας το 2012.

Το 2014 εξέδωσε το βιβλίο: Εις το όνομα του πολιτισμού. Η ιδεολογία των ανασκαφών στη Μικρά Ασία κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22), εκδόσεις Ισνάφι.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια, ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής σε διεθνή συνέδρια, σε ανασκαφές στη Λήμνο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νικ. Ευστρατίου, έχει δημοσιεύσει άρθρα, ανήκει στο editorial board του Int. Journal SCS και είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κ.Ε.Ν.Ι. με θέμα την αποικιοκρατία του ύστερου 19ου-πρώιμου 20ού αιώνα και την πρόσληψή της από την εγχώρια λογιοσύνη εν όψει της μικρασιατικής εκστρατείας.

Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της συνδέονται με τη μυθολογική θεμελίωση των εθνικών κρατών που περνά και από την κατά βούληση αρχαιολογική ερμηνεία, μέσα από την οποία επιβάλλεται η γεωγραφία και η πολιτική τους. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.