
Όπως είναι λογικό, υπήρξε αξιοσημείωτη ρευστότητα, όσο και συνειδητές επιλογές ενόψει του σχηματισμού ταυτότητας: στην πορεία, πολλά ονόματα άλλαξαν, κυρίως για να ηχούν πιο ελληνοπρεπή, π.χ. η κατάληξη ‒ογλου τις περισσότερες φορές μετατράπηκε σε ‒ίδης ή ‒ιάδης (με την εξαίρεση ορισμένων, που δεν ηχούσαν πολύ καλά με την κατάληξη αυτή κι έτσι ή παρέμειναν αμετάβλητα, ή πήραν την κατάληξη ‒όπουλος, όπως π.χ. Sar(i)oğlu, που έγινε Ξανθόπουλος ή το Papazoğlu ‒ Παπαδόπουλος).

Φυσικά, όσα δεν αναφέρονταν σε κάποια ιδιότητα ή δραστηριότητα του αντίστοιχου ατόμου ή προγόνου του, αλλά συνίσταντο στον πιο κλασικό τρόπο σχηματισμού επωνύμου, στο πατρώνυμο, δεν ετέθη ζήτημα να μεταφραστούν, αλλά παρέμειναν ‒ή δόθηκαν για πρώτη φορά‒ με αυτή τη μορφή, π.χ. Ιωαννίδης, Πετρίδης, Παυλίδης κ.λπ..
Αξίζει να αναφερθεί, ότι ο Μπερνάλ, χωρίς να κάνει καμία σύνδεση με τα σύγχρονα ελληνικά ή/και ποντιακά επώνυμα, διατυπώνει σαφώς την υπόθεση, ότι ακριβώς αυτές οι δύο καταλήξεις έχουν αιγυπτιακή προέλευση. Λέει συγκεκριμένα: «Στη Γραμμική Β, το σύμβολο DE χρησιοποιείται ως προσθήκη στο συμβολο ΓΥΝΑΙΚΑ, για να σημάνει κορίτσια ή αγόρια. Το σημάδι αυτό φαίνεται, ότι αποτελεί πρώιμη μορφή των επιθεμάτων ‒id και ‒iad και των πατρωνυμιών ‒ιάδες ή ‒ίδες. Γενικώς, τα ‒id και ‒iad χρησιμοποιούνταν στον πληθυντικό, όπως στο Νηρηίδες και Δρυάδες "τέκνα τού". Παρά την πιθανή αιγυπτιακή τους προέλευση, τα επιθέματα αυτά ήταν "ζωντανά" στα ελληνικά και μπορούσαν να εφαρμοστούν σε ρίζες διαφορετικής προέλευσης. Στα παραδείγματα αυτά η ρίζα ήταν σημιτική και ινδοευρωπαϊκή αντίστοιχα». (Martin Bernal, Black Athena, Volume III. The linguistic evidence, Rutgers University Press, New Brunswick, New Jersey, 2006, σελ. 212).

Μια εξαίρεση σε αυτή την έμφυλη κατανομή παρατηρείται στην Κύπρο, όπου δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιείται αντρικό επώνυμο κατά γενική, όπως αυτή σχηματίζεται ομαλά στη γλώσσα που μιλάμε, π.χ. Χριστόφορος Χριστοφή, Σταύρος Καραγιάννη κ.ο.κ.. Επειδή η επιλογή αυτή δεν είναι γνωστή στους έλληνες της Ελλάδας, πολλοί τείνουν να την «διορθώνουν» αυθόρμητα, κι έτσι π.χ. ο κύπριος ποδοσφαιριστής Γιασεμή, που είχε αγωνιστεί στον ΠΑΟΚ, είδε συχνά στον ελληνικό τύπο να προστίθεται αυθαιρέτως στο όνομά του ένα τελικό ς. Η τάση αυτή ενίοτε ήταν τόσο ισχυρή, που επικράτησε του αρχικού ονόματος, ακόμα και αν αυτό έληγε σε ‒ου και όχι σε ‒η: π.χ. ο συνθέτης Μάνος Λοΐζος, ο οποίος είχε επίσης κυπριακή καταγωγή, λεγόταν στην πραγματικότητα Λοΐζου.
Οι πόντιοι, παραδοσιακά, έδιναν στα παιδιά τους ονόματα από τη Βίβλο και μάλιστα συχνά από την Παλαιά Διαθήκη, τόσο στην εξελληνισμένη τους μορφή (Ιορδάνης, Πρόδρομος, Λάζαρος, Ιάκωβος, Ηλίας, Ζαχαρίας, Μάρθα, Μαγδαληνή) όσο και αυτούσια, άκλιτα (Αδάμ, Ισαάκ, Ιωακείμ, Δανιήλ, Ιωσήφ, Ελισάβετ, Γεσθημανή κ.ο.κ.). Κάτι ανάλογο ισχύει για την Κύπρο, όπως μας δείχνουν μερικά αρκετά φορτισμένα ονόματα από την πρόσφατη ιστορία: Εζεκίας Παπαϊωάννου, Τάσος Ισαάκ, Σολωμός Σολωμού... Τα αρχαιοελληνικά ήρθαν αργότερα, κατά τα τέλη του 19ου, και ήταν πλέον μία μορφή outing, μια απερίφραστη δήλωση ταυτοτικής ένταξης. Αλλά ακόμη και τότε ήταν συχνά διαφορετικά από τα «μέινστρημ» του υπόλοιπου ελληνισμού (Αρίσταρχος, Ιεροκλής, Πολύδωρος, Χρύσανθος, Παρθενόπη...).
Η παγίωση του ονοματεπωνύμου, που επήλθε κατά τη ληξιαρχική τους καταγραφή από το ελληνικό κράτος, σε συνδυασμό με τον πολύ συνήθη σχηματισμό του επωνύμου με βάση το χριστιανικό (/βιβλικό) όνομα του πατέρα στη γενιά, κατά την οποία έγινε η καταγραφή, έχει ως αποτέλεσμα οι βιβλικές αυτές προτιμήσεις να είναι σήμερα άμεσα ορατές ως επώνυμα, σε πολλά από τα οποία πριν από την αναπόφευκτη κατάληξη ‒ίδης (/‒ιάδης) βρίσκουμε μικρά ονόματα, μερικά πολύ ασυνήθιστα: Αβραμίδης, Εφραιμίδης, Συμεωνίδης, Μωυσιάδης, αλλά και Ιερεμιάδης, Ησαϊάδου, Σολομωνίδης, Αββακουμίδης.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα, ότι σε άρθρο του Δημοσθένη Κωνσταντινίδη, υπευθύνου βιβλιοθήκης της Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς, με αντικείμενο το φροντιστήριο Τραπεζούντας, (στο οποίο ήδη από τον τίτλο προστίθεται το επίθετο «Ελληνικό»), μεταξύ των κατά καιρούς ευεργετών του φροντιστηρίου αναφέρονται δύο άτομα με το επίθετο «Λευίτης». Είναι ενδεικτικό, ότι κανένα από αυτά τα μικρά ονόματα δεν σχημάτισε επώνυμο με την προσθήκη της νοτιοελλαδικής κατάληξης ‒όπουλος (υπάρχει μόνο ο Μιχαλόπουλος, αλλά και αυτός είναι ο γιος του Μιχάλη και όχι του Μιχαήλ).

«Η αλλαγή του ονόματος ήταν κοινή πρακτική μεταξύ των conversos, τόσο ανδρών όσο και γυναικών, όταν εκδηλώνονταν ως εβραίοι. Οι εμιγκρέδες είχαν πάρει επάνω τους το βάρος της εβραϊκής επιβίωσης και υιοθετούσαν τα ονόματα βιβλικών ηρώων και πατριαρχών. Ονομάζονταν Μωυσής, Αβραάμ, Ιακώβ, Ισαάκ, Ιωσήφ, Βενιαμίν. Τα πλοία τους έφεραν ονόματα όπως Προφήτης Σαμουήλ, Ωραία Σάρα, Προφήτης Δανιήλ, Βασίλισσα Εσθήρ και Βασιλεύς Σολομών». (Εdward Κritzler, Jewish pirates οf the Caribbean. Ηοw the generatiοn οf Swashbuckling jews carved οut an empire in the Νew Wοrld in their quest fοr treasure, Religiοus freedοm and reνenge, JR Βοοks, Λονδίνο, 2009, σελ. 95).
Το να βαφτίζονται λοιπόν και πλοία κατά τρόπο, που να συντηρεί και να προσανατολίζει κατά συγκεκριμένο τρόπο την εθν(οτ)ική μνήμη, είναι κάτι, που φυσικά δεν άρχισε τον 20ό αιώνα. Η πρακτική όμως των ρωμιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας να επιλέγουν ονόματα από την Παλαιά Διαθήκη, μάλλον εξηγείται από την αντίστροφη τάση, ή, ορθότερα, από τη μέριμνα ολιγομελών εθνοτικών ομάδων να ισορροπήσουν ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενες επιταγές: απʼ τη μια να διατηρήσουν τη μορφή ύπαρξης και την κουλτούρα της καταγωγής τους, και από την άλλη να μην ξεχωρίζουν υπερβολικά από την πλειονοτική ομάδα, εντός της οποίας ζουν.
Δηλαδή, τα εβραϊκά ονόματα εδώ έπαιξαν το ρόλο, που έπαιζαν για τους σεφαραδίτες τα «Ιωσήφ Ντίαζ Σοέιρο», «Αντόνιο Βάεζ Ενρίκες» και τα ανάλογα, όσο αυτοί ήταν ακόμα στην ιβηρική. Καθώς η Αγία Γραφή γίνεται δεκτή από τους μουσουλμάνους ως ιερό βιβλίο, στην οθωμανική αυτοκρατορία τα εβραϊκά ονόματα λειτουργούσαν ως «αγαθά διπλής (ή και τριπλής) χρήσης», αφού με μικρές προσαρμογές μπορούσαν να ταιριάζουν στο πλαίσιο όλων των μονοθεϊσμών, π.χ. το Αβραάμ να γίνει Ιμπραήμ, το Ιωσήφ Γιουσούφ, το Σολομών Σουλεϊμάν κ.ο.κ..
Εξάλλου, το τελευταίο παράδειγμα δεν είναι απλώς υποθετικό, και δεν ίσχυε μόνο επί οθωμανικής αυτοκρατορίας: ακόμα και την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, ο αρσηβαρίστας, που είχε κατακτήσει αρκετά διεθνή μετάλλια με το όνομα Ναούμ Σαλαμάνοφ και με τα χρώματα της Βουλγαρίας, στη συνέχεια μετανάστευσε στην Τουρκία, όπου «εκδηλώθηκε» [came out] ως τούρκος και συνέχισε να πρωταγωνιστεί με το όνομα Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου.

Αν όμως τέτοιοι ήταν οι αρχικοί λόγοι, για τους οποίους επέλεγαν οι πόντιοι αυτά τα ονόματα, το αθέλητο αποτέλεσμά τους είναι, ότι τώρα ξεχωρίζουν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινώνας, και τις περισσότερες φορές είναι δυνατό να μαντέψουμε ποια ονόματα είναι ή, έστω, μοιάζουν ποντιακά, ακόμα και όταν αυτά ακολουθούν τις προδιαγραφές της ελληνοκανονιστικής εκδοχής. Δηλαδή, μια επιλογή, που έγινε κάποτε με σκοπό να περάσει απαρατήρητη, σε ένα άλλο πλαίσιο κατέληξε ακριβώς να προσελκύει την προσοχή.
Οι πράξεις των ανθρώπων βέβαια, έχουν πάντοτε αθέλητα αποτελέσματα. Το σίγουρο πάντως είναι, ότι η αυτή η γλωσσική/κοινωνική ποιητική, αυτοί οι διαρκείς πειραματισμοί με τα ονόματα, μαρτυρούν μία σχετική δυσφορία, ένα υπόλοιπο που περισσεύει και δείχνει, ότι η ιδεατή, η απροβλημάτιστη υπαγωγή κάθε ατόμου σε έναν ενιαίο «λαό» και κάθε λαού σε ένα «κράτος» με μία ενιαία και μοναδική «γλώσσα» δεν είναι ποτέ κάτι πλήρως κατακτημένο και γραμμικό. Ή, με άλλα λόγια, η υπαγωγή αυτή φέρνει πάντοτε μέσα της όχι μόνο την ταυτότητα, αλλά και την ετερότητα.
Η ένταση αυτή έρχεται στο φως ακόμα πιο καθαρά και σε άλλα παραδείγματα, όπου κάποιος στη διάρκεια της ζωής του υιοθετεί ένα νέο όνομα, είτε αυτό είναι εξ αρχής επινοημένο είτε παραπέμπει σε κάποιο προγενέστερο τρόπο ονοματοδοσίας (εξάλλου τις περισσότερες φορές αυτά τα δύο δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, κανένα όνομα, ακόμα και νέο, δεν είναι τελείως αυθαίρετο και στην τύχη, αλλά συνήθως επιλέγεται μέσα από τη χρήση εναλλακτικών και μισοξεχασμένων συστημάτων αναφοράς).
Τέτοια παραδείγματα είναι αφενός τα ονόματα όσων χρίζονται ιερείς ή μοναχοί και αφετέρου τα επαναστατικά ψευδώνυμα, τα οποία μας είναι πολύ οικεία από την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα και ιδίως της τέταρτης δεκαετίας του ‒ αρκεί να αναφερθεί το «Άρης Βελουχιώτης» (δηλ. ο καταγόμενος από το Βελούχι ή μήπως το Βελουχιστάν;) και πολλά άλλα, τα οποία είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμα από τα «πραγματικά» ονόματα, που αναγράφονταν στις αστυνομικές ταυτότητες των αντίστοιχων καπετάνιων.

Σε σχέση με τον καπετάνιο Μιχάλ Αγά και τη δραστηριότητά του, είναι σχεδόν διασκεδαστικό ‒με τη χρονική απόσταση‒ να διαβάζει κανείς φράσεις, όπως η παρακάτω: «Ενέπεσεν εις χείρας του αειμνήστου Μιχαήλ Παπαδόπουλου (Μιχάλαγα), ηγουμένου ολιγαρίθμου ομάδος ανταρτών της ΠΑΟ, ο περιβόητος Τερπόφσκυ μετά των ελληνωνύμων συνεργατών του και εξετελέσθη». (Χ. Καλλινικίδη, Ελληνική εθνική αντίστασις. Αίμα‒δάκρυ‒νίκη, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 2009, σελ. 190). Οι σλαβομακεδόνες συνεργάτες του «περιβόητου» αντάρτη χαρακτηρίζονται μειωτικά ως «ελληνώνυμοι», δηλαδή μόνο κατʼ όνομα έλληνες, τη στιγμή, που ο εκτελεστής τους δεν έχει καν ελληνικό όνομα, φέρει δε ως προσωνύμιο έναν οθωμανικό τίτλο τη στιγμή, που η οθωμανική αυτοκρατορία δεν υφίσταται πλέον εδώ και δεκαετίες.
Έτσι ή αλλιώς, η μετονομασία έχει πάντοτε μία εμπλοκή με την κρατική λειτουργία, με την εγκαθίδρυση ή επέκταση συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας ή/και την ανατροπή άλλων, ή απλώς με την έξοδο-διαφυγή από αυτές. Όταν πρόκειται για «ανακάλυψη» και αποικισμό γαιών, ή για τον προκαταβολικό ή αναδρομικό ‒αλλά πάντα ετεροχρονικό και ετεροτοπικό‒ διορισμό πνευματικών ηγετών και θεσμών in partibus infidelium, αυτό είναι πιο άμεσα ορατό. To ίδιο όμως ισχύει και για τη μετονομασία των ατόμων, όπου μια τέτοια αλλαγή πάντοτε συνδέεται με μία νέα επινόηση του εαυτού, με μία συμβολική χειρονομία, που δηλώνει, ότι το αντίστοιχο άτομο «ξαναγεννήθηκε», απέκτησε μία νέα ύπαρξη σε πλήρη ρήξη με την προηγούμενη. Συχνά εξάλλου εξυπηρετεί επικουρικά και ένα σκοπό συνωμοτικότητας, σβησίματος των ιχνών και διαφυγής από τον έλεγχο μυστικών ή φανερών κρατικών ή παρακρατικών υπηρεσιών.
Σημειώσεις: Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από το βιβλίο του κ. Άκη Γαβριηλίδη: Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονο- μάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, έκδ. Ισνάφι, Ιωάννινα, 2014. Ο τίτλος, ο υπότιτλος και η εικονο- γράφηση έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας». | ![]() |
Διαβάστε ακόμα στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
- Ποντιακό γκέτο (Η κοινωνική ποιητική των ποντίων και η συγκρότηση της ποντιακής υποκειμενικότητας)
- Γιά την τουρκορωμιοσύνη ρε γαμώτο! (Περί της μη ελληνικής καταγωγής των μικρασιατών)
- Μικρασιάτικος χαβάς (Περί της τουρκοανατολίτικης προέλευσης των μικρασιατικών λαογραφικών στοιχείων)
1 ΣΧΟΛΙΑ
Ανώνυμος 35281
23 Αυγ 2015Μία διόρθωση. Πολλά επώνυμα Ποντιακά κρατήσανε την πρώτη λέξη ως Τούρκικη, παράδειγμα Μπαϊρακταρ-ίδης, Μουρατ-ίδης, Παρχαρ-ίδης. Δεν εξελληνίσανε ολόκληρο το επώνυμο. Αυτά, καλή συνέχεια.