Είμαι μάλλον πιο ενεργός ως απόφοιτος των κυριοτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπου φοίτησα στα νιάτα μου: της Ακαδημίας της Γλασκόβης και του Κολεγίου Μάγκνταλεν στην Οξφόρδη. Επίσης, αφιερώνω τακτικά χρόνο στα σχολεία όπου φοιτούν τα παιδιά μου, καθώς και στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκω. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω γιατί έχω τόσο ιδιαίτερη προτίμηση προς αυτά τα ανεξάρτητα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Η άποψη που πρόκειται να εκφράσω είναι εξαιρετικά ντεμοντέ. Σε ένα γεύμα που παρέθεσε η εφημερίδα Guardίan προκάλεσα άναρθρες κραυγές φρίκης όταν ξεστόμισα τα εξής λόγια: Κατά την άποψή μου, τα καλύτερα ιδρύματα σήμερα στα βρετανικά νησιά είναι τα ανεξάρτητα σχολεία. (Δεν χρειάζεται να πω ότι όσοι κραύγαζαν δυνατότερα είχαν όλοι φοιτήσει σε τέτοια σχολεία).
Αν υπάρχει μια εκπαιδευτική πολιτική που θα ήθελα να δω να υιοθετείται σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή θα ήταν μια πολιτική με στόχο τη σημαντική αύξηση του αριθμού ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων — και, παράλληλα, την καθιέρωση προγραμμάτων για κουπόνια και υποτροφίες που θα επιτρέπουν να φοιτά σε αυτά σημαντικός αριθμός παιδιών από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος.
Φυσικά, αυτή είναι ακριβώς η πολιτική που η αριστερά αποκηρύττει αντανακλαστικά ως «ελιτίστικη». Ακόμα και κάποιοι Συντηρητικοί, όπως ο Τζορτζ Γουόλντεν, θεωρούν ότι τα ιδιωτικά σχολεία γεννούν ανισότητα, ότι είναι θεσμοί τόσο ολέθριοι, ώστε θα πρέπει να καταργηθούν. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω γιατί αυτού του είδους οι απόψεις είναι εντελώς εσφαλμένες.
Επί εκατό, περίπου, χρόνια, η επέκταση της δημόσιας παιδείας ήταν αναμφίβολα ωφέλιμη. Όπως έχει επισημάνει ο Πίτερ Λίντερτ, τα σχολεία αποτελούσαν την εξαίρεση που αποδείκνυε τον κανόνα του Τοκβίλ, αφού οι αμερικανικές πολιτείες ήταν οι πρώτες που θέσπισαν φόρους σε τοπικό επίπεδο για να χρηματοδοτήσουν την καθολική, και μάλιστα υποχρεωτική, σχολική εκπαίδευση μετά το 1852. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων και σε άλλα μέρη του κόσμου οδήγησε γρήγορα στην υιοθέτηση παρόμοιων συστημάτων. Αυτό είχε οικονομική σημασία, επειδή η απόδοση της καθολικής εκπαίδευσης ήταν υψηλή: οι άνθρωποι που ξέρουν γραφή και ανάγνωση και κατανοούν βασικές μαθηματικές έννοιες είναι πολύ πιο παραγωγικοί εργάτες.
Πρέπει, όμως, να αναγνωρίζουμε τα όρια των δημόσιων μονοπωλίων στην παιδεία, ιδίως για κοινωνίες που έχουν πετύχει εδώ και καιρό τη μαζική στοιχειώδη μόρφωση. Το πρόβλημα είναι ότι οι δημόσιοι μονοπωλιακοί πάροχοι εκπαίδευσης υποφέρουν από τα ίδια προβλήματα που μαστίζουν τους μονοπωλιακούς παρόχους οποιουδήποτε πράγματος: η ποιότητα πέφτει εξαιτίας της έλλειψης ανταγωνισμού και της υφέρπουσας δύναμης των κεκτημένων δικαιωμάτων των «παραγωγών». Πρέπει, επίσης, να αναγνωρίσουμε, όποιες και αν είναι οι ιδεολογικές μας προκαταλήψεις, ότι υπάρχει καλός λόγος για τον οποίο τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση και τη βελτίωση των εκπαιδευτικών προτύπων σε όλο τον κόσμο.
Δεν επιχειρηματολογώ υπέρ των ιδιωτικών σχολείων και κατά των κρατικών. Επιχειρηματολογώ υπέρ και των δύο, επειδή η «βιοποικιλότητα» είναι προτιμότερη από το μονοπώλιο. Ένα μίγμα δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων με ουσιαστικό ανταγωνισμό ευνοεί την αριστεία.
Γι΄ αυτό τα αμερικανικά πανεπιστήμια (που λειτουργούν εντός ενός ολοένα και πιο παγκόσμιου ανταγωνιστικού συστήματος) είναι τα καλύτερα στον κόσμο —22 από τα 30 κορυφαία στον κόσμο, σύμφωνα με τις βαθμολογίες του Πανεπιστημίου Shanghai Jiao Tong— ενώ τα αμερικανικά λύκεια (που λειτουργούν σε ένα μονοπωλιακό σύστημα με τοπικό χαρακτήρα) είναι, γενικά, σε πολύ κακή κατάσταση — δείτε τα αποτελέσματα του Διεθνούς Προγράμματος για την Αξιολόγηση των Μαθητών για το 2009, σε ό,τι αφορά τις μαθηματικές επιδόσεις στην ηλικία των δεκαπέντε ετών. Θα ήταν άραγε Χάρβαρντ το Χάρβαρντ αν κάποια στιγμή είχε εθνικοποιηθεί είτε από την πολιτεία της Μασαχουσέτης είτε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση; Την απάντηση την ξέρετε.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουμε το αντίθετο σύστημα: τα πανεπιστήμια είναι εκείνα που έχουν ουσιαστικά υποβιβαστεί σε φορείς μιας Εθνικής Υπηρεσίας Ανώτατης Παιδείας που χρηματοδοτείται από το δημόσιο —παρά την έλευση στην Αγγλία και την Ουαλία των «διαφορικών» διδάκτρων, που είναι παρ' όλα αυτά ακόμη χαμηλότερα από αυτά που θα έπρεπε να χρεώνουν τα καλύτερα ιδρύματα—, ενώ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση λειτουργεί ένας ολοζώντανος ανεξάρτητος τομέας, που δεν υπόκειται σε χρηματοδοτικούς περιορισμούς. Τα αποτελέσματα; Πέρα από την ελίτ, που διατηρεί τους δικούς της πόρους ή/και τη δική της φήμη, τα περισσότερα πανεπιστήμια του ΗΒ βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης. Μόνο επτά κατάφεραν να μπουν στην πιο πρόσφατη λίστα με τα πενήντα κορυφαία πανεπιστήμια παγκοσμίως, που δημοσιεύει το ένθετο ανώτατης εκπαίδευσης της εφημερίδας The Times. Παρ΄όλα αυτά, καμαρώνουμε για κάποια από τα καλύτερα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον πλανήτη.
Οι συνήγοροι της παραδοσιακής κρατικής παιδείας πρέπει να καταλάβουν ένα απλό πράγμα: η παροχή «δωρεάν» κρατικής εκπαίδευσης, η οποία είναι γενικά μέτριας ποιότητας, παρέχει και τα κίνητρα για την εμφάνιση ενός πραγματικά καλού ιδιωτικού συστήματος (αφού κανείς δεν πρόκειται να πληρώσει από 10.000 μέχρι 30.000 στερλίνες το χρόνο για μια παιδεία που είναι απλώς κάπως καλύτερη από τη δωρεάν επιλογή).
Είναι μάλλον ειρωνεία ότι, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η πολιτική που καθιερώνεται για την αντιμετώπιση της χαμηλής ποιότητας της δημόσιας παιδείας στην Αγγλία αποτελεί αρμοδιότητα ενός σκωτσέζου. Ο Μάικλ Γκόουβ πήρε την ιδέα από έναν παλιό απόφοιτο του κολεγίου Fettes, ονόματι Τόνι Μπλερ: να μετατραπούν κάποια προβληματικά σχολεία σε αυτοδιοικούμενες ακαδημίες. Μεταξύ 2010 και 2012 ο αριθμός των ακαδημιών αυξήθηκε, από μόλις 200, σε σχεδόν τα μισά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σχολεία όπως η Mossbourne Αcademy στο Χάκνεί ή η Durand Academy, ένα δημοτικό στο Στόκγουελ, δείχνουν τι μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και σε φτωχές γειτονιές, όταν αίρεται η δύναμη της αδράνειας, που συνεπάγεται ο έλεγχος από την τοπική αυτοδιοίκηση.
Ακόμα πιο πολλά υποσχόμενα είναι τα νέα «ελεύθερα σχολεία» που ιδρύονται από γονείς, δασκάλους και άλλους, όπως ο δημοσιογράφος (και συγγραφέας του βιβλίου Πώς να χάνετε φίλους και να αποξενώνετε τους άλλους) Τόμπι Γιανγκ, ο οποίος έχει επιτέλους βρει τον πραγματικό τρόπο για να κερδίζει φίλους και να επηρεάζει τους άλλους. Παρατηρήστε ότι αυτά τα σχολεία δεν είναι επιλεκτικά. Εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από το κράτος. Αλλά η αυξημένη αυτονομία τους έχει γρήγορα οδηγήσει σε πολύ υψηλότερα πρότυπα τόσο πειθαρχίας όσο και μάθησης.
Υπάρχουν πολλοί στην αριστερά που αποδοκιμάζουν αυτές τις εξελίξεις. (Πολλοί βουλευτές του Εργατικού κόμματος με χαρά θα αποκήρυσσαν αυτή καθαυτή την ιδέα των ακαδημιών). Όμως οι εξελίξεις αυτές εντάσσονται σε μια παγκόσμια τάση. Σε όλο τον κόσμο, οι έξυπνες χώρες απομακρύνονται από το παρωχημένο μοντέλο των κρατικών εκπαιδευτικών μονοπωλίων και επιτρέπουν στην κοινωνία των πολιτών να επιστρέψει στο χώρο της παιδείας, όπου και ανήκει.
Πολλοί πιστεύουν εσφαλμένα ότι η Σκανδιναβία είναι ένας τόπος όπου ζει και βασιλεύει το παλιομοδίτικο κράτος πρόνοιας. Στην πραγματικότητα, μόνο η Φινλανδία έχει διατηρήσει αυστηρό κρατικό μονοπώλιο στην παιδεία, η επιτυχία του οποίου την καθιστά την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα μου. Αντιθέτως, η Σουηδία και η Δανία είναι πρωτοπόρες στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Χάρη σε ένα τολμηρό σχέδιο αποκέντρωσης και κουπονιών, ο αριθμός των ανεξάρτητων σχολείων έχει αυξηθεί θεαματικά στη Σουηδία.
Τα ελεύθερα σχολεία της Δανίας λειτουργούν αυτόνομα και εισπράττουν μια κρατική επιχορήγηση ανά μαθητή, αλλά έχουν τη δυνατότητα να χρεώνουν δίδακτρα και να αντλούν κεφάλαια με άλλους τρόπους, αν αυτό δικαιολογείται από τα αποτελέσματα. (Ως αποτέλεσμα παρόμοιων μεταρρυθμίσεων περίπου τα δύο τρίτα των δανών μαθητών φοιτούν πλέον σε ανεξάρτητα σχολεία).
Σήμερα υπάρχουν στις ΗΠΑ πάνω από 2.000 ανάδοχα σχολεία (charter schools) —που, όπως και οι αγγλικές ακαδημίες, χρηματοδοτούνται από το δημόσιο αλλά λειτουργούν ανεξάρτητα— τα οποία προσφέρουν ποικιλία στην εκπαίδευση για περίπου δύο εκατομμύρια οικογένειες, από κάποιες από τις πιο φτωχές αστικές περιοχές της χώρας.
Οργανισμοί όπως η Success Αcademy υπομένουν εξευτελισμούς και εκφοβισμούς από τις αμερικανικές διδασκαλικές ενώσεις, ακριβώς επειδή οι υψηλότερες προδιαγραφές των ανάδοχων σχολείων τους αποτελούν τεράστια απειλή για το στάτους κβο των κακών επιδόσεων και της ήσσονος προσπάθειας.
Στα δημόσια σχολεία της Νέας Υόρκης το 62% των μαθητών της τρίτης, τέταρτης και πέμπτης τάξης πέρασε πέρυσι τις εξετάσεις μαθηματικών. Το πιο πρόσφατο ποσοστό για τη Success Academy του Χάρλεμ ήταν 99%. Στις φυσικές επιστήμες το ποσοστό επιτυχίας ήταν 100%. Και αυτό δεν συμβαίνει επειδή τα ανάδοχα σχολεία διαλέγουν τους καλύτερους μαθητές ή προσελκύουν τους πιο δραστήριους γονείς. Η εισαγωγή των μαθητών στο Success του Χάρλεμ γίνεται με κλήρο. Τα ανάδοχα σχολεία τα πηγαίνουν καλύτερα, επειδή αφενός λογοδοτούν και αφετέρου είναι αυτόνομα.
Πρέπει, ωστόσο, να γίνει ένα παραπάνω βήμα — ακόμα και από τον Μάικλ Γκόουβ. Πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των σχολείων που είναι πραγματικά ανεξάρτητα, υπό την έννοια ότι χρηματοδοτούνται από ιδιωτικές πηγές, και πραγματικά ελεύθερα, υπό την έννοια ότι είναι ελεύθερα να επιλέγουν μαθητές. Είναι σημαντικό ότι έξι στους δέκα επικεφαλής ακαδημιών δήλωσαν σε σφυγμομέτρηση που έγινε τον Μάρτιο του 2012 ότι η εθνική σύμβαση περί αμοιβών και συνθηκών εργασίας τούς εμποδίζει να πληρώσουν περισσότερο τους ικανούς δασκάλους ή να παρατείνουν τη διδακτική ημέρα, προκειμένου να προσφέρουν επιπλέον διδασκαλία στους πιο αδύναμους μαθητές.
Σε άλλες χώρες δεν υπάρχουν τέτοια εμπόδια σε ό,τι αφορά την ιδιωτική εκπαίδευση. Στη Σουηδία, εταιρείες όπως η Kunskapsskolan («Σχολείο της γνώσης») μορφώνουν δεκάδες χιλιάδες μαθητές. Στη Βραζιλία, αλυσίδες ιδιωτικών σχολείων, όπως οι Objetivo, COC και Pitágoras, διδάσκουν κυριολεκτικά εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές. Η πιο αξιοσημείωτη περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να είναι η Ινδία. Εκεί, όπως έχει δείξει ο Τζέιμς Τούλεϊ, η καλύτερη ελπίδα για μια αξιοπρεπή εκπαίδευση στις φτωχογειτονιές πόλεων όπως η Χαϊντεραμπάντ προέρχεται από ιδιωτικά σχολεία, όπως το Royal Grammar School, το Little Nightingale's High School ή το Firdaus Flowers Convent School. Ο Τούλεϊ και οι ερευνητές του ανακάλυψαν παρόμοια σχολεία και σε κάποια μέρη στην Αφρική. Πάντα αποτελούν απάντηση σε απαράδεκτα δημόσια σχολεία, όπου οι τάξεις είναι παράλογα μεγάλες και οι δάσκαλοι είναι συχνά αποκοιμισμένοι ή απόντες.
Το πρόβλημα στη Βρετανία δεν είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλά ιδιωτικά σχολεία. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πάρα πολύ λίγα ─ και, αν τελικά αρθεί ο φιλανθρωπικός χαρακτήρας τους, θα μείνουν ακόμα λιγότερα. Μόνο το 7% των βρετανών εφήβων φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία, ποσοστό σχεδόν ίδιο με εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αν θέλετε να ξέρετε, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ασιάτες έφηβοι τα πάνε τόσο πολύ καλύτερα στα τυποποιημένα τεστ απ ό,τι οι βρετανοί και αμερικανοί ομόλογοί τους είναι και αυτός: τα ιδιωτικά σχολεία εκπαιδεύουν πάνω από το ένα τέταρτο των μαθητών στο Μακάο, το Χονγκ Κονγκ, τη Νότιο Κορέα, την Ταϊβάν και την Ιαπωνία. Στο πλαίσιο του PISA, η μέση βαθμολογία για τα μαθηματικά σε αυτές τις περιοχές είναι 10% υψηλότερη απ ό,τι στο ΗΒ και τις ΗΠΑ. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και σε εμάς είναι εξίσου μεγάλο με το χάσμα ανάμεσα σε εμάς και την Τουρκία. Δεν είναι συμπτωματικό ότι το ποσοστό των τούρκων μαθητών που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία είναι κάτω από 4%.
Η ιδιωτική εκπαίδευση δεν ωφελεί μόνο τα μέλη της ελίτ — ωφελεί περισσότερους. Σε άρθρο που δημοσίευσαν το 2010, ο Μάρτιν Γουέστ και ο Λούντγκερ Βόσμαν απέδειξαν ότι «μια αύξηση των εγγραφών στα ιδιωτικά σχολεία κατά 10% βελτιώνει τις βαθμολογίες μιας χώρας στα τεστ μαθηματικών [...] κατά ποσοστό που αντιστοιχεί σε μάθηση διάρκειας μισού περίπου έτους. Μια αύξηση 10% στις εγγραφές στα ιδιωτικά σχολεία μειώνει, επίσης, τη συνολική εκπαιδευτική δαπάνη ανά μαθητή κατά ποσοστό άνω του 5% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ». Με άλλα λόγια, περισσότερη ιδιωτική εκπαίδευση σημαίνει πολύ πιο ποιοτική και πιο αποδοτική εκπαίδευση για όλους.
Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος, με τον οποίο το κολέγιο Wellington υποστηρίζει μια δημοσίως χρηματοδοτούμενη ακαδημία. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο τρόπος, με τον οποίο σχολεία όπως η σχολή Rugby και η Glasgow Αcademy διευρύνουν τα προγράμματα υποτροφιών τους, αποσκοπώντας στην αύξηση του ποσοστού μαθητών που τα δίδακτρά τους καλύπτονται από τους ίδιους πόρους του σχολείου.
Η εκπαιδευτική επανάσταση του 20ού αιώνα έγκειται στο ότι η στοιχειώδης παιδεία κατέστη διαθέσιμη στους περισσότερους κατοίκους των χωρών όπου υπάρχει δημοκρατία.
Η εκπαιδευτική επανάσταση του 21ου αιώνα θα έγκειται στο ότι καλής ποιότητας παιδεία θα καταστεί διαθέσιμη σε ένα αυξανόμενο ποσοστό παιδιών.
Αν είστε εναντίον, τότε είστε πραγματικά ελιτιστές: είστε εκείνοι που θέλουν να κρατήσουν φτωχά παιδιά σε άθλια σχολεία.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Niall Fergusson:
Ο μεγάλος εκφυλισμός.
Ο τίτλος, ο υπότιτλος και οι φωτογραφίες
προστέθηκαν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».