“ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ
ΠΡΟΣΜΕΝΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ
ΟΥΡΑΝΙΑ ΦΛΟΓΑ”

Ευρωπαίος περιηγητής
περιγράφει την Ανάσταση
στην Ιερουσαλήμ του 1750

Ιερουσαλήμ, Ο ναός του Πανάγιου Τάφου, 1850, David Roberts.



IMAGE DESCRIPTIONΈνας σουηδός επιστήμονας, ο Frederic Hasselquist, μαθητής του περίφημου βοτανολόγου Linnaeus, γιατρός και βοτανολόγος ο ίδιος, ταξιδεύει το 1749 στην Ανατολή για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τη φυσική ιστορία, την ιατρική και το εμπόριο. Ο σκανδιναβός περιηγητής ασχολήθηκε κυρίως με την Παλαιστίνη, που αποτελούσε τον τελικό του προορισμό. Δεν ολοκλήρωσε όμως τις περιηγήσεις του. Αρρώστησε το 1752 και πέθανε στο Βουτζά της Σμύρνης. Τα χειρόγραφά του επεξεργάσθηκε ο Linnaeus και φρόντισε να εκδοθεί το ημερολόγιο του μαθητή του. (Voyages dans le Levant, dans les années 1749, 50, 51 et 52 : contenant des observations sur l'histoire naturelle, la médecine, l'agriculture et le commerce, et particulièrement sur l'histoire naturelle de la Terre Sainte, par Frederic Hasselquist, docteur en Médecine, membre des Sociétés Royales d' Upsal et de Stockholm. Publiés par ordre du Roi de Suède, par Charles Linnaeus, Παρίσι, 1796).

Λίγο πριν από τη Μεγάλη Βδομάδα του 1750 ο Hasselquist έφθασε στην Ιερουσαλήμ και παραβρέθηκε στους χριστιανικούς εορτασμούς. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης παρακολούθησε την Τελετή του Νιπτήρος στο ναό της Αγίας Φωτεινής. Βγήκαν δώδεκα ιερείς με τα άμφιά τους και ανέβηκαν σε μια τετράγωνη εξέδρα, ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Κάθισαν σ΄ ένα πάγκο χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Ύστερα ανέβηκε στην εξέδρα ο επίσκοπος με τη ροδόχροη μίτρα κατακόσμητη από πολύτιμες πέτρες και κάθισε ανάμεσα στους δώδεκα ιερείς. Στην αναπαράσταση ενσάρκωνε το Χριστό και οι ιερείς τους Αποστόλους. Επειδή δεν δέχεται κανένας κληρικός να παίξει το ρόλο του Ιούδα πληρώνουν δεκαπέντε πιάστρα σ΄ ένα παπά κι εκείνος «διατηρεί το όνομα του Ιούδα σ΄ όλη του τη ζωή». Όταν ο παπάς που διάβαζε το Ευαγγέλιο έφθασε στο χωρίο που αναφέρει ότι ο Πέτρος δεν άφηνε τον Ιησού να πλύνει τα πόδια του, εκείνος που υποκρινόταν τον Πέτρο μιμήθηκε την άρνησή του και ο επίσκοπος έπλυνε τα πόδια των έντεκα μόνο Αποστόλων. Ύστερα ο ιεράρχης γύρισε στο δεσποτικό και το πλήθος των πιστών πέρασε μπροστά του και ασπάσθηκε την επισκοπική μίτρα. Η τελετή έγινε κάτω από λαμπρή φωταψία αμέτρητων κεριών και καντηλιών. Ο επίσκοπος κρατούσε τρεις λαμπάδες στο χέρι και κάθε παπάς από μια. «Οι ψαλμωδίες ήταν αξιοθρήνητες».

Ο Hasselquist παρατηρεί ότι ενώ στην πατρίδα του μπορεί κανείς να αποκοιμηθεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, στην Ελλάδα είναι αδύνατο. «Γιατί όλοι στέκονται όρθιοι, σταυροκοπιούνται αδιάκοπα και κάνουν μετάνοιες και γονυκλισίες».


Εντύπωση προκάλεσε στον άγγλο περιηγητή Maihows ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιών στο Αιγαίο: «Σε μερικά νησιά, τα ξωκκλήσια είναι περισσότερα από τα σπίτια. Μπορεί να μην υπάρχει σ΄ ένα νησόπουλο ούτε μια καλύβα. Θα βρεις όμως σίγουρα δυο εκκλησάκια. Είναι κωμικό να βλέπεις ένα χοντρό έλληνα ν΄ ανηφορίζει ιδρωκοπώντας στα κατσάβραχα για να φθάσει σ΄ ένα απ΄ αυτά τα ξωκκλήσια, με το τσακμάκι του, το μπουκάλι με το λάδι και το θυμίαμα. Μόλις φθάσει ανάβει το καντήλι, καίει το λιβάνι και μουρμουρίζει μερικές προσευχές. Ύστερα ασπάζεται πολλές φορές μια κακοζωγραφισμένη εικόνα της Παναγίας». (Voyage en France, en Italie et aux isles de l'Archipel au lettres écrites de plusieurs endroits de l'Europe et du Levant en 1750, avec des observations de l' auteur sur les diverses productions de la nature et de l'art, Παρίσι, 1763, σελ. 188-190).
(Διαβάστε: Μια εκκλησία ανά οικογένεια! Ένα φωτογραφικό οδοιπορικό στην ευσεβέστατη Κύθνο).


Παρακολούθησε και τη θεία κοινωνία. Για άρτο χρησιμοποίησαν παξιμάδια. Τα θρυμμάτισε ο επίσκοπος σε κομματάκια και ύστερα άρχισε τη μετάληψη από τους ιερείς που στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα. Έπαιρναν με τη σειρά ένα κομματάκι, το δάγκωναν και ύστερα κοινωνούσαν απο το δισκοπότηρο που τους πρόσφερε ο επίσκοπος. Η θεία κοινωνία στο εκκλησίασμα γινόταν από ένα παπά «από το παράθυρο του ιερού»: δυο κουταλιές μετάληψη σε κάθε χριστιανό από το ασημένιο δισκοπότηρο (σελ. 65-70).

Τη Μεγάλη Παρασκευή έγινε ο Θρήνος του Επιταφίου. «Δεν τόλμησα να παρακολουθήσω τη σκηνή γιατί δεν άντεχα να ακούω τα ουρλιαχτά τους που μου προκαλούσαν τρόμο».

Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ο ναός του Αγίου Τάφου αντηχεί απο τις κραυγές «Χριστός Ανέστη», χαρούμενο ξέσπασμα για το τέλος της νηστείας. Την ίδια στιγμή αρχίζουν όλοι να τρώνε μέσα στην εκκλησία ό,τι έχουν κουβαλήσει μαζί τους (σελ. 72). Ύστερα βγαίνουν κατά μάζες αλλά μέσα σε τέτοια ακαταστασία, σύγχυση και κοσμοχαλασιά που, όπως βεβαιώθηκα, πολλοί πλήρωσαν ακριβά την Ανάσταση.

Φαίνεται πως ο σουηδός περιηγητής δεν παρακολούθησε την Ανάσταση στο ναό του Αγίου Τάφου, αλλιώς δεν θα παρέλειπε να περιγράψει την Τελετή του Αγίου Φωτός που συνεχιζόταν και κατά τον 18ο αιώνα, φαντασμαγορική πάντοτε, θεαματική και θορυβώδης, με τον ίδιο ιλαροτραγικό φανατισμό που τόσο σκανδάλιζε τους ευρωπαίους ταξιδιώτες των προηγουμένων αιώνων.

Πρώτη αναφορά στην τελετή του θεάματος της καθόδου του Αγίου Φωτός τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου βρίσκουμε κατά τον 18ο αιώνα στο υπόμνημα του ιησουίτη μισσιονάριου du Bernart από το Κάιρο πρός τον επίσκοπο της Τουλούζης, το 1711. Ο γάλλος ιεραπόστολος εκθέτει το ιστορικό της τελετής, που αποτελούσε εφεύρεση των λατίνων και αξιοποιήθηκε επιδέξια από τον ορθόδοξο κλήρο. (Σ.σ. διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Διαχρονικές μηχανουργίες αφής Αγίου Φωτός, Η μηχανουργία του Αγίου Φωτός και Οι φωτοποιοί, τα εξ ουρανού ψευδοκατέβατα φώτα και ο αγελαίος λαός).

Γράφει ο du Bernart : Ιδού το ιστορικό αυτού του δήθεν Αγίου Φωτός. Ο Foulcher de Chartres, εξομολογητής του Baudouin A΄, δεύτερου βασιλιά της Ιερουσαλήμ, διηγήθηκε ένα θαύμα που έγινε μπροστά σ΄ ολόκληρο το λαό της Ιερουσαλήμ και που ο ίδιος είδε με τα μάτια του. Έλεγε πως το Μεγάλο Σάββατο, παραμονή του Πάσχα, ο Θεός, θέλοντας να τιμήσει τον τάφο του Ιησού και να αναθερμάνει την πίστη των χριστιανών έστειλε από τον ουρανό μια φλόγα που κατέβηκε στον Άγιο Τάφο και άναψε όλα τα καντήλια, που σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά έθιμα, ήταν σβηστά από τη Μεγάλη Παρασκευή. Αυτή η φλόγα, πετώντας από τη μια άκρη στην άλλη, άναψε όλα τα καντήλια του ναού. Έλεγε επίσης ότι κάποτε ο Θεός, θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη των χριστιανών και να τιμωρήσει ίσως τον κλονισμό της ευσέβειάς τους, καθυστέρησε μερικές ώρες την πραγματοποίηση του θαύματος. Τελικά η κάθοδος του Αγίου Φωτός έγινε την ημέρα του Πάσχα ύστερα από επίσημη λιτανεία όλων των χριστιανών με επικεφαλής τον ίδιο το βασιλιά. Όλοι βάδιζαν ανυπόδητοι με θρήνους και δάκρυα. Κραυγές αγωνίας εκλιπαρούσαν τον Ύψιστο να κάνει το θαύμα του.

Το θαύμα συνεχιζόταν και επί βασιλείας του Baudouin B΄, όπως βεβαιώνουν οι Baronius και Sponde. Ο πάπας Ουρβανός Β΄, δημηγορώντας στο κονσίλιο της Κλερμόν το 1095, αυτό ακριβώς το θαύμα επικαλέσθηκε στην προσπάθειά του να πείσει τους χριστιανούς πρίγκιπες της Ευρώπης να ενώσουν τους στρατούς τους και να εκστρατεύσουν για την απελευθέρωση της γης που με τέτοιο θαύμα τιμούσε ο Θεός.

Αλλά κατά τα φαινόμενα το θαύμα σταμάτησε λίγο ύστερα από τους πρώτους βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ. Ο ζήλος των πριγκίπων της χριστιανοσύνης είχε υποχωρήσει και η ευλάβεια των καθολικών είχε εκφυλισθεί. Και ενώ οι καθολικοί παραδέχονται πως το θαύμα δεν γίνεται πια, οι σχισματικοί (εννοεί τους έλληνες ορθοδόξους) βρήκαν ευκαιρία να το διαιωνίσουν. Παπάδες και πατριάρχες εκμεταλλεύονται την ευπιστία του ποιμνίου που προσμένει την άγια ουράνια φλόγα τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Εφτά ως οχτώ χιλιάδες πιστοί, ερεθισμένοι από την περιέργεια, συρρέουν στην Ιερουσαλήμ για να παρακολουθήσουν το θέαμα. Αυτό το πλήθος αποτελεί σημαντική πηγή πόρων για τους σχισματικούς έλληνες, που εξασφαλίζουν έτσι την επιβίωσή τους και την κανονική καταβολή των φόρων στους τούρκους.

Πολλοί από τους ιεραποστόλους μας, παρακολούθησαν την τελετή. Ο ναός του Αγίου Τάφου ανοίγει τη Μεγάλη Παρασκευή. Οι πρώτοι που θα φθάσουν στην πύλη μπαίνουν στο ναό και ξενυχτούν εκεί ξαπλωμένοι σε ψάθες. Το πρωί του Σαββάτου αρχίζει ο μεγάλος συνωστισμός. Μέγα πλήθος νεαρών ελλήνων, κυρίως εργατών και αγροτών, μόλις βρεθούν μέσα στο ναό αρχίζουν να τρέχουν, να ξεφωνίζουν, να τραγουδούν και να χορεύουν γύρω από τον Άγιο Τάφο. Καυγάδες ξεσπούν αδιάκοπα. Και ενώ οι πιστοί αλληλογρονθοκοπούνται και αλληλολακτίζονται, οι τούρκοι προσπαθούν να αποκαταστήσουν την τάξη χτυπώντας με τα ραβδιά τους δεξιά και αριστερά ώσπου ν΄ αρχίσει η τελετή. Πομπή σχηματίζεται από κληρικούς που βαδίζουν σε δυάδες. Κρατούν λάβαρα κρεμεζιά και πελώριες λαμπάδες. Τα πολύχρωμα άμφια δίνουν στο θέαμα χάρη και μεγαλοπρέπεια. Η πομπή πραγματοποιεί τρεις φορές το γύρο του Αγίου Τάφου ενώ οι ψαλτάδες επαναλαμβάνουν συνέχεια «Ελέησον! Ελέησον!».

Μόλις συμπληρωθεί ο τρίτος γύρος, ο πατριάρχης των ελλήνων και ο αρχιεπίσκοπος των αρμενίων μπαίνουν μόνοι στο κουβούκλιο του Αγίου Τάφου. Πίσω τους κλείνει η πόρτα. Παπάδες και διάκοι, συγκεντρωμένοι μπροστά στην πόρτα, παρακινούν τους πιστούς να ξεφωνίζουν όλο και πιο δυνατά. Ο πατριάρχης και ο αρχιεπίσκοπος επωφελούνται από τα πανδαιμόνιο, πυροβολούν με μια πιστόλα και χωρίς να ακουσθούν έξω ανάβουν τα καντήλια του τάφου. Ύστερα βγαίνουν κρατώντας δυο αρμαθιές αναμμένα κεράκια. Ο πατριάρχης ανεβαίνει πάνω σε μια εξέδρα πλάι στην πόρτα του κουβουκλίου κι ενώ οι διάκοι του υποβαστάζουν τα χέρια, το πλήθος σπεύδει να ανάψει τη λαμπάδα του με το θαυμαστό Θείο Φως.

Σ΄ αυτό το θαύμα ωστόσο προσθέτουν και ένα δεύτερο παρόμοιο. Λένε πως το Άγιο Φως φωτίζει αλλά δεν καίει. Φροντίζουν πάντως να μη το ζυγώνουν στα γένεια τους. Συχνά όμως, μ΄ όλες τις προφυλάξεις, παίρνουν φωτιά. (Nouveaux mémoires des missions de la Compagnie de Jésus dans le Levant, Παρίσι, 1717, τ. Β΄, σελ. 162-172).


Οι Άγιοι Τόποι, μεταξύ 1842 έως 1849, David Roberts.

IMAGE DESCRIPTION«Την ημέρα του Πάσχα», συνεχίζει ο Hasselquist, «οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ ήταν πλημμυρισμένοι από έλληνες που έκαναν χίλιες τρέλες και συναγωνίζονταν ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο στο φαΐ και στο πιοτό. Πέρασαν το φράγκικο δρόμο χορεύοντας με συνοδεία μουσικών οργάνων. Ένα απ΄ αυτά ήταν βοϊδίσια μεμβράνη απλωμένη πάνω σ΄ ένα τσέρκι. Ο μουζικάντης το χτυπούσε με τα δάχτυλα». (Σημ. Πρόκειται για το ντέφι ή ντέλφε, τον τούρκικο νταϊρέ).

Είδε έναν έλληνα να ισορροπεί στην κορφή του κεφαλιού του ένα μπουκάλι γεμάτο νερό με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. «Αυτό δεν τον εμπόδιζε διόλου να χορεύει στο δρόμο και να χοροπηδά». Το ανθοδοχείο στεκόταν σταθερά στη θέση του. Τα τραγούδια διακόπτονταν κάθε τοσο από χαρούμενες κραυγές «Χριστός Ανέστη!».

Μέσα σ΄ αυτή την ατμόσφαιρα της ασυγκράτητης ευθυμίας δεν γίνονται ούτε φόνοι ούτε άλλα έκτροπα, σημειώνει ο σουηδός περιηγητής: «Ο επίσκοπος φροντίζει από την παραμονή της Λαμπρής να απειλήσει με αφορισμό εκείνους που θα τολμήσουν να κρατούν απάνω τους μαχαίρι ή πιστόλα» (σελ. 76-78).



Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου: «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα»,
τόμ. Β΄, κεφ. «Ανάσταση στα Ιεροσόλυμα (1750)», έκδ. «Πιρόγα», Αθήνα, 2007.
Ο τίτλος, οι φωτογραφίες και οι υπότιτλοι προστέθηκαν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».



O Κυριάκος Σιμόπουλος (1921-2001) ήταν δημοσιογράφος και ιστοριοδίφης. Έχει εκδόσει τα βιβλία:
Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα,
Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21,
Η γλώσσα και το εικοσιένα,
Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη,
Βασανιστήρια και εξουσία,
Ο μύθος των μεγάλων της ιστορίας,
Διανοούμενοι και καλλιτέχνες ευτελείς δούλοι της εξουσίας,
Μυθοπλαστία όλες οι θρησκείες της οικουμένης κ.ά..