ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Η υιοθέτησή του
ως μαζική
προλεταριακή μόδα


Ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του 1870, το νωρίτερο, και στα μέσα ή το τέλος της δεκαετίας του 1880 το ποδόσφαιρο απέκτησε όλα τα θεσμικά και τελετουργικά χαρακτηριστικά με τα οποία είμαστε ακόμη και σήμερα εξοικειωμένοι: επαγγελματισμό, Λίγκα, Κύπελλο, με το ετήσιο προσκύνημα των οπαδών για επιδείξεις του προλεταριακού θριάμβου στην πρωτεύουσα, η τακτική παρακολούθηση του κυριακάτικου αγώνα, οι «οπαδοί» και η κουλτούρα τους, ο τελετουργικός ανταγωνισμός, συνήθως ανάμεσα σε περιοχές μιας βιομηχανικής πόλης ή αστικού κέντρου (Μάντσεστερ Σίτι και Γιουνάιτεντ, Νοτς Κάουντι και Φόρεστ, Λίβερπουλ και Έβερτον).




Επιπλέον, αντίθετα με άλλα σπορ με περιφερειακή ή τοπική προλεταριακή βάση ─όπως η ένωση ράγκμπι στη Νότια Ουαλία, το κρίκετ σε ορισμένα μέρη της Βόρειας Αγγλίας─, το ποδόσφαιρο λειτουργούσε τόσο σε τοπική όσο και σε εθνική κλίμακα, έτσι ώστε το θέμα των αγώνων της ημέρας παρείχε κοινό έδαφος για συζήτηση ανάμεσα σε οποιουσδήποτε άνδρες εργάτες στην Αγγλία ή τη Σκοτία, ενώ λίγοι επιφανείς παίκτες που πετύχαιναν γκολ αποτελούσαν κοινό σημείο αναφοράς για όλους.

Η φύση της ποδοσφαιρικής κουλτούρας στην περίοδο αυτή ─προτού το ποδόσφαιρο διεισδύσει στους αστικούς και βιομηχανικούς πολιτισμούς άλλων χωρών─ δεν έχει κατανοηθεί ακόμη επαρκώς. Στο εξωτερικό συχνά διαδιδόταν από εκπατρισμένους βρετανούς και τις ομάδες των τοπικών εργοστασίων που διευθύνονταν από βρετανούς αλλά, αν και σε κάποιο βαθμό είχε σαφώς πολιτογραφηθεί μέχρι το 1914 σε ορισμένες πρωτεύουσες και βιομηχανικές πόλεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, δεν είχε γίνει ακόμη μαζικό σπορ.





Η κοινωνικοοικονομική του δομή είναι λιγότερο θολή. Αρχικά αναπτύχτηκε ως ερασιτεχνικό σπορ που βοηθούσε στη δημιουργία χαρακτήρων από τις μεσαίες τάξεις των δημόσιων σχολείων, αλλά γρήγορα (μέχρι το 1885) προλεταριοποιήθηκε και επομένως έγινε επαγγελματικό. Το συμβολικό σημείο καμπής ─που αναγνωρίζεται ως ταξική σύγκρουση─ υπήρξε η ήττα της Όλντ Ετόνιανς από την Μπόλτον Ολίμπικ στον τελικό του κυπέλλου του 1883.

Με την επαγγελματικοποίηση, οι περισσότεροι από τους φιλάνθρωπους και ηθικολόγους από την εθνική ελίτ αποσύρθηκαν, αφήνοντας το μάνατζμεντ των λεσχών στα χέρια των τοπικών επιχειρηματιών και άλλων διακεκριμένων ατόμων, που διατήρησαν μια περίεργη καρικατούρα ταξικών σχέσεων του βιομηχανικού καπιταλισμού ως εργοδότες ενός συντριπτικά προλεταριακού εργατικού δυναμικού, που προσελκυόταν, λόγω υψηλότερων ημερομισθίων, από την ευκαιρία απρόσμενων κερδών πριν από τη σύνταξη (αγώνες ευεργεσίας), αλλά πάνω απ΄ όλα λόγω της ευκαιρίας να γίνει κανείς διάσημος.

Η διάρθρωση του βρετανικού ποδοσφαιρικού επαγγελματισμού ήταν εντελώς διαφορετική από τον επαγγελματισμό σε σπορ με συμμετοχή αριστοκρατών ή μεσοαστών (κρίκετ) ή τον έλεγχο (κούρσες), ή από τη διάρθρωση των δημοτικών δραστηριοτήτων διασκέδασης, εκείνη άλλων μέσων απόδρασης από τη μοίρα της εργατικής τάξης, που επίσης παρείχε το μοντέλο για κάποια σπορ των φτωχών (μποξ).

Είναι πολύ πιθανό, οι παίκτες του ποδοσφαίρου να έτειναν να στρατολογούνται από εξειδικευμένους παρά από ανειδίκευτους εργάτες, πιθανώς άθλημα, αντίθετα από το μποξ, που στρατολογούσε σε περιβάλλοντα στα οποία η ικανότητα να τα βγάζει κανείς πέρα μόνος του ήταν είτε χρήσιμη για την επιβίωση, όπως στους μαχαλάδες σε μια μεγαλούπολη, είτε ήταν στοιχείο επαγγελματικής κουλτούρας ανδροπρέπειας, όπως στα ορυχεία.

Ενώ ο αστικός και εργατικός χαρακτήρας του ποδοσφαιρικού πλήθους είναι ολοφάνερος, η ακριβής σύνθεσή του κατά ηλικία ή κατά κοινωνική προέλευση δεν είναι σαφής. Ούτε και η εξέλιξη της «κουλτούρας» των «οπαδών» και οι πρακτικές της, ούτε η έκταση στην οποία ο τυπικός ποδοσφαιρικός ένθερμος οπαδός (αντίθετα από τον τυπικό οπαδό της κούρσας) ήταν ή υπήρξε ενεργός ερασιτέχνης παίκτης.




Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι ενώ δεν ήταν κάτι το ασύμβατο, το οργανωμένο κίνημα επέδειξε συλλογική έλλειψη ενθουσιασμού γι΄ αυτό, όπως και για πολλές άλλες μη πολιτικές όψεις της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Πράγματι, αντίθετα με την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, το βρετανικό εργατικό κίνημα δεν ανέπτυξε τις δικές του αθλητικές οργανώσεις, με την πιθανή εξαίρεση των ποδηλατικών λεσχών στη δεκαετία του 1890, οι δεσμοί των οποίων με την προοδευτική σκέψη ήταν αξιοπρόσεχτοι. Στο νου μάς έρχονται οι Ποδηλατικές Λέσχες Clarion, αλλά επίσης και το ίδρυμα της Ποδηλατικής Λέσχης Oadby από έναν ριζοσπάστη εκμεταλλευτή, εργατικό ακτιβιστή και ενοριακό σύμβουλο. Η φύση του αθλήματος αυτού ─στη Βρετανία συνήθως αφορούσε νεαρούς ερασιτέχνες─ ήταν εντελώς διαφορετική από το μαζικό προλεταριακό σπορ.



Αν γνωρίζουμε λίγα για το μαζικό αθλητισμό στη Βρετανία, γνωρίζουμε ακόμη λιγότερα για την ηπειρωτική Ευρώπη. Φαίνεται ότι το σπορ, εισαγόμενο από τη Βρετανία, παρέμεινε δικαίωμα της μεσαίας τάξης πολύ περισσότερό χρόνο από ό,τι στη χώρα προέλευσης, αλλά η έλξη που ασκούσε το ποδόσφαιρο στην εργατική τάξη, η αντικατάσταση της μεσαίας τάξης (του ερασιτεχνικού) από το λαϊκό (επαγγελματικό) ποδόσφαιρο και η αύξηση της μαζικής συμμετοχής στις λέσχες των πόλεων, εξελίχτηκαν με παρόμοιους τρόπους. Από τη λέσχη Schalke 04 του Ρουρ, 35 από τα 44 μέλη που εντοπίστηκαν το 1904-1913 ήταν ανθρακωρύχοι, εργάτες ή τεχνίτες, ενώ 73 από τους 88 το 1914-1924 και 91 από τους 122 το 1924-1934.


Η σπουδαιότερη εξαίρεση, εκτός από τους αγώνες που προσομοίαζαν με θέαμα παρά με υπαίθρια δραστηριότητα όπως η πάλη (υποπτεύομαι και το γερμανικό γυμναστικό κίνημα, αλλά με ισχυρή λαϊκή υποστήριξη), ήταν η ποδηλασία. Στην ηπειρωτική Ευρώπη αυτό ήταν πιθανώς το μοναδικό σύγχρονο μαζικό σπορ ─ όπως μαρτυρά η κατασκευή των «ποδηλατοδρομίων» στις μεγάλες πόλεις, τέσσερα μόνο στο Βερολίνο προ του 1913, και ο θεσμός του Γύρου της Γαλλίας το 1903. Φαίνεται ότι στη Γερμανία, τουλάχιστον οι ηγετικοί επαγγελματίες ποδηλάτες ήταν εργάτες. Επαγγελματίες πρωταθλητές υπήρχαν στη Γαλλία από το 1881, στην Ελβετία και την Ιταλία από το 1892, στο Βέλγιο από το 1894.





Αναμφίβολα, το ισχυρό εμπορικό ενδιαφέρον για το άθλημα αυτό από κατασκευαστές και άλλα διαφημιστικά συμφέροντα επιτάχυνε τη δημοτικότητά του.



IMAGE DESCRIPTIONΣημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το κεφάλαιο
«Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914» του βιβλίου
«Η επινόηση της παράδοσης», έκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 2004.
Η εικονογράφηση έγινε με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».




Ο Eric Hobsbawm (1917-2012) ήταν βρετανός μαρξιστής ιστορικός, διανοούμενος και συγγραφέας.