Έξω από το στρατώνα,
μπροστά στην πύλη,
εκεί θα στέκομαι πάντα
και θα σε περιμένω κάθε βράδυ.
Θα φτιάξουμε ένα κόσμο μόνο για δύο
και θα σε περιμένω κάθε βράδυ,
μόνο εσένα, Λιλή Μαρλέν.

Η Λιλή Μαρλέν για όλο τον κόσμο είναι αυτή η γυναίκα.
Όμως, η Λιλή Μαρλέν, πέρα από αυτό το πρόσωπο και αυτή τη φωνή, που αναγνωρίζεται παγκοσμίως, ήταν αρχικά ένα δημοφιλές τραγούδι, το οποίο έχει παραμείνει συνδεδεμένο με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα τραγούδι γεμάτο ποικίλους συμβολισμούς.
Στην αρχή του πολέμου χρησιμοποιήθηκε από τον γερμανικό στρατό ως ανεπίσημος ύμνος. Ωστόσο, τελείως απρόσμενα, μεσούντος του πολέμου, το τραγούδι πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο κι έγινε παγκόσμια επιτυχία και σύμβολο της νίκης για τις συμμαχικές δυνάμεις. Aπίστευτος θρίαμβος για ένα απλό τραγούδι.
Όταν ξύπνησε άσχημες μνήμες

Εκείνη τη σημαντική στιγμή, η Πατρίσια Κάας θα τραγουδούσε το «Λιλή Μαρλέν» με την αποδοχή όλων.
Όμως την παραμονή, η Πολωνία άσκησε βέτο, επειδή θυμόταν πώς είχαν χρησιμοποιήσει τα Τάγματα Θανάτου αυτό το τραγούδι.
Έτσι, η Πατρίσια Κάας τραγούδησε τον «Ύμνο στην αγάπη».
Ακόμα και σήμερα, αντιλαμβανόμαστε τις επιφυλάξεις ορισμένων λαών ή των κυβερνήσεών τους απέναντι σε αυτό το τραγούδι, λαών που γνώρισαν το ναζιστικό ζυγό, γιατί ήταν το αγαπημένο τραγούδι του γερμανικού στρατού.
Οι στίχοι γράφτηκαν
κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Η ιστορία του τραγουδιού αρχίζει το 1915 στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας νεαρός στρατιώτης από το Αμβούργο, ο Χάνς Λάιπ, συγκατοικεί με τρεις φίλους του κοντά στο στρατώνα που φυλάει σκοπιά.
Ο νεαρός Χανς είναι φύση καλλιτεχνική. Γράφει ποιήματα, ζωγραφίζει, παίζει μουσική. Επειδή το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο, διάγει με τους φίλους του μια μποέμικη έως και έκλυτη ζωή. Θέλει να γευτεί όλες τις ηδονές του Βερολίνου, προτού αναχωρήσει για το ρωσικό μέτωπο.
Ερωτεύεται μια κοπέλα που τη λένε Μαρλέν. Είναι νοσοκόμα, κόρη ενός βερολινέζου γιατρού. Παράλληλα, έχει μια εφήμερη σχέση με τη φίλη ενός συγκάτοικού του, που τη λένε Μπέτι, αλλά τη φωνάζουν Λιλή. Είναι ανιψιά της σπιτονοικοκυράς και ταΐζει τις κότες στην αυλή. Είναι μελαχρινή και λίγο στρουμπούλη, ενώ η Μαρλέν, η «φιλενάδα» του Λάιπ, είναι ξανθιά και πολύ λεπτή.
Ανταλλάσσει ένα φιλί με την Μπέτι, ή αλλιώς Λιλή, χωρίς καμία δέσμευση, όμως.
Λίγο αργότερα, θα συναντηθεί με την Μαρλέν κατ΄ ιδίαν για πρώτη φορά. Την ώρα όμως που θα βρεθούν μαζί, η σπιτονοικοκυρά του θα τους διακόψει.
Έπειτα, ο Λάιπ θα μείνει τιμωρία στο στρατώνα, γιατί είναι τρομερά απείθαρχος. Τελευταία φορά θα δει τη Μαρλέν κάτω από το φανοστάτη, μπροστά στο στρατώνα, ενώ εκείνος φυλάει σκοπιά στην πύλη.
Όταν εκείνη έρχεται μια μέρα για να τον δει, βλέποντας τη σιλουέτα της να διαγράφεται κάτω από το αδιάβροχο, ξέρει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να την αγγίξει από κοντά.
Του έχουν απομείνει δεκαπέντε μέρες μέχρι να φύγει για το μέτωπο. Το ηθικό του είναι τελείως πεσμένο. Είναι κλεισμένος μέσα στο στρατώνα, καταδικασμένος να φυλάει σκοπιά. Οι μαύρες σκέψεις που κάνει, τον οδηγούν σε μία φαντασίωση και με τις δύο γυναίκες, τη Λιλή και τη Μαρλέν.
Έτσι, ο Χανς Λάιπ αποτυπώνει στο χαρτί τα συναισθήματα ενός νεαρού στρατιώτη, που ετοιμάζεται να φύγει στο ρωσικό μέτωπο
με την καρδιά ραγισμένη και την αγωνία στην ψυχή.

απέναντι από την κεντρική πύλη,
υπάρχει ένας φανοστάτης
κι αν ακόμη βρίσκεται εκεί,
θα θέλαμε εκεί να ξανα-ιδωθούμε,
δίπλα από το φανοστάτη να σταθούμε,
όπως παλιά, Λιλή Μαρλέν.
Οι δύο σκιές μας ενωμένες
έδειχναν σα να ΄ναι μία,
γιατί είχαμε τόση αγάπη
κι ήταν ξεκάθαρο στον καθένα.
Κι όλος ο κόσμος θα έπρεπε να δει,
καθώς στεκόμαστε δίπλα στο φανοστάτη,
όπως παλιά, Λιλή Μαρλέν.
Αυτό το ποίημα μιλάει πολύ απλά για αυτό τον άπιαστο έρωτα, χωρίς μέλλον.
Πράγματι, φεύγοντας για το μέτωπο, ο Χανς δεν θα ξαναδεί ποτέ τη Μαρλέν. Ούτε τη Λιλή.
Από προκατάληψη, το 1915 ο Χανς έγραψε μόνο τις τρεις πρώτες στροφές. Το τέλος του ποιήματος, επειδή θα μιλάει για το θάνατο του γερμανού στρατιώτη, θα το γράψει πολύ αργότερα, μετά τη λήξη του πολέμου.
Φεύγει λοιπόν για το ανατολικό μέτωπο, που οι πιθανότητες επιβίωσης είναι μηδαμινές. Το 1915, 400.000 γερμανοί στρατιώτες
έχασαν τη ζωή τους στη Ρωσία.
Κάθε γερμανός στρατιώτης που έφευγε τότε για το ρωσικό μέτωπο, ήξερε ότι πήγαινε κυριολεκτικά στη σφαγή με μία απογοήτευση και θλίψη γι΄ αυτό που τον περίμενε. Ο Χανς Λάιπ βρέθηκε κι ο ίδιος σε αυτή την κατάσταση απόγνωσης διατηρώντας ταυτόχρονα ένα είδος κριτικής απόστασης απέναντι στα πολεμικά γεγονότα.

Το Δεκέμβριο του 1915, αποστρατεύεται κι εγκαθίσταται στο Αμβούργο. Αρχίζει και πάλι μια μποέμικη ζωή, για να διώξει τον εφιάλτη του πολέμου. Γράφει, ζωγραφίζει, συχνάζει σε νυχτερινά καμπαρέ και κάνει παρέα με καλλιτέχνες.
Στη συνέχεια γράφει τραγούδια και βιβλία, που ανήκουν σε αυτό που λέμε ψυχαγωγική λογοτεχνία ή τέχνη της ψυχαγωγίας. Πρόκειται για μια απλοϊκή λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα, περιπετειώδη μυθιστορήματα ή απλοϊκά τραγούδια που μπορούν να γίνουν μελωδίες.
Απολαμβάνει όλο αυτό το κλίμα ευφορίας που επικρατεί στη Γερμανία του μεσοπολέμου.
Ωστόσο, τη δεκαετία του ΄30, η χώρα πλήττεται από έντονη οικονομική κρίση και η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 σηματοδοτεί το τέλος εκείνης της χαρούμενης εποχής.
Δεν εμφανίζεται καμία απολύτως αντίδραση του Χανς Λάιπ στην άνοδο του Χίτλερ. Τα έργα του είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής κι αυτό το εκμεταλλεύεται.
Το 1937, δημοσιεύει το βιβλίο «Το μικρό ακορντεόν του λιμανιού» μια συλλογή με τα νεανικά ποιήματά του, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και το τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά, που δεν έχει όμως τον τίτλο «Λιλή Μαρλέν», αλλά «Τραγούδι του νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά». Το ποίημα αμέσως τραβά το ενδιαφέρον δύο συνθετών, οι οποίοι, όπως προκύπτει, είναι φίλοι της τραγουδίστριας Λάλε Άντερσεν.
Λάλε Άντερσεν

Σε ηλικία 19 χρόνων παντρεύεται ένα ζωγράφο δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, με τον οποίο αποκτά τρία παιδιά.
Ωστόσο, η Λάλε έχει άλλα όνειρα. Μια μέρα, τα παρατάει όλα και φεύγει. Εγκαταλείπει το σύζυγό της κι αφήνει τη φροντίδα των παιδιών της (μάλιστα, το μικρότερο ήταν μόλις έξι μηνών) στα αδέλφια της. Είναι μια πολύ σκληρή κίνηση, την οποία είναι δύσκολο να εξηγήσουμε.
Η Λάλε θέλει να γνωρίσει τα φώτα της ράμπας. Το 1929 πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής και φωνητικής. Αντί να βλέπει άλλους ηθοποιούς στο θέατρο του Μπρεμερχάφεν, θέλει να ανέβει η ίδια πάνω στη σκηνή. Όμως, η καριέρα της αργεί να απογειωθεί. Επί δύο χρόνια για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές. Ποζάρει ως μοντέλο σε ζωγράφους και παίζει μικρούς ρόλους σε θεατρικές σκηνές του Βερολίνου.
Τελικά, το 1931, υπογράφει το πρώτο της συμβόλαιο. Το 1931 υπήρχε ακόμα η κυβέρνηση της Βαϊμάρης. Στο Βερολίνο έφταναν καλλιτέχνες απ΄ όλη την Ευρώπη. Ηθοποιοί, πιλότοι αγωνιστικών αυτοκινήτων, αθλητές. Η πόλη ήταν γεμάτη ζωντάνια. Δινόταν ευκαιρία, κυρίως σε γυναίκες, να βρουν δουλειά όχι μόνο ως καλλιτέχνες, αλλά κι ως γραμματείς. Γυναίκες από κάθε επαγγελματικό κλάδο πήγαιναν σε μεγάλες πόλεις.
Η Λάλε Άντερσεν αρχίζει να γίνεται γνωστή. Παίζει σε γνωστά καμπαρέ του Βερολίνου, όπως το διάσημο Καμπαρέ «Ντερ Κομίκερ», το καμπαρέ των κωμικών. Εκείνη την εποχή οι γερμανοί λατρεύουν τις παραστάσεις βαριετέ, όπου επικρατεί μια εντυπωσιακή ελευθερία έκφρασης, εκκεντρικότητα, σεξουαλική απελευθέρωση έως και έντονη κοινωνική διαμαρτυρία.
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία θα σημάνει το τέλος αυτής της χρυσής εποχής. Ο Γκέμπελς, ο διαβόητος υπουργός προπαγάνδας, αν και τυπικά διατηρεί τη λειτουργία τους, διώκει τους πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες αναγκάζοντάς τους να φύγουν από τη χώρα.
Η Λάλε Άντερσεν δεν είναι μια πολιτικοποιημένη καλλιτέχνιδα. Αδιάφορη, θα λέγαμε, για την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί. Είναι κυρίως προσανατολισμένη προς εκείνη την κατεύθυνση, που οδηγεί σε μια βιομηχανία ψυχαγωγίας, η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Γ΄ Ράιχ, χωρίς καμία κοινωνική ή πολιτική δέσμευση. Άλλωστε, έπρεπε να εργαστεί, προκειμένου να επιβιώσει.
Προσαρμόζει το ρεπερτόριό της στις συνθήκες που επικρατούν. Δημιουργεί ένα δικό της τύπο με μια ψυχρή ομορφιά του βορρά ερμηνεύοντας αθώα ναυτικά τραγούδια.
Μελοποίηση του ποιήματος
πριν ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Το 1938, η μοίρα της Λάλε Άντερσεν θα αλλάξει ριζικά, όταν της προτείνουν να τραγουδήσει το μελοποιημένο ποίημα του Χανς Λάιπ.
Ο πρώτος συνθέτης ονομάζεται Ρούντολφ Τσινκ. Θα συνθέσει μια μελωδία πολύ λυρική, τελείως άγνωστη. Αυτή την πρώτη μελωδία τη δίνει στη Λάλε.
Ο επόμενος συνθέτης δεν είναι μόνο ο πιανίστας της. Είναι κι εραστής της. Τον λένε Νόρμπερτ Σούλτζε. Πρόκειται για ένα συνθέτη, ελάχιστα γνωστό μέχρι τότε. Όπως και ο Τσινκ, έπαιζε πιάνο σε κάποιο καμπαρέ.
Ο Νόρμπερτ Σούλτζε ήταν τολμηρός. Τη μελωδία που προτείνει στην Λάλε Άντερσεν το 1937, την είχε δώσει ήδη δυο χρόνια πριν ως μουσική επένδυση σε μια ραδιοφωνική διαφήμιση για οδοντόπαστα.
Ο Σούλτζε θα μελοποιήσει τους στίχους από το «Τραγούδι του νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά» δημιουργώντας ένα τραγούδι που μοιάζει πιο πολύ με εμβατήριο, με ένα σάλπισμα και τυμπανοκρουσία, με τα οποία ξεκινά το τραγούδι. Ταιριάζει πιο πολύ στο πνεύμα της εποχής. Είναι η πρώτη «Λιλή Μαρλέν».
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού «Λιλή Μαρλέν», στα γερμανικά από τη Λάλε Άντερσεν.
Παρότι η Λάλε Άντερσεν προτιμά τη μελωδία του Τσινκ, στις εμφανίσεις της στα καμπαρέ τραγουδά εναλλάξ και τις δύο διασκευές.
Το τραγούδι τότε, δεν γνωρίζει επιτυχία. Ωστόσο, η Άντερσεν και ο Σούλτζε θα το ηχογραφήσουν σε δίσκο. Εκείνη την εποχή, δύσκολα ηχογραφούνται δίσκοι. Έπρεπε να είχε κανείς μεγάλη φήμη για να το καταφέρει. Ωστόσο, πίεσαν πολύ και οι δύο τη δισκογραφική εταιρεία για την παραγωγή του. Ο δίσκος όμως, δεν πούλησε πάνω από οκτακόσια αντίτυπα.
Στη συνέχεια, ο δίσκος ξεχνιέται. Όμως, θα επανεμφανιστεί το καλοκαίρι του 1941.
Μεγάλη επιτυχία δυο χρόνια μετά
Το 1941 οι δυνάμεις του Άξονα προελαύνουν νικηφόρες σε όλα τα μέτωπα. Η Ανατολική και Δυτική Ευρώπη βρίσκονται υπό ναζιστικό ζυγό. Τον Απρίλιο, καταλαμβάνεται το Βελιγράδι.
Στο κέντρο της κατεστραμμένης πόλης, στο μοναδικό κτίριο που έχει μείνει όρθιο, ο γερμανικός στρατός εγκαθιστά τον δικό του ραδιοφωνικό σταθμό, το σταθμό του Βελιγραδίου, που το σήμα του φτάνει σε όλη την Ευρώπη μέχρι τη Βόρειο Αφρική.

Ο σταθμός διέθετε βέβαια, ελάχιστη επιλογή δίσκων που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι αξιωματικοί οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για το πρόγραμμα, επειδή οι περισσότεροι είχαν καταστραφεί από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.
Μια μέρα, ο αξιωματικός διευθυντής του σταθμού πλήττει αφόρητα και δεν έχει τίποτα για να μεταδόσει. Κάτω από το τραπέζι όπου κάθεται, υπάρχει ένα κουτί με παλιούς δίσκους. Διαλέγει στην τύχη ένα-δυο δίσκους, ανάμεσά τους και το δίσκο με το τραγούδι του νεαρού στρατιώτη.
Από τις πρώτες κιόλας μεταδόσεις, οι στρατιώτες λατρεύουν τη «Λιλή Μαρλέν». Έπειτα από δύο χρόνια αφάνειας, το τραγούδι επανέρχεται στο προσκήνιο κι αποκτά ένα φανατικό κοινό από γερμανούς στρατιώτες. Γίνεται τεράστια επιτυχία. Οι στρατιώτες είναι ενθουσιασμένοι.
Το τραγούδι εντάσσεται στο καθημερινό πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού του Βελιγραδίου. Στο τέλος κάθε εκπομπής, πάντα παίζουν αυτό το τραγούδι.
Οι γερμανοί στρατιώτες έμαθαν το «Λιλή Μαρλέν» και το τραγουδούσαν ακόμα και στους κοιτώνες τους. Απώτερος στόχος του σταθμού ήταν να υπάρχει ένα πιστό ακροατήριο και γι΄ αυτό έπαιζαν δημοφιλή τραγούδια. Επειδή η εκπομπή μετέδιδε αφιερώσεις στρατιωτών, όλοι την άκουγαν για να ακούσουν τα μηνύματα. Έτσι άκουγαν και το τραγούδι και μαζί μ΄ αυτό και τις ειδήσεις.
Χάρη στο «Λιλή Μαρλέν», ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βελιγραδίου περνά μηνύματα προπαγάνδας μέχρι και στην Αφρική.
Τον Φεβρουάριο του 1941, ο Χίτλερ στέλνει το εκστρατευτικό σώμα Άφρικα Κορπς του Ρόμελ στη Λιβύη, για να ενισχύσει τις δυνάμεις του ιταλικού στρατού ενάντια στους συμμάχους.
Όμως, στο Τομπρούκ θα συμβεί κάτι απρόσμενο. Το «Λιλή Μαρλέν» θα αγγίξει και τους στρατιώτες του εχθρού.
Το τραγούδι λατρεύεται κι από τους βρετανούς
Βρετανοί και γερμανοί πολεμούν αντικριστά. Η 8η βρετανική στρατιά έχει κατασκηνώσει απέναντι από τα στρατεύματα του Ρόμελ.
Οι γερμανοί στρατιώτες κάθε βράδυ ακούν τη ραδιοφωνική εκπομπή, η οποία μεταδίδει το τραγούδι της Λάλε Άντερσεν. Το σήμα είναι δυνατό κι οι βρετανοί ακούνε κι εκείνοι την εκπομπή.
Για πολλούς μήνες, κάθε βράδυ υπάρχει κατάπαυση πυρός. Οι κανονιοβολισμοί σταματούν και για περίπου μισή ώρα όλοι ακούνε το τραγούδι.
Οι στρατιώτες νιώθουν σα μικρά παιδιά, αδύναμα, όταν πέφτουν για ύπνο, ακούγοντας τη φωνή της μητέρας τους που τους νανουρίζει και τους ηρεμεί μέχρι να τους πάρει ο ύπνος.
Γιατί οι βρετανοί λάτρεψαν αυτό το τραγούδι; Μα επειδή τους ξυπνά τα ίδια συναισθήματα, παρόλο που δεν καταλαβαίνουν
καθόλου τα λόγια.

Δεν έχουμε αρκετά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό το τραγούδι οδήγησε σε ένα είδος εκεχειρίας. Υπήρχαν κάποιοι στρατιώτες που αφηγήθηκαν αυτή την ιστορία, επειδή η εκπομπή μεταδιδόταν λίγο πριν από τις 22:00 το βράδυ, οπότε ήταν πολύ λογικό να σταματούσαν όλες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις μόλις έπεφτε το σκοτάδι.
Παγκόσμια επιτυχία
Η Λιλή Μαρλέν έγινε η ηγερία όλων των στρατιωτών, η προσωποποίηση της γυναίκας-φίλης, της εμψυχώτριας. Μέσα σε λίγες εβδομάδες το τραγούδι θα κάνει το γύρο του κόσμου.
Είναι το πρώτο παγκόσμιο σουξέ. Δεν υπήρχε άλλο πριν. Είναι πολύ εντυπωσιακό και οφείλεται στη μαγεία αυτής της μελωδίας και στους απλοϊκούς στίχους, που αγγίζουν τον καθένα.
Αυτό που χαρακτηρίζει το τραγούδι είναι η πλήρης απουσία της πατρίδας. Υπάρχει μόνο το ερωτευμένο ζευγάρι. Είναι ένα τραγούδι που θυμίζει τη μητρική στοργή, αλλά και την αγάπη της γυναίκας, η οποία περιμένει στην πατρίδα και με την οποία θέλει να ζήσει, αλλά τους χωρίζει ο στρατώνας, ένας εχθρικός χώρος, όπου είναι κλεισμένος αναγκαστικά. Στο τέλος του τραγουδιού, υπάρχει ο θάνατος.
Για όλο τον κόσμο η Λιλή Μαρλέν είναι η Λάλε Άντερσεν, η οποία μέσα σε λίγες εβδομάδες γίνεται μεγάλη βεντέτα.
Συνειδητοποίησε πόσο διάσημη είχε γίνει επιστρέφοντας από μια πολυήμερη τουρνέ. Όταν έφτασε σπίτι της, η πόρτα δεν άνοιγε.
Υπήρχε ένα βουνό από γράμματα, που όμως, δεν απευθύνονταν στη Λάλε Άντερσεν, αλλά στη Λιλή Μαρλέν.
Η Λάλε Άντερσεν καταγοητεύτηκε, εντυπωσιάστηκε από αυτή την τόσο αναπάντεχη τεράστια επιτυχία. Ποιος μπορούσε να προβλέψει τέτοια παγκόσμια επιτυχία; Αυτό ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την πεποίθησή της, ότι ήταν σωστό που είχε ακολουθήσει καλλιτεχνική καριέρα.
Λιλή Μαρλέν και Γκέμπελς
Το «Λιλή Μαρλέν» θα φέρει τεράστια δημοτικότητα στη Λάλε Άντερσεν, την οποία περίμενε επί μία δεκαετία.
Η τραγουδίστρια περιοδεύει σε όλη την Ευρώπη δίνοντας παραστάσεις για τα γερμανικά στρατεύματα. Οι περιοδείες αυτές ήταν αντίστοιχες με τις προελάσεις του γερμανικού στρατού στο ρωσικό μέτωπο.
Είναι ένα τραγούδι νίκης. Ως μία αναγγελία της νίκης. Δηλαδή, οι στρατιώτες πρέπει να ανακτήσουν το ηθικό τους, ώστε να επιστρέψουν σπίτι τους όσο πιο γρήγορα γίνεται, αμέσως μετά τη νίκη. Συνεπώς, γίνεται ένα τραγούδι προπαγάνδας. Η Λάλε Άντερσεν εξυπηρετεί αυτή την προπαγάνδα.
Ο Γκέμπελς, αν και δεν συμπαθεί αυτό το τραγούδι, συνειδητοποιεί ότι μπορεί να αποκομίσει πολλά οφέλη από την επιτυχία του. Χορηγεί άδεια στη Λάλε Άντερσεν για ηχογράφηση διασκευής στα αγγλικά αποσκοπώντας στην αποθάρρυνση των συμμαχικών στρατευμάτων. Πιστεύει, πως με αυτό τον τρόπο, το τραγούδι θα κατακεραυνώσει με τη λάμψη του τον εχθρό.
Listen to the bugle, hear its silv'ry call,
Carried by the night air telling one and all,
"Now is the time to meet your girl,
to meet your girl, to meet your girl",
as once I met Marleen...my sweet Lili Marleen.
Underneath the lantern by the barracks gate,
there I met Marleen every night at eight...
That was the time in early Spring
when birds all sing--then Love was king,
of my heart and Marleen's, of my heart and Marleen's.
Waiting for the drum beat signaling retreat,
walking in the shadows where all lovers meet.
Yes, those were days of long ago, I loved her so,
I couldn't know that time would part Marleen,
that time would part Marleen.
Then I heard the bugle calling me away,
by the gate I kissed her, kissed her tears away.
And, by the flick'ring lantern's light
I held her tight, t'was our last night,
my last night with Marleen, my last night with Marleen.
Still I hear the bugle, hear its silv'ry call,
carried by the night air telling one and all,
"Now is the time to meet your girl, to meet your girl,
to meet your girl", as once I met Marleen, my sweet Lili Marleen.
Έχοντας το «Λιλή Μαρλέν» ως σύμβολο της νίκης τους, οι γερμανικές αρχές μεταφράζουν το τραγούδι σε όλες τις γλώσσες των κατακτημένων κρατών.
Στη Γαλλία, από το 1941, ερμηνεύεται μια διασκευή του τραγουδιού από τη Σούζι Σολιντόρ, μια τραγουδίστρια που διατηρούσε σχέσεις με τον κατακτητή.
Ήδη το τραγουδούσαν στη Γαλλία οι γερμανοί στρατιώτες, γιατί τα καμπαρέ που τραγουδούσε η Σούζι Σολιντόρ ήταν κατάμεστα από γερμανούς αξιωματικούς, που παρακολουθούσαν τις παραστάσεις τους.
Κάποτε ο γερμανικός στρατός αρχίζει να χάνει. Έτσι, αναζητούνται νέα μέσα για να τονωθεί το ηθικό των στρατιωτών, που θα πρέπει να είναι πολύ πιο αποτελεσματικά. Το τραγούδι είναι πολύ μελαγχολικό, όπως έλεγε ο Γκέμπελς, είναι νοσταλγικό κι ίσως δεν ωθεί τους στρατιώτες στη μάχη. Ερμηνεύεται από γυναίκα, ενώ θα ταίριαζε πιο πολύ σε άντρα.
Θα πρέπει να έχει ένα σκοπό εμβατηρίου, που θα ταιριάζει καλύτερα σε στρατιωτικό πεδίο. Έτσι, θα γίνει διασκευή στο «Λιλή Μαρλέν» ως στρατιωτικό άσμα.
Το τραγούδι δεν ανήκει πια στη Λάλε Άντερσεν. Ο Γκέμπελς θέλει να το μετατρέψει σε έμβλημα του ναζισμού.
Η Λιλή Μαρλέν των συμμάχων
Οι βρετανοί κι έπειτα οι αμερικανοί, όταν μπήκαν στον πόλεμο, δυσανασχετούσαν που άκουγαν τους γερμανικούς στίχους από τους στρατιώτες των στρατευμάτων τους. Αντιλήφθηκαν την προπαγάνδα που γινόταν κι έτσι έδωσαν τη δική τους διασκευή με αγγλικούς στίχους.
Μάλιστα, στα τέλη του 1943, γύρισαν μια προπαγανδιστική ταινία διάρκειας τριάντα λεπτών, η οποία δανείζεται κάποια σημεία της ναζιστικής προπαγάνδας για να δώσει μια τελείως νέα ιστορία στο «Λιλή Μαρλέν». Το ρόλο της Λιλή Μαρλέν ερμηνεύει η Λούσι Μανχάιμ, γερμανίδα ηθοποιός εβραϊκής καταγωγής, που είχε μεταναστεύσει στη Μεγάλη Βρετανία από το 1934.
Τη νέα αντιναζιστική διασκευή του τραγουδιού την είχε ερμηνεύσει στα γερμανικά, για να αποθαρρύνει τους στρατιώτες του Ράιχ. Οι σύμμαχοι χρησιμοποιούν την προπαγανδιστική τεχνική που είχε χρησιμοποιήσει και ο Γκέμπελς, όταν είχε βάλει την Άντερσεν να το τραγουδήσει στα αγγλικά.
Φύρερ, σε χαιρετώ και σε ευχαριστώ
για την «καλοσύνη» και «σωφροσύνη» σου.
Χήρες και ορφανά σε ατενίζουν με μάτια σκυθρωπά,
εσένα Χίτλερ, τον αιμοσταγή δολοφόνο.
Κρεμάστε τον από τον φανοστάτη!
Το τραγούδι πράγματι, συμβολίζει τις καταστάσεις που επικρατούν στον πόλεμο. Αρχικά, η προέλαση προς τη νίκη του ναζιστικού στρατού, η οποία διαδόθηκε εκτενώς. Έπειτα παίρνουν το τραγούδι βρετανοί και αμερικανοί, για να πουν ότι η νίκη δεν είναι πια των γερμανών, αλλά δική τους. Κατά βάθος, οικειοποιούνται αυτό το τραγούδι στερώντας από τους ναζί τη νίκη που επιζητούσαν. Τους στερούν το σύμβολο της νίκης τους.
Το «Λιλή Μαρλέν», που είχε ξεκινήσει ως ένα ρομαντικό ερωτικό τραγούδι κι εν συνεχεία συνόδευσε τα κτηνώδη εγκλήματα των ναζιστών, μετατρέπεται τελικά σε ένα αληθινό τραγούδι αντίστασης.
Είναι πολύ εντυπωσιακό ότι το τραγούδι ενέπνευσε πάρα πολύ τη γαλλική Αντίσταση ως τραγούδι αντιστασιακό κατά κάποιο τρόπο. Δανείστηκαν τη μελωδία κι έβαλαν δικούς τους στίχους, που ήταν κατεξοχήν αντιναζιστικοί.
Μαρλέν Ντίτριχ

Όταν δημιουργείται αυτό το ρεύμα με ηθοποιούς και τραγουδιστές να δίνουν παραστάσεις για το στρατό, εκείνη συμμετέχει αμέσως. Περιοδεύει σε όλο το μέτωπο δίνοντας παραστάσεις για να εμψυχώσει τους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων εκμεταλλευόμενη την τεράστια δημοτικότητα του τραγουδιού, αλλά και την ομοιότητα με το όνομά της. Το «Λιλή Μαρλέν» ενσωματώνεται στο ρεπερτόριό της.
Με τη φωνή της Μαρλέν Ντίτριχ το τραγούδι γίνεται ο ύμνος της απελευθέρωσης, που θα οδηγήσει στην οριστική νίκη το 1945.
Το έτος 1945 σηματοδοτεί την ταπείνωση του γερμανικού έθνους. Το τραγούδι που είχαν λατρέψει, δεν ανήκει πια σ΄ αυτούς.
Για όλο τον κόσμο, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, Μαρλέν Ντίτριχ και Λιλή Μαρλέν είναι ένα και το αυτό. Είναι η στιγμή που όλοι περιμένουν στο τέλος κάθε συναυλίας της διάσημης σταρ.
Όταν η Ντίτριχ τραγουδούσε το «Λιλή Μαρλέν», όλο το σκηνικό άλλαζε. Όλη η αίθουσα σκοτείνιαζε, τα πάντα χάνονταν μες στο σκοτάδι. Ακουγόταν από το βάθος η τρομπέτα, κάπως λυπητερά κι εκείνη απαριθμούσε τις χώρες όπου είχε πάει στον πόλεμο.
Ήταν πολύ συγκινητικές στιγμές για όλο το κοινό. Η Ντίτριχ γνώριζε ότι το «Λιλή Μαρλέν» της ανήκε. Είχε πλήρη επίγνωση της συμβολικής αξίας αυτού του τραγουδιού, γι΄ αυτό και κάθε φορά που το ερμήνευε ανέτρεχε σ΄ εκείνη την ιστορική στιγμή. Παρότι η ίδια δεν ήταν ρομαντική φύση, απέπνεε ένα ρομαντισμό κι ένα συναίσθημα, γιατί ήξερε ότι αυτό το τραγούδι άγγιζε πολλούς ανθρώπους.
Το «Λιλή Μαρλέν» γνώρισε πολλές διασκευές παγκοσμίως με διάφορα μουσικά στιλ.

Σε όλα τα απολυταρχικά κράτη, αυτό το τραγούδι θα παραμείνει «καταραμένο» για τους ίδιους λόγους, που ο Γκέμπελς το απεχθανόταν. Έτσι, οι περισσότεροι δικτάτορες που κυβέρνησαν το είχαν απαγορεύσει. Αυτό συνέβη, κάποια στιγμή, στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν μετά τον πόλεμο και πριν την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος, όπως και σε άλλες χώρες με το ίδιο καθεστώς, όπως στη Βόρεια Κορέα και στην Κίνα ή την Ανατολική Γερμανία.
Σε χώρες, όπου η έλλειψη δημοκρατίας έλαμπε, δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ένα τραγούδι που ξεπερνούσε τα όρια. Ήταν πάρα πολύ ανατρεπτικό.
Ο απόηχος του τραγουδιού είναι πολύ μεγαλύτερος από την προσωπική ιστορία όσων το ερμήνευσαν. Ωστόσο για τους γερμανούς, η γλυκιά και γεμάτη πάθος φωνή της Λάλε Άντερσεν θα παραμείνει για πάντα συνδεδεμένη με το «Λιλή Μαρλέν».
Η τραγουδίστρια δεν έπαψε μέχρι το θάνατό της το 1972, να λαμβάνει γράμματα από στρατιώτες ή από συγγενείς στρατιωτών, που ήθελαν να της εκφράσουν την αμέριστη αγάπη τους, έστω και μετά από τριάντα χρόνια.
Πολλές φορές, κάθε βράδυ, η φωνή σας φώτιζε όλη τη νύχτα το σπίτι μας. Θα ήθελα απλά να σας ευχαριστήσω για εκείνες τις στιγμές.
Όλοι καθόμασταν γύρω από το ραδιόφωνο. Από τα μάτια μας έσταζαν δάκρυα. Ομολογώ ακόμα και σήμερα, κι αυτό κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει, ότι αν δεν τραγουδούσατε τόσο όμορφα δεν θα ήμουν ζωντανή τώρα.
Το 1943 ζούσαμε στο Βελιγράδι. Ο άντρας μου πολεμούσε κάπου στο μέτωπο. Κάθε βράδυ σας ακούγαμε και το τραγούδι «Λιλή Μαρλέν» ήταν σα βάλσαμο για έναν ολόκληρο κόσμο.
Το τραγούδι μεταγλωττίστηκε και στη χώρα μας με κάποιο σκωπτικό όμως χαρακτήρα, που αποδιδόταν με νεαρές φωνές από θεατρικούς θιάσους της επιθεώρησης.
Υπολογίζονται σε περίπου διακόσιες οι διαφορετικές εκτελέσεις του τραγουδιού, που έχουν κυκλοφορήσει παγκοσμίως από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα.
Angélina Vautier: « Lili Marleen: Nazi anthem or freedom song?»,
παραγωγή: Martange Productions/Io Production/France Télévisions.
Η Λιλή Μαρλέν της «Ελεύθερης Έρευνας»
Διασκευή από το συγκρότημα της «Ελεύθερης Έρευνας»: The freeinquiry.gr band.
(Ορισμένοι στίχοι του τραγουδιού, όπως και εικόνες του βιντεοκλίπ
μπορεί να θεωρηθούν από κάποιους ακροατές ως προσβλητικοί).