Οι εγχώριοι μαφιόζοι του ΄21, όλοι αυτοί που σήμερα τιμώνται σαν ήρωες από τη Ρωμιοσύνη, συνηθισμένοι στις ληστείες και στις πειρατείες, δεν μπορούσαν να ανεχτούν την κατοπινή κρατική οργάνωση. Έδιωξαν τους οθωμανούς με την ιδέα να γίνουν οι ίδιοι καπετάνιοι ασύδοτοι, να μην πληρώνουν φόρους και να καρπώνονται εκείνοι τα δημόσια έσοδα. Έτσι, αντέδρασαν σφόδρα στις προσπάθειες του Καποδίστρια για τη συγκρότηση ευνομούμενου κράτους.
Πρώτοι ξεσηκώθηκαν οι μανιάτες οπλαρχηγοί που έχαναν τα κέρδη του τελωνείου και ολόκληρης της Μεσσηνίας και οι υδραίοι που ως το 1828 είχαν σύστημα αυτοδιοίκησης χωρίς καμία κυβερνητική εξάρτηση, κατείχαν την πρώτη θέση ανάμεσα στα άλλα ναυτικά νησιά και ασκούσαν το δικαίωμα να εισπράττουν τις προσόδους από τα νησιά του Αιγαίου. Σύντομα ξεσηκώθηκαν κι άλλες περιοχές, όπως η Σύρος, που δεν αναγνώριζε πλέον την κυβέρνηση και δεν απέδιδε τα εισοδήματα του Τελωνείου στο κράτος.
Οι αντικαποδιστριακές αντιδράσεις κορυφώθηκαν με το πραξικόπημα του Πόρου, όταν ο Μιαούλης, τον Αύγουστο του 1831, ανατίναξε δυο από τα καλύτερα καράβια μας κι αν είχε προλάβει θα έκαιγε ολόκληρο τον ελληνικό στόλο, ενώ λίγες μέρες αργότερα οι Μαυρομιχαλαίοι δολοφόνησαν τελικά τον κυβερνήτη.
Παρόμοιες αντιδράσεις και επαναστάσεις γνώρισαν κατόπιν και οι βαυαροί, που παρουσιάζονται από την Ιστορία ως δήθεν αντιδραστικοί, ενώ οι ρωμιοί ως δημοκράτες.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι ουδέποτε οι ρωμιοί θέλησαν τάξη και τη δημιουργία ενός σωστού κράτους. Ήθελαν ─και ακόμα θέλουν─ να φοροδιαφεύγουν, να καταχρώνται δάνεια, να χρησιμοποιούν πλάγια μέσα για να βολεύονται οι ίδιοι και τα παιδιά τους κ.λπ.. Χαρακτηριστικά του κράτους μας από τη δημιουργία του μέχρι σήμερα είναι η υπανάπτυξη, η διαφθορά, τα ρουσφέτια, τα πλάγια μέσα, οι διαπλεκόμενες συναλλαγές κι άλλες παθογένειες, κι αυτό, γιατί δεν οργανώθηκε με κανόνες ευνομίας, αλλά με κανόνες μαφίας.
Όλους δε τους μαφιόζους, τα λαμόγια που έστησαν αυτό το κράτος-παρωδία, τους διδάσκουν σαν παράδειγμα και τους παρουσιάζουν σαν ήρωες στα σχολεία.
Ντόπιοι φεουδάρχες
εναντίον Ι. Καποδίστρια
Η εσωτερική ηρεμία που είχε επικρατήσει στη χώρα μετά την άφιξη του Καποδίστρια, εξακολούθησε επί πολλούς μήνες. Την είχε εξασφαλίσει το κύρος του κυβερνήτη, οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, η αφοσίωση του λαού στο πρόσωπό του και η εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και τέλος η επιτυχής εκ μέρους του αντιμετώπιση του πολιτικού προβλήματος. Είχε έτσι στερεές βάσεις.
Ωστόσο, υπήρχαν δυνάμεις, φιλοδοξίες και συμφέροντα που πλήττονταν από την επελθούσα μεταβολή, ιδίως από την προσπάθεια του Καποδίστρια να ιδρύσει κράτος αληθινό, με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, ώστε να υπερνικηθεί η φεουδαρχική διάσπαση της χώρας. Έτσι, πολύ νωρίς άρχισε υπόκωφη αντιπολίτευση εναντίον του κυβερνήτη, που εκδηλώθηκε με ψευδείς κατηγορίες εναντίον του, με τη σύσταση μυστικών εταιριών, με ραδιουργίες, με διαβολές στο εξωτερικό. Στην αντιπολίτευση αυτή πρωτοστατούσαν οι ισχυρότεροι από τους προκρίτους και ο Μαυροκορδάτος, που διεκδικούσε ανυπόμονα την πρώτη θέση στην πολιτική της Ελλάδας. Είχαν, εξ άλλου, οι αντιπολιτευόμενοι ενθάρρυνση από το εξωτερικό και ιδίως από τους άγγλους.
Φύονται δε αι κακοπλοκίαι αύται και έξωθεν και ένδοθεν της Ελλάδος.
Αν τας πρώτας δεν υποστηρίξη η πολιτική δύναμις, τότε αι δεύτεραι παραμένουσι νεκραί.
Ει δε το εναντίον, θέλουσι καταβυθίσει τον δυστυχή τούτον τόπον εις αδιέξοδον άβυσσον.
Ι. Καποδίστριας,
επιστολή προς τον Έιδεκ (2 Ιανουαρίου 1829).
Οπωσδήποτε ως το τέλος του 1828 η αντιπολίτευση δεν είχε πάρει οξεία μορφή και δεν διαταράχθηκε η εσωτερική ειρήνη. Εξαίρεση αποτελούσε η Μάνη, όπου η φεουδαρχική νοοτροπία των προκρίτων ήταν εντονότερη, ενώ οι ειδικές συνθήκες της χώρας και η οριακή κατάσταση της οικονομίας της, έκαναν περισσότερο αισθητή και σχεδόν απαράδεκτη την εφαρμογή και εκεί της ενιαίας επαρχιακής διοίκησης του κράτους, και επιπλέον την απώλεια των προσόδων της Μεσσηνίας, που εισέπρατταν ως τότε οι μανιάτες οπλαρχηγοί.
Έτσι δεν υπήρχαν περιθώρια αναμονής, όπως σε αλλες περιοχές της χώρας, και εκδηλώθηκαν σύντομα δυσαρέσκεια της οικογένειας Μαυρομιχάλη και αταξίες στη Μάνη. Την κατάσταση επιδείνωνε η έλλειψη οικονομικών μέσων, που δεν επέτρεπε στην κυβέρνηση να θεραπεύει τις αμεσες ανάγκες και να αμβλύνει τις οξύτητες, παρά μόνο σε περιορισμενο βαθμό.
Ως θεραπεία των αταξιών και των ταραχών αποφασίζει ο Καποδίστριας να συγκροτήσει στρατιωτικό τμήμα από μανιάτες, ώστε να έχουν απασχόληση και μισθό, αλλά η απόφαση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως από έλλειψη των απαιτούμενων οικονομικών μεσων. Οπωσδήποτε η κατάσταση στη Μάνη δεν έφθασε τότε σε μεγάλη οξύτητα.
Χάρισμα εθνικής γαίας
στον Μιαούλη
Ένας από τους σφόδρα αντιπολιτευόμενους τον Καποδίστρια ήταν ο πρώην πειρατής Ανδρέας Μιαούλης, ο οποίος τότε ήταν μέλος της Γερουσίας. Όταν παραιτήθηκε από εκεί, ζήτησε με αναφορά του από τη Γερουσία να του παραχωρηθεί μεγάλο κτήμα από τις «εθνικές γαίες» (πρώην τούρκικα τσιφλίκια) στην τοποθεσία Γλυκειά της Αργολίδας. Τα ίδια έκαναν κι οι υπόλοιποι «αγωνιστές» του ΄21, που ζητούσαν μερτικό από τα δάνεια από το εξωτερικό.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η κατάχρηση των αγγλικών δανείων από τους «ημέτερους» το ΄21).
Ο Καποδίστριας φρόντισε αυτοπροσώπως για την ικανοποίηση του αιτήματος του Μιαούλη. Του παραχωρήθηκε το κτήμα της Γλυκειάς με ψήφισμα της Γερουσίας και με τις προσωπικές ενέργειες του κυβερνήτη. Ο Μιαούλης βέβαια, δεν άλλαξε πολιτική στάση. Παρέμεινε στις τάξεις των αντιπάλων του Καποδίστρια.

Το όνομά του προέρχεται από το τούρκικο «μιαούλ» κι όχι από το «μία ούλοι» που δήθεν φώναζε στους ναύτες του.
Και να ήθελε, δεν μπορούσε να δώσει κελεύσματα σε άλλη γλώσσα, παρά στην αλβανική, γιατί αυτή μιλούσαν τα πληρώματα.
Όπως η πλειοψηφία των κλεφτών ήταν αλβανόφωνοι, έτσι ήταν κι η συντριπτική πλεοψηφία του ελληνικού ναυτικού.
Ο Μιαούλης στράφηκε εναντίον του Κανάρη, έκαψε την ωραία φρεγάτα «Ελλάς» κι εάν δεν τον προλάβαιναν, θα έκαιγε όλο το στόλο.
Σήμερα, το όνομά του, όπως και του Κολοκοτρώνη και των ομοίων τους, έχουν γεμίσει τους δρόμους και τις πλατείες της σύγχρονης Ρωμιοσύνης.
Οξεία αντιπολιτευτική δράση της Ύδρας
Η Ύδρα ως το 1828 είχε σύστημα αυτοδιοίκησης, χωρίς καμία κυβερνητική εξάρτηση. Κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα στα άλλα ναυτικά νησιά και ασκούσε το δικαίωμα να εισπράττει τις προσόδους από τα νησιά του Αιγαίου και να τις διαθέτει ανεξέλεκτα. Έτσι οι άρχοντες της Ύδρας και ιδιαίτερα οι Κουντουριώτες είχαν λόγους να μην είναι ευχαριστημένοι, όταν ο Καποδίστριας θέλησε να εξισώσει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών σε όλα τα διαμερίσματα του κράτους και να περιορίσει την άσκηση προνομιακών δικαιωμάτων σε βάρος της δίκαιης κατανομής των εσόδων και της κρατικής συνοχής.
Η δυσαρέσκεια των αρχόντων της Ύδρας μεγάλωσε, όταν μετά τη διοικητικη διαίρεση της χώρας έπρεπε να διορισθεί προσωρινός διοικητής και στην Ύδρα. Ο Καποδίστριας, ενεργώντας συνετά, είχε διορίσει κατ΄ απόλυτη εξαίρεση σαν προσωρινό διοικητή τον Λάζαρο Κουντουριώτη για να μειώσει την αντίδραση από τη στέρηση των παλιών κεκτημενων προνομίων, εφ΄ όσον η Ύδρα θα είχε διοικητή της «τον πρώτον των προκρίτων». Μοναδική υποχρέωσή του θα ήταν ότι έπρεπε να λογοδοτεί στην κεντρική κρατική διοίκηση. Και αυτή όμως η προνομιακή μεταχείριση των υδραίων από τον Καποδίστρια δεν τους ικανοποίησε.
Η αποστέρηση των οικονομικών προνομιακών δικαιωμάτων τους ήταν ο βασικός λόγος για το ξέσπασμα φανερής αντίδρασης εναντίον του Καποδίστρια, που υπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση από την ημέρα της εκλογής του.
Ενδεικτικό της ασυδοσίας των τοπικών παραγόντων είναι ένα χαρακτηριστικό γεγονός. Κατά τη διάρκεια του ΄21, είχαν μεταφερθεί από το Άγιο Όρος προς φύλαξη στην Ύδρα πλήθος βαρύτιμα αντικείμενα από τους θησαυρούς των μοναστηριών, τα οποία αργότερα είχαν εκποιηθεί για να καλύψουν τις δαπάνες μιας θαλάσσιας εκστρατείας. Στη σχετική έκθεση που συντάχθηκε για να προσδιορίσει τις πολεμικές αποζημιώσεις που ζητούσαν να πάρουν οι υδραίοι, αναφερόταν ως προϊόν είσπραξης από την πώληση ολόκληρου του θησαυρού το ευτελές ποσό των 1.600 διστήλων. Και η ίδια η Επιτροπή, αποτελούμενη από αντικυβερνητικούς παράγοντες, παραδεχόταν, ότι η έκθεση παρουσίαζε πολλά δισεπίλυτα λογιστικά προβλήματα, αν όχι άλυτα, που απαιτούσαν μακρό χρόνο ελέγχου, προκειμένου να συνταχθεί το οριστικό πόρισμα για τις αποζημιώσεις.
Η Ύδρα είχε μεταβληθεί σε κέντρο οργάνωσης της εναντίον του Καποδίστρια πολιτικής, με μοναδικό σκοπό την ανατροπή του. Εγκέφαλος αυτής της πολιτικής ήταν ο αρχηγός του αγγλικού κόμματος Αλ. Μαυροκορδάτος, που μαζί με αλλους αντίπαλους του κυβερνήτη είχαν εγκατασταθεί στην Ύδρα, γιατί εκεί υπήρχε πρόσφορο έδαφος για έντονη αντιπολίτευση και οργάνωση ανατρεπτικού κινήματος εναντίον του. Από την πλευρά των υδραίων, πρωτεργάτες της αντικαποδιστριακής κίνησης ήταν ο Λάζαρος Κουντουριώτης και ο Ανδρέας Μιαούλης. Γενικά οι περισσότεροι υδραίοι και σπετσιώτες πλοιοκτήτες, που αποτελούσαν την τάξη των μεγαλοεφοπλιστών της εποχής τους με κεκτημένα οικονομικά προνόμια, αποτέλεσαν του πυρήνα της αντικαποδιστριακής παράταξης.
Τις σαφείς ανησυχίες του, για τις επαπειλούμενες νέες συμφορές, είχε εκφράσει ο Καποδίστριας προφητικά σχεδόν στον πιστό φίλο της Ελλάδας Εϊνάρδο, σε επιστολή που του είχε στείλει. Μιλούσε μάλιστα καθαρά και για στενή συνεργασία των ξένων με λίγους δυσαρεστημένους έλληνες, με υποσχέσεις πλούσιων χορηγημάτων. Και συνέχιζε: «Ενώ η Ελλάς επιθυμεί να εισέλθη εις την χορείαν των ελευθέρων και αυτονομούμενων εθνών», εκείνοι, με τις αταξίες και την αναρχία που προετοίμαζαν, επιδίωκαν να αποδείξουν ότι «ουδέ ως αποικία ήσυχος δύναται να υπάρξη η Ελλάς». Τα γεγονότα που επακολούθησαν επαλήθευσαν πέρα για πέρα τις ανησυχίες του Καποδίστρια για τη στενή συνεργασία των άγγλων και γάλλων με τους υδραίους προκρίτους.
Ο Καποδίστριας πάντως, συνεχίζοντας τις προσπάθειές του να συμφιλιωθεί με τους υδραίους και να βοηθήσει ουσιαστικά την Ύδρα, εξέδωσε ψήφισμα, με το οποίο ανακήρυσσε το λιμάνι του νησιού ελεύθερο, πράγμα που σήμαινε ότι απαλλασσόταν από όλους τους τελωνειακούς δασμούς. Μα, ούτε κι αυτό συντέλεσε στη βελτίωση της στάσης των υδραίων αντιπάλων του. Ο πόλεμος εναντίον του είχε και πολιτικά κίνητρα.
Εκτός από αυτά, και άλλα σημαντικά θέματα συντέλεσαν στην αντίδραση των υδραίων πλοιοκτητών εναντίον του Καποδίστρια. Από το λιμάνι της Ύδρας γίνονταν όλες οι προμήθειες από την κυβέρνηση και κανενα εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να πλεύσει στο Ναύπλιο πριν περάσει από την Ύδρα. Έτσι οι υδραίοι δεν επιθυμούσαν να ισχύσει ναυτιλιακός οργανισμός κατά τις διεθνεις διατάξεις.
Επίσης, δεν τους συνέφερε να αποκτήσει το κράτος πολεμικό ναυτικό, εφόσον ναύλωναν τα πλοία τους στην κυβέρνηση με συμφέροντες όρους. Επομένως, όταν ο Καποδίστριας κατόρθωσε να σχηματίσει τον πρώτο εθνικό στόλο και καταργήθηκαν πολλά προνόμια των υδραίων, αυτοί αντέδρασαν.
Εξ άλλου το ζήτημα της κύρωσης των ναυτιλιακών έγγράφων από το κράτος, όπως είχε αποφασίσει η Δ΄ Συνέλευση του Άργους, ήταν μια πρόσθετη και σοβαρή αιτία δυσαρέσκειας ανάμεσα στον Καποδίστρια και τους υδραίους. Πιστεύοντας ότι η κύρωση των εγγράφων αποτελούσε αναφαίρετο δικαίωμα της δημογεροντίας τους, αντέδρασαν έντονα και αρνήθηκαν να πειθαρχήσουν, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μαυρομμάτης θέλησε να εφαρμόσει την απόφαση αυτή της Συνέλευσης.
Οι υδραίοι, για να δώσουν μεγαλύτερη έκταση στο αντι-καποδιστριακό ρεύμα, προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τη Σύρο, που είχε μεγάλη εμπορική και οικονομική κίνηση. Όταν οι υδραίοι ζήτησαν τη συνεργασία των συριανών εναντίον του, δέχθηκαν πρόθυμα να τους βοηθήσουν και ανέλαβαν να ξεσηκώσουν και όσα άλλα νησιά των Κυκλάδων είχαν μαζί τους συναλλαγές. Επηρέασαν μάλιστα εναντίον του Καποδίστρια και τον ως τότε θαυμαστη και υμνητή του, Αδαμ. Κοραή (βλ. Ο πραγματικός πατέρας της ιδεολογικής μας σχιζοφρένειας), που του Οκτώβριο του 1830 με το ψευδώνυμο Γ. Πανταζίδης δημοσίευσε λίβελλο εναντίον του κυβερνήτη. Ετσι, το δίκτυο της συνωμοσίας εναντίον του Καποδίστρια, με κέντρο την Ύδρα επεκτάθηκε.
Αντιδράσεις της οικογένειας Μαυρομιχάλη
Η Μάνη, μετά από σύντομη περίοδο ηρεμίας άρχισε πάλι να κινείται εναντίον του Καποδίστρια. Την άνοιξη του 1830 άρχισαν να κυκλοφορούν συνθήματα εναντίον της πληρωμής των φόρων: «Ουδεποτε πλήρωσε η Μάνη και δεν πρέπει να καθιερωθεί τοιαύτη κακή συνήθεια» έλεγαν, απαιτώντας να φύγει ο διοικητής Γενοβέλης. Κρυφοί υποκινητές της απειθαρχίας ήταν οι Μαυρομιχαλαίοι. Η κυβέρνηση είχε πληροφορίες ότι προετοίμαζαν στασιαστικό κίνημα και σκόπευαν «να διαρπάσουν τα μικρά εισοδήματα» από τα δημόσια ταμεία της Μεσσηνίας.
Toν Απρίλιο, ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης (ή Κατσής) συγκρότησε επαναστατική κυβέρνηση στην Τζίμοβα και διέδωσε, για να επαναστατήσει το λαό εναντίον του κυβερνήτη, ότι δήθεν σκόπευε να επιβάλλει στα λιγοστά προϊόντα της Μάνης φορολογία δώδεκα στα εκατό. Έδιωξε τους κυβερνητικούς υπαλλήλους, άρπαξε τις προσόδους του τελωνείου κι έστειλε μερικούς από τους οπαδούς του στη Μονεμβασία και στο Έλος της Λακωνίας, όπου και λεηλάτησαν τους κατοίκους.
Οι παραινέσεις των Μαυρομιχαλαίων δεν παρέσυραν τους προκρίτους των χωριών, που πρότειναν στον Καποδίστρια να διώξουν με τα όπλα τους «αρχηγούς» του κινήματος, πράγμα που εκείνος απέρριψε αμέσως, «αποφεύγων τον εμφύλιον πόλεμον». Επιπλέον ο Καποδίστριας δεν άφησε να απαγγείλουν εναντίον του Ιωάν. Μαυρομιχάλη κατηγορία για τις ληστρικές ενέργειες, γιατί η ποινή θα ήταν βαριά και οι μανιάτες θα ερεθίζονταν περισσότερο και θα εφάρμοζαν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους.
Η αγωνία του Καποδίστρια μεγάλωνε, γιατί και το δημόσιο ταμείο ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά άδειο. «Τα χρήματα μου ετελείωσαν και οι ραδιουργοί προάγουσι γιγαντιαίως, μηχανώμενοι ταραχάς και αναρχίαν», έγραφε στις 12 Μαΐου στον Εϊνάρδο, ζητώντας να του στείλει χρήματα. Στη συνέχεια της επιστολής του αποκαλύπτει, ότι οι ραδιουργίες των άγγλων και των γάλλων αποσκοπούσαν στο να τον εμφανίσουν, ότι ενεργούσε για τα συμφέροντα του ρωσικού κόμματος και όχι της Ελλάδας, γι΄ αυτό και ήθελαν να αποτινάξουν «τον ζυγόν της τυραννίας του».
Κυριότερος σκοπός των στασιαστών ήταν η κάλυψη της διαρπαγής των δημόσιων χρημάτων, που είχαν εισπραχθεί εκείνες τις μέρες από τις προσόδους της επαρχίας. Οι Μαυρομιχαλαίοι υποστήριζαν και διέδιδαν στο λαό ότι οι ενέργειες αυτές απέβλεπαν αποκλειστικά και μόνο στη διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων, που η κυβέρνηση είχε καταπατήσει, και ότι με τα χρήματα αυτά θα πληρώνονταν οι στρατιώτες. Επομένως ο λαός στασίασε για την υποστήριξη δικής του υπόθεσης.
Εν τω μεταξύ, η κατάσταση στην Ύδρα χειροτέρευε από τη μια μέρα στην άλλη. Οι εξεγέρσεις κλιμακώνονταν και σε άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου. Στη Μάνη έγινε εξέγερση με τη βοήθεια γαλλικών πολεμικών και πλοίων της Ύδρας.

πολέμησαν με την ιδέα να κάνουν τη Μάνη καπετανάτο ρέμπελο και να μείνουν ασύδοτοι.
Γι΄ αυτό όχι μονάχα δεν πλήρωναν τους φόρους, αλλά και κατέβαιναν στη Μεσσηνία, λήστευαν τα «δημόσια ταμεία» και άρπαζαν κι έκλεβαν ό,τι έβρισκαν.
Ανταρσίες στο Αιγαίο
Η στασιαστική κίνηση στο Αιγαίο έπαιρνε διαστάσεις. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος, που είχε καταφύγει στην Τήνο επί αρκετές έβδομάδες, θέλοντας να παραπλανήσει την κυβέρνηση ότι βρισκόταν μακριά από το επίκεντρο της συνωμοσίας, επέστρεψε ξαφνικά στην Ύδρα. Στην πραγματικότητα, είχε πάει στην Τήνο για να κατευθύνει από πιo κοντα τη μύηση και αλλων νησιών στη συνωμοσία.
Στην Ύδρα συστάθηκε επταμελής «Συνταγματική Επιτροπή» από τους πιο ισχυρούς αντιπάλους του Καποδίστρια: Γ. Κουντουριώτη, Α. Μιαούλη, Β. Βουδούρη, Α. Κριεζή, Δ. Βούλγαρη, Ν. Οικονόμου και Μ. Τομπάζη. Η επιτροπή υποχρέωσε τη διορισμένη από την κυβέρνηση δημογεροντία να εγκαταλείψει την Ύδρα, ανήγγειλε στο λαό την ανάληψη από αυτήν της διοίκησης του νησιού και διέκοψε κάθε επικοινωνία και συνεργασία με την κυβέρνηση. Οι υδραίοι, για να κατοχυρώσουν καλύτερα την άρνησή τους να επιτρέψουν στον κυβερνητικό επίτροπο να υπογράφει τα ναυτιλιακά έγγραφα, ζήτησαν αυθαίρετα, χωρίς κυβερνητική άδεια, την επέμβαση και υποστήριξη των αντιπρέσβεων των ξένων Δυνάμεων. Συνέταξαν αναφορά και τριμελής επιτροπή από τους Γ. Κουντουριώτη, Α. Μιαούλη και Α. Μαυροκορδάτο πήγε στο Ναύπλιο και πέτυχε ακρόαση από τους αντιπρέσβεις των τριών ξένων Δυνάμεων.
Το παράδειγμα της Ύδρας ακολούθησαν σύντομα και άλλα νησιά. Η ανταρσία της Σύρου, που την υποδαύλιζε και ο Κοραής από το Παρίσι, είχε στοιχίσει περισσότερο στον Καποδίστρια, γιατί οι συριανοί είχαν αρνηθεί να καταβάλουν τους τελωνειακούς δασμούς. Στέρησαν έτσι το κράτος από σημαντικά έσοδα και δημιούργησαν στον κυβερνήτη πρόσθετα οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της χρεωκοπίας. «Εκ της μη καταβολής των φόρων, εννοείτε την αξιοθρήνητον θέσιν μου», έγραφε.
Στη Σύρο δεν αναγνωρίζονταν πια οι διοικητές του κυβερνήτη
και οι πρόσοδοι του Τελωνείου δεν αποδίδονταν στο κράτος.
Φρειδερίκος Τιρς,
«Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833)
και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της».
Οι αρχηγοί του συνωμοτικού σχεδίου προσπάθησαν ιδιαίτερα να παρασύρουν στο κίνημά τους την Αίγινα, που ο Καποδίστριας είχε μεταβάλει σε αληθινή σχολειούπολη, όπου συνέρρεαν νέοι από όλα τα μέρη της Ελλάδας για να σπουδάσουν. Η Ιουλιανή επανάσταση του Παρισιού και τα μηνύματα για συνταγματικές ελευθερίες είχαν επηρεάσει βαθιά και τη νεολαία της Αίγινας. Το συνωμοτικό σχέδιο των αντι-καποδιστριακών προόριζε το νησί αυτό σαν τόπο συγκέντρωσης στρατού και τόπο σύγκλησης της επαναστατικής εθνικής συνέλευσης, γι΄ αυτό επιδίωξαν να διορισθεί συνταγματική δημογεροντία στο νησί από ψαριανούς, χωρίς όμως επιτυχία.
Το ψαριανό πλοίο του Α. Αποστόλη ύψωσε στο λιμάνι του νησιού τη γαλλική σημαία, για να πεισθεί ο λαός ότι το κίνημα υποστηρίζεται από τη Γαλλία και την Αγγλία. Το γεγονός χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα αποστασίας της Αίγινας, «πρόδρομος και αλλων ολεθριωτέρων».
Προσπάθεια των κυβερνητικών oργάνων να αποκαταστήσουν την τάξη απέτυχε. Οι πιο δραστήριοι αντικυβερνητικοί έφυγαν τότε από την Αίγινα για την Ύδρα, για να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Όλα φανέρωναν ότι η Ύδρα βρισκόταν στις παραμονές σοβαρών γεγονότων. Είχαν φθασει εκεί οι συνταγματικοί Α. Μοναρχίδης, Α. Αποστόλης, Θ. Φαρμακίδης, Α. Κοντόσταυλος, Καντακουζηνός, Α. Λιδωρίκης, ο δάσκαλος Βενθύλος, ο Τρικούπης, ο ποιητής Αλ. Σούτσος, που υποδαύλιζε τα πάθη με τους σκωπτικούς εναντίον του Καποδίστρια στίχους του, και άλλοι. Η Ύδρα έγινε επαναστατικό κέντρο απροκάλυπτα, όπου συγκεντρώθηκαν όλοι οι αντίπαλοι του Καποδίστρια και ενώθηκαν μαζί με τους ντόπιους και τους αρχηγούς της συνωμοσίας.
τον καλύτερο κυβερνήτη που είχε η Ελλάδα από τότε έως σήμερα.
Η στυγερή δολοφονία του Καποδίστρια από τους Μαυρομιχαλαίους είχε βαρύτατες συνέπειες για τη χώρα.
όταν επιχείρησε κι εκείνος να στήσει κράτος.
Οι βαυαροί επιτέλεσαν σπουδαίο έργο οργανώνοντας παιδεία, νομοθεσία, οικονομία κ.λπ..
Με τη νομοθεσία του Μάουερ, για παράδειγμα, λειτούργησε το κράτος μέχρι τις μέρες μας.
Ήταν φορείς πολιτισμού, με παιδεία, συνηθισμένοι στην πειθαρχία, με τις όπερές τους κ.λπ., ό,τι πιο προοδευτικότερο υπήρχε εκείνη την εποχή στον κόσμο, σε αντίθεση με τους κατσικοκλέφτες, απαίδευτους και κακομαθημένους ρωμιούς, που ήταν ό,τι το χειρότερο.
Kατηγορούν τον Όθωνα ότι ήρθε σε σύγκρουση με τους παράγοντες του τόπου. Μα, γινόταν να μην έρθει; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει φορολογικό σύστημα; Κι αφού θα υπήρχε, θα έπρεπε να εισπράττει τα έσοδα ο κάθε τοπικός κοτζάμπασης ή το κράτος;
Τελικά, κατάφεραν να τον διώξουν κακήν κακώς και τον Όθωνα, για να μπορούν να ενεργούν ασύδοτα.
Με αυτή τη νοοτροπία στήθηκε από τους εγχώριους μαφιόζους το κράτος μας, κι από τότε με κανόνες Μαφίας κι όχι ευνομίας λειτουργεί, γι΄αυτό είμαστε πάντοτε ουραγοί και χρεωκοπημένοι.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Κατσαπλιάδες εναντίον πολιτισμένων.
Αιφνιδιαστική κατάληψη του στόλου
στο ναύσταθμο του Πόρου από τους υδραίους
Από εδώ κι έπειτα, τα πράγματα πήραν τραγική εξέλιξη. Οι κατάσκοποι και των δύο αντίθετων παρατάξεων ενημέρωναν και την Ύδρα και το Ναύπλιο για τις ενέργειες και τις κινήσεις και των δύο μερών. Στην Ύδρα γνώριζαν ότι και οι τρεις αντιπρέσβεις είχαν υποσχεθεί στον Καποδίστρια να αποκλείσουν το λιμάνι του νησιού, αν δεν υποχωρούσαν οι υδραίοι στο ζήτημα των ναυτιλιακών έγγράφων των πλοίων κι αν δεν υποτάσσονταν στο κύρος του νόμου. Ο Καποδίστριας όμως, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για την ειλικρίνεια των διαβεβαιώσεων των τριών αντιπρέσβεων ή αν αυτές είχαν δοθεί μόνο για να τηρηθούν τα προσχήματα.
Επακολούθησε πύκνωση των αντικυβερνητικών αναφορών, όχι πια μόνον από τα νησιά, αλλά και από την Πελοπόννησο και από αυτή ακόμη την έδρα της κυβέρνησης, το Ναύπλιο. Έγραψε ο ρώσος αντιπρέσβης: «Οι αντιπρέσβεις της Αγγλίας και Γαλλίας κατακρίνουν μεν εις το φανερόν την αντιπολίτευσιν, αλλ΄ εις το κρυπτόν δεν παύουν να την υποστηρίζουν και συνδαυλίζουν κατ΄ αυτόν τον τρόπον την φωτιάν, εκ της οποίας κινδυνεύει να προέλθει γενική και καταστρεπτική πυρκαϊά».
Στον Καποδίστρια δεν απέμενε άλλη λύση παρά να εξοπλίσει και επανδρώσει τα εθνικά πολεμικά πλοία, που ήταν αγκυροβολημένα στον Πόρο. Ο Κ. Κανάρης, διοικητής του ναύσταθμου του Πόρου, έλαβε οδηγίες να ετοιμάσει με κάθε μυστικότητα τον παροπλισμένο στόλο. Το κυβερνητικό σχέδιο προέβλεπε αποκλεισμό του λιμανιού της Ύδρας, παρεμπόδιση του απόπλου πλοίων χωρίς έγκυρα έγγραφα, αποκατάσταση της ηρεμίας και στα άλλα νησιά του Αιγαίου με την επιβολή των νόμων και επαναφορά της επαναστατημένης Σύρου κάτω από τον κυβερνητικό έλεγχο. Το τελευταίο είχε ιδιαίτερη σημασία για την κυβέρνηση, γιατί αν η Σύρος περιερχόταν στον κυβερνητικό έλεγχο χωρίς βίαια μέσα, τότε αυτομάτως θα αδυνάτιζε και η αντίδραση της Ύδρας, γιατί οι πρόσοδοι των τελωνειακών δασμών της πρώτης ήταν οι κυριότεροι πόροι της αντιπολίτευσης για τη συντήρηση του στόλου της και την αμοιβή των πληρωμάτων.
Το κυβερνητικό όμως σχέδιο προδόθηκε στους υδραίους πριν προλάβει να τεθεί σε εφαρμογή. Σε έκτακτο μυστικό συμβούλιο ο Μαυροκορδάτος πρότεινε και έπεισε και τους άλλους να αναθέσουν στον Ανδρέα Μιαούλη το έργο της αιφνιδιαστικής κατάληψης του ναυστάθμου του Πόρου. Και ο Μιαούλης το δέχθηκε. Τα ξημερώματα της 14ης Ιουλίου 1831, έχοντας μαζί του διακόσιους ενόπλους υδραίους, υπό τον στρατιωτικό διοικητη του νησιού Χριστόδουλο Μέξη ή Ποριώτη, και τους καλύτερους πλοιάρχους ─Σαχτούρη, Κριεζή, Σαχίνη κ.ά.─ και σαν πολιτικό σύμβουλο τον Αλ. Μαυροκορδάτο, έφθασε στον Πόρο και με τη βοήθεια ντόπιων ένοπλων ανδρών κατόρθωσε, χωρίς δυσκολίες, να καταλάβει αρχικά το μεγαλύτερο πλοίο του εθνικού στόλου, τη φρεγάτα «Ελλάς», με τα 64 πυροβόλα.
Στο λιμάνι του Πόρου ήταν ακόμη παροπλισμένα οι κορβέτες «Ύδρα» και «Νήσος των Σπετσών», με κυβερνήτη τον Κανάρη, τα ατμόπλοια «Άστιγξ» και «Καλαβρία» και άλλα πολλά, πυρπολικά και μικρότερα πλοία, που η κατάληψή τους δεν πραγματοποιήθηκε στην πρώτη φάση της επιχείρησης. Κατόρθωσε όμως ο Μιαούλης να καταλάβει το μικρό φρούριο του Πόρου επάνω στο νησάκι του Αγ. Κωνσταντίνου, όπου εγκατέστησε φρούραρχο τον πλοίαρχο Φαλάγκα, για να ελέγχει με το πυροβολικό του το θαλάσσιο στενό, ανάμεσα στο νησί και στις απέναντι πελοποννησιακές ακτές.
Η ακαταλόγιστη ενέργεια των υδραίων προκάλεσε οδυνηρή κατάπληξη στο Ναύπλιο. Ο Καποδίστριας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι οι αντίπαλοί του θα έφθαναν σε τόσο καταστρεπτικές ενέργειες. Κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να συνεχίσει τις προσπάθειές του για ειρηνική διευθέτηση των διαφορών του με την αντιπολίτευση και χωρίς χρονοτριβή αποφάσισε να αλλάξει πολιτική. Έστειλε αμέσως το τυπικό τάγμα, το Θ΄ ελαφρό τάγμα και μια ίλη ιππικού με τον Δημ. Καλλέργη και τον Νικηταρά στην απέναντι του Πόρου ακτή, με εντολή να περάσουν στον Πόρο και να καταλάβουν το φρούριό του. Παράλληλα, στις 16 Ιουλίου απηύθυνε στους τρεις αντιπρέσβεις έγγραφο, όπου εξέθετε τα γεγονότα του πραξικοπήματος των υδραίων, αποφεύγοντας να κατονομάσει τον αρχηγό του Μιαούλη ─«μη πιστεύοντες τόσην απόνοιαν παρ΄ αυτού», όπως έγραφε─ και τα μέτρα, που έλαβε η κυβέρνηση, και ζητούσε από αυτούς επισήμως να βοηθήσουν αμέσως την κυβέρνηση στην καταστολή του κινήματος, εκτελώντας τις υποσχέσεις που του είχαν δώσει έγγράφως.
Γνώριζε όμως, ότι τα πολεμικά πλοία της Αγγλίας και της Γαλλίας είχαν ήδη απομακρυνθεί από το Ναύπλιο. Ακριβώς την προηγούμενη ημέρα, η αγγλική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», που ναυλοχούσε στο Ναύπλιο, είχε αποπλεύσει ξαφνικά από το λιμάνι, χωρίς καμμιά ειδοποίηση, με κατεύθυνση αντίθετη προς τον Πόρο. Ο γάλλος αντιπρέσβης Ρουάν απουσίαζε από το Ναύπλιο και ο γαλλικός στόλος συνέχιζε να παραμένει στο Νεόκαστρο, χωρίς κανενα λόγο. Γι΄ αυτό ο Καποδίστριας στο τέλος του εγγράφου, που προοριζόταν για τους εκπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας, εξέφραζε τη λύπη και την απορία του για τη συμπτωματική αυτή απουσία τους στις κρίσιμες εκείνες ώρες.

διατάχθηκαν από τις μυστικές οργανώσεις τους να προδώσουν τα μυστικά που ήξεραν στους ναύαρχους των συμμάχων.
Ο σουλτάνος ύστερα από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (βλ. παραπάνω εικόνα) έγραφε στον μέγα Βεζύρη: «Σε λέγω πολύ μυστικώς, ότι η εν Νεοκάστρω (σ.σ. Ναβαρίνο) καταστροφή του στόλου
φαίνεται ότι προυξενήθη από την απιστίαν των αξιωματικών του Ναυαρχείου. Και διάφορα δε γράμματα άλλοθεν ελθόντα επιβεβαιώνουσιν αυτό τούτο.
Είθε οι αίτιοι του μεγάλου αυτού δυστυχήματος παραδοθώσιν εις την θείαν δίκην!» (Σπηλιάδη, Δ΄, 444-445).
Το ότι οι μασόνοι εκείνο τον καιρό αλληλοϋποστηρίζονταν είναι εξακριβωμένο. Στα χρόνια της γαλλικής επανάστασης, ο Μιαούλης, που ήταν μασόνος, πιάστηκε από τους άγγλους,
που είχαν αποκλείσει με το στόλο τους τα γαλλικά λιμάνια, γιατί παραβίαζε τον αποκλεισμό και τροδοφοτούσε τους γάλλους.
Όταν όμως, τον πήγαν στον άγγλο ναύαρχο Νέλσονα, αφέθηκε ελεύθερος, γιατί με διάφορα σημεία έδειξε πως ήταν μασόνος και μάλιστα με μεγάλο βαθμό.
Κι επειδή και ο Νέλσονας ήταν μασόνος, αντί να κατάσχει το πλοίο του Μιαούλη και να τον φυλακίσει, τον άφησε ελεύθερο.
Στον Καποδίστρια δεν απέμενε άλλη λύση παρά να στηριχθεί μονάχα στη ρώσικη βοήθεια. Το έγγραφο του Καποδίστρια προς τον αντιπρέσβη της Ρωσίας κατέληγε: «Λυπούμεθα ότι ο κ. Ρουάν λείπει εκ της έδρας του και ο κ. Λαλάνδ ευρίσκεται εις Νεόκαστρον και ο κ. Λάιονς ανεχώρησε χθές. Αλλά δια το κατεπείγον των περιστάσεων ελπίζομεν ότι θέλετε προτρέψει τον κ. ναύαρχον Ρίκορδ να υπάγη εις Πόρον, ίνα κωλύση τους εξ Ύδρας πειρατάς να εκπληρώσωσιν τον σκοπόν των». Ο ρώσος ναύαρχος δικαιολογημένα στην αρχή είχε δισταγμούς αν θα έπρεπε να ενεργήσει μονομερώς, τελικά όμως, μπροστά στη σοβαρότητα της κατάστασης, η ρώσικη μοίρα απέπλευσε αμέσως από το Ναύπλιο για τον Πόρο και στις 16 Ιουλίου αγκυροβόλησε μπροστά στο μεγάλο στόμιο του λιμανιού προς την κατεύθυνση των Μεθάνων. Στην απέναντι του Πόρου ακτή, τον Γαλατά, έφτασαν στις 16, 19 και 20 Ιουλίου τα ελληνικά στρατεύματα, 1.000 περίπου ανδρες με αρχηγό τον Νικηταρά.
Ο Μιαούλης δεν είχε κατορθώσει στο μεταξύ να ολοκληρώσει το σχέδιο της κατάληψης όλου του εθνικού στόλου, γιατί αντιτάχθηκε στις ενέργειές του ο Κων. Κανάρης, που αρνήθηκε να παραδώσει την κορβέτα «Νήσος των Σπετσών», ενεργώντας και εκ μέρους των πλοιάρχων των δύο ατμοπλοίων. Ο Μιαούλης προσπάθησε να τον συναντήσει, ελπίζοντας να τον πείσει να προσχωρήσει στη «συνταγματική μερίδα». Ο Κανάρης χαρακτήρισε την ενέργεια του Μιαούλη ανταρσία και τόνισε ότι τίποτε δεν μπορούσε να τον πείσει να καταπατήσει τον όρκο του.
Τελικά όμως ο Κανάρης, όταν αντιλήφθηκε απειθαρχία εκ μέρους ορισμένων ναυτών του και για να προλάβει την ανάμιξη των ρωσικών πλοίων, που είχαν ήδη φθάσει, στη μεταξύ τους ρήξη, παρέδωσε την κορβέτα στον Μιαούλη, με τη ρητή υπόσχεση του τελευταίου ότι δεν θα χρησιμοποίησει όπλα εναντίον των αδελφών του. Την αλλη μέρα, στις 17 Ιουλίου, ο Μιαούλης έγραψε στους προκρίτους της Ύδρας, ζητωντας οδηγίες και δηλώνοντας πως σε περίπτωση ένοπλης ρήξης με τα ρώσικα πλοία ήταν αποφασισμενος να προχωρήσει.
Τον ίδιο καιρό στο Ναύπλιο επικρατούσε μεγάλη νευρικότητα, η αστυνομία προέβαινε σε συλλήψεις, ενεργούσε έρευνες στο σπίτια και απελάσεις των υπόπτων. Ο λαός ζούσε ώρες αγωνίας. Στην Ύδρα πράκτορες μοίραζαν προκηρύξεις με επαναστατικό περιεχόμενο, εκ μέρους του «κοινού της νήσου». Ο Μαυροκορδάτος επέστρεψε στην Ύδρα για να κατευθύνει την αντίσταση.

και συνενώθηκε μετά του «βυζαντίου στόλου» (=του τούρκικου).
Όταν γράφονταν αυτά, δεν είχε ακόμα ενσωματωθεί το Βυζάντιο στο εθνικό φαντασιακό.
Πυρπόληση από τον Μιαούλη
εθνικών πλοίων
Ξημερώνοντας η 1η Αυγούστου ο Μιαούλης, διέταξε, παρά τις αντιρρήσεις του Κριεζή, τους άνδρες του να τοποθετήσουν φυτίλια στην πυριτιδαποθήκη της φρεγάτας «Ελλάς», στις κορβέτες «Ύδρα» και «Εμμανουήλ» και στο ατμοκίνητο «Καρτερία». Επειδή αντιλήφθηκε κάποια κίνηση στα ρώσικα πλοία, διαβίβασε με τον Βαγιάν μήνυμα στον Ρίκορντ, ότι θα περίμενε την άφιξη των αρχηγών της αγγλικής και γαλλικής μοίρας με τις προτάσεις που θα του έφερναν. Σε περίπτωση όμως, που θα έβλεπε και την ελάχιστη εχθρική κίνηση, δεν θα δίσταζε να ανατινάξει τα πλοία. Ο Ρίκορντ τον διαβεβαίωσε, πως δεν θα προέβαινε σε καμιά ενέργεια και θα περίμενε την άφιξη των δυο συναδέλφων του, που στο μεταξύ βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τον Πόρο και έρχονταν να αναγγείλουν στους κινηματίες και προσωπικά στον Μιαούλη τις ειρηνευτικές αποφάσεις της κυβέρνησης. Κατά τις 9.30 το πρωί της 1ης Αυγούστου παρατηρήθηκαν ορισμένες κινήσεις ενός ρωσικού πλοίου κοντά στον όρμο της μονής του Πόρου, που ο Μιαούλης χωρίς ψύχραιμη στάθμιση θεώρησε σαν προσπάθεια εχθρικής επίθεσης. Έδωσε τότε διαταγή να πυροδοτηθούν τα προετοιμασμένα φυτίλια.
Μια τρομακτική έκρηξη ακολούθησε, που συγκλόνισε τη γύρω περιοχή σε μεγάλη απόσταση. Πρώτα η κορβέτα «Ύδρα» ανατινάχθηκε στον αέρα και μετά μισοβυθίστηκε με την πρύμνη προς τον βυθό. Αμέσως μετά διαλύθηκε, μέσα σ΄ ένα πανδαιμόνιο κρότων και καπνού, η μεγαλοπρεπής φρεγάτα «Ελλάς». Δύο πλοία του εθνικού στόλου, τα λαμπροτερα και πολυτιμότερα, χάθηκαν μέσα σε λίγες στιγμές.

Επάνω: Η φρεγάτα «Ελλάς» και το ατμόπλοιο «Καρτερία».
Ο Μιαούλης και οι άνδρες του μόλις πρόλαβαν να πηδήξουν σε μια βάρκα και να διαφύγουν από το στενό στόμιο, ενώ τους πυροβολούσαν από τις ακτές και από τα ρώσικα πλοία. Τελικά κατόρθωσαν να φθάσουν στην Ύδρα. Όπως γράφει ο Κασομούλης, και αυτοί ακόμη οι πρώην φίλοι του ποριώτες, μη μπορώντας να κατανοήσουν τη φοβερή αυτή ενέργειά του, πυροβολούσαν τη βάρκα του με κατάρες και ύβρεις.
Τα φυτίλια των δύο άλλων πλοίων, της «Καρτερίας» και του «Εμμανουήλ», δεν μετέδωσαν με την ίδια ταχύτητα τη φωτιά και δύο τολμηροί, ένας μυκονιάτης ναύτης κι ενας στρατιώτης του τυπικού τάγματος, κατόρθωσαν, με κίνδυνο της ζωής τους, να απομακρύνουν τα φυτίλια και να σώσουν τα δύο πλοία από την καταστροφή.
Την ίδια ημέρα ο Κανάρης ανήγγειλε το συνταρακτικό γεγονός στον Καποδίστρια: «Ο Μιαούλης παρέδωκεν εις τας φλόγας την "Ελλάδα" και την κορβέταν "Ύδρα". Είθε παραδοθή το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαρωτάτης εις αιώνιον ανάθεμα... Εν Πόρω 1 Αυγούστου, 10.30 ώρας προ μεσημβρίας».
Το ανήκουστο άγγελμα συγκλόνισε τον Καποδίστρια. Στις 3 Αυγούστου, με ειδικό διάγγελμα ανήγγειλε ο ίδιος στο λαό τα γεγονότα: «Παν ρήμα προς χαρακτηρισμόν αυτών, κατώτερον ήθελε μείνει και της περί αυτά φρικώδους αληθείας, και του άλγους ημών, όπερ και το έθνος όλον βέβαια συναλγεί».
H Ρωμιοσύνη ανταμείβει τον Μιαούλη
για τις «υπηρεσίες» του
Ο φόνος του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, έθεσε τέρμα στις σχεδιαζόμενες κυρώσεις κατά του Μιαούλη.
Αντίθετα, ανταμείφθηκε κάνοντας σπουδαία καριέρα και αναλαμβάνοντας σημαντικές θέσεις στο κράτος:
● Το 1832 τέθηκε επικεφαλής αντιπροσωπείας, η οποία στάλθηκε στο Μόναχο, για να προσφέρει στον Όθωνα το στέμμα.
● Το 1833 διορίστηκε διευθυντής του Βασιλικού Ναυτικού.
● Το 1834 τιμήθηκε με τον τίτλο του συμβούλου της Επικρατείας και με το παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος.
● Πέθανε το 1835 φέροντας το βαθμό του αντιναύαρχου. Ήταν ο πρώτος, που του απονεμήθηκε αυτός ο βαθμός.
● Κηδεύτηκε στον Πειραιά, δίπλα στη θέση που αβασάνιστα πιστεύεται ότι είχε ταφεί και ο Θεμιστοκλής.
Επισημαίνεται ότι κι ο Θεμιστοκλής είχε κάνει αξιοσημείωτη ανθελληνική καριέρα. Πήγε στα Σούσα, όπου παρέμεινε επί χρόνια υπό την προστασία του Αρταξέρξη. Εκεί, φόρεσε τη «βαρβαρική» ενδυμασία και έλαβε από τον πέρση βασιλιά ως δώρο τη «ευάμπελο» Λάμψακο για να προμηθεύεται το κράσι του, τη Μαγνησία για το καθημερινό του ψωμί, τη Μυούντα για τα φαγητά του, την Περκώτη και την Παλαίσκηψη για τα κρεβατοστρώσια και τα ενδύματά του.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ελλάδα δεν έχει υπάρξει ποτέ).
Τα οστά του Μιαούλη μεταφέρθηκαν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα.
Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο και φυλάσσεται στο Μουσείο Ύδρας.
Από την επίσημη κρατική παιδεία παρουσιάζεται όχι σαν προδότης, αλλά σαν ήρωας.

στις εικόνες που έχουν γεμίσει τα σχολικά βιβλία και τους τοίχους των σχολείων, των δημόσιων υπηρεσιών και των στρατώνων.
Επίλογος
Και Κανάρης και Μιαούλης και Καποδίστριας και Μαυρομιχάλης και κλέφτες και ήρωες και βλάχοι και αρβανίτες και πόντιοι και αρχαίοι έλληνες και χριστιανοί και Βυζάντιο και Ρωμιοσύνη και Μεγάλη Ιδέα και και και....
Ό,τι να ΄ναι διδάσκονται οι σύγχρονοι ρωμιοί στην υποχρεωτική κρατική παιδεία.
Ό,τι να ΄ναι στο μύλο του εθνικού μας φαντασιακού.
Βιβλιογραφία:
● «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
● Κων/νου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
● Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1956.
● Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», Λονδίνο, 1862.
● Νικ. Σπηλιάδου: «Απομνημονεύματα», έκδ. «Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως», Αθήνα, 1851.
● Γ. Λάζαρη: «Το άγνωστο 1821», έκδ. «Δρόμων», Αθήνα, 2016.
Το άρθρο αποτελεί
μέρος του Αφιερώματος:
1821: Η αποστασία των ρωμιών.