ΕΝΑ ΙΕΡΟ
ΠΟΛΕΜΙΚΟ
ΝΑΥΤΙΚΟ

Ο ναύαρχος Αντ. Αντωνιάδης περιγράφει
μια ορκωμοσία νέων Σημαιοφόρων

     

Είχαμε πάρει πλέον όλοι τις θέσεις μας και τότε αντίκρυσα ένα θέαμα, το οποίο, για άλλη μια φορά, με λύπησε και με εκνεύρισε. Η άφιξη ενός ιερέα με το Ευαγγέλιο υψωμένο στα δυό του χέρια, συνοδευόμενου εκατέρωθεν από μιά διμοιρία ναυτικών δοκίμων. Ένα θέαμα προσαρμοσμένο ίσως στα των ιερατικών σχολών ή των μοναστηριών, αλλά, που σε καμμία περίπτωση δεν άρμοζε σε στρατιωτική Σχολή, πολύ περισσότερο στο φυτώριο τού πιο φιλελεύθερου και δημοκρατικού Όπλου των Ενόπλων μας Δυνάμεων, του Πολεμικού Ναυτικού.

 

Η εν λόγω πρακτική, απόρροια κι αυτή τής πρόσφατης αλλοτρίωσης των Ενόπλων Δυνάμεων, με είχε απασχολήσει αρκετές φορές και στο παρελθόν. Εν τούτοις, μη θέλοντας να προκαλέσω αντιδράσεις, απέφευγα να εκδώσω έγγραφη απαγορευτική διαταγή, περιοριζόμενος σε προφορικές παροτρύνσεις προς τους εκάστοτε διοικητές τής Σχολής. Και ενώ φαινότανε να συμφωνούμε όλοι επί της αρχής, ότι στην διαπαιδαγώγηση των δοκίμων δεν έχει καμμία θέση η συνοδεία ιερέων και ευαγγελίων, το αποτέλεσμα σε κάθε τελετή παρέμενε πεισματικά το ίδιο.



















Ελλάδα τού 21ου  αιώνα.

     

Σααράντα χρόνια τώρα είχα μάθει να λειτουργώ μέσα σε αυτό το συντηρητικό στρατιωτικό περιβάλλον, το οποίο διαπνεόταν, μεταξύ άλλων οπισθοδρομικών αντιλήψεων, και από τον μεγαλύτερο μύθο όλων των εποχών, αυτόν τού ελληνοχριστιανισμού. Ως εκ τούτου είχα περιορισμένες απαιτήσεις από τους υφισταμένους μου για ιδεολογικοφιλοσοφικές αναζητήσεις και ανησυχίες. Εξ άλλου και ο ίδιος απόφοιτος στρατιωτικής Σχολής ήμουν και είχα πλήρη επίγνωση, ότι διοικούσα ένστολους και όχι στοχαστές του Διαφωτισμού. Έτσι για τέτοιου είδους θέματα είχα οπλιστή με καρτερικότητα και απεριόριστη κατανόηση. Στωικά περίμενα την ανύψωση του πολιτισμικού μας επιπέδου.

 

Παρ΄ όλα αυτά το θέαμα ναυτικών δοκίμων να συνοδεύουν ιερείς και ευαγγέλια μου προκαλούσε θλίψη. Δεν ήταν τόσο το θέαμα που με εκνεύριζε όσο οι συνειρμοί. Η τιμητική συνοδεία, αυτή καθαυτή ως κίνηση, εμπεριέχει και το στοιχείο της υποταγής. Γι΄ αυτό άλλωστε και η Πολιτεία την περιορίζει, για τους ένστολους, μόνο όταν πρόκειται για εθνικά σύμβολα και πολιτειακούς θεσμούς. Το Ευαγγέλιο και οι ιερωμένοι σε καμμία πολιτισμένη χώρα δεν ανήκουν σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες.

 

Η τιμητική συνοδεία είναι επίσης και δείγμα φιλοφρόνησης κατώτερου προς ανώτερο. Ως τέτοιο στις Ένοπλες Δυνάμεις είναι συνηθέστατη. Και πολύ φυσιολογικά άλλωστε, δεδομένου ότι η ιεραρχική διοικητική εξάρτηση, ο σεβασμός της επετηρίδας και η υπακοή / υποταγή στους ανωτέρους αποτελούν τον θεμέλιο λίθο, στον οποίο στηρίζεται το όλο οικοδόμημα των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή η συνοδεία εντάσσεται αρμονικά στο πλαίσιο της στρατιωτικής δεοντολογίας.

 

Αντίθετα, έξω από τον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου δεν υπάρχει η κάθετη αυτή ιεραρχική κλιμάκωση, και εφ΄ όσον δεν πρόκειται για εθνικά σύμβολα ή θεσμούς, η τιμητική συνοδεία από ένστολους μετατρέπεται σε κίνηση με έντονο το στοιχείο τής υποτέλειας και τής δουλοπρέπειας. Νοοτροπίες και αντιλήψεις, από τις οποίες πρέπει να προστατεύεται με κάθε μέσο ο μέλλων αξιωματικός.

    

Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο θεωρώ, ότι και η Διοίκηση της Σχολής θα έπρεπε να προστατεύει τους δοκίμους από τέτοια αντι-ηγετικά πρότυπα και φυσικά να μην τα επιτρέπει μέσα στον ίδιο της τον χώρο. Και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα έπρεπε να καλλιεργείται σε νέους ανθρώπους το αίσθημα της θρησκευτικής κατάνυξης, γιατί είναι ό,τι πιο νοσηρό ψυχικά και σκοταδιστικό πνευματικά έχει να επιδείξει μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα.

 


 

     Υπαξιωματικοί και ναύτες αποτελούν την συνοδεία ιερέα και μεταφέρουν στολισμένο εικόνισμα κατά τη διάρκεια τελετής σε ναύσταθμο.

 

     

Τις σκέψεις αυτές διέκοψε η άσχημη παραφωνία της ψαλμωδίας, η οποία και σηματοδοτούσε την έναρξη της τελετής, όπου το θρησκευτικό αποτελούσε και το μεγαλύτερο μέρος της. Αποτελούσε συγχρόνως και το μεγαλύτερο δικό μου πρόβλημα, γιατί -πέραν του ότι το έβρισκα ιδιαίτερα χαμηλού πολιτισμικού και πνευματικού επιπέδου- ήταν και αφόρητα βαρετό. Με απωθούσε επίσης και η όλη κακόγουστη γραφικότητα του σκηνικού. Μητροπολίτες, συνήθως παχύσαρκοι, τυλιγμένοι μέσα σε φανταχτερά, κιτς άμφια και με κωμικές υπερμεγέθεις μήτρες στο κεφάλι, να περιστοιχίζονται από μαυροντυμένους ιερείς και όλοι μαζί να ψέλνουν, να κουνάνε κεριά και εικονίσματα και από καιρού εις καιρό να λιβανίζουν. Την επιτομή της αισθητικής παρωδίας έδιναν οι μακριές γενειάδες. Ένα αμιγώς ιουδαϊκό τελετουργικό, τόσο στην ουσία όσο και στην εμφάνιση. Και πως να μην είναι; Καθαρόαιμος Ιουδαίος ήτανε ο Χριστός και αίρεση του ιουδαϊσμού η συνακόλουθη θρησκεία του.

 

Δεν ήθελα καν να σκέφτομαι, τι είδους βιώματα θα έμεναν στα εύπλαστα ακόμη μυαλά των νεαρών δοκίμων, και πόση προσπάθεια και διάβασμα θα χρειαζότανε, για να τ΄ αποτινάξουν...

 

Για να ξεφεύγω από τις αποκαρδιωτικές αυτές σκέψεις αλλά και από την πλήξη, που μου προξενούσε το θρησκευτικό μέρος, συνήθως κατέφευγα σε αναπολήσεις. Άλλοτε πάλι χάζευα τα παραταγμένα τμήματα.

 

Το βλέμμα μου εστίαζε στις φυσιογνωμίες των ορκιζομένων. Δεν μου φαινόντουσαν χαμογελαστές ούτε χαρούμενες. Κυριαρχούσε ένα σφιχτό, σοβαροφανές και κουρασμένο ύφος. Θα πρέπει να είχαν ήδη συμπληρώσει πάνω από μία ώρα ακίνητης παράταξης, αντικρυστά στον Ήλιο, και τώρα έπρεπε λιβανιζόμενοι να υπομείνουν και για τουλάχιστον ένα ακόμη εικοσάλεπτο «την σοφίαν του Αγίου Ευαγγελίου».

     

Μετά θα ακολουθούσε η πεμπτουσία της όλης τελετής. Η απονομή των ξιφών από τον Πρόεδρο. Μία πραγματικά κορυφαία στιγμή για κάθε αξιωματικό, η οποία, μετά την βαρειά ατμόσφαιρα του μακρόσυρτου θρησκευτικού μέρους, έμοιαζε αποκομμένη από την όλη τελετή, δίνοντας την εντύπωση, ότι ήταν η επωδός μιας θρησκευτικής λειτουργίας. Ήταν η κορωνίδα της εκδήλωσης, και πραγματικά λυπόσουνα, που δεν την πλαισίωνε κανένα χαρμόσυνο τελετουργικό, παρά μόνο η ξερή αναγγελία του εκάστοτε ονόματος και τα λίγα, διστακτικά χειροκροτήματα των συγγενών και φίλων, τα οποία ηχούσαν δειλά και άτολμα μέσα στην γενική βουβαμάρα που επικρατούσε.

 

 

Ορκωμοσία χωρίς λιβάνια κι ευαγγέλια

 

Η αναπόληση, κατά την διάρκεια του θρησκευτικού μέρους, με είχε οδηγήσει πολλά χρόνια πίσω, στα πρώτα εφηβικά μου. Τότε που, λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων τού πατέρα μου, ζούσαμε στην Νέα Υόρκη. Εκεί πέρασα τις τρεις τελευταίες τάξεις τού δημοτικού και την πρώτη τού γυμνασίου, σε μια εποχή (αρχές της δεκαετίας τού ΄60) όπου η, από κάθε άποψη, διαφορά μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης ήτανε κυριολεκτικά χαοτική.

 

Χωρίς να είμαι βέβαιος, πώς θα διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας μου υπό διαφορετικές συνθήκες, πιστεύω ωστόσο ότι από την ανατροφή μου μέσα στο αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα απέκτησα μία ροπή προς τον ρεαλισμό, την κυνικότητα, την πρακτικότητα και, έως ένα σημείο, την έλλειψη του ενθουσιώδους μεσογειακού ταμπεραμέντου.

 

Η σημερινή τελετή μου έφερε στον νου μίαν αντίστοιχη εμπειρία της εποχής εκείνης, η οποία επανερχότανε συχνά σε παρόμοιες περιστάσεις. Ήταν ο δεύτερος χρόνος στην Αμερική, όταν η οικογένεια ενός πολύ στενού μου φίλου και συμμαθητή με κάλεσε να πάω μαζί τους στην Αννάπολις (αντίστοιχη Σχολή Δοκίμων των ΗΠΑ), για να παρακολουθήσω την τελετή αποφοίτησης τού μεγάλου τους γυιού, ο οποίος θα ονομαζότανε Σημαιοφόρος του Αμερικάνικου Πολεμικού Ναυτικού. Μία εκδρομή και μία εμπειρία που θυμάμαι, τότε, με είχε πραγματικά ενθουσιάσει. Είναι γεγονός, ότι μετά από τόσα χρόνια λίγες λεπτομέρειες έχουν απομείνει στην μνήμη μου. Εκείνο όμως που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι η εικόνα μιας τελετής διάχυτης από έντονη χαρά.

 

   

Η όλη εκδήλωση ήταν εορταστική, με την στρατιωτική ατμόσφαιρα, σκόπιμα, να παραμένει διακριτικά στο περιθώριο. Άκουσα ομιλίες από τον αρχηγό τής τάξης, από καθηγητές και αξιωματικούς. Όλες ζωντανές, χαλαρές, με γλαφυρές περιγραφές από την καθημερινότητα της σχολικής ζωής και όλες με μεγάλη δόση χιούμορ, έστω και αμερικάνικου. Ιερείς, λιβάνια και ευαγγέλια δεν θυμάμαι πουθενά.

 

Το αποκορύφωμα της τελετής ήταν ένα εντυπωσιακό πυροτέχνημα από άσπρα καπέλλα, τα οποία πετούσαν οι τελειόφοιτοι στον αέρα, συνοδευμένο από κραυγές χαρούμενων ξεσπασμάτων, γέλια, αγκαλιές και χοροπηδήματα πάνω στο άψογα κουρεμένο γρασίδι τού χώρου τελετών της αμερικάνικης Σχολής. Η τελετή τελείωνε με παρέλαση των νεο-ορκισθέντων ανάμεσα από πολύχρωμα μπαλόνια στα χρώματα της αμερικάνικης σημαίας, που υψωνόντουσαν προς τον ουρανό. Ήτανε μιά στρατιωτική γιορτή, με την οποία η Σχολή τιμούσε και αποχαιρετούσε τους νέους Σημαιοφόρους τού Αμερικανικού Ναυτικού.

 



      

     Αριστερά: Έλληνες ανώτατοι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού εκδηλώνουν την ευσέβειά τους κατά τη διάρκεια τελετής.

   

     Δεξιά: Το πέταγμα των καπέλλων. Αποκορύφωμα των τελετών αποφοίτησης από τη Ναυτική Ακαδημία των Η.Π.Α. Εικόνες διάχυτης χαράς, χωρίς ιερείς, ψαλμωδίες, εικόνες, κεριά, λιβάνια και θρησκευτική κατάνυξη.

 


«Πάντες προσοχή!» Το σθεναρό πρόσταγμα τού επικεφαλής των τμημάτων αξιωματικού ακούστηκε δυνατά μέσα στην σιωπή, που ακολούθησε το τέλος τής διαδικασίας απονομής των ξιφών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σχεδόν ταυτόχρονα, ακούστηκε ένας καταιγισμός κλαγγών, καθώς η σιδερένια απόληξη τού υποκόπανου των όπλων χτυπούσε με δύναμη στο τσιμέντο της πλατείας.

Στον ίδιο δυνατό τόνο ακολούθησε το πρόσταγμα «κλίνατε επί δεξιά». Και πάλι ακούστηκε ένας δυνατός υπόκωφος θόρυβος τακουνιών, καθώς οι απόφοιτοι, σε άκαμπτη στάση προσοχής, έκαναν κοφτή στροφή δεξιά και χτύπησαν με δύναμη το αριστερό πόδι στην άσφαλτο. Όλοι τους είχαν ύφος αγέρωχο, τεντωμένη μέση και ψηλά το κεφάλι.

Μέσα σʼ αυτό το κλίμα της σοβαροφανούς βουβαμάρας είχανε περάσει είκοσι λεπτά θρησκευτικής «κατάνυξης», ακολουθούμενα από την «ψυχρή» διαδικασία της απονομής των ξιφών και τελειώνοντας με μία δεκάλεπτη «αποστεωμένη» ομιλία τού διοικητή, με χιλιοειπωμένες νουθεσίες για υψηλά ιδανικά και εθνικά ιδεώδη.

Έτσι ψυχρά τελείωνε η δική μας τελετή αποφοίτησης κι έτσι σιωπηλά και άχρωμα ξεκίναγε η σταδιοδρομία των νέων Σημαιοφόρων του Πολεμικού Ναυτικού. (Ναύαρχος Αντ. Αντωνιάδης, επίτιμος Αρχηγός Γ.Ε.Ν.).

 
Σημείωση: 

Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο τού ναύαρχου Αντ. Αντωνιάδη Κρεμώντας τη στολή, εκδ. «Κάκτος».   

 

 

Διαβάστε επίσης:

 

Οι μύθοι τής "εθνικής" μας στρατηγικής. Ο ναύαρχος Αντώνιος Αντωνιάδης ξεσκεπάζει τις αυταπάτες της Ρωμιοσύνης σε Αιγαίο και ελληνοτουρκικά

 

Ο κ. Αντώνης Αντωνιάδης (γεν. Σκύρο, 1946) είναι Ναύαρχος ε.α. και Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΝ.
Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1967 ως μάχιμος Σημαιοφόρος. Υπηρέτησε σε πλοία επιφάνειας, καθώς και σε επιτελικές και διοικητικές θέσεις. Διατέλεσε Κυβερνήτης του οχηματαγωγού ΡΟΥΣΣΕΝ, Υπασπιστής του Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, Κυβερνήτης του αντιτορπιλικού ΣΦΕΝΔΟΝΗ, Διοικητής Πλοίων Αποβάσεως και της Σχολής Αμφιβίων Επιχειρήσεων και Διευθυντής Αμυντικής Πολιτικής του ΓΕΕΘΑ. Ανέλαβε καθήκοντα Διοικητή Διοικητικής Μέριμνας Ναυτικού και Ναυτικής Εκπαίδευσης, Αρχηγού Στόλου και Αρχηγού ΓΕΝ. Ενδιάμεσα, εκτός από άλλες μονάδες του Στόλου, υπηρέτησε στο ΓΕΝ, το ΓΕΕΘΑ και την Εθνική Στρατιωτική Αντιπροσωπεία στη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ.
Εκπαιδεύθηκε σε μονάδες του 6ου Στόλου των ΗΠΑ, μετεκπαιδεύθηκε στο Πυροβολικό στις ΗΠΑ λαμβάνοντας Πτυχίο Εξειδίκευσης Οπλισμού. Επίσης, εκπαιδεύθηκε στην Ιταλία και φοίτησε στη Ναυτική Σχολή Πολέμου και τη Διακλαδική Σχολή Επιτελών Εθνικής Άμυνας.
Αποστρατεύθηκε το 2005.