Η εφαρμογή Uber
Το έτος 2009 ιδρύθηκε η UberCab από τους Garrett Camp και Travis Kalanick.
Υφίστανται δύο εκδοχές για την πηγή έμπνευσης της ιδέας: Σύμφωνα με αυτήν που παρουσιάζει η ίδια η εταιρεία, αυτή προήλθε από τη δυσκολία στην ανεύρεση ταξί τα Χριστούγεννα του 2008 στο Παρίσι, ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη υποστηρίζεται ότι η ιδέα γεννήθηκε την παραμονή της προηγούμενης Πρωτοχρονιάς, όταν ο ίδιος ο Camp χρειάστηκε να καταβάλει $ 800 για να μισθώσει με φίλους ένα πολυτελές αυτοκίνητο με ιδιωτικό οδηγό. Αυτή ήταν η αφορμή για την αναζήτηση τρόπων μείωσης του κόστους των υπηρεσιών μαύρων αυτοκινήτων. Συνειδητοποίησε ότι η κατανομή του κόστους μεταξύ των ανθρώπων θα μπορούσε να καταστήσει την υπηρεσία προσιτή.
Δύο χρόνια αργότερα, το έτος 2011, το όνομα άλλαξε σε αυτό που είναι γνωστό σήμερα: Uber — μια αναφορά στη γερμανική λέξη über, που σημαίνει «σούπερ», αφαιρώντας τη λέξη cab (=ταξί), κατόπιν αντιδράσεων από τους επαγγελματίες αυτοκινητιστές της πόλης του Σαν Φρανσίσκο.
Η Uber είναι μια αμερικανική ηλεκτρονική εταιρεία με έδρα το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Η εταιρεία μετέφερε την έδρα της στην πρωτεύουσα των start ups και των νέων τεχνολογιών το 2011, καθώς μεσολάβησε η κυκλοφορία beta έκδοσης της εφαρμογής το 2010.
Η Uber, μας συστήνεται ως εξής:
Ξεκίνησε ως μια απλή ιδέα: Τι θα λέγατε αν μπορούσατε να ζητήσετε μια μεταφορά με αυτοκίνητο από το τηλέφωνό σας;
Πάνω από πέντε δισεκατομμύρια ταξίδια αργότερα, εργαζόμαστε για να κάνουμε τις μεταφορές ασφαλέστερες
και πιο προσιτές, βοηθώντας τους ανθρώπους να παραγγείλουν γρήγορα και οικονομικά φαγητό,
μειώνοντας τη συμφόρηση στις πόλεις, αυξάνοντας τους επιβάτες σε λιγότερα αυτοκίνητα
και δημιουργώντας ευκαιρίες για τους ανθρώπους να εργάζονται με τους δικούς τους όρους.
Η φράση «Πατήστε ένα κουμπί και βρείτε οδηγό» (ελεύθερη απόδοση της φράσης «Tap a button, get a ride») συνοψίζει αυτό που είναι η Uber. Η εταιρεία δίνει την επιλογή, σε οποιονδήποτε χρησιμοποιεί smartphone, να κατεβάσει χωρίς χρέωση την εφαρμογή, να γίνει μέλος της κοινότητας και να ζητήσει τη μεταφορά του απλά και μόνο προσδιορίζοντας τον τόπο που βρίσκεται και τον τόπο προορισμού. Το πρόγραμμα λογισμικού αποστέλλει αυτόματα έναν οδηγό Uber —συνήθως τον πλησιέστερο στον χρήστη— στη θέση στην οποία ο πελάτης βρίσκεται και από όπου ο οδηγός μεταφέρει τον πελάτη στον τελικό του προορισμό.
Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι οι οδηγοί χρησιμοποιούν τα δικά τους αυτοκίνητα και, επομένως, η εταιρεία δεν επιβαρύνεται με το κόστος συντήρησης των αυτοκινήτων ή των καυσίμων. Συνεπώς, η εταιρεία αναπτύσσει, προωθεί και λειτουργεί την εφαρμογή για τα κινητά τηλέφωνα.
Το επιχειρηματικό μοντέλο βασίζεται στην οικονομία διαμοιρασμού, καθώς η εφαρμογή λειτουργεί ως peer-to-peer, δεδομένου ότι οι πελάτες είναι οι χρήστες και οι πάροχοι της υπηρεσίας. Η ψηφιακή πλατφόρμα επιτρέπει στους χρήστες να «συναντώνται» και να ανταλλάσσουν «φυσικές υπηρεσίες». Η Uber επέκτεινε τις δραστηριότητές της χρησιμοποιώντας την «τεχνολογία για να δώσει στους ανθρώπους ό,τι θέλουν, όταν το θέλουν», είτε πρόκειται για «μια βόλτα, ένα σάντουιτς, ή ένα δέμα».
Τον Ιούλιο του 2012, η εταιρεία παρουσίασε την υπηρεσία UberX, η οποία επιτρέπει στους χρήστες να γίνονται οδηγοί της Uber χρησιμοποιώντας μη πολυτελή οχήματα, υπό την προϋπόθεση ότι τα οχήματα αυτά προηγουμένως έχουν υποβληθεί σε έλεγχο ιστορικού και πληρούν κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις ασφαλείας.
Στην αρχή, το κόστος της υπηρεσίας για τον χρήστη κυμαινόταν στο ίδιο επίπεδο με αυτό της υπηρεσίας που προσέφεραν οι επαγγελματίες αυτοκινητιστές – οδηγοί ταξί. Όμως, σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι τιμές αυτές μειώθηκαν σημαντικά, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια μεταξύ των οδηγών ταξί και τις αντιδράσεις αυτών, καθώς ο ανταγωνισμός αυξήθηκε σημαντικά.
Χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
και των «έξυπνων» κινητών
Tα μέσα που χρησιμοποιεί η Uber για την επικοινωνία των υπηρεσιών στους πελάτες συνίστανται κατ΄ αρχάς στην πλατφόρμα της Uber που χρησιμοποιείται από τους χρήστες μέσω της αντίστοιχης εφαρμογής για smartphone. Σημαντική μέθοδος συνιστά επίσης η από στόμα σε στόμα επικοινωνία (word of mouth), η οποία έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή της. Εκεί, όμως, που η Uber δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα είναι στο marketing για την προσέγγιση και επικοινωνία με τους χρήστες και τους υποψήφιους νέους πελάτες χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στην ως άνω απεικόνιση εμφαίνεται ο αριθμός χρηστών που έχουν δηλώσει ότι τους αρέσει η σελίδα κατά την 17 Μαΐου 2018, ο οποίος υπερβαίνει τα 19,5 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με την έκθεση της στρατηγικής marketing που υιοθέτησε η εταιρεία για το 2017, αυτή επικεντρώθηκε στην αύξηση του αριθμού followers στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα οποία η εταιρεία διατηρεί λογαριασμό, ήτοι στο Facebook, στο Twitter, στο Instagram και στο LinkedIn. Υπό το πρίσμα αυτό, η στρατηγική marketing στράφηκε σε πιο σχετικό και δημιουργικό περιεχόμενο και στην παροχή ποιοτικής υπηρεσίας υποστήριξης των πελατών. Στο πλαίσιο αυτό, η Εταιρεία έθεσε τους ακόλουθους στόχους:
1) Την αύξηση των ακολούθων στο Twitter, στο Instagram και στο LinkedIn σε 1 εκατομμύριο εντός ενός έτους.
2) Την προώθηση των σχέσεων με τους πελάτες απαντώντας στα σχόλια πιο γρήγορα και αποτελεσματικά σε όλα τα social media.
3) Την αύξηση των μοναδικών επισκεπτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωασης κατά 20% σε διάστημα δώδεκα μηνών με τη χρήση hashtags και φωτογραφιών που συνοδεύονται από αναρτήσεις.
Παρατηρούμε ότι η εταιρεία θέτει δύο στόχους: έναν ποσοτικό, ο οποίος αφορά το πλήθος των ακολούθων και έναν ποιοτικό, ο οποίος αφορά την εδραίωση της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας του brand, παρέχοντας εξαιρετική υπηρεσία υποστήριξης και εξυπηρέτησης καταναλωτών. Για την προώθηση αυτών έχουν υιοθετηθεί δύο σλόγκαν «Πήγαινε όπου χρειάζεται να πας, κάνε τη μεταφορά όπως θες» και «Φτάσε με στυλ».
Περαιτέρω, αναφορικά με τη συμπεριφορά των χρηστών – οδηγών προβλέπεται ότι αυτοί δέον να συμπεριφέρονται με τρόπο που αρμόζει σε πρεσβευτή των ιδανικών της εταιρείας, με σεβασμό και επαγγελματισμό σε ο,τιδήποτε αφορά την Uber. Σημαντικό είναι ότι δεν τους επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε συσχετισμό με την εταιρεία.
Η χρήση του κινητού τηλεφώνου που επιτρέπει την χρήση εφαρμογών και την πρόσβαση στο διαδίκτυο συνιστά τη ραχοκοκαλιά της Uber. Και τούτο συμβαίνει διότι χωρίς τα smartphone, η Uber δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, να υλοποιήσει τους στόχους της. Τα smartphones έχουν δώσει τη δυνατότητα στους χρήστες να εισέρχονται στην εφαρμογή από οποιονδήποτε τόπο, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή να έχουν προσχεδιάσει το δρομολόγιό τους. Η πρόσβαση αυτή από κινητό τηλέφωνο προσφέρει ευελιξία και ταχύτητα, εξοικονομώντας χρόνο και παρέχοντας ασφάλεια. Προκύπτει εύλογα, ότι τα θεμελιώδη αυτά στοιχεία, στα οποία βασίζεται ολόκληρο το νόημα της Uber, δεν θα υφίσταντο χωρίς την τεχνολογική εξέλιξη των smartphones.
Η επιχείρηση έχει καταφέρει να οικοδομήσει ένα δυναμικό brand name μέσα από τις εμπειρίες και τις υπηρεσίες που προσφέρει, έχοντας πλέον διεισδύσει στην καθημερινότητα των χρηστών. Παραδείγματος χάριν, πολλοί χρήστες έχουν συνδυάσει τη χρήση Uber με τη νυχτερινή διασκέδαση, καθώς παρέχει ευελιξία, ασφάλεια και ευκολία. Η εδραίωση εμπιστοσύνης, ως αυτή έχει επιτευχθεί με την αξιοποίηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης αλλά και εργαλείων όπως είναι η αξιολόγηση, έχει οδηγήσει στην αναγνωρισιμότητα της εταιρείας, αποφέροντάς της σημαντικά κέρδη.
Αντιδράσεις κατά της Uber
Το μοντέλο της οικονομίας διαμοιρασμού έχει δημιουργήσει μια σειρά ζητημάτων που άπτονται με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των εφαρμογών που την εφαρμόζουν. Το τελευταίο διάστημα η Uber έχει βρεθεί στο στόχαστρο τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί της υποθέσεως 434/15, κρίθηκε ότι η προσφερόμενη υπηρεσία από την Uber η οποία συνδέει ιδιώτες με μη επαγγελματίες οδηγούς συνιστά υπηρεσία που διέπεται από τα οριζόμενα για τις υπηρεσίες μεταφοράς.
Το 2014, μια επαγγελματική ένωση οδηγών ταξί στη Βαρκελώνη άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, ζητώντας να κρίνει ότι οι δραστηριότητες της Uber που λειτουργούν εκεί αποτελούν παραπλανητικές πρακτικές και πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Τούτο δε βασίστηκε στο γεγονός ότι ούτε η Uber Systems Ισπανία ούτε οι μη επαγγελματίες οδηγοί των εν λόγω οχημάτων διαθέτουν τις άδειες που απαιτούνται βάσει του κανονισμού για τις υπηρεσίες ταξί στη μητροπολιτική περιοχή της Βαρκελώνης.
Για να διαπιστωθεί αν οι πρακτικές της Uber μπορούν να χαρακτηριστούν ως αθέμιτες πρακτικές που παραβιάζουν το οικείο νομικό πλαίσιο περί αθέμιτου ανταγωνισμού, το Δικαστήριο έκρινε ως αναγκαίο να εξακριβώσει, εάν απαιτείται η Uber να διαθέτει διοικητική έγκριση. Δεδομένου τούτου, κρίθηκε αναγκαίο να καθοριστεί αν οι υπηρεσίες που παρέχει η Uber πρέπει να θεωρούνται υπηρεσίες μεταφορών, υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ή συνδυασμός και των δύο, καθώς ανάλογα με την ταξινόμηση θα κριθεί ο απαραίτητος ή μη χαρακτήρας της έκδοσης διοικητικής άδειας.
Το Δικαστήριο της Ισπανίας έθεσε το ανωτέρω προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο αυτό έκρινε την Uber ως μια υπηρεσία διαμεσολάβησης, σκοπός της οποίας είναι να συνδέσει, με τη χρήση εφαρμογής smartphone και έναντι αμοιβής, τους μη επαγγελματίες οδηγούς που χρησιμοποιούν το όχημά τους με πρόσωπα που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν αστικές μετακινήσεις, και δέον να θεωρηθούν ως εγγενώς συνδεδεμένες με μια υπηρεσία μεταφορών. Με αυτόν τον τρόπο οι υπηρεσίες χαρακτηρίζονται ως «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια της νομοθεσίας της ΕΕ και κατά συνέπεια, μια τέτοια υπηρεσία δεν πρέπει να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών γενικά, καθώς και στις υπηρεσίες που αναφέρονται στην οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Συνεπώς, δυνάμει της ανωτέρω απόφασης του Δικαστηρίου, η Uber καλείται α συμμορφώνεται στα όσα ορίζει η νομοθεσία εκάστου κράτους – μέλους για τους επαγγελματίες οδηγούς ταξί. Κάτι τέτοιο, είναι πασίδηλο, ότι δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την υπηρεσία, καθώς αντιβαίνει στο ίδιο το πνεύμα αυτής.
Πέραν της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε εθνικό επίπεδο, η Uber δέχθηκε σημαντικό πλήγμα με την ψήφιση του νόμου 4530/2018, με την εφαρμογή του οποίου η εταιρεία οδηγήθηκε σε αναστολή της υπηρεσίας UberX, αυτής δηλαδή που συνέδεε χρήστες που αναζητούσαν μεταφορά με μη επαγγελματίες οδηγούς.
Η εταιρεία προέβη στην από 5 Απριλίου 2018 ανακοίνωση αναφέροντας ότι από τότε ξεκίνησε τη λειτουργία της στην Ελλάδα το 2015, το UberX αποτέλεσε μία από τις πλέον δημοφιλείς επιλογές στην Αθήνα για ασφαλή μετακίνηση στην πόλη, καθώς περισσότεροι από 450.000 κάτοικοι και τουρίστες από ολόκληρο τον κόσμο έχουν πραγματοποιήσει τις μετακινήσεις τους μέσα από την εφαρμογή.
Ωστόσο, το νέο νομοθετικό πλαίσιο που ψηφίστηκε επηρέασαν τις υπηρεσίες ridesharing, σε τέτοιο βαθμό που κρίθηκε ως απαραίτητο να αξιολογηθεί εκ νέου εάν η λειτουργία είναι εφικτή. Έτσι, η λειτουργία του UberX ανεστάλη μέχρι την εξεύρεση νέας λύσης.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι αποσπάσματα από τη διπλωματική εργασία
της κ. Καλλιόπης Καπνιά με τίτλο: «Από την κοινωνική δικτύωση στη δικτύωση των αγαθών
στην οικονομία: Μελέτες περίπτωσης Airbnb και Uber» / Πάντειο Πανεπιστήμιο / Σχολή
Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού, Αθήνα, 2018 (pandemos.panteion.gr).