“ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΚΟΒΕΤΑΙ
ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΙ”

Θηριωδίες
του ελληνικού στρατού
σε βάρος τούρκων αμάχων
κατά τη μικρασιατική εκστρατεία

Ο Κασαμπάς ‒σήμερα Turgutlu‒ μετά την πυρπόλησή του στις 24 Αυγούστου 1922 από τον ελληνικό στρατό.
Φωτογραφία τραβηγμένη πέντε μήνες αργότερα, για λογαριασμό του παρισινού Αρχείου Αλμπέρ Καν.



«Όλα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-ασκέρ».
Νίκος Βασιλικός, Πολεμικό ημερολόγιο (4/9/1921).



Ο καλοπροαίρετος συμπολίτης μας, που θα ξεφυλλίσει την πολυσυζητημένη Συνθήκη της Λωζάννης, την ειρηνευτική δηλαδή συμφωνία που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 μεταξύ της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, επτά συμμαχικών χωρών κι εξακολουθεί μέχρι σήμερα ν’ αποτελεί τον πυλώνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα μείνει μάλλον άναυδος διαβάζοντας το άρθρο 59, το σχετικό με την εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων του μικρασιατικού πολέμου που προηγήθηκε.

Το πλήρες κείμενό του έχει ως εξής:

Η Ελλάς αναγνωρίζει την υποχρέωσιν αυτής, όπως επανορθώση τας προξενηθείσας εν Ανατολία ζημίας εκ πράξεων του ελληνικού στρατού ή της ελληνικής διοικήσεως, αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου.

Εξ άλλου η Τουρκία, λαμβάνουσα υπ’ όψιν την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος, ως αύτη προκύπτει εκ της παρατάσεως του πολέμου και των συνεπειών αυτού, παραιτείται οριστικώς πάσης απαιτήσεως κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί επανορθώσεων.



Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Η Ελλάδα, διά χειρός του αντιπροσώπου της Ελευθερίου Βενιζέλου, παραδέχεται με κάθε επισημότητα, ότι τα στρατεύματά της διέπραξαν εγκλήματα πολέμου στη Μικρασία κι αναλαμβάνει την ευθύνη για καταβολή αποζημιώσεων στην Τουρκία· έστω και συμβολικά μόνο, αφού η Άγκυρα αποποιείται με τη σειρά της κάθε αποζημίωση, χάριν της περίθαλψης των ελληνορθόδοξων τέως υπηκόων της, που κατέκλυζαν ως πρόσφυγες το καταχρεωμένο ελληνικό βασίλειο.

Η σημασία αυτής της παραδοχής ενισχύεται από το γεγονός, ότι το παραπάνω άρθρο είναι το μόνο, σε σύνολο 143, όπου γίνεται λόγος για εγκλήματα πολέμου. Ούτε οι σφαγές των ελληνικών πληθυσμών από τους κεμαλικούς, που η ελληνική Βουλή αναγόρευσε μάλιστα το 1998 σε «γενοκτονία», ούτε καμιά άλλη βιαιότητα απ’ όσες διαπράχθηκαν στο πλαίσιο εκείνης της πολύπλευρης σύρραξης αξιώθηκε παρόμοια διεθνή νομική αναγνώριση.



Μαρτυρίες βετεράνων

Η γλαφυρότερη περιγραφή των πεπραγμένων του ελληνικού στρατού στη Μικρασία προέρχεται από τους ίδιους τους φαντάρους και τους αξιωματικούς του, τα ημερολόγια και τα απομνημονεύματά τους. Οσο κι αν οι πηγές αυτές δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένες από τη συνήθη σ’ αυτές τις περιπτώσεις αυτοπροστατευτική ωραιοποίηση κι αυτολογοκρισία, παραμένουν ωστόσο αρκετά αποκαλυπτικές για την πραγματική φύση της εθνικής εξόρμησης που κατέληξε στην πολύνεκρη τραγωδία της Σμύρνης.

Σύμφωνα με την επίσημη ελληνική στατιστική, η Ζώνη Κατοχής της Σμύρνης, που παραχωρήθηκε προσωρινά στην Ελλάδα από τη Συνθήκη των Σεβρών (10/8/1920), κατοικούνταν από ισοδύναμους πληθυσμούς ελληνορθόδοξων (46,3%) και μουσουλμάνων (48,6%). Οι απόρρητες υπηρεσιακές απογραφές της ελληνικής Διοίκησης σκιαγραφούν ωστόσο, μια αρκετά διαφορετική πραγματικότητα, με τους ελληνορθόδοξους λιγότερους από 40%.

Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα βρέθηκε έτσι ευθύς εξαρχής αντιμέτωπο με μια ένοπλη αντίσταση εκ μέρους των τούρκων εθνικιστών, η οποία απολάμβανε την ανοιχτή ή συγκαλυμμένη υποστήριξη της πλειοψηφίας του τοπικού πληθυσμού.

Για την καταστολή αυτού του αντιστασιακού κινήματος, κάτω από τη στενή επίβλεψη της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης, ο ελληνικός στρατός κατέφυγε στις κλασικές μεθόδους αντιεξέγερσης: χτένισμα της υπαίθρου σε αναζήτηση «συμμοριτών», συστηματικά βασανιστήρια για την απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις και τα δίκτυα υποστήριξης του αντάρτικου, αιματηρά αντίποινα για κάθε επίθεση εναντίον του στρατού κατοχής και καταστροφή κάθε οικισμού που πρόβαλλε αντίσταση στην προέλασή του. Στο περιθώριο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων σημειώνονται φυσικά και ατομικές ή ομαδικές παρεκτροπές όπως λεηλασίες ή και βιασμοί.

Το πρώτο, αντιμετωπίζεται συνήθως από την ιεραρχία με ανοχή, σαν παράπλευρη κάλυψη των χρόνιων αδυναμιών της επίσημης επιμελητείας.

Οι δεύτεροι, θεωρούνται φυσικά τιμωρητέο έγκλημα, έστω κι αν οι αξιωματικοί συχνά προτιμούν να κλείσουν τα μάτια, παρά να παραπέμψουν τους υφισταμένους τους στο Στρατοδικείο.

Σε γενικές πάντως γραμμές η Κατοχική Διοίκηση προσπαθεί να περιορίσει αυτές τις καταχρήσεις εξουσίας, έχοντας επίγνωση του αντιστρέψιμου των κατακτήσεων: «Στρατηγοί, ε στρατηγοί! Δίνουμε εξετάσεις. Κι αν έρθουμε μεταξεταστέοι, τη χάσαμε τη Σμύρνη» θυμίζει ο ηρακλειώτης ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης στους επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, την επαύριο μιας ταραγμένης νύχτας στη συνοικία Μπασμαχανέ της Σμύρνης (Σ. Χατζήμπεη: Μια ζωή γεμάτη αγώνες, Αθήνα, 1965, εκδ. Μέλισσα).

«Η θέσις μας εν Σμύρνη από ημέρας εις ημέρας καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα εκ των παρεκτροπών του στρατού μας» εκτιμά έτσι στις 18/7/1919 ο πρωθυπουργός, προειδοποιώντας ότι αν «οι στρατιωτικοί μας δεν συνέλθουν εκ της μέθης εις ήν φαίνονται ευρισκόμενοι, και δεν προλάβουν πάσαν νέαν παρεκτροπήν, θα καταντήσωμεν να εξωσθώμεν εκ Σμύρνης κακήν κακώς, εξηυτελισμένοι και ταπεινωμένοι».

Οι αφηγήσεις των φαντάρων είναι συνήθως αρκετά λακωνικές κατά την περιγραφή παρόμοιων περιστατικών. Μετά την ανακατάληψη του Αϊδινίου τον Ιούνιο του 1919, διαβάζουμε π.χ. στο ημερολόγιο ενός τσολιά από τη Βοιωτία: «Ο διοικητής μας Γεώργιος Κονδύλης, μας δίνει το δικαίωμα να πράξουμε ό,τι βαστάει η ψυχή μας. Πράγματι, μερικοί φαντάροι άρχισαν να κάνουν πολλά έκτροπα σ’ αντίποινα» (Χ. Καραγιάννη: Το ημερολόγιον, 1918-1922, Αθήνα, 1976).


Διαφωτιστικότερος αποδεικνύεται εδώ ο μικρασιάτης Ηλίας Βενέζης στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Το νούμερο 31328 (και μόνο σ’ αυτή, καθώς στις επόμενες η επίμαχη παράγραφος κρίθηκε προτιμότερο ν’ απαλειφθεί):

IMAGE DESCRIPTIONΣτην κατοχή, όξω από την Πέργαμο, βρέθηκαν τα πτώματα, καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι και πεταλωμένοι. Ύστερα πήγε εκεί το 4ο Σύνταγμα. Έγινε ένα «Συνεργείο Αντιποίνων». Τοποθετήθηκε ένα νέο παιδί, μυτιληνιός. Ήταν μάνα.

Σκαρφίζουνταν ένα σωρό πράματα: Το κρανίο κόβεται σιγά σιγά με το πριόνι, ένα κύκλο γύρω, τα χέρια λιανίζουνται με μια βαριά, δυο μάτια βγαίνουν εύκολα με ό,τι νάναι. Οι εχτροί κουβανιούνταν στην παράγκα του Συνεργείου, βλέπαν και περιμέναν σειρά.

Η. Βενέζη: Το νούμερο 31328, Μυτιλήνη, 1931, σ. 62-3.



Εκτός από την πάταξη της τουρκικής αντίστασης, παρόμοιες μέθοδοι μπορούσαν φυσικά ν’ αξιοποιηθούν και για την ικανοποίηση ατομικών επιδιώξεων. Το πιστοποιούν οι αναμνήσεις ενός ρωμιού από τη Χηλή της Βιθυνίας, σχετικά με τη δραστηριότητα του έλληνα υπαξιωματικού και των «λιποτακτών» που είχαν διοριστεί φύλακες της ιδιαίτερης πατρίδας του:

Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως γυρεύαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα κι άναβαν χόρτα από κάτω, για να μαρτυρήσει πού έχουν όπλα, κι ύστερα πήγαινε ένας χηλήτης και του ’λεγε: «Δώσε εκατό λίρες να σε γλυτώσουμε».

Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών: Η έξοδος, τ. Α΄, Αθήνα, 1980, σ. 343.




Πόλεμος εξόντωσης

Στις συνθήκες της μεγάλης ελληνικής επίθεσης του Μαρτίου του 1921, η αστυνόμευση αποικιακού τύπου παραχωρεί αρκετά γρήγορα τη θέση της σ’ έναν αμείλικτο πόλεμο εξόντωσης, όπου στο στόχαστρο μπαίνουν όχι μόνο οι αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και σύμπας ο άμαχος μουσουλμανικός πληθυσμός. Τα τουρκικά χωριά κατά μήκος της προέλασης του ελληνικού στρατού, παραδίδονται συστηματικά στις φλόγες, βάσει εντολής του στρατηγείου, προκειμένου να στερηθούν οι αντάρτες τις βάσεις λογιστικής υποστήριξής τους· σε περίπτωση αντίστασης, η καταστροφή συμπληρώνεται με σποραδικές σφαγές κατοίκων.

Η συμπεριφορά των εισβολέων επιδεινώνεται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη μικτή εθνολογική σύνθεση των παραλίων, η ενδοχώρα κατοικούνταν σχεδόν ολοκληρωτικά από τουρκομουσουλμάνους. «Βδομάδες ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός και χρόνια ολόκληρα παρέμεινε σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα ήτανε αλλά και είναι ελληνικό» διαβάζουμε σε μία από τις πιο εύστοχες αναλύσεις των αμέσως επόμενων χρόνων. (Σ. Μάξιμου: Κοινοβούλιο ή δικτατορία;, Αθήνα, 1975, π.έ. 1930, σ. 19-20).


Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε, αποτελούν μόνο ελάχιστο μέρος του διαθέσιμου υλικού.

«Η φάλαγξ μας εσυνέχισε την πορείαν της προς Παζαρτζίκ, όπερ κατελάβομεν κατόπιν μικράς αντιστάσεως του εχθρού και το οποίον ο στρατός μας επυρπόλησε», διαβάζουμε π.χ. στο ημερολόγιο ενός ρεθυμνιώτη υπολοχαγού (30/6/1921).

«Ήτο κωμόπολις 3.500 κατοίκων περίπου, εις άκρον πλουσία και ωραία, ως εκ του τρόπου δε κατασκευής των οικιών του από σανίδας και ξύλα, κατεστράφη τελείως εκ της πυρκαϊάς εις διάστημα ολίγων μόνον ωρών. Οι κάτοικοι είχον εγκαταλείψει το χωρίον ευθύς ως αντελήφθησαν προελαύνοντα τα τμήματά μας, πλην ελαχίστων γερόντων, τους οποίους ηναγκάσθησαν να αφήσουν εκεί λόγω του δυσχερούς της μεταφοράς των»· τι απέγιναν αυτοί οι τελευταίοι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να το φανταστούμε (Π. Πρινιωτάκι: Ατομικόν ημερολόγιον. Μικρά Ασία, 1919-1922, Αθήνα 1998, εκδ. Εστία.

Εξίσου εύγλωττος είναι ένας αγρινιώτης λοχίας όσον αφορά τα «αντίποινα» για τον φόνο δύο φαντάρων σε κάποια ενέδρα: «Τα χωρία εκάησαν, αφού διερπάγησαν καταλλήλως. Αι δε χανούμ και οι τούρκοι, οίτινες προσεπάθουν να περισώσωσι ό,τι ηδύναντο να περισωθή εκ των φλογών, ετυφεκίζοντο!», (Α. Πολίτη: Η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Προσωπικές σελίδες ημερολογίου, Αθήνα 2009, εκδ. Σοκόλη).

Δύο μήνες μετά, κατά την αναδίπλωση από τον Σαγγάριο (4/9/1921), «τα υποχωρούντα τμήματα του στρατού μας θέτουν πυρ εις χωρία εξ ων διερχόμεθα και εις τα εν αφθονία ευρισκόμενα ακόμη εις τους αγρούς σιτηρά. Οι κάτοικοι των διαφόρων χωρίων, περίτρομοι, συγκεντρωμένοι εις τας παρυφάς των χωρίων των, περίλυποι αλλά και μη τολμώντες ουδέν να πράξωσι, παρακολουθούσι το θέαμα. Δυστυχώς, δεν έλειψαν και παρεκτροπαί και βιαιότητες των στρατιωτών μας». (Πρινιωτάκις, σ. 144).

Γλαφυρότερος είναι για το ίδιο βράδυ στο δικό του ημερολόγιο ένας στρατευμένος φοιτητής:

Όταν το σκοτάδι εμουτζούρωσε τα πάντα, ως άλλοι Νέρωνες από του ύψους γιγανταίου βράχου αποθαυμάζομεν αγρίας μεγαλοπρεπείας θέαμα. Όλα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-Ασκέρ, το οποίον μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα του πολιτισμού».



Σύμφωνα με επίσημη διαταγή της στρατιάς, εξηγεί, «πρέπει το παν να καίεται, εφ’ όσον δεν είναι δυνατόν να μετακομισθή». (Ν. Βασιλικού: Ημερολόγιο μικρασιατικής εκστρατείας, Αθήνα, 1992, εκδ. Γνώση).

Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις, βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε και μεις ακόμα καίγεται. Οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ ένα αρχαίο φρούριο, που είναι στη διάθεση των φαντάρων.

Ό,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουνε τούρκους χωρικούς γι’ αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσια και γυναίκες».

Χρήστος Καραγιάννης: Το ημερολόγιον, 1918-1922, Αθήνα, 1976.




Το δάσος που κλαίει

Την εικόνα συμπληρώνουν δυο ειδικές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες.

Η πρώτη είναι η συστηματική εθνοκάθαρση της χερσονήσου της Νικομήδειας, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1921. Εκκαθάριση, που τεκμηριώθηκε σχεδόν αμέσως με κάθε λεπτομέρεια, χάρη στην παρουσία ξένων παρατηρητών, όπως ο ιστορικός Αρνολντ Τόινμπι, μια Διασυμμαχική Επιτροπή κι ένας απεσταλμένος του ΔΕΣ.

Το έναυσμα για τη συστηματική βία που ασκήθηκε το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου πάνω στους εκεί μουσουλμάνους από τον ελληνικό στρατό και τους παραστρατιωτικούς συνεργάτες του, δόθηκε από την εισήγηση του Συμμαχικού Συμβουλίου (12/2/1921) για «αντικειμενική έρευνα των πληθυσμιακών δεδομένων στην Ανατολική Θράκη και τη Σμύρνη» ως προϋπόθεση για την τελική απόδοσή τους στην Ελλάδα.

Μολονότι απορρίφθηκε ομόφωνα από την ελληνική Βουλή, η πρόταση αυτή λειτούργησε ως κίνητρο για την εσπευσμένη εθνοκάθαρση των στρατηγικά κρίσιμων εδαφών μεταξύ Βασιλεύσουσας και Δυτικού Πόντου.


Η βρομοδουλειά διεκπεραιώθηκε από «ιδιώτες» παραστρατιωτικούς και επισφραγίστηκε από τον τακτικό στρατό και το ναυτικό μ’ ένα λουτρό αίματος που θυμίζει έντονα, αν και σε σαφώς μικρότερη κλίμακα, όσα έμελλε ν’ ακολουθήσουν την επόμενη χρονιά στην προκυμαία της Σμύρνης.

Η έκταση και η ένταση των αγριοτήτων ήταν ωστόσο τέτοια, που όχι μόνο υπονόμευσαν τις ελληνικές θέσεις στη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά προκάλεσαν και την πανικόβλητη φυγή του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού.

Η δεύτερη επιχείρηση ήταν η άγρια καταστολή, την άνοιξη του 1922, μιας αγροτικής εξέγερσης στην ορεινή περιοχή του Σιμάβ. Αγανακτισμένοι από τις υπερβολικές επιτάξεις της ελληνικής επιμελητείας και καθοδηγούμενοι από τους κεμαλικούς αντάρτες που παρεπιδημούσαν εκεί από καιρό, οι εξεγερμένοι εξολόθρευσαν σε ενέδρα μια στρατιωτική φάλαγγα, για να υποστούν ταχύτατα την πιο παραδειγματική τιμωρία.

Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ, «η παραμονή των χωρικών μετά των γυναικοπαίδων εις τα όρη και χαράδρας, όπου υφίσταντο τα πάνδεινα, προεκάλεσε την γενικήν αγανάκτησιν κατά των πρωταιτίων του κινήματος» και προσωρινή ειρήνευση της περιοχής.

Τι ακριβώς περιλάμβαναν αυτά «τα πάνδεινα», μας το εξηγεί ο τσολιάς από τη Βοιωτία που μετείχε στην εκκαθάριση:

Οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών και των παιδιών, δεν παύουνε μέρα νύχτα. Όλο το δάσος, και ιδίως τα πιο κλειστά μέρη, είναι γεμάτα κόσμο και ρουχισμό. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε έλληνα στρατιώτη.

[...] Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις των φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σ’ αυτό το διάστημα.

[...] Συνάντησαν, λένε, ολόκληρες οικογένειες, πολλές γυναίκες, όμορφες κι άσκημες. Αλλες κλαίγανε, άλλες θρηνούσανε τον άντρα τους, την τιμή τους.



Ο επικεφαλής των τιμωρών, συνταγματάρχης Παλαιολόγος, είχε δώσει στους άντρες του το ελεύθερο «να πράξουν ό,τι η συνείδηση κι η ψυχή τους βαστάει». Η εκστρατεία ολοκληρώθηκε με το κάψιμο κάθε κατοικημένου χώρου, ενίοτε μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους (Καραγιάννης 1976, σ. 290-7). Σε αντίθεση με τη Νικομήδεια, τούτη τη φορά δεν υπήρξαν πάντως εξωτερικοί παρατηρητές.


Ουσάκ, Φιλαδέλφεια (Alaşehir), Μαγνησία (Manisa). Τα ερείπια, που άφησε πίσω του ο ελληνικός στρατός, φωτογραφημένα τον Ιανουάριο του 1923 από το Αρχείο Αλμπέρ Καν.



Οι πύλες της Κόλασης

Η τρίτη και τελευταία φάση, απείρως αγριότερη από τις προηγούμενες, είχε πολύ διαφορετικό χαρακτήρα: δεν επρόκειτο πια για στοχευμένα ή παράπλευρα εγκλήματα στο πλαίσιο κατασταλτικών δραστηριοτήτων, αλλά για το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα ενός διαλυμένου στρατού μετά την τελική επίθεση του Κεμάλ στις 15 Αυγούστου 1922.

Η συλλογική άρνηση των ελλήνων φαντάρων να παραμείνουν στη Μικρασία («απεργία πολέμου» την αποκαλούν ουκ ολίγα απομνημονεύματα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας του εκάστοτε συντάκτη) και η απεγνωσμένη φυγή τους προς τη θάλασσα, συνοδεύτηκαν από ένα όργιο λεηλασιών, εμπρησμών και φόνων σε βάρος τόσο του μουσουλμανικού όσο και ‒σπανιότερα‒ του χριστιανικού πληθυσμού.

Όχι μόνο χωριά και κωμοπόλεις, αλλά και μεγάλα αστικά κέντρα, όπως το Αφιόν Καραχισάρ, το Ουσάκ, η Φιλαδέλφεια, ο Κασαμπάς, η Μάνισα και η Πάνορμος, μετατράπηκαν έτσι σε στάχτη από τους πανικόβλητους «απεργούς».

Η έκταση της καταστροφής ήταν τέτοια, που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια υπεκφυγής, ακόμη και στις λακωνικότερες περιγραφές:


Τις καταστροφές στις πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περάσαμε, τους εμπρησμούς και τις άλλες ασχημίες, δεν είμαι ικανός να περιγράψω και προτιμώ να μείνουν στη λήθη.

Ένας αξιωματικός, υπουργός Εσωτερικών αργότερα της κυβέρνησης Τσολάκογλου. (Π. Δεμέστιχα: Αναμνήσεις, Αθήνα, 2002, εκδ. Πελασγός).



Οι περισσότεροι δεν διστάζουν πάντως να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Τυπικό δείγμα:

Το Ουσάκ καίεται. Ολα τα γύρω χωριά παραδίδονται εις τας φλόγας. Φωτιά, παντού φωτιά.

[...] Μετά πορείαν δώδεκα συνεχών ωρών φθάνομεν εις το χωρίον Εϋνέκ, κείμενον εντός χαράδρας, φωτιζομένης με αγρίαν μεγαλοπρέπειαν από τας φλόγας του καιομένου χωρίου.

[...] Φθάνομεν εις τον Κασαμπά, ο οποίος καίεται απ’ άκρου εις άκρον. Το παμφάγον πυρ γλείφει με τας πυρίνας γλώσσας του αδιακρίτως τα κωδωνοστάσια των εκκλησιών καθώς και τους μιναρέδες των τζαμιών.

Ν. Βασιλικός: Ημερολόγιο μικρασιατικής εκστρατείας, Αθήνα, 1992, εκδ. Γνώση, σ. 182 & 187.



Ο τυφλός χαρακτήρας του ξεσπάσματος επανέρχεται στις περισσότερες αφηγήσεις. Ο επίλογος αυτής της ιστορίας υπήρξε εξαιρετικά θλιβερός.

Εξαίρεση σ’ αυτό το όργιο βίας, λόγω του μεγέθους αλλά και της πληθυσμιακής σύνθεσής της, αποτέλεσε η ίδια η Σμύρνη. Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, θα πυρποληθεί ωστόσο κι αυτή, από τους κεμαλικούς τούτη τη φορά· χιλιάδες άνθρωποι, ντόπιοι και πρόσφυγες, θα χαθούν με τη σειρά τους στις φλόγες.

Με τη συνήθη επιλεκτικότητά της η εθνική συλλογική μνήμη απ’ όλο το μακελειό της τριετίας θα κρατήσει τελικά μόνο αυτή την τελευταία εικόνα...




Πηγή:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από εκτεταμένα αποσπάσματα
από το άρθρο του Τ. Κωστόπουλου: Η Μαύρη Βίβλος του «Γιουνάν ασκέρ», efsyn.gr, 16.10.22.
Ο τίτλος και ο υπότιτλος είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».


Ο Τάσος Κωστόπουλος είναι δημοσιογράφος της "Εφημερίδας των Συντακτών", μέλος της συντακτικής ομάδας "Ο Ιός". Στο παρελθόν έχει εργαστεί στην "Αυγή" (1985-87), το περιοδικό "Σχολιαστής" (1986-90) και την "Ελευθεροτυπία" (1990-2012).
Είναι συγγραφέας των βιβλίων:
"Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία" (Αθήνα 2000, εκδ. Μαύρη Λίστα).
"Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη" (Αθήνα 2005, εκδ. Φιλίστωρ).
"Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922" (Αθήνα 2007, εκδ. Βιβλιόραμα).
"Το «Μακεδονικό» της Θράκης. Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους, 1956-2008" (Αθήνα 2009, εκδ. Βιβλιόραμα).