ΤΗΓΑΝΙΖΟΝΤΑΣ ΨΑΡΙΑ
ΣΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΙ

Διερεύνηση ενός θρύλου


Τον Νοέμβρη του 1850 ο Φλομπέρ βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Στις 22 του μηνός επισκέπτεται το Μπαλουκλί, και σημειώνει στο τετράδιό του: «Το μεγάλο νεκροταφείο της Σταμπούλ, τεράστιο. Πού να τελειώσει. Ατελείωτοι τάφοι και κυπαρίσσια. Τα άλογά μας τους διασχίζουν περνώντας από πάνω τους. Χαλί στρωμένο με ελληνικά μνήματα, το μέρος με τους φαναριώτες, τους απογόνους των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Εκκλησιά του Μπουλουκλί (των ψαριών): γυναίκες ασπάζονται στην είσοδο έναν Άι−Νικόλα, στο σημείο εκείνο η επιφάνεια μαύρη από τη βρωμιά. Οι πωλητές των κεριών πλήθος. Μας δείχνουν μια πηγή, όπου φτάνεις κατεβαίνοντας πολλά σκαλιά και που βρίσκεται μέσα σε μια μικρή υπόγεια εκκλησίτσα. Το νερό είναι τόσο καθαρό, που στην αρχή δεν το διακρίναμε καθόλου, και το είδαμε μονάχα, όταν έκανε ένα κυματάκι.

»Μας αφηγούνται τούτον τον θρύλο: ένας ναυτικός πεθαίνει στη θάλασσα. Προτού πεθάνει ορκίζει τον καπετάνιο του πλοιάριου να φέρει το νεκρό κορμί του σʼ αυτήν εδώ την εκκλησιά και να το γυρίσει τρεις φορές γύρω−γύρω. Ο καπετάνιος κράτησε την υπόσχεσή του, ο πεθαμένος αναστήθηκε κι έμεινε στο μοναστήρι. Η φήμη του θαύματος έφτασε έως την Αγγλία, όπου κάποιος, μη πιστεύοντάς την, βάλθηκε να πάει να δει τον αναστημένο. Τον βρήκε να τηγανίζει ψάρια δίπλα στη βρύση. Μη θέλοντας να πιστέψει το θαύμα, του είπε: Δεν θα το πιστέψω αυτό που μου λέτε, όπως δεν πιστεύω, ότι αυτά τα τηγανισμένα ψάρια μπορούν να ξανακολυμπήσουν. Ό,τι ειπώθηκε, έγινε. Πήδηξαν απʼ το τηγάνι στο νερό και ξανάρχισαν να κολυμπούν. Πραγματικά, βλέπουμε στο νερό μικρά ψαράκια, που μόλις διακρίνονται». (Gustave Flaubert, Voyage en Orient (1849−1851), Παρίσι, 1925, σελ. 251).

Σύμφωνα όμως με μιαν άλλην εκδοχή, ο άπιστος δεν ήταν εγγλέζος, παρά ένας συμπατριώτης του νεκραναστημένου: «έβγαλε απʼ το δισάκι του τηγανισμένα ψάρια, και κραύγασε: “Ξαναζωντανεύουν αυτά τα ψάρια;” Στη στιγμή έγινε ένα καινούριο θαύμα. Τα ψάρια ξαναζωντάνεψαν και πήδηξαν στην Πηγή, όπου τα βλέπει κανείς ακόμα». (H. Carnoy και J. Nikolaïdès, Folklore de Constantinople, Παρίσι, 1894, σελ. 58).

Το Μπαλουκλί, δηλαδή το μικρό μοναστήρι κι η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ήταν από τα σημαντικότερα ιερά της χριστιανικής Κωνσταντινούπολης. Έξω από τα τείχη, πλάι σε μια μικρή πηγή, κοντά στο παλιό βυζαντινό κοιμητήριο με τους τάφους των πατριαρχών και των αυτοκρατόρων, λίγο πέρα από την πύλη της Σηλυβρίας. Στο σημείο αυτό ίσως να υπήρχε και αρχαίο ιερό. Με τη χριστιανική λατρεία συνδέθηκε από τα μέσα του 5ου αιώνα: λέγεται, ότι η πηγή είχε καταπλακωθεί από χώματα κι αποκαλύφθηκε με θαυματουργό τρόπο σʼ έναν απλό και θεοφοβούμενο στρατιώτη. Αργότερα, όταν ο απλός αυτός στρατιώτης αναγορεύθηκε αυτοκράτωρ, Λέων ο Αʼ, έκτισε μιαν εκκλησία, που ο Ιουστινιανός την αντικατέστησε με μιαν άλλη, πιο μεγαλόπρεπη. Η πηγή −κάποτε ονομάζεται και πηγή του Αγίου Δημητρίου− αποδείχθηκε πολύ θαυματουργή: τα θαύματα πολλαπλασιάζονταν με τα χρόνια, σχετίζονταν μάλιστα και με αυτοκρατορικά πρόσωπα. Κοντά της λοιπόν, χτίστηκαν και παλάτια.

Στις αρχές του 14ου αιώνα, ένας σημαντικός συγγραφέας, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ανέλαβε να εξιστορήσει το σύνολο των θαυμάτων, που διαδόθηκαν στο ορθόδοξο ποίμνιο από τα διάφορα συναξάρια, που διαβάζονταν κατά την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, δηλαδή την Παρασκευή της Διακαινησίμου. Ορισμένα μάλιστα, περιλήφθηκαν και στην Αμαρτωλών σωτήρια, βιβλίο πολυδιαβασμένο από τις αρχές του 17ου έως τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα.

Ένα από τα πιο γνωστά θαύματα ήταν κι εκείνο ενός θεσσαλού, ο οποίος ξεκίνησε να πάει να προσκυνήσει. Ταξιδεύοντας για την Πόλη πέθανε στο καράβι, κι εξόρκισε τον καπετάνιο να τον μεταφέρει και νεκρό στην εκκλησία, όπου, όταν τον ράντισαν με το αγίασμα για να εκπληρωθεί μετά θάνατον το τάμα του, αναστήθηκε. Πρόκειται βέβαια, για την ιστορία, που διηγήθηκαν και στον Φλομπέρ − μονάχα, που η προσθήκη για τον άπιστο εγγλέζο και τα ψάρια δεν υπάρχει στις γραπτές αφηγήσεις. Τη βρίσκουμε όμως συνεχώς, και σε ποικίλες παραλλαγές, στις προφορικές − και η προσθήκη αυτή, το ξαναζωντάνεμα δηλαδή των ψαριών, θα είναι το θέμα μας.

Ο Fred. W. Hasluck (Χριστιανισμός και Ισλάμ την εποχή των σουλτάνων, Αʼ, Αθήνα, 2004, πρώτη αγγλική έκδοση 1929) αναφέρει, πως οι σύντροφοι του νεκρού θεσσαλού κρατούσαν ένα παστό ψάρι, που πέφτοντας στην Πηγή, ζωντάνεψε, όπως και ο νεκρός. Παραπέμπει αόριστα, ότι «την παράδοση αυτή την βρίσκουμε ήδη στους βυζαντινούς συγγραφείς».



 



Η Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί
ή Παναγιά η Μπαλουκλιώτισσα.
(Από το τούρκικο balik=ψάρι).


Φαίνεται, πως μοναστήρι κι εκκλησία καταστράφηκαν κατά την πολιορκία της Πόλης του 1424 από τον Μουράτ τον Βʼ, και το πιθανότερο είναι, πως μονάχα στις αρχές του 18ου αιώνα ξαναχτίστηκε ένα ταπεινό εκκλησάκι. Όμως, ο τόπος είχε διατηρήσει την ιερότητά του, και οι προσκυνητές συνέρρεαν, ορθόδοξοι και αρμένιοι, που επίσης τιμούσαν τον τόπο − προσπάθησαν μάλιστα να τον οικειοποιηθούν, καθώς η αίγλη, αλλά και τα εισοδήματα δεν ήταν διόλου ασήμαντα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αμύνθηκε και κράτησε το ιερό, και στα τέλη του 18ου αιώνα ονόμασε τη μονή σταυροπήγιο.

Τον Μάρτη του 1821, μόλις μαθεύτηκε η αποστασία του Υψηλάντη, πλήθη οθωμανών μαζί με γενίτσαρους κατέστρεψαν ολότελα τα οικοδομήματα. Το 1833 άρχισε να κτίζεται η καινούρια εκκλησία, ένα εντυπωσιακό κτίριο, που εγκαινιάστηκε το 1835. Οι καταστροφές των κτιρίων δεν ανέκοψαν τους προσκυνητές, αλλά σίγουρα με τον καιρό το ρεύμα πολλαπλασιάστηκε: μια περιγραφή από αγγλική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης του 1887 ανεβάζει το πλήθος σε 40.000. Εκτός από τους ορθόδοξους, άλλωστε, προσέρχονταν και αρμένηδες, καθολικοί, καθώς και τουρκάλες − ακόμα και τούρκοι, πότε−πότε.

Για τα γεγονότα του 1821 μας έχει αφήσει εξαιρετικά λεπτομερειακές περιγραφές ο ιερέας τότε της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, ο αιδεσιμότατος Robert Walsh. Ο ίδιος καταγράφει, πρώτη φορά όσο ξέρω, και την ιστορία με τα ψάρια, που τηγανίστηκαν όμως σε άλλη εποχή και σε διαφορετικές συνθήκες. Τον ακούμε να περιγράφει την περιοχή:

«Βγήκαμε τώρα από τα τείχη, και προχωρήσαμε στο δρόμο, που οδηγεί στη Σηλυβρία. Μετά από ένα τέταρτο του μιλίου φτάσαμε στο Μπαλουκλί, ή αλλιώς, εκκλησία των ψαριών. Ονομάζεται έτσι από έναν θρύλο, που την έχει κάνει πολύ φημισμένη στους έλληνες. Υπήρχε εκεί ένα μικρό μοναστήρι ελλήνων καλογέρων, όταν ο Μωάμεθ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη, που ως φαίνεται ο στρατός του δεν το είχε πειράξει. Την ημέρα της αποφασιστικής επίθεσης, ένας καλόγερος τηγάνιζε κάτι ψάρια, όταν έφτασαν ξαφνικά τα νέα στη μονή, ότι οι τούρκοι μπήκαν στην πόλη από ένα ρήγμα στα τείχη. "Θα το πιστέψω αμέσως", είπε, "αν ετούτα τα τηγανισμένα ψάρια πηδήξουν από το τηγάνι και ξαναζωντανέψουν". Για να τιμωρηθεί ο δύσπιστος καλόγερος, τα ψάρια πήδηξαν απʼ το τηγάνι σε μια γούρνα, που ήταν εκεί κοντά και κολυμπούσαν σαν να μην είχαν ποτέ βγει από το νερό». Στη μνήμη του περιστατικού, συνεχίζει η αφήγηση, χτίστηκε η Ζωοδόχος Πηγή, όπου κάθε χρόνο γίνεται μεγάλο πανηγύρι «στις 29 του Απρίλη», και το πλήθος θαυμάζει αυτά τα ψάρια, που ζούνε στους αιώνες.

Στα 1821 το μοναστήρι αποτέλεσε έναν από τους πρώτους στόχους των τούρκων, όμως, σύμφωνα πάντα με τον άγγλο ιερωμένο, «οι έλληνες λένε, πως οι τούρκοι δεν μπόρεσαν να σκοτώσουν τα ολοζώντανα ψάρια», κι ένας καλόγερος τον οδήγησε στη μικρή γούρνα, που ήταν κάτω από ένα χαλασμένο πέτρινο λούκι, και του τα έδειξε: «"Idhoo psari, affenti". Είδα πραγματικά κάτι μικρά ψαράκια να διασχίζουν το νερό, που φαινόταν να έρχεται από κάποια πηγή, με την οποία συγκοινωνούσε η γούρνα. Έδωσα στον καλόν ανθρωπο ένα ή δύο πιάστρα. Τα πήρε πολύ ευχαριστημένος, μα ευχαριστήθηκε ακόμα πιο πολύ, που είχα δει το θαύμα. Και τον άφησα με τη χαρά, ότι ένας, τουλάχιστον, επισκέπτης δεν έφυγε από την εκκλησία χωρίς να το πιστεύει». (Rev. R. Walsh, Narrative of a Journey from Contantinople to England, Λονδίνο, 1829, σελ. 99-101).

Ο θρύλος είναι αρκετά διαδεδομένος: τον αναφέρουν αρκετοί περιηγητές, άλλοι απλώς αντιγράφοντας από το βιβλίο του Walsh, που διαβάστηκε πολύ, άλλοι όχι. Ο Théophile Gautier (Constantinople, Παρίσι, 1881) ομολογεί, ότι δεν πήγε στο Μπαλουκλί. Από τον τρόπο που περιγράφει, υποθέτω, πως αντλεί από τη γαλλική μετάφραση του Walsh: αφού περιγράψει το τηγάνισμα κ.λπ., συμπληρώνει, «ένας φουκαράς παπάς τα δείχνει ακόμα στους ξένους λέγοντας "Idos psari, effenti" (κοιτάξτε τα ψάρια, κύριε). Αν και δεν εκφράζω βολταιρικές απόψεις ως προς τα θαύματα, δεν έκρινα σκόπιμο να πάω να το επαληθεύσω ιδίοις όμμασι, αφού μάλιστα ήταν ένα σχηματικό θαύμα, στο οποίο δεν ήμουν υποχρεωμένος να πιστέψω. Αρκέστηκα λοιπόν, στον θρύλο και συνέχισα τον δρόμο μου».

Θα είχα την τάση να θεωρήσω, ότι και ο Edmondo De Amicis (Constantinopoli, I−II, Μιλάνο, 1878−79), στηρίζεται περισσότερο στη βιβλιογραφία, παρά στην εμπειρία του. Μπορεί και όχι, πάντως δεν προσθέτει σχεδόν τίποτε: ένας ρασοφόρος τον οδηγεί στην υπόγεια στέρνα, «μοι εψιθύρησεν λόγον ακατάληπτον, όστις πρέπει να ήτο ο περίφημος θρύλος των ιχθύων τούτων»... ακολουθεί η αφήγηση του θρύλου, και «αφού ετελείωσε την φλυαρίαν του ο μοναχός, μοι εράντισεν το πρόσωπον με σταγόνας τινας αγιάσματος, αίτινες επανέπεσον εντός των χειρών του μεταβεβλημέναι εις κερμάτια» κ.λπ..

Ο Ernst Anton Quitzmann (Deutsche Briefe über den Orient, Στουτγάρδη, 1850, σελ. 377−379 και Reisebriefe aus... der europäische Turkei und Griechenland, νέα έκδ. Στουτγάρδη, 1850, σελ. 377−379), ονομάζει την πηγή «χρυσή», λόγω των ψαριών. Αυτό, που είδε αυτός όμως, ήταν «κάτι σαν πέστροφες (forellenartige)», όχι χρυσόψαρα, και προσθέτει: «οι έλληνες, μανιώδεις για θαύματα, διηγούνται, ότι μια γυναίκα, που ετηγάνιζε ψάρια, ειδοποίησε με φωνές τον υπερασπιστή των τειχών Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πως οι τούρκοι βρίσκονταν πια μέσα στην πόλη. Ο αυτοκράτορας της απάντησε: “Όπως δεν γίνεται τα ψάρια σου να ξανακολυμπήσουν, έτσι δεν γίνεται κι οι τούρκοι να μπουν στην πόλη”. Και μʼ αυτό τα τηγανισμένα ψάρια πήδηξαν αμέσως στο νερό, όπου βρίσκονται και σήμερα, για να θυμίζουν το θαύμα».

Το περίεργο όμως είναι, ότι σύμφωνα με κάποιους λαογράφους, παρόμοιες παραδόσεις κυκλοφορούσαν και στους τούρκους, και μάλιστα πρωταγωνιστής δεν ήταν ένας απλός καλόγερος, παρά ο ίδιος ο Κωνσταντίνος: «ο Κωνσταντής (ως ονομάζουσιν οι τούρκοι τον τελευταίον βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως), καθʼ όν χρόνον επολιορκείτο η πόλις διεσκέδαζε παρά την πηγήν, ότε του ανηγγέλθη, ότι οι πολιορκηταί εισήλθον εις την πόλιν. Ο Κωνσταντής δεν ηθέλησε να το πιστεύσει. “Αυτό είναι τόσον αδύνατον, είπε, όσο και να ζωντανεύσουν τα ψάρια, που μου τηγανίζουν”. Παρευθύς όμως, τα ψάρια επήδησαν από το τηγάνι εις την πηγήν. Τότε εννόησεν ο βασιλεύς, πως οι τούρκοι εμπήκαν στην Πόλιν. Έτρεξε κατεπάνω των, αλλά δεν ημπόρεσε πλέον να κάμει τίποτε. Βεβαιούν, ότι τα ψάρια εις το Μπαλουκλί είναι μισοτηγανισμένα. Άλλοτε ήσαν επτά, τώρα μένουν μόνον πέντε». Στην τούρκικη αυτήν εκδοχή, όπως και στην αντίστοιχη του Walsh, δεν μνημονεύεται μια αναμενόμενη ανάσταση του Βυζαντίου.

Την εκδοχή, ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συμμετείχε άμεσα στο τηγάνισμα τη συναντάμε και σε ελληνικές παραδόσεις, από τον ελληνικό χώρο μάλιστα. Κυκλοφορούσε ωστόσο, και μια ολότελα απαλλαγμένη από ιδεολογήματα παραλλαγή. Την αναφέρει ο Μανουήλ Γεδεών, που ζει πια στην Αθήνα με τις αναμνήσεις του και τα όσα λέει πρέπει να τα είδε με τα μάτια του πολλές φορές. Περιγράφοντας τη μεγάλη κοσμοσυρροή την ημέρα της πανήγυρης, προσθέτει κάπως ειρωνικά:

«Τα εις το αγίασμα ζώντα οψάρια ήσαν ιστορικά. Εξεπήδησαν, ενώ ετηγανίζοντο υπό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου κατά την ώραν της αλώσεως, δια τούτο δε έμειναν εξ ενός μέρους κόκκινα και εξ ετέρου μαύρα, επειδή δε πολλοί πανηγυρισταί, και μεγάλοι και μικροί την ηλικίαν, επόθουν να προΐδωσι "την τύχην των", οπότε έβλεπον εν των οψαρίων πλησιάζον εις το φωτεινόν μέρος του λούματος, έριπτον μίαν δεκάραν επʼ αυτού. Δεχόμενον την δεκάραν το οψάριον επί της κοκκίνης πλευράς, εδείκνυεν, ότι η υπόθεσις, ην είχε κατά νουν ο ρίπτων το μικρόν νόμισμα, θα έχει το ποθούμενον τέλος, απορρίπτον την δεκάραν προεμάντευε το εναντίον. Και συνηθροίζοντο κατʼ έτος χιλιάδες δεκαρών
». (Μνεία των προ εμού, σελ. 335).

Η μεγάλη ποικιλία των εκδοχών μας φανερώνει νομίζω δυο πράγματα: πρώτον, ότι δεν έχουμε έναν εθνικής έμπνευσης κατασκευασμένο μύθο του 19ου αιώνα. (Σ.σ. Διαβάστε στην
«Ελεύθερη Έρευνα»: Μυθοπλασίες της Ρωμιοσύνης και Πλαστός ο «Θρήνος της Άλωσης»). Όχι, ο πυρήνας πρέπει να προϋπάρχει. Το δεύτερο είναι, ότι αυτός ο πυρήνας στήθηκε πάνω σʼ ένα πανάρχαιο υπόβαθρο, κοινό σε χριστιανούς και μουσουλμάνους:

Το μαγικό ξαναζωντάνεμα τηγανισμένων (ή παστών) ψαριών αναφέρεται σε αρχαίες παραδόσεις, σʼ ένα απόκρυφο Ευαγγέλιο, αλλά και στο Κοράνι − είναι ένα θεϊκό σημάδι, για να πιστέψουμε κάτι απίστευτο. Υπάρχει μάλιστα μια παρόμοια μουσουλμανική παράδοση, καταγραμμένη ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα, για μια πηγή κι έναν δερβίση στη Συρία, που και τα δικά του ψάρια πήδηξαν ξαφνικά απʼ το τηγάνι. (Βλ. Fred. W. Hasluck, Χριστιανισμός και Ισλάμ την εποχή των σουλτάνων, Αʼ, σελ. 348−352 και 356−359, καθώς και Στέφ. Δ. Ήμελλος, Η παράδοση για την αναβίωση των τηγανισμένων ψαριών κατά την άλωση της Πόλης, Λαογραφία, 34, 1985−86, σελ. 44−57).

Ο Hasluck παραπέμπει για έναν παρόμοιο θρύλο από την Τρίπολη της Συρίας στο πολύτομο έργο του dʼ Arvieux, Mémoires, Παρίσι, 1735, σελ. 390−391, όπου διαβάζουμε: «υπάρχει μία πηγή, μισή λεύγα από την πόλη προς τον Βορά, με μια μεγάλη τετράγωνη δεξαμενή. Στα αραβικά την ονομάζουν Berket al Bedui, δηλαδή η στέρνα των βεδουίνων. Τα νερά της είναι θαυματουργά για την αντίληψη των ντόπιων, όπως επίσης και τα ψάρια, που περιέχει. Αυτά τα ψάρια μοιάζουν με την τρίγλη του ωκεανού, κάπως πιο μακρόστενα, που τα κάνει να μοιάζουν με γλώσσες. Είναι άσπρα από τη μια πλευρά, και ισχυρίζονται, ότι κάποτε ήταν κι από τις δύο. Σήμερα μόνο η μία τους πλευρά είναι άσπρη, και η άλλη μοιάζει σαν ψημένη στη σχάρα. Πραγματικά, βλέπει κανείς τις γραμμές της σχάρας, που δημιουργεί το ψήσιμο. Ιδού η αιτία, σύμφωνα με όσα λένε: ένας Δερβίσης» κ.λπ., χωρίς καμίαν άλλη υπερφυσική συνέπεια, έξω από την ιερότητα, που απέκτησαν τα ψάρια. Η περιγραφή του dʼ Arvieux είναι του 1660.
 
Καθώς μάλιστα η Ζωοδόχος Πηγή
συνδέεται με θαύματα νεκρανά-
στασης, η παραπάνω αρχέγονη
δοξασία μπορεί εύκολα να της
αποδοθεί. Το ζήτημα είναι πότε
και με ποιες συνθήκες ο θρύλος
πήρε τη μορφή που ξέρουμε.

Όσο μπόρεσα να ελέγξω,
η ύπαρξη ψαριών στη γούρνα,
που σχημάτιζαν τα νερά της
πηγής, μνημονεύονται για πρώ-
τη φορά στα τέλη του 14ου αιώ-
να σε μια περιγραφή της Πόλης
από έναν ανώνυμο ρώσο.
 
Η επόμενη γνωστή μου μνεία είναι του 1576, και προέρχεται από τον γνωστό περιηγητή St. Gerlach. Tώρα, γιατί επικράτησε η τουρκική ονoματοθεσία −balik είναι το ψάρι− και γιατί οι βυζαντινοί δεν είχαν μια παρόμοια ονομασία, ή γιατί αν είχαν ξεχάστηκε, δεν μπορώ να προτείνω ούτε εξήγηση ούτε υπόθεση.

Πάντως, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος στην περιγραφή της γενέτειρας πόλης του αναφέρεται με πολλή συγκίνηση στο μοναστήρι. Κάνοντας λόγο για τα περίφημα ψάρια −σε θαύματα δεν αναφέρεται καθόλου−, σχολιάζει: «αλλ' εάν είναι μόνον επτά, και ταύτα μηδέποτε αλλοιούμενα απʼ αυτών ακόμη των προ της αλώσεως χρόνων, καθώς και πώς και πόθεν επήδησαν εις το ύδωρ, ήδη ημίοπτα, κτλ., των τοιούτων ου προς ημίν η εξέτασις, οίτινες γνωρίζομεν μόνον, ότι πολλά των πηγαίων υδάτων τρέφουσιν εν αυτοίς ιχθύας»... «πώς δε περί εν τη πηγή ταύτη ιχθυδίων ουδείς των πάλαι ιστορικών ανέφερε ποτέ τι, ικανών άλλως να εφελκύσωσι την προσοχήν εκάστου, φαίνεται άπορον». (Κωνσταντινούπολις, Αʼ, Αθήνα, 1851, σελ. 338−339). Οπωσδήποτε, όποτε κι αν εμφανίστηκαν τα κοκκινόμαυρα ψαράκια, η σπάνια μορφή τους προκάλεσε την ανάγκη για κάποιον ερμηνευτικό θρύλο λαϊκής προέλευσης. Και ας προσέξουμε, πως κανένα από τα βιβλία ή φυλλάδια, που τυπώθηκαν για τις λατρευτικές πρακτικές, δεν αναγράφει τον σχετικό θρύλο. Ήταν μια προφορική διήγηση, που δεν πέρασε στα γραπτά κείμενα.

Εδώ κάπου σταματούν οι −αμφίβολες, έστω− γνώσεις μας κι αρχίζουν οι υποθέσεις. Ποιο είναι το νόημα του θρύλου; Ότι «η αγγελία της αλώσεως εφάνη απίστευτος», όπως σχολιάζει ο Ν.Γ. Πολίτης; (Παραδόσεις, Αʼ−Βʼ, Αθήνα, 1904, σελ. 657). Μήπως ο καλόγερος δεν τόλμησε να πει στον Walsh ολόκληρη την ιστορία, ότι δηλαδή τα ψάρια θʼ αποτηγανιστούν, όταν ξαναπάρουμε την Πόλη, μιας και οι μέρες, 1822 ή 1823 μάλλον, ήταν πoνηρές; Ή μήπως αυτό δεν είναι η κατακλείδα του αρχικού θρύλου, παρά πρόκειται για υστερότερη, καμωμένη στα χρόνια των εθνικιστικών διεκδικήσεων προσθήκη;

Η επόμενη μνεία που γνωρίζω, μια αναφορά στη σμυρνέικη εφημερίδα Ιωνική Μέλισσα το 1850, είναι πολύ αόριστη: για το Μπαλουκλί «υπάρχει τις διήγησις παράδοξος».

Όταν την ίδια χρονιά, 1850, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος αναφέρεται στο θέμα, αποφεύγει, είδαμε, να μιλήσει με σαφήνεια. Ο Στέφανος Κουμανούδης, που ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από την ιδεολογική θέση εκείνου του βιβλίου −ένα φαναριώτικης υφής μίγμα εθνικισμού στηριγμένου στην ορθοδοξία, αλλά και σε μια πολύ ανεκτική αντιμετώπιση των τούρκων− καταγγέλλει με αυστηρότητα τη στάση του: «Κρίνει εκεί καλόν να σεμνολογήσει περί των μισαψημένων οψαρίων του βαρβαροφώνου Μπαλουκλύ και λέγει φυσικοϊστορικώς τινα περί ιχθύων εν πηγαίοις ύδασι, χωρίς καν δια μιας λέξεως να υπαινιχθεί την σημασίαν την κυρίαν των εν τω αγιάσματι οψαρίων, ενώ τόσα και τόσα λέγει εκάστοτε, ευκαιρίας τυχούσης,
περί των λογοπλαστούντων φράγκων
»... «αλλά βέβαια, η ημετέρα δεισιδαιμονία έπρεπε να καλυφθεί, διά να την έχωμεν πάντοτε και μη μας φύγει η σωτήριος χάρις της, πρυτανευομένη υπό λειτουργών του υψίστου. Αλίμονον, Ελλάς! Σιωνίται προσκυνηταί και σοβαροί ιχθυολόγοι έμελλον να σε διαβουκολώσιν εν μέσω τω ιθʼ αιώνι». (Ανταπάντησις τω κ. Σκαρλάτω Δ. Βυζαντίω, Αθήνα, 1852). Το κείμενο γράφεται τον Ιούνιο του 1852. Τι να ήξερε τότε για τον θρύλο ο Κουμανούδης, ή σωστότερα, η νεοελληνική κοινωνία;

Ακριβώς εκείνη την εποχή δημοσιεύεται η συλλογή του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Ξέρουμε βέβαια, ότι δεν επρόκειτο, κυριολεκτικά, για «συλλογή». Ο Ζαμπέλιος άντλησε από ποικίλες, τυπωμένες και ανέκδοτες, πηγές, προσθέτοντας πολλούς στίχους πλασμένους από τον ίδιο, και μονάχα μετρημένα τραγούδια δεν έχουν «φιλολογικό πρόγονο» − κι αυτά όμως, πρέπει να τα θεωρήσουμε ή δικά του ή πολύ επεξεργασμένα από εκείνον.

Πρόκειται πάντως,  για την πρώτη, όσο ξέρω, ακέραια παρουσίαση του θρύλου στον ελληνικό χώρο.

Καλόγρια εμαγεύρευε ψαράκια στο τηγάνι,
και μια φωνή, ψιλή φωνή, απανωθιό της λέγει.
«Πάψε, γριά, το μαγεριό, κι η Πόλη θα τουρκέψει».
−«Όταν τα ψάρια πεταχτούν, και βγουν, και ζωντανέψουν,
τότε και ο τούρκος θέλει μπει, κι η Πόλη θα τουρκέψει».
Τα ψάρια επεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν
κι ο Αμιράς εισέβηκε ατός του καβαλάρης.


Σπ. Ζαμπέλιος, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος,
Κέρκυρα, 1852, αρ. 2, σελ. 600.



Στο σίγουρα κατασκευασμένο αυτό τραγούδι (την πλαστότητα του κειμένου τη δείχνει η κριτική του Γιάννη Αποστολάκη, Το τραγούδι της Αγιάς Σοφιάς (Θεσσαλονίκη, 1940, σελ. 13−15, ανάτυπο από τον τ. 5, Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), η ιστορία θέλει να φαίνεται πανελλήνια, και δεν συνδέεται διόλου με το Μπαλουκλί, που η φήμη του απλωνόταν κυρίως «στους έλληνες, που κατοικούν σʼ όλη την ακτή από τα Δαρδανέλια έως τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και έως την ενδοχώρα της Θράκης», και δεν ξεπερνούσε την ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, παρά σποραδικά.

Ο Ζαμπέλιος λοιπόν, ίσως να είχε ακούσει κάπου τον θρύλο, ίσως να τον διάβασε στον Walsh ή σε κάποιον άλλον περιηγητή, τον Quitzmann λόγου χάρη, και προτίμησε την καλόγρια από τον καλόγερο. Πάντως, είτε το ένα είτε το άλλο συνέβη, το ενδιαφέρον είναι, ότι η άλωση εμφανίζεται σε «δημοτικό τραγούδι» δίχως την παραμυθία της μελλοντικής αποκατάστασης του Βυζαντίου − κι αυτό μας οδηγεί στην πιθανότητα έτσι να ήταν τότε γνωστός ο θρύλος. Εκεί μας οδηγούν όλα τα δεδομένα, που γνωρίζουμε έως τώρα.

Η εντύπωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες ενός γάλλου περιηγητή, του Antonin Proust, δέκα χρόνια αργότερα. Tις σφηνώνει σʼ ένα ιδιότυπο αφήγημα για την Κωνσταντινούπολη: μια παρέα, γάλλοι, έλληνες, μουσουλμάνοι αρμένιοι επισκέπτονται τη μονή. Αφηγείται ο συγγραφέας: «Το μοναστήρι αυτό είναι μισοκαταστραμμένο. Τα μακριά κλαριά της κληματαριάς και τα νευρώδη πλοκάμια του κισσού αγκαλιάζονται για να συγκρατήσουν τους ετοιμόρροπους τοίχους του. Προκειμένου να μπει κανείς, πρέπει νʼ ανασηκώσει αυτό το παραπέτασμα της πρασινάδας σαν ένα κιγκλίδωμα, και στην αυλή νιώθει τις πλάκες να σειούνται κάτω απʼ τα πόδια του»... «Ας αφήσουμε τα παλιά κτίρια να καταρρεύσουν. Ας θαυμάζουμε σʼ αυτά την ποίηση, αλλά ας μην προσπαθούμε να τα ανοικοδομήσουμε. Να το δυσάρεστο στο Μπαλουκλί, όπως και σε άλλα μοναστήρια. Η πίστη χάνεται. Σκαρώνουν θαύματα, για να την κρατήσουν. Θλιβερή αγυρτεία! Το θαύμα στο Μπαλουκλί είναι το αγίασμα, η ιερή πηγή.

»Τον καιρό, που ο Μωάμεθ ο Εʼ, έμπαινε στην πόλη των αυτοκρατόρων, λέει ο θρύλος, ένας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, και μια φωνή, μια φωνή από ψηλά, του είπε:

»“Παράτα το τηγάνι, καλόγερε, γιατί η πόλη πάρθηκε από τους τούρκους”.

»−"Όταν αυτά τα ψάρια ξαναζωντανέψουν, όταν πηδήξουν έξω απʼ το τηγάνι θα το πιστέψω”, απάντησε ο καλόγερος. Τα ψάρια ξαναζωντάνεψαν, τα ψάρια πήδηξαν έξω απʼ το τηγάνι, κι άρχισαν να κολυμπούν στην πηγή του Μπαλουκλί.

»Αυτός ο θρύλος κοστίζει δυο πιάστρα μαζί με μιαν εικόνα, και ο λιγδιάρης καλόγερος που τον πουλάει προσθέτει, οδηγώντας σας προς την πηγή, "Idos psari, effenti". Μα τα ψάρια αυτά είναι έξυπνα και δεν δείχνουν την κόκκινη πλευρά τους, την ψημένη, παρά μόνο αν ρίξεις στη γούρνα ένα ασημένιο νόμισμα». (Le Cydaris, στο Tour du monde, 8, 1863, σελ. 159−160).

Είκοσι χρόνια αργότερα, Απρίλιο του 1882, πρωτοδημοσιεύεται το γνωστό ποίημα του Βιζυηνού:


 
ΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΙ
(Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής)
 
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο ʽγούμενος το ψάρι
στα χείλη του να βάλη.

Απʼ τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη
τηγανισμένο ψάρι.
−Αν μας φυλάγʼ η Παναγιά, καθώς μάςε φυλάγει,
την Πόλη ποιος θα πάρη;

Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
−Θεός να τα βλογήση!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στʼ αργυρό τηγάνι,
για να τα τηγανίση.

Τα τηγανίζʼ από την μια, και πάʼ να τα γυρίση
κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση,
και τάχασεν ο γέρος!

−Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι
στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή οι τούρκοι έχουν πάρει,
μας κόβουν το κεφάλι!

−Στην Πόλη τούρκου δεν πατούν κι αγαρηνού ποδάρια!
Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μʼ αν είν' αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια
να πέσουν μες στο ρεύμα!

Ακόμʼ ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι απ' το τηγάνι,
την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.

Ακόμʼ ώς τώρα πλέουνε, κόκκινʼ από το μέρος,
όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο νʼ αναστηθή κι ο γέρος
να τʼ αποτηγανίση.

 


Είναι η πρώτη και μοναδική φορά −πάντα όσο ξέρω− που αναφέρεται η ανάσταση του Βυζαντίου. Να πρόκειται για προσθήκη του Βιζυηνού, η απλώς για την πρώτη ολοκληρωμένη αποτύπωση του θρύλου; Τον επόμενο χρόνο, πάντως, που ο ίδιος δημοσιεύει το διήγημα Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, βάζει τη μητέρα του αφηγητή, μια χωριάτισσα από τη Θράκη, να πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου τη φιλοξενεί μια τουρκάλα και τη γυρίζει να δει τʼ αξιοθέατα, χριστιανικά και οθωμανικά: την Αγιά Σοφιά, τον τάφο του Κωνσταντίνου, ένα τζαμί, «και είδαμεν επάνω σʼ ένα παλαιό δένδρο την αλυσίδα, που ήταν κρεμασμένη η χείρα της Δικαιοσύνης. Κι επήγαμεν και στο Μπαλουκλί, και είδαμε τα ψάρια, που ζωντάνεψαν μες στο τηγάνι, όταν πάρθηκεν η Πόλη». Τόσο μόνο − ο θρύλος αθώος, χωρίς συσχετισμούς.

Η επόμενη μνεία που γνωρίζω είναι μια ειρωνική αναφορά. Ο Στέφανος Κουμανούδης, που τον είδαμε να εξάπτεται από τα μισόλογα του Σκαρλάτου Βυζάντιου, στα 1888 δημοσιεύει ξανά το αφηγηματικό του ποίημα Στράτης Καλοπίχειρος. Εκεί, όταν ο Στράτης ταξιδεύοντας για τη Ρωσία περνάει απʼ την Κωνσταντινούπολη, είναι τόσο ταραγμένος για τα δικά του ζητήματα, που αρνείται να κατέβει από το καράβι, έστω και για λίγο στη μεγάλη πρωτεύουσα. Διόλου δεν ενδιαφέρεται ούτε να δει τους τούρκους να παίζουν τζιρίτι, ούτε τους θαυματοποιούς, ούτε νʼ ακούσει τα περίφημα βιολιά,

ή να ακούσει μύθων διηγήτορας
εν καφενείοις, τους δια την χάριν των
δικαίως φημισμένους ή τουλάχιστον
να προσπελάσει το αρχαιοσέβαστον
Αγιασοφίας τέμενος ή την πηγήν
του Μπαλουκλίου, την τα ψάρια έχουσαν
τα αψητοψημένα και προσμένοντα,
της Ρωμιοσύνης όταν έλθει ο καιρός,
νʼ αποτηγανισθώσι δια θαύματος
κι ελευθερία να μας εύρει αισθητή.


Στην πρώτη έκδοση του 1851 δεν υπήρχε η σχετική περικοπή, ούτε κάποια ένδειξη που να δείχνει, πως επρόκειτο για ηθελημένη παράλειψη, όπως το κάνει συχνά με άλλα ανάλογης ιδεολογικής υφής χωρία, επομένως υποθέτω, πως ο Κουμανούδης πρώτη φορά γράφει τους στίχους τώρα − πιθανότατα σαν απάντηση στο ποίημα του Βιζυηνού.

Μια λίγο κατοπινότερη περιγραφή του μοναστηριού από κάποιον αθηναίο δεν έχει να μας προσθέσει τίποτε, παρά μόνο, πως τα ψάρια είχαν γίνει πια τέσσερα. Ο ταξιδιώτης αναφερόμενος στην «ωραίαν βυζαντινήν παράδοσιν», βάζει τον ιερέα να αφηγείται σε πεζό, δραματοποιημένον, λόγο το τραγούδι του Ζαμπέλιου. (Εφημ. Ακρόπολις, 24.8.1892, πρβλ. και Ν.Γ. Πολίτης, ό.π., Βʼ, σελ. 656).

Η περιγραφή επιβεβαιώνει τη μεγάλη συρροή πληθυσμού τις Παρασκευές, και ιδίως κατά το πανηγύρι («πληθυσμός αμύθητος οι προσκυνηταί, μυριάδες μυριαδων»). Αντιγράφω κάποιες ενδεικτικές φράσεις: «τέσσερα ψαράκια μικρά, από τη μια μεριά μαύρα σαν τηγανισμένα και από την άλλη κόκκινα σαν μπαρμπουνάκια. −“Ησαν πέντε μας λέγει τότε ο ιερεύς. Το εν πέθανε προ ετών. Και είναι εκεί”», και τους έδειξε ένα ασημένιο ανάθημα κρεμασμένο στην εικόνα της Παναγίας. «“Είναι, όπως τα βλέπεις, χρόνια τώρα!” μου προσέθηκεν ο ιερεύς, [...] “ούτε μεγαλώνουν ούτε αλλάζουν”»... «Ω! τις αγνοεί την ωραίαν βυζαντινήν παράδοσιν» (πώς θα μπορούσε όμως, η παράδοση να ʽναι βυζαντινή αν φτιάχτηκε την ημέρα, που έληγε το Βυζάντιο;) κ.λπ., με ρητή αναφορά στο τραγούδι του Ζαμπέλιου, που ο συγγραφέας το γνωρίζει από την αναδημοσίευση στον Passow. Εννοείται, ότι και ο ιερέας του μοναστηριού θα μπορούσε να ξέρει το δημοσιευμένο κείμενο, αλλά έτσι όπως παρατίθεται η αφήγηση μοιάζει πεποιημένη από τον συγγραφέα.
 
Και η δική μας κατακλείδα; Περιλάμβανε άραγε πάντοτε ο θρύλος το δεύτερο σκέλος, τη μελλοντική αποκατάσταση του Βυζαντίου, και απλώς λογοκρινόταν κατά την καταγραφή του, η αυτό προστέθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για τις ελληνικές ανάγκες της εποχής; Και αν το περιλάμβανε, μήπως αυτό συνέβαινε ακόμα και στην τούρκικη εκδοχή του;

Η μια πιθανότητα είναι ο αρχικός θρύλος να επιβεβαιώνει ένα ανεξήγητο γεγονός: η ιστορία των παστών ή τηγανισμένων ψαριών, που ξαναζούνε είναι πανάρχαια, και αρμόζει σʼ ένα ιερό, όπως η Ζωοδόχος Πηγή. Κάποια στιγμή λοιπόν πλάστηκε από τη λαϊκή φαντασία η ιστορία, και συνδέθηκε με κάποιο απίστευτο γεγονός: είτε την ανάσταση ενός νεκρού είτε την ίδια την Άλωση.


Η δεύτερη πιθανότητα στηρίζεται στα μισοψημένα ψάρια: λογικά, θα πρέπει σε κάποια ευκαιρία νʼ αποτηγανιστούν, κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί, παρά σε μια κατάσταση όμοια με την αρχική στιγμή, με την Πόλη δηλαδή ξανά στα χέρια των χριστιανών. Ας μην αποκλείσουμε ωστόσο, πως κάτι τέτοιο ενδέχεται να υποκρύπτεται και στη μουσουλμανική εκδοχή:

 

 
Ακόμα και στις μέρες μας οι καλό-

γεροι επιδεικνύουν μέσα στη δε-
ξα
μενή της Ζωοδόχου Πηγής ε-
πτά
ψάρια ηλικίας έξι σχεδόν αι-
ώ
νων (από την εποχή της Άλω-
σης), τα οποία μάλιστα, από τη
μια μεριά
είναι μισοτηγανισμένα!

 

  
Πολλοί οθωμανικοί θρύλοι εμπεριείχαν τη μόνιμη φοβία, ότι θα έρθει η ώρα, που οι χριστιανοί θα τους εκδιώξουν απʼ την Ευρώπη. Για τον λόγο αυτόν τα νεκροταφεία τους βρίσκονται στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, και ο Walsh μας αναφέρει αρκετές σχετικές δεισιδαιμονίες, που, σωστά νομίζω, τις θεωρεί κληρονομημένες από την πλούσια, με πανάρχαιες καταβολές, μυθολογική παράδοση γύρω από την τύχη της βασιλίδας των πόλεων:

«Την αντίληψή τους αυτή την επιβεβαιώνουν αρχαίες προφητείες, πολύ κοινές ανάμεσά τους. Ανάλογες προφητείες υπήρχαν και στους έλληνες, από τον καιρό των παλαιών ρωσικών επιδρομών. Και μερικές τις αναφέρει ο Νικητας, ο Κωδινός και οι βυζαντινοί χρονογράφοι, πράγμα, που δείχνει, πως ήταν από καιρό κοινές στην αυτοκρατορία». Καθώς μάλιστα στα 1821 το όνομα του σουλτάνου συνέπιπτε με το όνομα του Πορθητή, και οι ρώσοι ήταν εξαιρετικά επίφοβοι −να μην ξεχνάμε, ότι μιλάμε ακόμα για την εξέγερση στη Μολδοβλαχία, η επανάσταση της Ελλάδας δεν είχε ξεσπάσει− οι φοβίες πήραν τεράστιες διαστάσεις. Ίσως λοιπόν, η συθέμελη καταστροφή του Μπαλουκλί να έγινε και για τις συμβολικές του συνδηλώσεις.

Ας προσέξουμε, ότι οι έλληνες στην αφήγηση του Walsh επισήμαιναν την αδυναμία των τούρκων να σκοτώσουν τα ψάρια, ενώ στην τουρκική αφήγηση ίσως να έχει κάποια σημασία η μείωση του αριθμού τους από εφτά σε πέντε. Κι αφού είμαστε στον χώρο των υποθέσεων, ας προσθέσω μια ακόμα, πιο τολμηρή: μήπως το πρώτο σπέρμα του θρύλου είναι οθωμανικής προέλευσης, προσαρμογή ενός μουσουλμανικού θρύλου; Ή μήπως ό,τι εμείς ονομάζουμε «τούρκικο» −είτε την ονομασία της μονής είτε την τούρκικη αφήγηση για τα ψάρια και τον Κωσταντή− οφείλεται απλώς στους τουρκόφωνους χριστιανούς;

Τελειώνω με δυο μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι γενική: καθώς οι θρύλοι ανήκουν στον χώρο του προφορικού, η μορφή και η σημασιοδότησή τους είναι πρωτεϊκή και μοιάζει κάπως μάταιο νʼ αναζητάμε το γενεαλογικό τους δέντρο − το ψάχνουμε βέβαια, όμως για τη χαρά του ταξιδιού, όχι για την Ιθάκη. Η δεύτερη σχετίζεται με τις γραπτές αποτυπώσεις του προφορικού, έτσι όπως έφτασαν σε εμάς: αν δεν υπήρχε η μαρτυρία του Walsh, και οι έξωθεν πληροφορίες άρχιζαν με τον Φλομπέρ, εύλογα θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, ότι ο «γνήσιος» θρύλος ήταν εκείνος, που ήθελε τα ψάρια να επιβεβαιώνουν την αλήθεια της νεκραν
άστασης του θεσσαλού προσκυνητή, και πως η «κατασκευασμένη συνείδηση ελληνικότητας» πήρε τον θρύλο και τον μετάλλαξε επί το εθνικότερον − και θα είχαμε φτιάξει το γερό εξηγητικό σχήμα ενός ακόμα εθνικού μύθου. Να ομολογήσω, ότι κάπως έτσι ξεκίνησα;





Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (τ. 157).

Η εικονογράφηση και οι υπότιτλοι της παρούσας δημοσίευσης
έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».




Άλλους
εθνικοθρησκευτικούς μύθους της Ρωμιοσύνης

μπορείτε να βρήτε στο:
Θεματολόγιο/Eθνικοθρησκευτικοί Mύθοι.






Ο Αλέξης Πολίτης σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι.
Τα χρόνια 1976-1989 εργάστηκε στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε..
Σήμερα, είναι καθηγητής στον Τομέα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.