ΤΑ ΜΠΟΥΤΙΑ
ΠΟΥ ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΑΖΑΝ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ

Ζωή Πορφυρογέννητη:
Ένα βυζαντινό cougar


Η αυτοκράτειρα Ζωή η Πορφυρογέννητη ήταν ένα εργοστάσιο παραγωγής αυτοκρατόρων. Είχε μια ζωή πλήρη από γκομενικά και... «αδιευκρίνιστες συνθήκες».

Επί περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, η Ζωή επρόκειτο να γεμίσει το αυτοκρατορικό παλάτι με τις σκανδαλώδεις περιπέτειές της, και οι ιστορίες της είναι ασφαλώς από τις πιο πικάντικες που μας μετέφεραν τα βυζαντινά χρονικά.

Ενώ για τις περισσότερες ηγεμονίδες που βασίλεψαν στο Ιερό Παλάτι έχουμε τόσο λίγες πληροφορίες ώστε να μπορούμε μετά βίας να τις σκιαγραφήσουμε, αντίθετα η Ζωή μας παρουσιάζεται μέσα σ΄ ένα λαμπρό φως. Είχε την καλή τύχη ―για εμάς― να έχει, μεταξύ των άλλων, ως ιστορικό τον Μιχαήλ Ψελλό.

Οικείος της αυτοκράτειρας, μυημένος ως μέγας θαλαμηπόλος και υπουργός σε όλες τις δολοπλοκίες της αυλής, περίεργος για όλα τα θεάματα, διψασμένος για κουτσομπολιό, ο Ψελλός αποκάλυψε με αξιοθαύμαστη συγκαταβατικότητα και μερικές φορές με μεγάλη ελευθεροστομία, όλα όσα είδε και άκουσε να λέγονται γύρω του. Δεν υπάρχει ούτε ένα μυστικό στο οποίο να μη διείσδυσε, ούτε μια λεπτομέρεια, ακόμη και η πιο οικεία, που να μη βρήκε τρόπο να τη μάθει.

Και επειδή είχε πολύ πνεύμα, χιούμορ και πονηριά, η αφήγηση που κάνει γι΄ αυτά τα γεγονότα, είναι από τα πιο πικάντικα και απολαυστικά πράγματα που μπορεί να βρει κανείς.


Η Ζωή Πορφυρογέννητη (978-1050) σε μωσαϊκό της Αγίας Σοφίας.
Τη στιγμή που, μαζί με τον σύζυγό της Ρωμανό, η Ζωή ανέβαινε στο θρόνο, ήταν πολύ γοητευτική ακόμη, παρά τα πενήντα χρόνια της. Είχε μεγάλα μάτια που σκιάζονταν από πυκνά φρύδια, λίγο γαμφή μύτη, υπέροχα ξανθά μαλλιά. Το δέρμα της και ολόκληρο το σώμα της ήταν εκθαμβωτικά λευκό. Ολόκληρο το πρόσωπό της αποκάλυπτε ασύγκριτη χάρη και αρμονία. «Οποιος δεν ήξερε την ηλικία της», λέει ο Ψελλός, «θα πίστευε ότι έβλεπε μια πολύ νέα κοπέλα». Δεν είχε ούτε μια ρυτίδα. Μέτριου αναστήματος, αλλά ευκίνηm και καλοφτιαγμένη, είχε πολύ κομψή γραμμή. Κι αν αργότερα πάχυνε λίγο, το σώμα της παρέμεινε θαυμαστά νεανικό ως το τέλος.
Είχε μεγάλο αέρα και πραγματικά αυτοκρατορικό παράστημα. Ωστόσο, δεν αρεσκόταν υπέρμετρα στις απαιτήσεις του τελετουργικού. Ενδιαφερόταν περισσότερο για την ομορφιά της, λάτρευε τα αρώματα και τα καλλυντικά. Τα έφερνε από την Αιθιοπία και την Ινδία και το διαμέρισμά της, όπου μεγάλες φωτιές έκαιγαν όλο το χρόνο για την παρασκευή των ζυμών και των αρωμάτων που της έφτιαχναν οι καμαριέρες της, έμοιαζε με εργαστήριο.
Γυναίκα με μέτρια ευφυία και εντελώς αμόρφωτη, η Ζωή ήταν ζωηρή και ευέξαπτη. Με ανέμελο και ελαφρύ χέρι, αποφάσιζε για ζωή και για θάνατο, έτοιμη ν΄ αλλάξει γνώμη σε κάθε στιγμή, χωρίς πολλή λογική ή σταθερότητα, και χειριζόταν τις υποθέσεις του κράτους με την ίδια επιπολαιότητα, όπως τις τέρψεις του γυναικωνίτη.
Παρά την ομορφιά της, ήταν γενικά πολύ ανίκανη ηγεμονίδα, ματαιόδοξη, ιδιότροπη, ευμετάβλητη, πολύ δεκτική στις κολακείες. Τα κοπλιμέντα την ενθουσίαζαν.
Είχε γίνει ένα είδος παιχνιδιού ανάμεσα στους αυλικούς να την κάνουν να πιστεύει ότι δεν μπορούσε κανείς να τη δει χωρίς να νιώσει αμέσως κεραυνοβόλο έρωτα.
Σπάταλη για τον εαυτό της, ανόητα γενναιόδωρη για τους άλλους, έδειχνε μεγάλη απλοχεριά, αλλά όταν χρειαζόταν ήξερε να είναι ανελέητη και σκληρή.
Σαν καλή βυζαντινή, ήταν ευσεβής, αλλά με την εντελώς εξωτερική ευλάβεια.
Και κυρίως ήταν πολύ τεμπέλα. Οι δημόσιες υποθέσεις της έφερναν πλήξη. Τα γυναικεία έργα δεν την ενδιέφεραν καθόλου. Δεν της άρεσε ούτε να κεντάει, ούτε να υφαίνει, ούτε να κλώθει. Έμενε ατελείωτες ώρες αργή.
Αυτή η ξανθιά, νωθρή και ανόητη γυναίκα είχε και μια πολύ ανησυχητική κληρονομικότητα. Εγγονή του Ρωμανού Β', που πέθανε νέος γιατί έζησε υπερβολικά, και της διάσημης και διεστραμμένης Θεοφανώς, χρωστούσε σ΄ αυτές τις καταβολές τηv ερωτική ιδιοσυγκρασία που θα αποκάλυπτε πολύ σύντομα. (Βλ. Θεοφανώ: Μια ακόμα αδίστακτη βυζαντινή αυτοκράτειρα).
Πολύ υπερήφανη για την ομορφιά της, πεπεισμένη ότι ήταν ακαταμάχητη, έξω φρενών που είχε χάσει στο γυναικωνίτη τα ωραιότερα χρόνια της νιότης της, γεμάτη ανικανοποίητα πάθη και γοητευόμενη από την έλξη του άγνωστου, επρόκειτο στα πενήντα χρόνια της, να γεμίσει την πόλη και την Αυλή με το θόρυβο των περιπετειών της, με τόση ορμητικότητα και τόσο λίγη συγκράτηση, ώστε οι σύγχρονοί της αμφέβαλλαν μερικές φορές για την πνευματική ισορροπία της.


Η Ζωή λοιπόν, γεννήθηκε ρωμαία πριγκίπισσα και μάλιστα πορφυρογέννητη, δεύτερη κατά σειρά. Μπαμπάς της ήταν ο Κωνσταντίνος Η΄. Ήρθε στον κόσμο στο πορφυρό δωμάτιο του παλατιού, το οποίο ήταν το μαιευτήριο των αυτοκρατορικών τέκνων.

Τι σημαίνει αυτό; Το να γεννηθεί κάποιος πορφυρογέννητος, του πρόσφερε επιπλέον αίγλη. Ναι μεν πρίγκηπας ή πριγκίπισσα, αλλά με επιπρόσθετη χρυσόσκονη.

Άλλους βέβαια τους έλεγαν Πορφυρογέννητους κι άλλους Κοπρώνυμους, όπως έναν παλιότερο, τον Κωνσταντίνο Ε΄ της Συριακής Δυναστείας (Ισαύρων, βλ. Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!), επειδή τον είχαν βάλει στο στόχαστρο οι εικονόφιλοι, που διέδιδαν ότι κατά το βάπτισμά του ρύπανε την κολυμβήθρα. Αλλά τι να κάνεις; Έτσι είναι η ζωή...

Κάθε κορίτσι που γεννιόταν με κληρονομικό δικαίωμα σε θρόνο, όποιον κι αν παντρευόταν, εκείνος θα γινόταν αυτοκράτορας. Άρα, αν κάποιος ήθελε να ανέβει στο θρόνο, έπρεπε ή να κερδίσει την εύνοια του αρχιευνούχου του παλατιού ή έστω να βρεθεί ανάμεσα στα πόδια του συγκεκριμένου κοριτσιού. Όποιον και να παντρεύονταν, τσουπ, τον μεταμόρφωναν σε αυτοκράτορα.

Τα περισσότερα κορίτσια τα πάντρευαν από τα 12 ή τα 15 τους χρόνια. Ορισμένα όμως, όπως η πρωταγωνίστριά μας, έμεινε σε ένα γυναικωνίτη φυλακισμένη μέχρι τα 48 της.

Μετά, ξεσάλωσε. Όσο πρόλαβε.

Ο μπαμπάς της ήταν λιχούδης, γλεντζές και τζογαδόρος. Δεν έδινε ούτε ένα κεράτιο (24 κεράτια=1 υπέρπυρο) για τις κόρες του Ευδοκία, Ζωή και Θεοδώρα.

Αρχιτεμπέλαρος, υποτίθεται ότι συγκυβερνούσε με τον αδελφό του Βασίλειο τον Β΄ (εκείνον που δεν γούσταρε τα μάτια των βούλγαρων), αλλά όλη την δουλειά την έκανε ο Βασίλειος.

Ο Ήτας κράτησε τις δύο μικρότερες κόρες του κλεισμένες στο παλάτι μέχρι τα πενήντα τους χρόνια, αντί να τις παντρέψει. Την Ευδοκία που ήταν και λίγο ασχημούλα λόγω μιας παιδικής αρρώστιας, την έκλεισε σε μοναστήρι και χάθηκε από το προσκήνιο δια παντώς.

Μετ΄ ολίγον ο Ήτας άρχισε να βλέπει κάτι κυπαρίσσια να του γνέφουν με νόημα, και ξύπνησε μέσα του το πατριωτικό. Είπε να αποκαταστήσει τη διάδοχη κατάσταση στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για να μπορέσει να τα τινάξει ήσυχος.

IMAGE DESCRIPTIONΑυτό που δεν κατάφερε να σκεφτεί είναι ότι, όπως και να τα τίναζε, είτε ήσυχος είτε ανήσυχος, το αποτέλεσμα θα ήτο ένα και το αυτό: θα τα τίναζε.

Εκεί επάνω έρχεται στο προσκήνιο ο έμπιστος του Κωνσταντίνου, ο καταγόμενος από αγροτική οικογένεια της Παφλαγονίας ευνούχος Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, ο οποίος ανέλαβε το ρόλο της προξενήτρας, γιατί οι κόρες του αφεντικού θα του χάλαγαν τα σχέδια αν διάλεγαν άσχετους γαμπρούς. Ο πανίσχυρος σύζυγος του μέλλοντος έπρεπε να είναι κάποιος του δικού του χεριού.

Μην ακούτε περί ευνούχων και να τους λυπάστε, γιατί εκείνων μπορεί να τους είχαν αφαιρέσει δύο μπαλάκια αλλά, όταν αποκτούσαν εξουσία και κάποιος είχε την άτυχη ιδέα να τους κολλήσει ή έστω, αν έτσι νόμιζαν, σίγουρα θα έχανε μια μεγαλύτερη και ιδιαιτέρως ζωτική μπάλα: αυτή που κουβαλά στους ώμους του.

Η Ζωή λοιπόν αφού εξέτισε την ποινή της στον γυναικωνίτη έφτασε σε ηλικία γάμου. Ο πρώτος υποψήφιος γαμπρός που σκέφτηκε για εκείνη ο πατέρας της, ήταν ένα πατριωτάκι του, ο Κωνσταντίνος Δαλασσηνός, ένας ευγενής αρμένης.

Ο Κωνσταντίνος ανήκε στην αρμένικης καταγωγής Μακεδονική Δυναστεία. Ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο Βασίλειος Α΄, εκείνος που έγινε αυτοκράτορας αποκτώντας διασυνδέσεις νυμφευόμενος δύο άντρες. («Δεν ανέβη τας κυριωτέρας της κλίμακος εκείνης βαθμίδας ειμή δια πολυειδώς αισχρού εξευτελισμού και δια κακουργίας δεινής», Κ. Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τ. 5, κεφ. Β΄, βλ. Οι δύο γάμοι βυζαντινού αυτοκράτορα με άνδρες).

Όταν όμως έφτασε ο αγγελιαφόρος του αυτοκράτορα στο σπίτι του Δαλασσηνού, αυτός έλειπε, λέει, στα κτήματά του. Ή μπορεί έτσι να είπαν του Ήτα, γιατί ο Ιωάννης μεταξύ μας, δεν τον χώνευε τον Δαλασσηνό.

«Γύρνα πίσω γρήγορα, που θα τον περιμένουμε κι όλας. Σκέφτηκα κάτι άλλο. Με προλαβαίνετε, δεν με προλαβαίνετε…».

Ο «άλλος» ήταν ο Ρωμανός ο Γ΄ ο Αργυρός. Αυτός προοριζόταν για τη Θεοδώρα. Τρίτος ξάδελφος των κοριτσιών, αλλά με ένα μικρό ελλατωματάκι. Ήταν ήδη παντρεμένος.

Η ιστορία, μας μπερδεύει λίγο εδώ, διότι άλλοι λένε ότι αγαπούσε τη γυναίκα του και τον αγαπούσε κι εκείνη, ενώ άλλοι λένε ότι μόλις έμαθε ότι τον ήθελε για γαμπρό ο μέγας και πολύς αυτοκράτορας, κατουρήθηκε πάνω του από την χαρά του.

Οι ιστορικοί που λένε ότι αγαπούσε την γυναίκα του, λένε ότι ο Ήτας τον συνέλαβε για να τον τρομάξει και να πάρει διαζύγιο αμέσως, κάτι το οποίο η γυναίκα του, του έδωσε με σπαραγμό καρδιάς και κλείστηκε μόνη της σε μοναστήρι.

Οι άλλοι ιστορικοί που μιλάνε για τσίσα και τέτοια, λένε ότι την χώρισε μόνος του, την έχωσε σε μοναστήρι και μετά πήγε για κούρα ομορφιάς, να έρθει να τσιτώσει λίγο, για να ντυθεί γαμπρός.


Όπως και να έγινε, λίγη σημασία έχει, διότι το συνοικέσιο δεν πήγε καλά. Η Θεοδώρα τα στύλωσε: «Δεν τον παίρνω».

Ο πατέρας της προσπάθησε να της εξηγήσει την κατάσταση: «Αυτό που σου λέω εγώ!».

Πετάχτηκε τότε η σιτεμένη τσαπερδόνα η πενηντάρα Ζωή: «Τονε παίρνω εγώ, καλέ μπαμπά».

Χάρηκε ο Κωνσταντίνος: «Ας τον πάρει μια όμως! Όποια να΄ναι».

Κάτι ήξερε και βιαζόταν ο μπαρμπα-Ήτας, γιατί τρεις ημέρες μετά τον γάμο, τον έντυσαν για την κηδεία του.


Γάμος Ζωής Πορφυρογέννητης- Ρωμανού Γ΄ Αργυρού.


Η Ζωή είχε νεύρα την αδελφή της και το αντίστροφο μετά από τόσα χρόνια κλεισμένες μαζί στον ίδιο γυναικωνίτη. Σαν παντρεμένη αυτοκράτειρα είχε αποκτήσει το δικαίωμα να κάνει κάποιο κουμάντο. Της εξήγησε λοιπόν, ότι αν θέλει να συνεχίσει να αναπνέει, έπρεπε να πάει σε μοναστήρι. Της Θεοδώρας από την άλλη της φάνηκαν μια χαρά οι πνεύμονές της για να σταματήσουν να λειτουργούν, τα μάζεψε κι έφυγε.

Το ευτυχές ζεύγος προσπάθησε λέει, να κάνει και παιδιά, αλλά δεν τα κατάφερε! Αλήθεια τώρα; Τόση αισιοδοξία; Τι να καταφέρουν που αυτή ήταν πενήντα κι ο άλλος εξήντα;

Ο Ρωμανός άρχισε να παραμελεί την Ζωή, αποκτώντας ερωμένη (ή αλλιώς: βρήκε γκόμενα). Όχι που την ενδιέφερε περί του γκομενικού τη Ζωίτσα, αλλά ο γερο-τράγος την είδε τέρμα αυτοκράτορας και της μείωσε και το εισόδημα. Έβαλε χέρι στην ίδια της την τσέπη.

Έξω φρενών και νιώθοντας πιο ζωηρή παρά ποτέ, η Ζωή αναζήτησε παρηγοριά και δεν δυσκολεύτηκε να την βρει. Ξεχώρισε τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε στην αυλή τα καθήκοντα του μεγάλου αρτοτροφοδότη και μετά απ’ αυτόν έναν άλλο Κωνσταντίνο, της οικογένειας των Μονομάχων, που η συγγένειά του με τον αυτοκράτορα τον είχε μπάσει στο παλάτι. Και οι δύο της άρεσαν για λίγο εξαιτίας της ομορφιάς τους, της χάρης και της νιότης τους, Όμως, η εύνοιά τους δεν κράτησε πολύ.

Ο Ρωμανός δεν καθόταν να του κουνάει τα νήματα και να κάνει ό,τι του έλεγε ο ευνούχος. Δεν τον έπαιρνε όμως τον Ιωάννη να κάνει μούτρα του αυτοκράτορα κι είπε να λειτουργήσει υπογείως, μιας και κατείχε την τέχνη.

Έσκασε μύτη στη Ζωίτσα, έπεσε στα πόδια της για να της βεβαιώσει «αιώνια πίστη», τσίμπησε η Αυγούστα, διότι μεταξύ άλλων ήταν και χαζή και γίνανε φιλενάδες.

Ο ευνούχος είχε έναν αδελφό, που δεν ήταν καθόλου ευνούχος. Έφερε πάνω του όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα. Το όνομα αυτού Μιχαήλ, ο οποίος «εργαζόταν» στο παλάτι. Της τον έριξε από δίπλα κι εκείνος άρχισε να την παρηγορεί παντού. Σε κάθε δωμάτιο, ακόμη και στην αίθουσα του θρόνου. Την παρηγορούσε όπου τους ερχόταν. Πολύ ωραίο το τεκνό και εξαιρετικά ενεργητικό. Έτσι, ο Ιωάννης συνέχισε να λύνει και να δένει στο παλάτι.

Η Ζωή, πολύ σοβαρά ερωτευμένη, έκανε κάθε είδους απρονοησίες. Την έβλεπαν να αγκαλιάζει δημόσια τον εραστή της, να κάθεται μαζί του στην ίδια πολυθρόνα. Της άρεσε να τον σκεπάζει με κοσμήματα και πολυτελή ενδύματα και να τον γεμίζει με υπέροχα δώρα.

Έκανε και κάτι καλύτερο από αυτά: Μια ημέρα είχε την ιδέα να τον βάλει να καθίσει στο θρόνο του αυτοκράτορα, με το διάδημα στο κεφάλι και το σκήπτρο στο χέρι και καθώς σφιγγόταν επάνω του, τον προσφωνούσε με τα πιο τρυφερά ονόματα:

«Είδωλό μου, λουλούδι ομορφιάς, χαρά των ματιών μου, παρηγοριά της ψυχής μου».

Ένας από τους οικείους του παλατιού που μπήκε μέσα τυχαία, κόντεψε να λιποθυμήσει μπροστά σ΄ αυτό το απροσδόκητο θέαμα. Η Ζωή όμως, χωρίς να ενοχληθεί, τον διέταξε να πέσει στα πόδια του Μιχαήλ:

«Αυτός», δήλωσε, «είναι από τώρα και μια ημέρα θα είναι πραγματικά ο αυτοκράτορας».

Ολόκληρη η αυλή γνώριζε το δεσμό του Μιχαήλ και της Ζωής. Φυσικά, μόνο ο Ρωμανός δεν καταλάβαινε τίποτα. Μερικοί από τους οικείους του και η αδελφή του Πουλχερία, που μισούσε την αυτοκράτειρα, θεώρησαν ότι έπρεπε να του ανοίξουν τα μάτια. Ο αυτοκράτορας όμως δεν θέλησε να πιστέψει τίποτα.

Και επειδή ήταν μάλλον καλοκάγαθος, αρκέστηκε να καλέσει τον Μιχαήλ στο γραφείο του και να τον ρωτήσει πόση αλήθεια υπήρχε σ΄ αυτή την ιστορία. Ο άλλος διαμαρτυρήθηκε ότι ήταν το αθώο θύμα φριχτών συκοφαντιών. Και ο βασιλεύς πείστηκε από τα λόγια του και τον αγάπησε ακόμη περισσότερο.

Για να του δείξει την εμπιστοσύνη του έφτασε στο σημείο να τον μπάσει στα εσωτερικά του αυτοκρατορικού δωματίου. Το βράδυ, όταν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι δίπλα στη Ζωή, καλούσε το νέο και τον παρακαλούσε να του τρίψει τα πόδια. «Είναι δυνατόν να πιστέψουμε», λέει ένας λίγο σεμνότυφος χρονογράφος, «ότι κάνοντάς το δεν συνέβη ποτέ ν΄ αγγίξει τα πόδια της βασίλισσας;»


Ο Ρωμανός δεν ανησυχούσε καθόλου. Αυτός ο αυτοκράτορας δεν ήταν ζηλιάρης.

Το παλάτι βούιζε με τις τσαχπινιές και τις ζωηράδες της Ζωίτσας, που πέρναγε ζωή και κότα. Οπότε, πήρε την μεγάλη απόφαση: «Πόσοι άντρες μου πέφτουν; Ας πάρω τον επόμενο».

Σε λίγο, ο Ρωμανός, συνεπεία «σοβαρής ασθένειας», κόλλησε κάτι δηλητήρια, αλλά επειδή δεν πέθαινε γρήγορα του έκαναν κάτι πατητές και βρέθηκε νεκρός στο λουτρό του. Τον έθαψαν με όλες τις τιμές. Πολύ ωραία κηδεία.


Δολοφονία Ρωμανού Γ΄ Αργυρού.
«Κατά την Αγία Μεγάλη Πέμπτη... επεθύμησε να πάρει το λουτρό του στο βαλανείο του μεγάλου παλατίου. Όταν εισήλθε, με τρόπο οικτρό τον έπνιξαν οι συνεργάτες του Μιχαήλ
στην κολυμβήθρα του λουτρού. Εβασίλευσε για πέντε χρόνια και έξι μήνες.
Την ίδια νύχτα κι ενώ ακόμη τα Άγια Πάθη εψάλλονταν, έρχεται μήνυμα τάχα από τον βασιλιά τον Ρωμανό στον πατριάρχη Αλέξιο ν' ανέβει στα ανάκτορα.
Μόλις ανέβηκε, βρήκε νεκρό τον βασιλιά. Κι αφού το Χρυσοτρίκλινο στολίσθηκε, εκάθισε στο βήμα η Ζωή και παρουσιάζει εκεί τον Μιχαήλ.
Τον πατριάρχη ύστερα ανάγκασε τους γάμους να τελέσει. Απόρησε αυτός με τέτοιο λόγο και εστεκόταν άφωνος, διστάζοντας να κάμει τέτοιο γάμο. Ο Ιωάννης όμως και η Ζωή,
του έδωσαν χρυσό πενήντα λίτρες κι άλλες πενήντα έδωσαν στον κλήρο και τους έπεισαν τον γάμο να τελέσουν». (Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία», έκδ. Μίλητος, Αθήνα, σελ. 434).


IMAGE DESCRIPTIONΈτσι, πριν ακόμα θάψουν τον Ρωμανό, ο Μιχαήλ φόρεσε τη βασιλική πορφύρα κι έγινε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Δ΄ ο Παφλαγών.

Υποψιασμένα μάτια έπεσαν πάνω στην Ζωή και τον Μιχαήλ αλλά αυτηνής, στεναχώρια της. Είχε και θρόνο, είχε και το τεκνό! Κάπως προσπάθησε να κυβερνήσει κι όλας, αλλά ο Ιωάννης ο ευνούχος, η ψυχή της νέας κυβέρνησης, πετάχτηκε και της εξήγησε ότι δεν έπρεπε να παίζει επικίνδυνα:

«Τι τα θες αυτά τα λούσα τώρα, μανίτσα μου; Ωραία δεν περνάς;».

Ο Δέλτας όμως, ήταν επιληπτικός. Ο Ιωάννης ανησύχησε για τη ζωή του αδελφού του, μα κυρίως για το κεφάλι το δικό του, επειδή οι κρίσεις επιληψίας του Μιχαήλ πολλαπλασιάζονταν.

Ο Ιωάννης έπιασε από τα πέτα τον αδελφό του και την νύφη του: «Να υιοθετήσετε το παιδί. Τον άλλο Μιχαήλ, τον ανηψιό μας».

Ο Δέλτας δεν ήθελε, γιατί ήξερε τι κάθαρμας ήταν ο ανηψιός του. Η θεία Ζωή όμως, ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Έτσι, ο Μιχαήλ Καλαφάτης ή Κάλφας, υιοθετήθηκε από το θείο του και τη θεία Ζωή. Το παρωνύμιό του λένε ότι το πήρε από το επάγγελμα του πατέρα του.

Εντελώς συμπτωματικά, ο Δέλτας χαιρέτησε τον γνωστόν πλέον σε όλους μας, πλάτανο, κάτω από «αδιευκρίνιστες συνθήκες». Ο Μιχαήλ Καλαφάτης μετονομάστηκε σε Μιχαήλ Ε΄.


Η πρώτη του δουλειά ήταν να στείλει κατ΄ ανέμου το θείο του τον ανάρχιδο, ο οποίος μέσα στην πονηριά του έκανε το λάθος να νομίσει ότι θα χειραγωγούσε έναν υπερφίαλο 26άρη. Ο Έψιλον ήταν πολύ καλός μαθητής του θείου-ευνούχου: «Αρκετά χοροπήδηξες μπάρμπα. Στο μοναστήρι! Α, παιδιά, μην ξεχάσετε να του βγάλετε και τα μάτια».

Τη θετή του μαμά και θεία την έστειλε εκεί που είχε στείλει κι εκείνη την αδελφή της, αλλά αυτήν την έστειλε με τα μάτια της πάνω της. Μοναστήρι λοιπόν η Ζωή.

Τα κιτάπια λένε ότι ο «λαός ξεσηκώθηκε» γιατί ήταν κληρονομικό το δικαίωμα στην βασιλεία και δεν ήθελαν τον Έψιλον. Ο λαός λέει, πήρε την Ζωή και την Θεοδώρα και τις έβαλαν στο παλάτι. Μπράβο του, του λαού, λέμε τώρα! Η αλήθεια είναι, ότι οι δυο γριές επηρέαζαν τους δήμους κι είχαν πολιτική δύναμη.

Αυτό που έγινε ήταν, πολλές εξεγέρσεις για να ρίξουν τον Έψιλον. Πλησίασαν πολύ κοντά σε αυτό. Ο λαός είχε συγκεντρωθεί με άγριες διαθέσεις. Ο Έψιλον κατουρήθηκε πάνω του κι έστειλε να φέρουν πίσω τη θεία Ζωή να την δείξει στον λαό και να αναλάβουν μαζί το κατάστημα.

Βιάστηκε όμως ο μάπας κι αντί να την στολίσει με τα χρυσά της και τα ωραία της, την έβγαλε στο μπαλκόνι με το ράσο. Πανζουρλισμός από κάτω: «Η Δέσποινά μας, η Αυγούστα μας με ράσα;».

Ταυτόχρονα, κάτι συγκλητικοί με όπλο τον «κυρίαρχο λαό» πήγαν να πάρουν και την Θεοδώρα για να την οδηγήσουν στο παλάτι. Τα στύλωσε η θεοδώρα, αλλά μετά άλλαξε γνώμη «Σιγά, μην αφήσω μόνη της αυτή την ηλίθια να αλωνίζει» και είπε «Πάμε!»

Έτσι, ο Έψιλον με διαταγή της θείας Θεοδώρας κατέληξε σε μοναστήρι χωρίς μάτια, διασυρμένος από τον όχλο κι ίσως και χωρίς λιλί.

IMAGE DESCRIPTIONΕκείνες επέστρεψαν στο πατρικό.

Τώρα κυβερνούν τα κορίτσα.

Αυτή ήταν κάτι το παράξενο, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ μέχρι τότε το Βυζάντιο: Ο γυναικωνίτης έγινε το επίσημο κέντρο των δημόσιων υποθέσεων και η αυτοκρατορία διοικούταν από δύο γριές γυναίκες.

Η Ζωή πάντως, δεν έβρισκε ησυχία με την αδελφή της ούτε η Θεοδώρα με τη δική της. Αλλά η Ζωίτσα, πιο αποφασιστική, αποφάσισε να βρει γαμπρό να ξαναπαντρευτεί. Ήταν τότε εξηντατεσσάρων ετών.


Βρήκε έναν, τον Κωνσταντίνο Ατροκλίνη, ο οποίος είχε δύο ελαττώματα: αφ΄ ενός ήταν ήδη παντρεμένος και αργότερα χρημάτισε και ολίγον νεκρός. Εννοείται, «κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες».

Οι κακές γλώσσες λένε ότι σκόνταψε σε ένα δηλητηριάκι της συζύγου του. Όχι, που θα καθόταν αυτή να τη χώσουν σε μοναστήρι κι αυτός θα ήταν αυτοκράτορας. Με πολύ γρήγορα αντανακλαστικά η κυρία, χήρεψε! Έχασε βέβαια την κολώνα του σπιτιού της, αλλά τι να γίνει. Αυτά είναι του Θεού.

Η Ζωή, που δεν γνώριζε τι είχε συμβεί, αναρωτήθηκε: «Πώς χαλάνε έτσι βρε παιδί μου, με το παραμικρό;».

Δεν έκατσε όμως να σκάσει. Άντρες τριγύρω, σαν τα μαλλιά μου αν μάλιστα τυγχάνεις και αυτοκράτειρα…

Βρήκε άλλον. Τον Κωνσταντίνο τον Θ΄και Μονομάχο, χήρο και ερωτύλο στην ιδιοσυγκρασία, τον οποίο και παντρεύτηκε.

Αυτός έφερε μαζί του προίκα, την Μαρία Σκλήραινα, ολίγον ανηψιά του και πιστή ερωμένη του για πολλά χρόνια, από την εποχή ακόμη που τον είχε εξορίσει ο Ιωάννης ο ευνούχος (αυτός ο παραπάνω, που λέγαμε), επειδή του έβγαζε γλώσσα.

Μια από τις ωραίες εικόνες που περιγράφονται στα κιτάπια ήταν οι τέσσερις θρόνοι κατά τις επίσημες εκδηλώσεις του παλατιού: ο θρόνος του αυτοκράτορα και δίπλα του ο θρόνος της αυτοκράτειρας στην ίδια ευθεία. Ελαφρότερα πιο πίσω ήταν ο θρόνος της Θεοδώρας και πίσω από τις δύο αδελφές ο θρόνος της Σκλήραινας.


Στη Σκλήραινα δόθηκαν και οι τίτλοι της Σεβαστής και της Δέσποινας, που μέχρι τότε κατείχαν μόνο οι αυτοκράτειρες. Πολλές φορές την αποκαλούσαν ακόμη και «δευτέρα βασιλίδα».

Όλο αυτό το ερωτικό τρίγωνο η Ζωή τα αποδέχτηκε ευχαρίστως.


Το στέμμα του Κωνσταντίνου Θ΄.
Εικονίζεται στην κεντρική πλάκα ο αυτοκράτορας και δεξιά κι αριστερά του οι αυτοκράτειρες Θεοδώρα και Ζωή. Η ανηψιά και ερωμένη του αυτοκράτορα Σκλήραινα δεν εικονίζεται.


Ούτε η Ζωή ούτε η Θεοδώρα χολόσκασαν! «Δεν πα να κόψει τον λαιμό του; Αρκεί να παλουκωθεί να κυβερνήσει, γιατί εμείς δεν το ‘χουμε».

Παρεμπιπτόντως, αυτός ο σύζυγος για λόγους που δεν αγνοούμε, της φτούρησε και δεν χάλασε τόσο εύκολα όσο οι προηγούμενοι. Βλέπετε, ο ευνούχος είχε βγει στην σύνταξη από το ανηψάκι του και σταμάτησαν να σέρνονται θανατικά.

Η Σκλήραινα έμεινε με τον Κωνσταντίνο ως το τέλος (της). Εκείνος έκλαψε πολύ για το θάνατό της κι έπεσε στην αγκαλιά της επόμενης για παρηγοριά.

Σιγά-σιγά η Ζωή, του είχε παραδώσει όλες τις εξουσίες. Εκείνη ασχολήθηκε με την αρωματοποιία. Αν της τύχαινε και κανά τεκνό, ακόμη καλύτερα.

Φανταστείτε ότι πέθανε πριν από αυτόν. Άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο στα 72 της κι όλοι συμφωνούν ότι μέτραγε πολύ ως γυναίκα.

Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος σκέφτηκε να την κατατάξει μεταξύ των αγίων και σκαρφίστηκε κάθε είδους θαύματα που γίνονταν στον τάφο της, προκειμένου να αποδείξει ότι βρισκόταν ανάμεσα στους αγγέλους.

Αυτή ήταν μεγάλη τιμή γι΄ αυτή τη φιλήδονη και γεμάτη πάθος γριά γυναίκα, που είχε αναστατώσει την Αυλή και την Κωνσταντινούπολη με τα σκάνδαλα των γάμων και των ερώτων της.


Αν και δεν τελεσφόρησε η προσπάθεια αγιοποίησής της, η καριέρα της μετράει κάτι εραστές και τέσσερις βυζαντινούς αυτοκράτορες, εκ των οποίων οι τρεις ήταν σύζυγοί της έτσι, για να έχουν οι ιστορικοί να παίζουν. Έγιναν αυτοκράτορες, επειδή μπήκαν στα κατάλληλα μπούτια.

Δεν τα κατάφερε κι άσχημα το βυζαντινό cougar, ε;





Βιβλιογραφία:

• «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
IMAGE DESCRIPTION• «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
• Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1960.
• Γιάνη Κορδάτου: «Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου», έκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1974.
• Charles Diehl: «Ιστορία της βυζαντικής αυτοκρατορίας», έκδ. «Κυριακάτικη Ελεύθεροτυπία», Αθήνα.
• Charles Diehl: «Βυζαντινές μορφές», έκδ. «Δελφοί», Αθήνα.
• Cyril Mango: «Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», έκδ. «ΜΙΕΤ», Αθήνα, 2007.
• Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία», έκδ. «Μίλητος», Αθήνα.



Διαβάστε ακόμα:

Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!

Οι δυο γάμοι βυζαντινού αυτοκράτορα με άνδρες

Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στο Βυζάντιο

Αιμομίκτες βυζαντινοί αυτοκράτορες

Ο δικέφαλος αετός δεν υπήρξε ποτέ σημαία ή έμβλημα του Βυζαντίου

και άλλα σχετικά άρθρα στο: ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ / ΙΣΤΟΡΙΑ / ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ