“ΣΤΟΝ
ΕΝΔΟΞΟ ΜΑΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΙΣΜΟ”

Ο βυζαντινός
Καβάφης


Την εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,
τʼ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σʼ εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό —
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας βυζαντινισμό.

Κ.Π. Καβάφης: «Στην Εκκλησία»
 
 

Ο Καβάφης τολμά να πει: «ο ένδοξός μας βυζαντινισμός» και τολμά να το πει μία εποχή, όπου ο βυζαντινισμός για πολλούς σημαίνει σκοταδισμός.

Το Βυζάντιο για τον ποιητή, είναι ένα θεμέλιο της «ελληνοσύνης». Νεορωμιός χωρίς το Βυζάντιο δεν υπάρχει. Ορθοδοξία και γλώσσα είναι η βάση της ταυτότητάς του.


Ο βυζαντινός Καβάφης, είναι ίσως άγνωστος, κρυφός, μυστικός, ως ακόμη κι από τους βυζαντινολόγους.


Ο Καβάφης έχει μία σχέση με το Βυζάντιο σχεδόν βιωματική. Γράφει κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ότι γεννήθηκα μεν στην Αλεξάνδρεια, αλλά η καταγωγή μου είναι από την Κωνσταντινούπολη. Ο Καβάφης λοιπόν, δεν θεωρεί ότι είναι αλεξανδρινός, αλλά κωνσταντινουπολίτης.
 
 


 

 
Το Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 20ού αιώνα.
 



Η οικογένεια του Καβάφη έφυγε το 1882 με τους βομβαρδισμούς της Αλεξάνδρειας και κατέφυγε στον παππού του, τον φαναριώτη, τον Φωτιάδη. Ο νεαρός Καβάφης, ο οποίος ένοιωθε υπερηφάνεια για την κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του, βρίσκεται ξαφνικά εκεί, που είναι οι ρίζες του.

Αυτή η πόλη για τον Καβάφη έχει γίνει σχεδόν ένα είδος αντικείμενου πόθου, όπως άλλωστε και όλο το Βυζάντιο. Το 1892 γράφει το πρώτο σχέδιο του ποιήματος «Στην Εκκλησία». Στο ποίημα αυτό γίνεται η σύμπτυξη της βυζαντινής γλώσσας και της Ορθοδοξίας.

Όταν γράφει το περίφημο και τολμηρότατο «την εκκλησία αγαπώ» και όχι «αγαπώ την εκκλησία», ο Καβάφης τότε έχει ήδη καταγράψει ένα σωρό από τα ποιήματά του ως «Βυζαντιναί Ημέραι». Ο ποιητής ασχολήθηκε ποιητικά με το Βυζάντιο στην αρχή του ποιητικού του έργου, του ποιητικού του σταδίου, όπως λέει. Έχουμε συγκεκριμένα τεκμήρια. Είναι τα έντεκα ποιήματα, τα οποία ο ίδιος κατέταξε σε μία θεματική ομάδα με τον τίτλο «Βυζαντιναί Ημέραι». Έντεκα ποιήματα, από τα οποία μόνο το ένα σώθηκε. Είναι το ποίημα «Θεόφιλος Παλαιολόγος».

Ο Καβάφης γράφει τις «Βυζαντινές Ημέρες» και επιπλέον, την ίδια περίπου εποχή, κάνει τον σχολιασμό του Κρουμπάχερ. Ο Κρουμπάχερ είναι ο πρώτος, ο οποίος έγραψε την ιστορία της βυζαντινής φιλολογίας και λογοτεχνίας, και τον διορθώνει όσον αφορά τους βυζαντινούς ποιητές. Ο Καβάφης έχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στα πεζά του, που λέγεται «Βυζαντινοί Ποιητές». Εκεί τον βλέπουμε να κάνει λόγο για Νόννο, για Πισίδη, για τον Ρωμανό Μελωδό. Μιλά για ένα σωρό ποιητές, που γνωρίζει από πρώτο χέρι.

Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης,
εις κάθε δυσκολίαν στα εκκλησιαστικά,
εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.
Aλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής
Ειρήνη Δούκαινα), και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών—
να διασκεδάζω με μυθολογήματα
Ερμού, και Aπόλλωνος, και Διονύσου,
ή ηρώων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου·
και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως —θα μʼ επιτρέψετε να πω— οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Aυτή η ορθότης, πιθανόν, είνʼ η αιτία της μομφής.
 
Κ.Π. Καβάφης: «Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών»

 
 

Ο Καβάφης γνωρίζει βυζαντινά κείμενα, διαβάζει βυζαντινά κείμενα. Μιλά, για παράδειγμα, για τον Ιουλιανό, ο οποίος είναι γιʼ αυτόν ένα είδος τέλειας αναφοράς. Τον μισεί και τον αγαπά συγχρόνως. Αυτή είναι η σχέση του Καβάφη με τον Ιουλιανό.

Ο κρίσιμος 4ος μ.Χ αιώνας απασχόλησε πολύ έντονα τον Καβάφη. Με τις ανακατατάξεις του, τους μετασχηματισμούς κυρίως, μα και την προσωπικότητα του Ιουλιανού, του γνωστού ως Παραβάτη ή Αποστάτη. Γνωρίζουμε δώδεκα ποιήματά του, που ασχολούνται με αυτή ακριβώς την περίοδο. Έχουμε επίσης και μία δική του δήλωση, ότι μετά την θαυμασίαν Αλεξάνδρεια, το κέντρο του ελληνισμού στην Αντιόχεια στα χρόνια του Ιουλιανού, ελκύει πολύ την φαντασία του. Μία δήλωση, η οποία δεν είναι τυχαίο, ότι γίνεται το 1918, όταν υπάρχουν αντίστοιχες ανακατατάξεις μετά τον Αʼ Π.Π. και το μέλλον της ρωμέικης παροικίας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Εκείνη την περίοδο, συσπειρώνονται στην Αλεξάνδρεια όλες οι δυνάμεις, μαζί και ο Καβάφης, ο οποίος γράφει το πρώτο του ποίημα για τον Ιουλιανό το 1896 και επανέρχεται σε αυτή την περίοδο μετά το 1920.

Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απʼ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί).

Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κʼ εν τιμή.

Κι ωραία τω όντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς, εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

Κ.Π. Καβάφης: «Εις τα περίχωρα της Aντιοχείας»

 
 

Το ποίημα αυτό είναι ίσως ένα από τα πιο ενδεικτικά για τον κύκλο του Ιουλιανού, τον κύκλο της κυριαρχίας, των σχέσεων εξουσίας, εκκλησιαστικών συστημάτων και υπηκόων.
 
Όταν γράφει τον Ιουλιανό
ξέρει και τον Μισοπώγωνα,
ξέρει τον Λιβάνιο, τον Γρη-
γόριο Ναζιανζηνό, ξέρει
όλα αυτά τα κείμενα εκείνης
της εποχής, αλλά σχεδόν περιγράφει λέξη προς λέξη στους Αντιοχείς, αυτό που γράφει ο Θεοδώρητος ο Κύρου για τον Βαβύλα.
 
Ξέρει λοιπόν τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, Θεοδώρητο, Σωζομενό και άλλους, αλλά όταν φτάνει πια προς τη μέση εποχή, ξέρει και τη φιλολογία γύρω από το Βυζάντιο. Ασφαλώς ξέρει τους γάλλους. Είναι γλωσσομαθέστατος, ξέρει τον Σλουμπερζέ, όταν περιγράφει εποχή της μακεδονικής κυρίως δυναστείας, εκείνο το περίφημο φυγάδες θα ρίξουν τον Βασίλειο. Ποιoν Βασίλειο θα ρίξουν;

Πάντα η Aλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θʼ απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απʼ τους πολέμους βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα.
Κʼ έπειτα μʼ εκδρομές, και με βιβλία,
και με σπουδές διάφορες περνά η ώρα.
Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
ημείς οι πέντε (με ονόματα όλοι
πλαστά βεβαίως) κι άλλοι μερικοί Γραικοί
απʼ τους ολίγους όπου μείνανε στην πόλι.
Πότε μιλούμε για εκκλησιαστικά (κάπως λατινικοί
μοιάζουν εδώ), πότε φιλολογία.
Προχθές του Νόννου στίχους εδιαβάζαμε.
Τι εικόνες, τι ρυθμός, τι γλώσσα, τι αρμονία.
Ενθουσιασμένοι τον Πανοπολίτην εθαυμάζαμε.
Έτσι περνούν οι μέρες, κʼ η διαμονή
δυσάρεστη δεν είναι, γιατί, εννοείται,
δεν πρόκειται να ʼναι παντοτινή.
Καλές ειδήσεις λάβαμε, και είτε
από την Σμύρνη κάτι γίνει τώρα, είτε τον Aπρίλιο
οι φίλοι μας κινήσουν απʼ την Ήπειρο, τα σχέδιά μας
επιτυγχάνουν, και τον ρίχνουμεν ευκόλως τον Βασίλειο.
Και τότε πια κʼ εμάς θά ʼρθʼ η σειρά μας.

Κ.Π. Καβάφης: «Φυγάδες»

 
 
 
Δεν ρίχνουν οι φυγάδες τον πρώτο Βασίλειο ούτε τον δεύτερο, τον Βουλγαροκτόνο, αλλά πρόκειται ασφαλώς για τον παρακοιμώμενο, τον Βασίλειο τον Πετεινό, τον Λεκαπηνό, ο οποίος είχε κάνει ακριβώς όλη τη βυζαντινή διοίκηση δική του, σχεδόν μέχρι να πάρει ο Βουλγαροκτόνος την εξουσία.
 
Ο Καβάφης βάζει ένα πρόσωπο να μιλάει, ένα πρόσωπο που δεν ταυτίζεται με τον εαυτό του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ένας εξόριστος, ένας άρχων σε μια Αλεξάνδρεια μιας εποχής, όπου πια έχει επικρατήσει ο αραβισμός. Είναι από τα ποιήματα, που δεν τα είχε τελειώσει. Τα είχε αφήσει σε στάδιο προχωρημένο, μα δεν τα είχε ολοκληρώσει.

Είνʼ ενδιαφέρουσα πολύ και συγκινητική
η Αλεξάνδρεια του έκτου αιώνος ή του εβδόμου στις αρχές.

Κ.Π. Καβάφης: «Του έκτου ή του εβδόμου αιώνος»,
ατελές ποίημα
 
 

Την αφοσίωσή του στην Αλεξάνδρεια ήθελε να την εκφράσει και με ένα ποίημα, που μιλούσε μόνο για αυτή την πόλη και όχι να την έχει ως πλαίσιο, όπως συνέβαινε με άλλα του ποιήματα.

Ξέρει λοιπόν την εποχή εκείνη από κείμενα, τα οποία δεν είναι αποκλειστικά βυζαντινά, αλλά ξέρει οπωσδήποτε την Άννα την Κομνηνή. Ίσως μάλιστα και να γνωρίζει το έργο του άνδρα της, του Βρυέννιου, γιατί όταν γράφει την «Άννα Κομνηνή» και αναφέρει, ότι εκείνη ήθελε να πάρει τον θρόνο κ.λπ., ήθελε να πάρει το θρόνο για τον άνδρα της όχι για την ίδια.

Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.

Εις ίλιγγον είνʼ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».

Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τʼ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μʼ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν νʼ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσʼ απʼ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.

 Κ.Π. Καβάφης: «Άννα Κομνηνή»

 
 

Δύο, τρία πράγματα που εντυπωσιάζουν σε αυτό το ποίημα είναι πρώτον το γεγονός ότι ο Καβάφης χρησιμοποιεί αυτούσια αποσπάσματα από την
«Αλεξιάδα». Δηλαδή το έργο, το οποίο έγραψε η Άννα Κομνηνή για τον πατέρα της. Ενδιαφέρον επίσης είναι το λεξιλόγιο της λύπης, της οδύνης. Δηλαδή με πόσο ακραίο τρόπο εκφέρεται ο θρήνος της Κομνηνής για το σύζυγό της. Παραπέμπει άμεσα σε κείμενα παλαιότερων, μα κι εκείνης της περιόδου, που αναφέρονται στον θρήνο της Θεοτόκου.

Τέλος, φιάχνει μια δραματική ειρωνεία γύρω από το πρόσωπο της Κομνηνής, η οποία από την μία πλευρά θρηνεί τον χαμό του συζύγου της, αλλά από την άλλη πλευρά μοιάζει πραγματικά να θρηνεί ακόμη περισσότερο το γεγονός, ότι η ίδια δεν απέκτησε ποτέ τον αυτοκρατορικό θρόνο. Στον τελευταίο στίχο του ποιήματος ο προπετής Ιωάννης παρουσιάζεται ακριβώς ως πρότυπο αυθάδειας την στιγμή που η αυθάδης ήταν μάλλον η ίδια η Άννα Κομνηνή.
 
 


 

 
Εκτός από τα ιστορικά ποιήματα του ποιητή που εμπνέονται από τον βυζαντινό μεσαίωνα,
πολλά άλλα ποιήματά του εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο
και στα περισσότερα εξέχουσα θέση κατέχει η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται
από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές.

Η σκέψη του Καβάφη είναι πλήρως εμποτισμένη από τον εθνικό μας μύθο (αρχαιότητα ─
Βυζάντιο ─ σύγχρονη εποχή).
Επόμενο ήταν λοιπόν, να διαφημισθεί
και να προβληθεί κατά κόρον
το έργο του από σύσσωμη τη Ρωμιοσύνη.
 

 
 

24 Σεπτεμβρίου 1180. Είναι η ημέρα, που πεθαίνει ο πολύ γνωστός αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Μανουήλ Αʼ ο Κομνηνός. Ο Καβάφης παίρνει κάποιες, πολύ ενδιαφέρουσες αναμφίβολα, αποστάσεις από την ιστορική πηγή, που μας εκθέτει αυτά τα γεγονότα κι αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από έναν πολύ σημαντικό ιστορικό του 12ου και 13ου αιώνα, τον Νικήτα Χωνιάτη. Ο Χωνιάτης περιγράφει τον θάνατο του Μανουήλ και μάλιστα λέει πολλά, τα οποία ο Καβάφης δεν περιλαμβάνει στο ποίημά του. Κρατά λοιπόν αποστάσεις, διότι θέλει να δείξει εντελώς διαφορετικά πράγματα από αυτά που θέλει να δείξει ο ιστορικός για τον αυτοκράτορα, που φεύγει από την ζωή.

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απʼ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κʼ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.

Κ.Π. Καβάφης: «Μανουήλ Κομνηνός»

 
 

Όπως και να έχουν τα πράγματα φαίνεται, ότι αυτή η αγωνία δεν κράτησε πολύ και ο Μανουήλ πεθαίνει τότε και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό, ότι από τον θάνατό του δημιουργούνται πάρα πολλά προβλήματα στο κράτος, με τα οποία ο Καβάφης δεν θα ασχοληθεί. Το κράτος του Μανουήλ ήταν ένα κράτος εντυπωσιακό, με αγωνίες, με πολλές μάχες, με πολλούς αγώνες διπλωματικούς και άλλους, με μία φοβερή ήττα στο Μυριοκέφαλο το 1176, η οποία ίσως σημαίνει την απαρχή του τέλους της αυτοκρατορίας για την Μικρά Ασία. Μία ήττα, που δεν ξεπέρασε ο Μανουήλ. Έκτοτε, βρέθηκε σε μία δυσάρεστη κατάσταση, η οποία κράτησε μέχρι τέλους.

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλʼ ο Aλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή —
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη».

Κ.Π. Καβάφης: «Άννα Δαλασσηνή»

 
 




 
Η οικογένεια του Καβάφη είχε υψηλό βιοτικό επίπεδο. Δεν είχαν όμως, κανένα κορίτσι,
παρά μόνο αγόρια. Η Ελένη, η μόνη κόρη της οικογένειας, πέθανε σε ηλικία οκτώ μηνών.

O Kωνσταντίνος ήταν το τελευταίο από εννέα παιδιά.
Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του ήταν ήδη σχεδόν πενήντα ετών.

Στη φωτογραφία εικονίζεται ο Κωνσταντίνος Καβάφης σε ηλικία δύο ετών, ανάμεσα
στους αδελφούς του Tζων (αριστερά) και Παύλο (δεξιά). Τον έχουν ντυμένο κοριτσίστικα.

Ενδεχομένως να ήταν αυτός ο προσανατολισμός, τον οποίον του έδωσαν οι γονείς του,
αυτός, που τον σημάδεψε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

 

 
 

Γνωρίζει άραγε ο Καβάφης τα πράγματα της εποχής των Παλαιολόγων; Γιατί η ιστορία του με τα ποιήματα του Καντακουζηνού είναι ή ξέρει Γρηγορά ή ξέρει και τον ίδιο τον Καντακουζηνό.

Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κʼ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είνʼ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλʼ οι περί αυτόν; αλλʼ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κʼ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.

Κ.Π. Καβάφης: «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει»

 
 

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός, ότι αυτό το ποίημα είναι το μοναδικό από τα 154 αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη, στο οποίο απαντά η λέξη «κόμμα» με την έννοια, φυσικά, του πολιτικού κόμματος.

Ο ποιητής έχει γράψει επίσης κριτικά σχόλια στον Γίββωνα. Ο Γίββωνας είναι αυτός, που στο τέλος του 18ου αιώνα γράφει ακριβώς το περίφημο βιβλίο «Η ιστορία της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» και είναι ίσως ο πιο αντι-βυζαντινός της εποχής του. Ο Καβάφης γράφει τουλάχιστον εξήντα κριτικά σχόλια εναντίον του Γίββωνα. Βασίζεται κυρίως στον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο.

Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλʼ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς.  Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατʼ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.

Κ.Π. Καβάφης: «Από υαλί χρωματιστό»

 
 

Ξέρει, ασφαλώς, τον Σφραντζή, τον Χαλκοκονδύλη, κατά πάσα πιθανότητα, γιατί ο Σφραντζής γράφει για τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, ότι είναι αυτός που βρίσκεται δίπλα στον τελευταίο αυτοκράτορα και να μην κάνουμε το λάθος, να νομίζουμε, ότι ο Καβάφης νομίζει, ότι ο Θεόφιλος είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος βρίσκεται δίπλα ακριβώς στον Κωνσταντίνο ΙΑʼ Παλαιολόγο και λέει το περίφημο «θέλω θανείν μάλλον ή ζην», μετά από αυτά που βλέπει.

Ο τελευταίος χρόνος είνʼ αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είνʼ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».
 
A Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο,
πόσον καημό του γένους μας, και πόση εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)
οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.
 
Κ.Π. Καβάφης: «Θεόφιλος Παλαιολόγος»

 
 

Δηλαδή, τι κάνει ο Θεόφιλος; Θυμάται εκείνο το σιβυλλικό, όταν ρωτήθηκε η Σίβυλλα τι ήθελε και απάντησε: «θανείν θέλω ή ζην» κ.λπ..
 
 

 
Τα ιδανικά (πατρίδα, θρησκεία,
οικογένεια κ.λπ.) είναι εκείνα,
από τα οποία πρέπει
να απελευθερωθεί πρώτα απ΄όλα
ο άνθρωπος στην αναζήτηση
της ελευθερίας, της ευδαιμονίας
και της κατά φύση ζωής.
Το αντίθετο δηλαδή, από αυτό,
που κηρύσσει ο ποιητής.
Η κατασκευή
«Θερμοπυλών»
συμβάλλει στην παραγωγή
άβουλης, χειραγωγίσιμης
ανθρωπομάζας, που ανέκαθεν
εξυπηρετούσε διαχρονικά
τα συμφέροντα των πολιτικο-
θρησκευτικών εξουσιαστών.
Αυτός είναι ο λόγος,
που το συγκεκριμένο αυτό
ποίημα διδάσκεται σήμερα
στα σχολεία της Ρωμιοσύνης.

Διαβάστε στην «
Ελεύθερη Έρευνα»:
Το βάσανο της αναζήτησης ιδανικών
Η άσχημη αλήθεια
Υπάρχω μόνον όταν είμαι
Οι φρουροί του Συστήματος
 
 
 

Η σκέψη του απέναντι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην Τραπεζούντα και στους ρωμιούς του Πόντου ξεκινάει από την ηλικία των είκοσι χρόνων, όταν βρίσκεται εκεί. Γιʼ αυτόν είναι ένα προσκύνημα η Κωνσταντινούπολη.

Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τʼ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κʼ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απʼ τʼ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλνʼ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύʼ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσʼ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτʼ αναγνώθʼ σίτʼ ανακλαίγʼ σίτʼ ανακρούγʼ την κάρδιαν.
Νʼ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν».

Κ.Π. Καβάφης: «Πάρθεν»

 
 

Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης εκφράζει τη μεγάλη του λύπη από τη σκέψη, ότι η Ρωμιοσύνη της Τραπεζούντας θα ξεριζωθεί. Το ποίημα αυτό θεωρήθηκε από την κριτική, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά, ως ένα φαινόμενο μοναδικό κι ανεπανάληπτο, που δεν το φαντάζονταν. Θεωρούσαν, ότι ο Καβάφης ασχολούταν μόνο με την λόγια και δεν είχε σχέση με τη λαϊκή ή δημοτική παράδοση, επομένως δεν είχε σχέση με το δημοτικό τραγούδι. Υπάρχουν ποιήματα του 1928, του 1929, που έχουν σχέση με την περιοχή, όπως το «Εν πορεία προς την Σινώπην» ή άλλα, που αναφέρονται σε πόλεις του βασιλείου της Τραπεζούντας, όπως την Αμισό κ.λπ..

Ο Καβάφης έχει ένα αισθησιακό βίωμα με το Βυζάντιο. Αρχίζει το ποίημα «Στην εκκλησία» με το «την εκκλησίαν αγαπώ» με τα κηροπήγιά της κ.λπ. και το τελειώνει με τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό».

Δεν λέει το «ένδοξο Βυζάντιο». Λέει τον «ένδοξο βυζαντινισμό», δηλαδή τον «ένδοξο πολιτισμό». Δεν μιλάει για το «ένδοξο Βυζάντιο» μόνο.





ΣΗΜΕΙΩΣΗ
:

Το παραπάνω κείμενο βασίστηκε στην ταινία των Πάνoυ Κυπαρίσση και Φάνη Δoύσκου: «Ο βυζαντινός Καβάφης». (Παραγωγή «Κeyframe Digital Ρrοductiοns» για το «Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών»). Η εικονογράφηση, ο τίτλος και οι υπότιτλοι έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».

Στην ταινία διαβάζουν ποιήματα του Καβάφη και καταθέτουν τις απόψεις τους οι:
 
Ελένη Αρβελέρ
Πρύτανης, Πρ. Δ.Σ. Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών
 
Μιχάλης Πιερής
Καθ. Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κύπρου

Βαγγέλης Χρονής

Μέλος Εκτελεστικού Συμβουλίου Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Λάτση ─ Ποιητής

Μαρία Ρώτα

Λέκτορας Φιλολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
 
Renata Lavagnini
Καθ. Istituto Siciliano di Studi Byzantini e Neoellenici «Bruno Lavagnini, Παλέρμο
 
Diana Haas
Καθηγήτρια Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πατρών
 
Νίκη Τσιρώνη
Ερευνήτρια Ι.Ι.Θ. ─ Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Εταίρος, καθ. Πανεπιστημίου Harvard

Αθανάσιος Μαρκόπουλος
Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α. ─ Διευθυντής Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών

Μαριάννα Βαρδινογιάννη
Πρ. Ιδρύματος «Για το Παιδί και την Οικογένεια»

Νικόλαος Σταμπολίδης
Καθ. Πανεπιστημίου Κρήτης, Διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης

Σόνια Ιλίνσκαγια Αλεξανδροπούλου
Ομ. Καθ. Πανεπιστημίου Ιωαννίων