Ο αθλητισμός και τα σπορ με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα εμφανίστηκαν μέσα στον 19ο αιώνα. Είναι κοινωνικά φαινόμενα της νεωτερικότητας. Προέκυψαν ύστερα από σειρά ιστορικών αλλαγών, όπως η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση, που συντελέστηκαν στην Ευρώπη.
Η Βρετανία ήταν πρωτοπόρος των σπορ, εξ ου και η λέξη, που εντάχθηκε αυτούσια σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες.
Αθλητικοί σύλλογοι και αστική τάξη της Ελλάδας
Ο Όμιλος Αντισφαίρισης απέναντι από το Ζάππειο, είναι ένας από τους πιο παλιούς αθλητικούς συλλόγους, σε ένα χώρο που έχει συγκεντρωμένους αρκετούς αθλητικούς συλλόγους, αλλά και χώρους άθλησης. Η περιοχή αυτή έχει ιδιαίτερη ιστορία σε σχέση με τον αθλητισμό, γιατί εκτός από το Ζάππειο βέβαια και τον Όμιλο Αντισφαίρισης, δίπλα είναι ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Γυμναστήριο Φωκιανός.
Είναι δηλαδή μια περιοχή κοντά στο Σύνταγμα, που ήταν τότε το παλάτι, και για αυτό το λόγο μπορούμε να πούμε ότι συσπειρώθηκε εκεί στο 19ο αιώνα η πρώτη αθλητική δραστηριότητα της πρωτεύουσας.
Υπάρχει η εντύπωση ότι ο αθλητισμός στην Ελλάδα έχει άμεση σχέση με την αρχαιότητα, επειδή ακριβώς οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν την αίγλη κι επειδή η άθληση κατείχε τόσο σημαντικό μέρος στην αρχαία ελληνική κουλτούρα. Ωστόσο, δεν υπάρχει συνέχεια από την αρχαιότητα. Μεσολάβησαν τόσοι πολλοί αιώνες και κυρίως η περίοδος του Μεσαίωνα, όπου η σωματική δραστηριότητα συνολικά, λόγω της επικράτησης του χριστιανισμού, περιθωριοποιήθηκε.
Δεν σημαίνει ότι δεν έπαιζαν παιχνίδια οι άνθρωποι. Το παιχνίδι είναι ένα στοιχείο όλων των πολιτισμών.
Τα παραδοσιακά παιχνίδια εντάσσονταν σε έναν ευρύτερο κύκλο εορτασμού και διασκέδασης,
συνήθως θρησκευτικού χαρακτήρα και λειτουργούσαν συμπληρωματικά στη μουσική,
το τραγούδι και το χορό, ενώ τα σπορ διακρίνονταν για την αυτονομία τους.
Η χριστιανική κοσμοαντίληψη απέκλεισε κάθε αθλητική δραστηριότητα συνδέοντάς την με την αμαρτία.
Ο Όμιλος Αντισφαίρισης, οι άλλοι όμιλοι, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, είναι κάτι τελείως καινούργιο και συνδέεται με τη μεγάλη ιστορική τομή του 18ου αιώνα. Η ιστορική αυτή τομή, πολύ συνοπτικά, προσδιορίζεται από τη Βιομηχανική Επανάσταση, τη Γαλλική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό.
Η επανεμφάνιση του αθλητισμού στο προσκήνιο της Ιστορίας έγινε δυνατή τον 19ο αιώνα,
ύστερα από μία σειρά οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών.
Οι αλλαγές που συνέβησαν ήταν:
Ανθρωποκεντρισμός της διαφωτιστικής σκέψης και κριτική της θρησκείας, ανάπτυξη των επιστημών
του σώματος, Βιομηχανική Επανάσταση και ένταξη του σώματος στην παραγωγική διαδικασία.
Είναι κυρίως οι ιδέες του Διαφωτισμού, που φέρνουν τον άνθρωπο στο κέντρο της σκέψης,
που αμφισβητούν τη σύνδεση με το προπατορικό αμάρτημα, δηλαδή αμφισβητούν αυτή την κυρίαρχη άποψη για το ανθρώπινο σώμα. Για να αναπτυχθεί ο αθλητισμός και η γυμναστική πρέπει να αλλάξουν οι αντιλήψεις για το σώμα. Όχι μόνο να απενοχοποιηθεί. Το σώμα πλέον γίνεται αντικείμενο και της επιστήμης.
Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμη έμβιο ον, όχι δηλαδή ως ομοίωμα του Θεού.
Αυτό είναι η έναρξη για να αναθεωρηθεί η σχέση με το σώμα, που είναι βεβαρημένο με κάποιες θρησκόληπτες αντιλήψεις. Από κει και πέρα θα εισαχθεί στην εκπαίδευση και θα αναπτυχθεί η ιατρική επιχειρηματολογία, γιατί είναι χρήσιμο δηλαδή να αθλούμαστε.
Εάν συγκρίνουμε την αρχαιότητα με τον σύγχρονο κόσμο, βρίσκουμε πολλές διαφορές.
Η πρώτη είναι η θρησκεία, γιατί οι αρχαίοι αγώνες ήταν κομμάτι λατρευτικών εκδηλώσεων, γι΄ αυτό και τα αρχαία στάδια είναι δίπλα σε ιερά.
Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τα ρεκόρ. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν ολυμπιονίκες όπως τους ξέρουμε σήμερα, δηλαδή πρώτος, δεύτερος, τρίτος. Υπήρχε μόνο ο νικητής. Οι αρχαίοι αγωνίζονταν μόνο για τη νίκη. Αντίθετα, στους σύγχρονους αγώνες υπάρχει μία λεπτομερής καταγραφή της επίδοσης, του ρεκόρ.
Δεν ξέρουμε σε πόσο χρόνο έτρεχε ένας αρχαίος αθλητής, δεν ξέρουμε πόσο μακριά πετούσε το δίσκο. Από τον 19ο αιώνα όμως και μετά, υπάρχει μία λεπτομερής καταγραφή και σήμερα μάλιστα έχουμε φτάσει στη λατρεία του ρεκόρ, κάτι τελείως άγνωστο για τον αρχαίο πολιτισμό.
Και αυτό ακριβώς συνδέεται με τη Βιομηχανική Επανάσταση, δηλαδή με τη μέτρηση της επίδοσης. Πώς μετριέται η επίδοση; Η παραγωγή με βάση το χρόνο, δηλαδή η παραγωγικότητα. Αυτό μεταφέρεται και στα σπορ και στον αθλητισμό.
Η αστικοποίηση και εκβιομηχάνιση συγκεντρώνουν τον πληθυσμό στις πόλεις κι αλλάζουν τον τρόπο αντίληψης του χρόνου
διαχωρίζοντας με σαφήνεια τον εργάσιμο από τον ελεύθερο χρόνο. Έτσι δημιουργούνται οι νέες μορφές κοινωνικής επαφής και ψυχαγωγίας.
Μόνο η αστική τάξη έχει ελεύθερο χρόνο, δεδομένου ότι οι εργάτες που εργάζονται στα εργοστάσια, δουλεύουν όλη μέρα κι είναι τόσο εξαντλητικές και άθλιες οι συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα στη διάρκεια του 19ου αιώνα, που δεν υπάρχει καν η έννοια του ελεύθερου χρόνου.
Αυτό θα εμφανιστεί από τον 20ό αιώνα, που πια οι εργοδότες οργανώνουν ακόμα και συλλόγους εργατών μέσα στα εργοστάσια, με στόχο βεβαίως να ελέγξουν και τον ελεύθερο χρόνο τους.
Η ανερχόμενη αστική τάξη αναζητούσε τρόπους για να εξασφαλιστεί η υπεροχή της αλλά και η συνοχή της.
Στο ιδιαίτερο στυλ ζωής των αστών θα ενταχθούν και τα σπορ.
Το βρετανικό πρότυπο θα επιβάλλει τη σωματική άσκηση ως τρόπο ψυχαγωγίας και απόλαυσης.
Το πρώτο σωματείο τέννις στην Ελλάδα ιδρύθηκε το 1895, περιγράφεται ως αγγλικώτατον
και ονομάζεται Lawn Tennis Club.
Ο Όμιλος Αντισφαίρισης ήταν μια κλειστή λέσχη για την ανώτερη αστική τάξη. Ιδρύθηκε από εκλεκτά μέλη της αθηναϊκής αστικής τάξης το 1895 κι έκτοτε έχει μια διαρκή παρουσία συσπειρώνοντας πάντα τα ανώτερα αστικά στρώματα.
Αυτές οι λέσχες, τα club δηλαδή, όπως ήδη ονομάζονταν από τότε, είχαν διάφορους μηχανισμούς για να προστατεύουν την ταξική διάσταση. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν ήταν όπως θα το φανταζόταν κάποιος το να επιβάλλουν υψηλή συνδρομή. Φραγμός ήταν ο ερασιτεχνισμός, δόγμα που κατεξοχήν εκφράζει την αστική τάξη του 19ου αιώνα. Δηλαδή, ποιες είναι αυτές οι αξίες; Η ισότητα, η αξιοκρατία, ο ατομισμός, το fair play, δηλαδή το να παίζεις με κανόνες.
Στην αθλητική αναμέτρηση είναι όλοι ίσοι. Δεν έχει σημασία όταν αγωνίζεσαι με τον άλλον ποιος είσαι. Αυτό όμως, είναι θεωρητικό, γιατί ο ερασιτεχνισμός είναι δημοκρατικός στη θεωρία, αλλά όχι στην πράξη. Δεν θα έπρεπε οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης να αναμετρηθούν με εκπροσώπους των λαϊκών τάξεων, οι οποίοι ήταν πιο μυώδεις. Επειδή ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες είχαν ένα πλεονέκτημα. Ήθελαν λοιπόν να μειώσουν αυτό το πλεονέκτημα, γιατί θεωρητικά και σύμφωνα με τον ερασιτεχνισμό, δεν θα υπήρχε ισότητα στους αθλητές. Όμως καταλαβαίνουμε, ότι εάν οι χειρώνακτες αποκλείονταν, είχε μία καθαρά ταξική διάσταση αυτό.
Για να γίνει κάποιος μέλος σε ένα σύλλογο θα έπρεπε να τον προτείνουν παλαιότερα μέλη. Άρα, με αυτόν τον τρόπο αναπαράγεται η κοινότητα των μελών και οι παρείσακτοι δεν πρόκειται ποτέ να περάσουν την πύλη ενός συλλόγου.
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς δίχαζε την κοινωνία.
Σύμφωνα με τον Γρ. Ξενόπουλο: «Ο λαός εχθρεύεται το λόουν-τένις, προπάντων
επειδή παίζεται από αριστοκράτες, τους οποίους επίσης αντιπαθεί».
Ένας ναυτικός τελικά, τους ένωσε όλους κι έγινε λαϊκός ήρωας: Ο Π. Κουταλιανός.
Ο «Σιδηρούς Άνθρωπος», ο «Έλλην Ηρακλής» γεννήθηκε στη Μ. Ασία το 1847.
Έγινε θρύλος σε όλο τον κόσμο ως παλαιστής και στη συνέχεια ως performer.
Φημολογείται ότι ο Κουταλιανός δεν είχε χάσει ποτέ αγώνα πάλης ή δύναμης
κι ότι τον έτρεμαν ακόμη και τα άγρια θηρία!
«Μου φαίνεται πως κανένα όνομα δεν έδεσε τους έλληνες μεταξύ τους ύστερα από τον Κωνσταντίνο
Παλαιολόγο όσο ο Κουταλιανός. Γιατί είχε μεγάλη σημασία για μια φυλή ρημαγμένη και φτωχιά,
σκόρπια σε κάθε μέρος του κόσμου, βασανισμένη και πολλές φορές στερημένη και πεινασμένη,
να βγάλει τον πιο χειροδύναμο άνθρωπο της οικουμένης, που έβαζε κάτω όλους
τους παλληκαράδες που βγήκανε από έθνη πλούσια, δυνατά και καλοπερασμένα».
Φ. Κόντογλου, Κυριακάτικα Θέματα, 1951.
Ένα χαρακτηριστικό της κλειστής λέσχης, του Όμιλου Αντισφαίρισης, είναι η θέση των γυναικών. Παρατηρείται το φαινόμενο να είναι ίσος
ο αριθμός των ανδρικών και γυναικείων μελών και μάλιστα το 1897, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των γυναικών μελών είναι μεγαλύτερος.
Τα σπορ χρησιμοποιήθηκαν ως μέσον γυναικείας χειραφέτησης,
για τις αστές κατ' αρχάς.
Το ποδήλατο ήταν ένα σπορ εξαιρετικά δημοφιλές στις αθηναίες, παρά τις αντιδράσεις που προκαλούσε το θέαμα της γυναίκας να ποδηλατεί.
Το ποδήλατο εκφράζει τα νεωτερικά αστικά σπορ, τα οποία οι αστοί υιοθετούν, γιατί την αστική τάξη την εκφράζει κυρίως η καινοτομία.
Το ποδήλατο θα εγκαταλειφθεί από την αστική τάξη, όταν γίνει μεταφορικό μέσον και η αστική τάξη θα έχει πια το αυτοκίνητο
και μετά το αεροπλάνο και ούτω καθεξής. Δηλαδή, η τεχνολογική εξέλιξη παρακολουθείται από τους αστούς.
Σχετικά με τις γυναίκες υπήρχε αντίδραση, γιατί ο κοινωνικός ρόλος της γυναίκας ήταν να είναι καλή μητέρα, καλή σύζυγος, καλή νοικοκυρά.
Ο Όμιλος Αντισφαίρισης δεν προκαλούσε, γιατί είχε μια οικογενειακή δομή. Αν δούμε τα μέλη του, ήταν οικογένειες. Ήταν γύρω γύρω περιφραγμένο και τα αδιάκριτα βλέμματα δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους αθλούμενους, άρα και οι γυναίκες κατά κάποιο τρόπο είχαν μια ιδιωτικότητα.
Ο Όμιλος Αντισφαίρισης ήταν επίσης ένας χώρος για φλερτ και μάλιστα για φλερτ ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια, που ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη. Άρα, υπ' αυτή την έννοια υπήρχε ασφάλεια.
Ο Όμιλος Ερετών (κωπηλασίας, στον Πειραιά)
είναι ακόμα πιο παλιός από τον Όμιλο Αντισφαίρισης.
Ξιφασκία.
Κωπηλασία ανδρών.
Κωπηλασία γυναικών.
Σκοποβολή.
Αγώνας ξιφασκίας.
Οι σύλλογοι ξεκινούν από το 1870 περίπου, όχι μόνο στην Αθήνα. Είναι ένα μοντέλο που έρχεται από τη Δυτική Ευρώπη. Ξεκινάει με κάποια σπορ, όπως η σκοποβολή, η ξιφασκία, η ιππασία, που ήταν τα λεγόμενα αριστοκρατικά σπορ. Εν συνεχεία ιδρύονται σύλλογοι για τον κλασικό αθλητισμό.
Αυτό πυκνώνει από τη δεκαετία του '80 και θα λέγαμε το σημείο αιχμής της μεγάλης πύκνωσης είναι λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 στην Αθήνα. Τότε λοιπόν βλέπουμε μια σειρά από σωματεία, που ιδρύονται πλέον και σε μικρότερα αστικά κέντρα, όπως είναι η Τρίπολη, το Άργος. Υπήρχε μία μόδα. Ήταν μία μόδα οι σύλλογοι, όπως ήταν μόδα και τα σπορ. Οι άνθρωποι ήθελαν να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους, από τη στιγμή που υπήρχε ελεύθερος χρόνος.
Άλλωστε, οι σύλλογοι δεν έχουν μόνο αθλητικές δραστηριότητες. Ένα μεγάλο μέρος από τις δραστηριότητές τους είναι όπως θα λέγαμε με την ευρεία έννοια κοινωνικές. Δηλαδή, κόβουν την πίτα την Πρωτοχρονιά, οργανώνουν χοροεσπερίδες. Είναι ένας χώρος, που οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους και αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις.
Επομένως, θα πρέπει να δούμε τα σπορ ως όχι κάτι που είναι στενά συνδεδεμένο με τη σωματική άσκηση, αλλά που συνδέεται ευρύτερα με τον τρόπο ζωής των ανθρώπων στα αστικά κέντρα.
Καταδύσεις.
Οι σύλλογοι φτιάχνονται από παρέες ανδρών. Δηλαδή, κάποιοι φίλοι που ζούσαν κοντά στην ίδια γειτονιά, έπαιζαν μαζί κι αποφάσιζαν κάποια στιγμή αυτής της άτυπη μορφής ψυχαγωγίας να της δώσουν και μια τυπική μορφή, δηλαδή να φτιάξουν ένα σύλλογο.
Σύλλογους βέβαια έφτιαχναν όχι μόνο για τα σπορ, αλλά και φιλολογικούς, όπως ο Παρνασσός και για ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες. Ήταν άλλη η κοινωνική θέση της γυναίκας. Αργότερα, προς τα τέλη του αιώνα, θα μπουν οι γυναίκες στα διοικητικά συμβούλια των αθλητικών συλλόγων και βεβαίως, θα αρχίσουν να αθλούνται.
Όσον αφορά το Όμιλο Ερετών, ήταν κάποιοι τριαντάρηδες, νέοι της καλής πειραϊκής κοινωνίας, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς ήταν φίλοι, που τους ενδιέφερε να ασχοληθούν με κάποιο μοντέρνο σπορ. Η κωπηλασία ήταν κάτι καινοτόμο εκείνη την εποχή κι επίσης και ο Πειραιάς ήταν ένα αστικό κέντρο με βιομηχανική ανάπτυξη, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Είχε ήδη λοιπόν μία αστική τάξη εξαιρετικά εύπορη και δραστήρια, η οποία μεταξύ άλλων ίδρυε συλλόγους, και ο Όμιλος Ερετών ακριβώς ήταν μία από αυτές τις πρωτοβουλίες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο πρώτοι πρόεδροι του Ομίλου Ερετών διατέλεσαν και δήμαρχοι του Πειραιά.
Εκείνη την εποχή, δηλαδή στα τέλη του 19oυ αιώνα, μπορούμε να διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες σωματείων:
Η μία είναι τα λεγόμενα αθλητικά σωματεία, δηλαδή αυτά που ασχολούνται με τα ψυχαγωγικά σπορ. Το τένις, το ποδήλατο, η κωπηλασία, ανήκουν σε αυτά τα σωματεία. Επομένως ο κύριος στόχος ήταν πιο πολύ η ψυχαγωγία της μεσαίας αστικής τάξης και της ανώτερης αστικής τάξης για κάποια από αυτά.
Υπήρχαν και τα γυμναστικά σωματεία, τα οποία συνδέονταν περισσότερο με το χώρο της εκπαίδευσης, όπως ήταν ο Εθνικός και ο Πανελλήνιος.
Η διάκριση της σωματικής άσκησης σε γυμναστική και σπορ είχε ταξικές διαφορές.
Η γυμναστική παρέπεμπε στις αξίες της πειθαρχίας και της συλλογικότητας και είχε απήχηση στα μεσαία και κατώτερα στρώματα.
Η γυμναστική καλούνταν να προσφέρει τα μέσα για την καλλιέργεια των αρετών του καλού στρατιώτη
(αυταπάρνηση, υπακοή, καρτερία) για την πραγμάτωση των αλυτρωτικών οραμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε το 1910 από τον καθηγητή γυμναστικής Αθ. Λευκαδίτη, ο Προσκοπισμός στην Ελλάδα.
Κύριος σκοπός του ήταν η ηθική και η σωματική ανάπτυξη των παιδιών, ώστε να καταστούν καλοί και αγαθοί πολίτες και στρατιώτες.
Το παραπάνω τραγούδι είναι το: «If I had a hammer», Pete Seeger, 1949,
το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στο ρεπερτόριο των προσκόπων.
Η σωματική άσκηση στην εκπαίδευση και τη δημόσια σφαίρα
Ο Πανελλήνιος ΓΣ (Πεδίον του Άρεως) ιδρύθηκε το 1891 σε χώρο που ήταν εξοχή, δηλαδή δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα, παρά χωράφια. Το 1892, ο πριγκιπας Γεώργιος παραχώρησε το οικόπεδο στον Πανελλήνιο, για να χτίσει το γυμναστήριό του. Τα εγκαίνια έγιναν με κάθε λαμπρότητα παρουσία της βασιλικής οικογένειας το 1895. Στο γυμναστήριο του Πανελληνίου πήγαιναν μαθητές να γυμναστούν, σχολεία. Ήταν ένα σημείο αναφοράς το Πεδίον του Άρεως, που ταυτιζόταν και με τον Πανελλήνιο ΓΣ και με το γυμναστήριό του.
Ένας από τους στόχους του Πανελλήνιου ήταν η διοργάνωση αγώνων και η προετοιμασία πρωταθλητών.
Η βασική δραστηριότητά ήταν ο κλασικός αθλητισμός. Σε αυτόν διακρίθηκαν οι αθλητές του τα πρώτα χρόνια, παρόλο που είχε κι άλλα αθλήματα.
Ο δεύτερος στόχος του Πανελλήνιου ήταν να φτιάξει γυμναστές.
Μια άλλη δραστηριότητα του Πανελληνίου, που κάλυψε ένα κενό, ήταν η λειτουργία σχολής γυμναστριών.
Στις απαρχές της δημιουργίας του νέου κράτους δεν υπήρχε χώρος για τον αθλητισμό ούτε καν στην εκπαίδευση. Μόλις το 1880 θα γίνει η γυμναστική υποχρεωτική κι αυτό μόνο στα δημοτικά σχολεία, όπου προβλεπόταν μόνο για τα αγόρια.
Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θηλέων, η οποία ήταν αποκλειστικά ιδιωτική πρωτοβουλία, η διδασκαλία εξαρτιόταν από τις προοδευτικές αντιλήψεις των ιθυνόντων του κάθε σχολείου.
Η διαφορά του Πανελλήνιου από τα σωματεία όπως το τένις κλαμπ και ο Όμιλος Ερετών ήταν ότι απευθυνόταν στα μικροαστικά και μεσαία αστικά στρώματα της πρωτεύουσας κι όχι στη μεγαλοαστική τάξη.
Το Καλλιμάρμαρο Στάδιο υπήρχε από την αρχαιότητα, τουλάχιστον από τον 2ο αιώνα π.Χ.. Ο Ηρώδης ο Αττικός το έκανε λίθινο, αλλά στη διάρκεια των αιώνων χάθηκε.
Οι πέτρες του χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστούν σπίτια των αθηναίων. Όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος τον 19ο αιώνα, το στάδιο δεν υπήρχε.
(Εικόνα: Ferdinand Stademann, «Πανόραμα των Αθηνών», Μόναχο, 1841).
Και σε άλλες χώρες, όπως στην Αγγλία π.χ., υπήρχαν αγώνες που μιμούνταν την αρχαιότητα. Ο 19ος αιώνας και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ήταν ένας αιώνας θαυμασμού της αρχαιότητας και αυτό το βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στους αγώνες.
Ας σκεφτούμε για παράδειγμα την καθαρεύουσα. Θέλησαν να μιμηθούν τους αρχαίους ακόμα και στη γλώσσα.
Ως «Ευαγγελικά», ή «Ευαγγελιακά», έχουν καταγραφεί τα αιματηρά επεισόδια
που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το 1901 με αφορμή τη δημοσίευση
στην εφημερίδα «Ακρόπολις» των Ευαγγελίων μεταφρασμένων στη δημοτική.
Ο Τρικούπης που ήταν τότε πρωθυπουργός, θεώρησε ότι δεν μπορούσε η Ελλάδα να αναλάβει το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Να θυμηθούμε ότι το 1893 η Ελλάδα είχε κηρύξει πτώχευση. Επομένως, ένα πτωχευμένο κράτος ήταν δύσκολο να αναλάβει το κόστος μιας τέτοιας διοργάνωσης. Υπήρξαν πάρα πολλές δωρεές. Στην ουσία δηλαδή, οι πρώτοι αγώνες έγιναν με ιδιωτικά κεφάλαια.
Καθαρεύουσα ήταν η λόγια ελληνική γλώσσα που κατασκευάστηκε από τον 18ο αιώνα, για να απαλλαγούν τα ελληνικά από τις ξένες επιδράσεις, αλλά και ως απόδειξη της συνέχειας της αρχαίας με τη σύγχρονη Ελλάδα. Ήταν ένα μείγμα αρχαίας και δημοτικής και παρέμεινε επίσημη γλώσσα του Κράτους μέχρι το 1976. Η επιβολή της καθαρεύουσας κατά καιρούς προκαλούσε αντιπαραθέσεις μέχρι και αιματηρές συγκρούσεις.
Η ιδέα του Ντε Κουμπερτέν για τη διεθνοποίηση των αγώνων προέρχεται από τη διεθνοποίηση της οικονομίας, δηλαδή από τις διεθνείς εκθέσεις που γίνονταν τότε και ήταν και το πρότυπο των Ζάππειων ολυμπιάδων (διοργανώθηκαν τα έτη 1859, 1870, 1875 και 1888-1889). Όπως λοιπόν έλεγε, τα έθνη ανταγωνίζονται στην βιομηχανία, στις τέχνες, στα γράμματα, γιατί να μην ανταγωνιστούν και στον αθλητισμό;
Υπάρχει η εντύπωση ότι ο Μαραθώνιος είναι ένα άθλημα αρχαίο. Αυτό είναι λάθος.
Ο Μαραθώνιος εφευρέθηκε για τους πρώτους αγώνες του 1896. Είναι κι αυτός γαλλική ιδέα
από ένα φίλο του Κουμπερτέν, ο οποίος εμπνευσμένος από από τους περσικούς πολέμους και τον δρομέα
που ανήγγειλε τη νίκη στους αθηναίους, είπε: γιατί να μην οργανωθεί και ένα τέτοιο αγώνισμα;
Η Ελλάδα μετά τη μεγάλη ήττα που υπέστη στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, θεώρησε ότι θα έκανε καλό στο γόητρό της αν όλοι οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίνονταν στην Αθήνα. Ωστόσο, αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ΔΟΕ (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή), η οποία έχει αποφασίσει οι αγώνες
να γίνονται κάθε φορά σε διαφορετική χώρα.
Μια φυλή ξεφτυλισμένη
και καραβοτσακισμένη,
που και τούτη την κοιλιά,
έχει μόνη της δουλειά.
Σήμερα θυμάται πάλι,
σεβαστάς προγόνων θήκας,
Και σηκώνεται και ψάλλει
νέους Ολυμπιονίκας.
Γ. Σουρή: «Ρωμηός», 28.7.1912.
Το ποδόσφαιρο προκαλεί ηθικό πανικό στην Ελλάδα
Ήταν ο αγγλικός στόλος, οποίος κυκλοφορούσε στην Ανατολική Μεσόγειο και στους άγγλους ναύτες άρεσε να παίζουν ποδόσφαιρο. Έβρισκαν και ντόπιους και τους καλούσαν να παίζουν αυτό το παιχνίδι. Βέβαια, στην Αγγλία είχε εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, δηλαδή ήδη πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα και συνδέθηκε με τα αγγλικά ιδιωτικά σχολεία, τα οποία προορίζονταν για την εκπαίδευση της βρετανικής αστικής τάξης. Άρα, το ποδόσφαιρο αρχικά ήταν ένα προνόμιο της αστικής τάξης. Στη συνέχεια, στα τέλη του 19ου αιώνα στη Βρετανία, θα είναι ένα σπορ των λαϊκών τάξεων.
Στην Ελλάδα υπήρχε μια δυσπιστία απέναντι στο ποδόσφαιρο τότε, δηλαδή υπήρχε ένας φόβος. Προκλήθηκε, θα λέγαμε, ένα είδος ηθικού πανικού, γιατί μέχρι τότε η γύμναση των νέων γινόταν στο εσωτερικό, στα γυμναστήρια. Ξαφνικά, εμφανίζονται τα παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο στις αλάνες, στους δρόμους.
Κι αυτό μπορούμε να πούμε πως ήταν κάπως περίεργο για τα ήθη της εποχής. Είχαν μία μπάλα και την κλωτσούσαν στους δρόμους. Αυτό θεωρούνταν επικίνδυνο για την ηθική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πανελλήνιος κατάργησε το ποδοσφαιρικό του τμήμα, λόγω των αντιδράσεων από τους γονείς.
Όταν ο Πανελλήνιος κατάργησε το ποδοσφαιρικό του τμήμα, οι αθλητές που έφυγαν ίδρυσαν τον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών (μετέπειτα Παναθηναϊκό).
Το γήπεδο του ΠΟΑ ήταν στην οδό Πατησίων, εκεί που σήμερα είναι το Οικονομικό Πανεπιστήμιο ΑΣΟΕΕ.
Οι πρώτες προπονήσεις της ποδοσφαιρικής ομάδας της ΑΕΚ γίνονταν στο ναό του Ολυμπίου Διός.
Οι πρώτοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι θα ιδρυθούν στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα χρόνια εκείνα ήταν ταραγμένα, αλλά ήδη είχε αρχίσει να φτιάχνεται μια αντιπαλότητα ανάμεσα στην Αθήνα και στον Πειραιά, ανεξάρτητα από το ποδόσφαιρο. Οι δύο ομάδες, ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός, εξέφραζαν το τοπικιστικό πνεύμα και την αντιπαλότητα των δύο πόλεων κι απέκτησαν και μια διαφορετική ταυτότητα.
Βέβαια, αυτά δεν ανταποκρίνονται αναγκαστικά σε κάποιες ιστορικές αλήθειες, δηλαδή ο Παναθηναϊκός παραδοσιακά θεωρούταν μία ομάδα του κατεστημένου, ενώ ο Ολυμπιακός εξ αρχής, επειδή ταυτίστηκε με το λιμάνι, με τον Πειραιά, είχε τη φήμη της πιο λαϊκής ομάδας. Στην πραγματικότητα, και ο Ολυμπιακός, όπως και όλες οι ομάδες, οι πρώτοι αυτοί σύλλογοι μέχρι το μεσοπόλεμο, φτιάχτηκαν από μέλη της αστικής τάξης.
Ωστόσο, το ποδόσφαιρο, επειδή ήταν ένα άθλημα εξαιρετικά δημοφιλές, μπόρεσε να εκφράσει διαφορετικού τύπου ταυτότητες. Όταν λέει κάποιος είμαι Παναθηναϊκός, καταλαβαίνει ότι συνδέεται και με κάποιες αξίες. Είμαι ΑΕΚ, σημαίνει κάτι άλλο. Είμαι Ολυμπιακός, σημαίνει κάτι άλλο. Μέσα λοιπόν από το ποδόσφαιρο εκφράστηκαν κάποιες αντιθέσεις, όπως γηγενείς εναντίον προσφύγων, αθηναίοι εναντίον πειραιωτών, θεσσαλονικείς εναντίον αθηναίων και ούτω καθεξής.
Το ποδόσφαιρο είναι ένα βίαιο παιχνίδι. Συνεπώς, όλα αυτά τα λεγόμενα επεισόδια χαρακτηρίζουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες ήδη από την πρώτη εποχή. Δηλαδή μέσα από τις εφημερίδες διαβάζουμε για συγκρούσεις που γίνονται είτε μεταξύ των παικτών, ανάμεσα σε θεατές και παίκτες, ο διαιτητής πάντα είναι στόχος επιθέσεων κι αν διαβάσει κανείς το πώς αφηγούνται το παιχνίδι, θα δει ότι όλη η ορολογία παραπέμπει σε πόλεμο. Ο προπονητής είναι ο στρατηγός, οι παίκτες είναι οι στρατιώτες, υπάρχει επίθεση, υπάρχει άμυνα.
Θα λέγαμε λοιπόν, ότι το ποδόσφαιρο είναι μια μεταφορά του πολέμου, αλλά με ειρηνικούς όρους.
Το ποδόσφαιρο είναι κατ΄ εξοχήν ανδρικό άθλημα: εκφράζει ανδρικές αξίες, και παρακολουθείται ―ακόμη και σήμερα― σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες.
Στο γήπεδο γίνεται η «μύηση» στον κόσμο των ανδρών και δομείται η ανδρική ταυτότητα.
Η ταυτότητα κάθε ομάδας δημιουργείται μέσω αυτοπροσδιορισμού αλλά και μέσα από τα μάτια των αντιπάλων. Έτσι προέκυψαν και οι προσωνυμίες: «βαζελίνες» (αργότερα «βαζέλες»),
που άρχισε να διαδίδεται τη δεκαετία του 1950 από τους αντιπάλους, υποτιμώντας ακριβώς τον ανδρισμό των Παναθηναϊκών. «Χανούμισσες» της ΑΕΚ ή «γάβροι», το ευτελές ψάρι για τους Ολυμπιακούς.
Έχουμε μια καταπληκτική η αύξηση των ποδοσφαιρικών σωματείων. Γύρω στο 1940, μόνο τα ποδοσφαιρικά σωματεία ήταν γύρω στα 300. Υπήρχαν χιλιάδες ποδοσφαιριστές επίσημα καταγεγραμμένοι.
Άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο το ποδόσφαιρο γνώρισε τόσο μεγάλη εξάπλωση ήταν ότι είναι εξαιρετικά απλό και φθηνό. Δηλαδή δεν χρειάζεται εξοπλισμό, όπως το τένις, το ποδήλατο. Φτάνει μία μπάλα. Φτιάχνεις δυο γκολπόστ και μπορείς άνετα να το παίξεις οπουδήποτε.
Στρατιώτες παίζουν ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας.
Παράλληλα, εμφανίζονται και πολλά άλλα σπορ, όπως η πυγμαχία. Παράλληλα, αναπτύσσονται τα στοιχήματα. Ο αθλητισμός μέσα στο μεσοπόλεμο μαζικοποιείται, εμπορευματοποιείται, γίνεται καταναλωτικό προϊόν, γίνεται αντικείμενο αθλητικής δημοσιογραφίας κι αποκτά πια μια μεγάλη απήχηση.
Οι προσφυγικοί αθλητικοί σύλλογοι
Στην απογραφή του 1920, στο χώρο που μετά έγινε το γυμναστήριο του Νήαρ Ηστ Καισαριανής, υπήρχαν μόνο έντεκα κάτοικοι, που ήταν κτηνοτρόφοι. Μετά το 1922, εγκαταστάθηκαν 8.000 άνθρωποι σε έναν χώρο που ήταν βραχώδης και δασώδης, οι οποίοι κυρίως προέρχονταν από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Επί δέκα τουλάχιστον χρόνια ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Δεν υπήρχε ύδρευση ούτε αποχέτευση, σχεδόν δεν είχαν σπίτια, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις για βοήθεια.
Ο αθλητισμός έδινε μια διέξοδο στους πρόσφυγες, υπήρχε δηλαδή μία ανάγκη εκτόνωσης ακριβώς λόγω των κακών συνθηκών ζωής. Είχαν ανάγκη την ψυχαγωγία, το παιχνίδι. Έφερναν επίσης μια παράδοση πίσω τους. Ήδη ασχολούνταν με τον αθλητισμό και είχαν σωματεία.
Υπήρχαν δύο είδη προσφυγικών σωματείων. Αυτά που μεταφέρθηκαν μαζί με τους πρόσφυγες κι αυτά που ιδρύθηκαν από πρόσφυγες ακριβώς για να διατηρήσουν αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, την ταυτότητα του τόπου καταγωγής, ο όποιος δεν ήταν γενικά ο πρόσφυγας, αλλά ο σμυρνιός, ο κωνσταντινουπολίτης, ο πόντιος κ.λπ..
Τα σωματεία δεν ήταν πολιτικά ουδέτερα. Προσέγγιζαν τα κόμματα ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Οι παράγοντες των ομάδων έκαναν συχνά πολιτική καριέρα.
Πίσω από τη δημιουργία ποδοσφαιρικών συλλόγων κρύβονταν πολιτικές βλέψεις.
Ο ΠΑΟΚ δημιουργήθηκε το 1926 από την αστική κωνσταντινουπολίτικη ελίτ και είχε στόχο την υπέρβαση των τεράστιων ταξικών διαφορών ανάμεσα στη μάζα των προσφύγων και στους αστούς.
ΠΑΟΚ: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών.
Από το 1919 έως το 1935 όλοι οι πρόεδροι του ΠΑΟ ήταν βουλευτές ή ανοικτά υποστηρικτές του Βενιζέλου. Από το 1935 και μετά (όταν οι βενιζελικοί έχασαν την εξουσία) ο σκληρός πυρήνας των αντιβενιζελικών
πήρε και τα ηνία στον ΠΑΟ.
Ένας άλλος λόγος που είχαν ανάγκη να ασχοληθούν με τα σπορ οι πρόσφυγες ήταν της ένταξης στην κοινωνία. Είναι γνωστό, ότι η ελλαδική κοινωνία και επειδή είχε πάρα πολύ ταλαιπωρηθεί από τους δεκαετείς πολέμους, υποδέχτηκε με καχυποψία έως και εχθρότητα τους πρόσφυγες. Δεν ήταν ευπρόσδεκτοι στην αρχή και γι' αυτό το λόγο και εκείνοι είχαν ανάγκη να ασχοληθούν με δραστηριότητες που θα μπορούσαν να τους εντάξουν σε αυτή την κοινωνία, ενδεχομένως και να δείξουν την ανωτερότητά τους σε κάποιους τομείς είτε ήταν η μουσική είτε ήταν τα σπορ. Η ενασχόληση με τον αθλητισμό δεν ήταν ούτε περίεργη ούτε περιθωριακή, αντίθετα αποτελούσε ένα στοίχημα επιβίωσης για τους πρόσφυγες.
Η ιστορική διάσταση των σπορ
Για να κατανοήσουμε τα σπορ χρειάζεται να εισαγάγουμε την ιστορική διάσταση. Δηλαδή, από εδώ που το αφήνουμε στο μεσοπόλεμο κι αν παρακολουθήσουμε το πώς εξελίσσονται τα σπορ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, θα πρέπει να δούμε το ιστορικό πλαίσιο. Ποιο είναι αυτό;
Έχουμε δύο παγκόσμιους πολέμους, έχουμε τον ψυχρό πόλεμο, μία σειρά από πολύ μεγάλες ιστορικές τομές και στο οικονομικό και στο πολιτικό και στο κοινωνικό και στο πολιτισμικό πεδίο.
Άρα τα σπορ αντανακλούν όλες αυτές τις αλλαγές ταυτόχρονα, δηλαδή:
Η εμπορευματοποίηση των σπορ. Υπάρχει μια σειρά από προϊόντα αθλητικά, τα οποία γίνονται όλο και πιο δημοφιλή. Ας σκεφτούμε ότι σήμερα μπορεί κάποιος να ντυθεί αθλητικά και να κάνει έξοδο, κάτι που παλιότερα χωρίς κουστούμι και ταγιέρ δεν θα μπορούσε να το κάνει. Το αθλητικό ντύσιμο δηλαδή, γίνεται μόδα και δεν συνδέεται αναγκαστικά με την άθληση.
Επίσης, η επικοινωνία. Τα σπορ, οι ολυμπιακοί αγώνες, το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου, αποτελούν αυτό που ονομάζουμε «μεγάλα γεγονότα». Η τηλεόραση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να μαζικοποιηθεί το αθλητικό θέαμα και να γίνει επίσης καταναλωτικό προϊόν.
Και τέλος, για να έρθουμε στην Ελλάδα, παρόλες αυτές τις αλλαγές, θα λέγαμε ότι κλείνει ένας κύκλος και αυτά που είδαμε για τον 19ο αιώνα, δηλαδή την περιθωριακή θέση της σωματικής άσκησης, την καχυποψία, τη βαρύτητα που δίνει η ελληνική κοινωνία στο πνεύμα και στα πνευματικά επιτεύγματα και λιγότερο στα σωματικά, εξακολουθούν να υπάρχουν.
Κι αν συγκρίνουμε την ελληνική κοινωνία με άλλες στη δυτική Ευρώπη, μάλλον τα σπορ σήμερα έχουν περιθωριακή θέση.
Πηγή:
Μαριλένας Κατσίμη: «Αθλητισμός και σπορ
στη σύγχρονη Ελλάδα», της σειράς «Ιστορικοί
Περίπατοι», παραγωγή Γεν. Δνση Ενημέρωσης ΕΡΤ Α.Ε..
Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Πρύτανις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Έχει σπουδάσει στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην École des Hautes Études en Sciences Sociales και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris I). Έχει διδάξει και έχει δώσει διαλέξεις σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια στην Ευρώπη, την Ασία και τις ΗΠΑ. Ήταν επισκέπτρια καθηγήτρια και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (2010), στο Πανεπιστήμιο Princeton (2017) και στο Πανεπιστήμιο του Regensburg (2019). Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για τη διδασκαλία της ιστορίας, τα σχολικά εγχειρίδια, τη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και ιστορικής μνήμης, τη βαλκανική ιστορία, τη δημόσια ιστορία και την ιστορική κουλτούρα καθώς και την ιστορία του αθλητισμού και των Ολυμπιακών Αγώνων.