ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ:
ΤΟ “ΠΑΣΧΑ”
ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ

Πώς και γιατί επινοήθηκε
η παράδοση της γιορτής


Οι πλέον καθολικές πολιτικές παραδόσεις που επινοήθηκαν στην περίοδο 1870-1914 ήταν το επίτευγμα κρατών. Εντούτοις, η άνοδος οργανωμένων μαζικών κινημάτων που απαιτούσαν χωριστό ή ακόμη εναλλακτικό status απέναντι στα κράτη, οδήγησε σε παρόμοιες εξελίξεις. Ορισμένα από τα κινήματα αυτά, κυρίως ο πολιτικός Καθολικισμός και διάφορα είδη εθνικισμού, γνώριζαν απόλυτα τη σημασία της τελετουργίας, της ιεροτελεστίας, του μύθου, συμπεριλαμβάνοντας, κανονικά, ένα μυθολογικό παρελθόν. Η σημασία των επινοημένων παραδόσεων είναι πιο εντυπωσιακή όταν οι παραδόσεις αυτές προέκυπταν ανάμεσα σε ορθολογικά κινήματα που ήταν μάλλον εχθρικά προς αυτές και στερούνταν προκατασκευασμένων συμβολικών και τελετουργικών εφοδίων. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος να μελετήσουμε την εμφάνισή τους είναι, σε μια τέτοια περίπτωση, μέσω του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος.

Η σπουδαιότερη διεθνής τελετουργική εκδήλωση των κινημάτων αυτών, η Πρωτομαγιά (1890), εξελίχτηκε αυθόρμητα σε μια εκπληκτικά βραχεία περίοδο. Αρχικά, σχεδιάστηκε ως μια μοναδική ταυτόχρονη ημερήσια απεργία και διαδήλωση για την εργάσιμη ημέρα των οκτώ ωρών, που ορίστηκε σε μια ημερομηνία που ήδη συνδεόταν επί μερικά χρόνια με το αίτημα αυτό στις ΗΠΑ. Η επιλογή της ημερομηνίας αυτής στην Ευρώπη ήταν ασφαλώς απόλυτα πραγματιστική. Πιθανώς, στις ΗΠΑ, δεν είχε τελετουργικό χαρακτήρα, αφού είχε ήδη καθιερωθεί η «Ημέρα των Εργατών» στο τέλος του καλοκαιριού. Έχει λεχθεί, όχι τυχαία, ότι ορίστηκε για να συμπίπτει με την Μούβινγκ Ντέι, την παραδοσιακή ημερομηνία για τη λήξη των μισθωτηρίων συμβολαίων στη Νέα Υόρκη και την Πενσυλβάνια. Μολονότι αυτή, όπως παρόμοιες περίοδοι συμβάσεων σε μέρη της παραδοσιακής ευρωπαϊκής γεωργίας, αρχικά είχε αποτελέσει τμήμα του συμβολικά φορτισμένου ετήσιου κύκλου του προβιομηχανικού έτους εργασίας, η σύνδεσή της με το βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν σαφώς τυχαία. Η νέα Εργατική και Σοσιαλιστική Διεθνής δεν οραματίστηκε κάποια ιδιαίτερη μορφή εκδηλώσεων. Η ιδέα ενός φεστιβάλ εργατών όχι μόνο δεν αναφέρθηκε στην αρχική απόφαση (1889) του σώματος αυτού, αλλά απορρίφτηκε με ιδεολογικά επιχειρήματα από διάφορους στρατευμένους επαναστάτες.

Εντούτοις, η επιλογή μιας ημερομηνίας τόσο πολύ φορτισμένης με συμβολισμό από αρχαία παράδοση αποδείχτηκε σημαντική, έστω και αν —όπως δηλώνει ο Van Gennep— στη Γαλλία, ο αντικληρικανισμός του εργατικού κινήματος αντιστάθηκε στο να συμπεριληφθούν πρακτικές παραδοσιακού φολκλόρ στην Πρωτομαγιά. Από την αρχή, ο γιορτασμός προσέλκυσε και απορρόφησε τελετουργικά και συμβολικά στοιχεία, ιδιαίτερα εκείνο μιας οιονεί θρησκευτικής ή υπερφυσικής τελετής («Mai-feier»), μια γιορτή και με τις δύο έννοιες της λέξης. (Ο Ένγκελς, αφού αναφέρεται σ΄ αυτήν χαρακτηρίζοντάς την «διαδήλωση», χρησιμοποιεί τον όρο «Feier» από το 1893. Ο Άντλερ αναγνώριζε το στοιχείο αυτό στην Αυστρία από το 1892, ο Vandervelde στο Βέλγιο από το 1893). Ο Andrea Costa το εξέφρασε αυτό περιεκτικά για την Ιταλία (1893): «Οι Καθολικοί έχουν το Πάσχα, επομένως και οι εργάτες θα έχουν το δικό τους Πάσχα», ενώ υπάρχουν σπανιότερες αναφορές στην Πεντηκοστή. Μια περίεργη συγκριτική «Πρωτομαγιάτικη διδαχή» από το Σαρλερουά (Βέλγιο) επιβιώνει για το 1898 με τα κοινά επιγράμματα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και «Αγαπάτε αλλήλους».

Κόκκινες σημαίες, τα μοναδικά καθολικά σύμβολα του κινήματος, υπήρχαν από το ξεκίνημα, αλλά το ίδιο, σε πολλές χώρες, και τα λουλούδια: το γαρύφαλλο στην Αυστρία, το κόκκινο (χάρτινο) τριαντάφυλλο στη Γερμανία, το άγριο τριαντάφυλλο και η παπαρούνα στη Γαλλία και ο Μάης, σύμβολο ανανέωσης που διείσδυε όλο και περισσότερο και ο οποίος, από τα μέσα της δεκαετίας του 1900, αντικαταστάθηκε από τον κρίνο της κοιλάδας, παραπέμποντας σε μη πολιτικές σχέσεις. Λίγα είναι γνωστά σχετικά με τη γλώσσα αυτή των λουλουδιών που, κρίνοντας επίσης από τα ποιήματα της Πρωτομαγιάς στη σοσιαλιστική λογοτεχνία, συνδεόταν αυθόρμητα με τη γιορτή. Ασφαλώς, αυτό ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της Πρωτομαγιάς, εποχή ανανέωσης, ανάπτυξης, ελπίδας και χαράς (να θυμηθούμε το κορίτσι με το ανθισμένο κλαδί του Μάη που στη λαϊκή μνήμη συνδέεται με τους πυροβολισμούς της Πρωτομαγιάς: του 1891 στο Fourmies). Εξίσου, η Πρωτομαγιά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της νέας σοσιαλιστικής εικονογραφίας της δεκαετίας του 1890, στην οποία, παρά την αναμενόμενη έμφαση στον αγώνα, επικρατούσε η ελπίδα, η εμπιστοσύνη και η προσέγγιση ενός λαμπρότερου μέλλοντος — που συχνά εκφραζόταν μεταφορικά ως ανάπτυξη δένδρου.

Όπως συνέβη, η Πρώτη του Μάη εγκαινιάστηκε σε μια εποχή εξαιρετικής ανάπτυξης και επέκτασης των εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων πολυάριθμων κρατών και ίσως δε θα μπορούσε να έχει καθιερωθεί σε λιγότερο ελπιδοφόρα πολιτική ατμόσφαιρα. Ο αρχαίος συμβολισμός της άνοιξης, που τόσο παραγωγικά συνδεόταν με το Μάιο, ταίριαζε τέλεια στην περίπτωση στις αρχές της δεκαετίας του 1890.

Έτσι μετασχηματίστηκε ταχέως σε μια έντονα φορτισμένη ετήσια γιορτή και ιεροτελεστία. Η ετήσια επανάληψη εισήχθη για να ικανοποιήσει την απαίτηση των στρατευμένων στελεχών. Το αρχικό πολιτικό περιεχόμενο της ημέρας —το αίτημα εργάσιμης ημέρας οκτώ ωρών— αναπόφευκτα υποχώρησε προκειμένου να ανοίξει το δρόμο σε οποιαδήποτε συνθήματα προτιμούσαν τα εθνικά εργατικά κινήματα σε έναν ορισμένο χρόνο ή, συνηθέστερα, σε μια ακαθόριστη επιβεβαίωση της παρουσίας της εργατικής τάξης και, σε πολλές λατινικές χώρες, της ανάμνησης των «Μαρτύρων του Σικάγου». Το μοναδικό αρχικό στοιχείο που διατηρήθηκε ήταν ο απόλυτα συντονισμένος, χρονικά, διεθνισμός τής εκδήλωσης: στην ακραία περίπτωση της Ρωσίας του 1917, οι επαναστάτες εγκατέλειψαν το δικό τους ημερολόγιο για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά τους την ίδια ημέρα με τον υπόλοιπο κόσμο. Πράγματι, η δημόσια παρέλαση των εργατών ως τάξης σχημάτιζε τον πυρήνα της τελετουργίας. Ήταν, όπως παρατηρούσαν οι σχολιαστές, η μοναδική αργία, ακόμη και ανάμεσα στις ριζοσπαστικές και επαναστατικές επετείους, που συνδεόταν με τη βιομηχανική εργατική τάξη και με καμιά άλλη.


ΗΠΑ.
Ρωσία.

Ωστόσο —τουλάχιστο στη Βρετανία—, συγκεκριμένες κοινότητες βιομηχανικών εργατών είχαν ήδη δείξει σημάδια επινόησης γενικών συλλογικών εκφράσεων του εαυτού τους ως τμήματος του εργατικού κινήματος. (Η γιορτή των ανθρακωρύχων του Ντάραμ καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1871). Όπως όλες οι παρόμοιες τελετές ήταν, ή έγινε και αυτή, βασικά, μια ευχάριστη οικογενειακή εκδήλωση. Οι κλασικές πολιτικές εκδηλώσεις δεν ήταν υποχρεωτικά σαν αυτήν. (Αυτός ο χαρακτήρας μπορεί ακόμη να παρατηρηθεί σε τέτοιες μεταγενέστερες «επινοημένες παραδόσεις» όπως τα εθνικά φεστιβάλ της ιταλικής κομμουνιστικής εφημερίδας Unità). Όπως όλες τους, έτσι και αυτή συνδύαζε τη δημόσια και την ιδιωτική χαροποίηση και ευθυμία με την επιβεβαίωση της αφοσίωσης στο κίνημα, που ήταν βασικό στοιχείο στη συνείδηση της εργατικής τάξης: ρητορεία —στις ημέρες εκείνες, όσο μεγαλύτερης διάρκειας τόσο το καλύτερο, αφού μια καλή ομιλία ήταν έμπνευση και διασκέδαση—, λάβαρα, σήματα, συνθήματα, κ.ο.κ. Το πιο κρίσιμο στοιχείο ήταν ότι επιβεβαίωνε την παρουσία της εργατικής τάξης μέσω της επικύρωσης της δύναμης της εργατικής τάξης: με την αποχή από την εργασία. Παραδόξως, η επιτυχία της Πρωτομαγιάς έτεινε να είναι ανάλογη με την απομάκρυνσή της από τις συγκεκριμένες καθημερινές δραστηριότητες του κινήματος. Η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν εκεί όπου οι σοσιαλιστικές βλέψεις επικρατούσαν επί του πολιτικού ρεαλισμού και του συνδικαλιστικού υπολογισμού που, όπως στη Βρετανία και τη Γερμανία, έτεινε να ευνοεί μια εκδήλωση την πρώτη Κυριακή του μήνα έναντι της ετήσιας ημερήσιας απεργίας την πρώτη του Μάη. Ο Βίκτορ Άντλερ, ευαίσθητος στις διαθέσεις των αυστριακών εργατών, είχε επιμείνει στην απεργία με διαδήλωση παρά τη συμβουλή του Κάουτσκι, και συνεπώς η Αυστριακή Πρωτομαγιά απέκτησε ασυνήθη δύναμη και απήχηση. Έτσι, όπως έχουμε δει, η Πρωτομαγιά δεν επινοήθηκε τόσο επίσημα από τους ηγέτες του κινήματος όσο έγινε αποδεκτή και θεσπίστηκε από αυτούς με την πρωτοβουλία των οπαδών τους.

Η δύναμη της νέας παράδοσης σαφώς εκτιμήθηκε από τους εχθρούς της. Ο Χίτλερ, με την οξεία αίσθηση που διέθετε σχετικά με το συμβολισμό, βρήκε επιθυμητό όχι μόνο να υιοθετήσει το κόκκινο από τη σημαία των εργατών αλλά και την ίδια την Πρωτομαγιά, μετατρέποντάς την το 1933 σε επίσημη «εθνική ημέρα των εργατών» και, συνακόλουθα, αποδυναμώνοντας τον προλεταριακό της χαρακτήρα. Παρεμπιπτόντως, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι σήμερα έχει μετατραπεί σε γενική αργία των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Μεξικό.
Τουρκία.

Η Πρωτομαγιά και παρόμοιες εργατικές τελετουργίες ανήκουν κάπου ανάμεσα σε «πολιτικές» και «κοινωνικές» παραδόσεις. Στις πρώτες ανήκουν μέσω των σχέσεών τους με μαζικές οργανώσεις και κόμματα που μπορούσαν —και πράγματι σκόπευαν— να γίνουν καθεστώτα και κράτη, και στις δεύτερες επειδή εξέφραζαν γνήσια τη συνείδηση των εργατών για την ύπαρξή τους ως χωριστής τάξης, δοθέντος ότι αυτή δε διαχωριζόταν από τις οργανώσεις της τάξης. Ενώ σε πολλές περιπτώσεις —όπως στην περίπτωση της Αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας ή των βρετανών ανθρακωρύχων— τάξη και οργάνωση έγιναν στοιχεία αξεχώριστα, αυτό δε σημαίνει ότι ταυτίζονταν κιόλας. «Το κίνημα» ανέπτυξε τις δικές του παραδόσεις, που τις συμμερίζονταν ηγέτες και στρατευμένοι υποστηρικτές, αλλά όχι αναγκαία οι ψηφοφόροι και οι οπαδοί, και αντίστροφα η τάξη μπορούσε να αναπτύξει τις δικές της «επινοημένες παραδόσεις», που είτε ήταν ανεξάρτητες από τα οργανωμένα κινήματα είτε ακόμη και ύποπτες στα μάτια των ακτιβιστών. Δύο απ΄ αυτές, και οι δύο σαφώς προϊόντα της εποχής μας, αξίζει να τις δούμε συνοπτικά. Η πρώτη είναι η εμφάνιση —κυρίως στη Βρετανία, αλλά πιθανώς και σε άλλες χώρες— της ενδυμασίας ως εκδήλωση της τάξης. Η δεύτερη συνδέεται με το μαζικό αθλητισμό.

IMAGE DESCRIPTIONΔεν είναι τυχαίο, που η σειρά των κωμικών σχεδίων που σατίριζε ευγενικά τον παραδοσιακό ανδρικό πολιτισμό της εργατικής τάξης της παλιάς βιομηχανικής περιόδου της Βρετανίας (κυρίως της Βορειοανατολικής), θα έπρεπε να επιλέξει ως τίτλο της και σύμβολο την τραγιάσκα, η οποία πραγματικά σχημάτιζε το έμβλημα του μέλους της τάξης του βρετανού προλεταρίου όταν δεν ήταν στη δουλειά: αποκαλούνταν «Andy Capp». Μια παρόμοια εξίσωση ανάμεσα στην τάξη και την τραγιάσκα υπήρχε, σε κάποιο βαθμό, στη Γαλλία και, επίσης, πιθανώς σε ορισμένα μέρη της Γερμανίας. Στη Βρετανία, εικονογραφικές ενδείξεις, τουλάχιστο, υποδηλώνουν ότι προλετάριος και τραγιάσκα, γενικά, δεν ταυτίζονταν προ της δεκαετίας του 1890, αλλά ότι μέχρι το τέλος της περιόδου του Εδουάρδου —όπως επιβεβαιώνουν φωτογραφίες πλήθους που φεύγει από ποδοσφαιρικούς αγώνες ή μαζικές συναθροίσεις— η ταύτιση αυτή ήταν σχεδόν πλήρης. Η ανατολή της προλεταριακής τραγιάσκας περιμένει το χρονικογράφο της. Αυτός ή αυτή, μπορεί να υποψιάζεται κάποιος, θα βρει ότι η ιστορία της τραγιάσκας συνδέεται με εκείνην της ανάπτυξης των μαζικών αθλημάτων, αφού αυτός ο ιδιαίτερος τύπος καπέλου εμφανίζεται πρώτα σαν αθλητικό είδος ανάμεσα στην ανώτερη και τη μεσαία τάξη. Ανεξάρτητα από την προέλευσή της, έγινε σαφώς χαρακτηριστικό της εργατικής τάξης, όχι μόνο επειδή μέλη άλλων τάξεων, ή εκείνοι που ανέρχονταν σε μια τέτοια κοινωνική θέση, δε θα ήθελαν να τους μπερδεύουν με τους προλετάριους, αλλά, επίσης, επειδή οι χειρώνακτες εργάτες δε φρόντιζαν (εκτός, αναμφίβολα, σε περιπτώσεις μεγάλης επισημότητας) να καλύπτουν τα κεφάλια τους με οποιονδήποτε από τους άλλους πολυάριθμους διαθέσιμους τρόπους. Η επιδεικτική είσοδος του Keir Hardie στο κοινοβούλιο με τραγιάσκα, το 1892, καταδεικνύει ότι το στοιχείο της ταξικής επιβεβαίωσης αναγνωριζόταν. Δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι οι μάζες δεν είχαν συνείδηση του γεγονότος αυτού. Κατά τρόπο ανεξήγητο απέκτησαν πολύ γρήγορα τη συνήθεια
να τη φορούν στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ως στοιχείου του χαρακτηριστικού συνδρόμου της « κουλτούρας της εργατικής τάξης» που τότε μορφοποιήθηχε.


Το αντίστοιχο ιστορικό της προλεταριακής ενδυμασίας σε άλλες χώρες μένει να γραφεί. Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε μόνο ότι οι πολιτικές του συνέπειες είχαν σαφώς κατανοηθεί, αν όχι πριν από το 1914, σίγουρα στο Μεσοπόλεμο, όπως μαρτυρά η ακόλουθη ανάμνηση της πρώτης παρέλασης της Εθνικοσοσιαλιστικής (επίσημης) Πρωτομαγιάς στο Βερολίνο το 1933:

Οι εργάτες [...] φορούσαν κατώτερης ποιότητας καθαρά ρούχα και εκείνες τις ναυτικές τραγιάσκες που αποτελούσαν γενικό εξωτερικό σημάδι αναγνώρισης της τάξης τους. Τα καπέλα αυτά ήταν διακοσμημένα με μια απαραίτητη λουρίδα, ως επί το πλείστον από μαύρο βερνίκι, που όμως συχνά την αντικαθιστούσε ένα δερμάτινο λουρί με πόρπες. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Κομμουνιστές φορούσαν αυτόν τον τύπο λουρίδας στα καπέλα τους, οι Εθνικοσοσιαλιστές έναν άλλον τύπο, χωρισμένο στο κέντρο. Αυτή η ελάχιστη διαφορά ξαφνικά έγινε ολοφάνερη. Το κοινό γεγονός ότι περισσότεροι εργάτες από οποτεδήποτε άλλοτε φορούσαν τη διαχωρισμένη λουρίδα στα καπέλα τους, υποδήλωνε το μοιραίο μήνυμα μιας χαμένης μάχης.

Tony Mason, Association Football and English Society, 1863-1915, Μπράιτον, 1980).


Η πολιτική συνάφεια εργάτη και τραγιάσκας, στη Γαλλία, ανάμεσα στους πολέμους (la salopette) έχει, επίσης, ταυτοποιηθεί, αλλά η προ του 1914 ιστορία περιμένει να ερευνηθεί.



IMAGE DESCRIPTIONΣημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το κεφάλαιο
«Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914» του βιβλίου
«Η επινόηση της παράδοσης», έκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 2004.
Ο τίτλος και η εικονογράφηση έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».




Ο Eric Hobsbawm (1917-2012) ήταν βρετανός μαρξιστής ιστορικός, διανοούμενος και συγγραφέας.