Η πορφυρή βαφή από θαλάσσια μαλάκια ήταν μια από τις πιο διάσημες και πολύτιμες βαφές κατά την Αρχαιότητα. Στο μεσογειακό κόσμο αποτελούσε σύμβολο υψηλού οικονομικού, κοινωνικού status, κύρους κι αξιώματος κι είχε συνθεθεί με ηγεμόνες και θεότητες. Αλλά και στις μέρες μας επίσης κατέχει εξέχουσα θέση.
Θα συνδυάσουμε αρχαιολογικά, ιστορικά και πειραματικά στοιχεία, που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον τρόπο παραγωγής και διάθεσης της πορφύρας στην Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο.
Στο επίκεντρο είναι τα αρχαιολογικά κατάλοιπα βιοτεχνιών, δηλαδή τα κελύφη των μαλακίων απ΄ όπου έπαιρναν την πορφύρα, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα τον τρόπο παρασκευής της βαφής, της κλίμακας παραγωγής και το χαρακτήρα του προϊόντος στους διαφορετικούς οικισμούς και σε κάθε χρονολογική περίοδο.
Ο στόχος είναι να δείξουμε πώς η λεπτομερής και συγκειμενική μελέτη των οστρέων μπορεί να αποκαλύψει τις «ιστορίες» τους ξεκινώντας από τη συλλογή των μαλακίων έως την προετοιμασία της βαφής και την απόρριψη των απορριμμάτων της κατεργασίας.

Η αυθεντική πορφυρή βαφή στην περιοχή της Μεσογείου φτιαχνόταν από τα παραπάνω εικονιζόμενα τρία είδη μαλακίων. Το χρώμα της κυμαινόταν από πράσινο και ανοιχτό μπλε έως ροζ, κόκκινο, μοβ, σκούρο μπλε και σκούρο μοβ. Ονομάζεται «Πορφύρα της Τύρου», λόγω του σημαντικού ρόλου της στην ιστορία των Φοινίκων, αλλά και «Βασιλική» ή «Αυτοκρατορική πορφύρα», επειδή έγινε σύμβολο οικονομικής και κοινωνικής θέσης, επίσημου αξιώματος, και ως επί το πλείστον συνδέθηκε με θεότητες και ηγεμόνες στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, ήδη πριν από το πρώτο μισό του 14ου αι. π.Χ., το χρώμα είχε υψηλό κύρος στις διεθνείς σχέσεις, όπως αποκαλύπτεται από έγγραφα Ουγκαριτών και Χετταίων.
Στους επόμενους αιώνες, αυξάνονται τα τεκμήρια για την περαιτέρω διάχυση της πορφύρας ως συμβόλου κύρους. Για παράδειγμα, στην Ιλιάδα, ο Αγαμέμνονας φορούσε πορφυρό χιτώνα και η χρυσή τεφροδόχος όπου τοποθετήθηκαν οι στάχτες του Έκτορα ήταν καλυμμένη με πορφυρά υφάσματα.
Στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας έφυγε για την Τροία, η Πηνελόπη του έδωσε έναν πορφυρό χιτώνα. Επίσης, οι «κυρίες του παλατιού» στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια ύφαιναν πορφυρά υφάσματα και χιτώνες.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν αυτές οι αναφορές καταγράφουν προφορικές παραδόσεις
κι αντανακλούν πρακτικές της Μυκηναϊκής Εποχής ή παραδόσεις
σύγχρονες με τα ομηρικά έπη.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ίσως η πορφύρη βαφή να είχε αποκτήσει ένα ιδιαίτερο κύρος ήδη από τη Μυκηναϊκή Εποχή.
Κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., βρίσκουμε άνευ προηγουμένου στοιχεία σχετικά με τη χρήση της πορφύρας σε διακριτικά κύρους, ειδικά μεταξύ της άρχουσας τάξης των Περσών. Στην κλασική Αθήνα, μια κοινή μορφή επίδειξης ευημερίας ήταν η χρήση πορφυρών ενδυμάτων,, όπως για παράδειγμα φορούσε ο Αλκιβιάδης.
Ωστόσο, μετά τους Περσικούς Πολέμους, το περσικό στιλ, με την πορφύρα και το χρυσό στολισμό, έγινε σύμβολο τυραννίας για τους Έλληνες. Στην πραγματικότητα, ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος που υιοθέτησε πορφυρά διακριτικά, μετά την ήττα των Περσών και στη συνέχεια οι απόγονοί του χρησιμοποίησαν μαζικά τα πορφυρά ενδύματα.
Αυτή η πρακτική έχει πιστοποιηθεί αρχαιολογικά στους λεγόμενους «Βασιλικούς τάφους» στη Βεργίνα. Οι παρακάτω τοιχογραφίες απεικονίζουν τον Άδη , την Περσεφόνη, τον Μέγα Αλέξανδρο και το θεό Πλούτωνα, όλους ντυμένους με πορφύρα.

Είναι βέβαιο ότι τα περισσότερα στοιχεία για τη χρήση της πορφύρας στην Αρχαιότητα προέρχονται από τη Ρωμαϊκή Περίοδο. Η πορφύρα χρησιμοποιήθηκε ως διακριτικό της πολιτικής, ιερατικής, στρατιωτικής και κοινωνικής θέσης.
Από τον 2ο αι. μ.Χ., η πορφύρα συνδέθηκε όλο και περισσότερο με τον αυτοκράτορα. Μάλιστα, την εποχή του Διοκλητιανού (300 μ.Χ.) καταγράφεται επίσημα η πορφύρα ως αυτοκρατορικό σύμβολο και τα πορφυροβαφεία της Τύρου που παράγουν την καλύτερη βαφή, γίνονται αυτοκρατορική ιδιοκτησία.
Από τον 4ο έως τον 6ο αι. μ.Χ. υπάρχει μια τυποποίηση στη χρήση της πορφύρας στα διακριτικά του αυτοκράτορα. Η πορφύρα συνδέεται με τον αυτοκράτορα και οι απόγονοί του είναι «πορφυρογέννητοι».
Οι αυτοκρατορικές ανάγκες για «βασιλική πορφύρα» οδήγησαν στον έλεγχο των εργαστηρίων στην Τύρο, ειδικότερα για τα δίβαφα υφάσματα (που σημαίνει δυο φορές βαμμένα), και τα υακινθίνα (δηλαδή χρώματος βιολετί). Όλες οι άλλες αποχρώσεις της πορφύρας δεν υπόκεινταν σε έλεγχο. Ιδιώτες βαφείς και έμποροι εξακολούθησαν να εμπορεύονται σε όλη την αυτοκρατορία.
Το 424 μ.Χ., ο Θεοδόσιος Β΄ εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικά με «αυτό το είδος υλικού που είναι αφιερωμένο μόνο στον αυτοκράτορα και το νοικοκυριό του».
Παρά τις απαγορεύσεις για τη χρήση της πορφύρας, οι απάτες ήταν συχνές κι η πορφύρα συνέχισε να χρησιμοποιείται παντού απ΄ όλους όσους μπορούσαν να το αντέξουν οικονομικά.
Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς το 1453, η κατασκευή πόρφυρας από θαλάσσια μαλάκια σταμάτησε απότομα στην Ανατολή.


της Χειροποίητης Σκηνής, και στα ειδικά ραμμένα κρόσσια στην κάθε γωνιά ενός σάλι (που ονομάζεται Τσιτσίτ), συμπεριλαμβανομένου του τελετουργικού σάλι που ονομάζεται Ταλίτ.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια, η βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ αγαπούσε τόσο πολύ την απόχρωση, ώστε απαγόρευσε σε όλους, εκτός από στενούς συγγενείς και τη βασιλική οικογένεια, να φορούν πορφύρα. Κατά τη διάρκεια της Ελισαβετιανής Εποχής, υπήρχαν νόμοι που υπαγόρευαν ποιοι επιτρεπόταν και ποιοι όχι να φορούν πορφύρα.

Δύο ερωτήματα προκύπτουν:
Το πρώτο είναι γιατί η πορφύρη βαφή είχε τόσο υψηλό κύρος;
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, η καλύτερη πορφυρή βαφή θεωρούταν αυτή που έμοιαζε με το χρώμα του αίματος, μια απόχρωση που υποτίθεται ότι είχε θεϊκές συνδηλώσεις. Ένας άλλος λόγος ίσως είναι αυτός της απλής προσφοράς και ζήτησης. Όχι μόνο η διαδικασία παρασκευής της βαφής είναι κοπιαστική, αλλά απαιτούσε μεγάλες ποσότητες μαλακίων για την παραγωγή σκούρων, έντονων και μακράς διάρκειας χρωμάτων. Ως εκ τούτου, τα ρούχα που κατασκευάζονταν από θαλάσσια πορφυρή βαφή, ήταν πολύ ακριβά. Για παράδειγμα, μια λίβρα πορφυρού μαλλιού κόστιζε περισσότερο απ΄ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι κέρδιζαν σε ένα χρόνο. Τελευταίος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός, ένας λόγος μπορεί να ήταν ότι η πορφυρή βαφή δεν ξεθωριάζει εύκολα, όπως συμβαίνει με άλλες οργανικές βαφές, αλλά αντίθετα γίνεται πιο λαμπερή με τη φθορά και το φως του Ήλιου.
Το δεύτερο ερώτημα είναι πότε και πού ανακαλύφθηκε η πορφυρή βαφή;
Σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο, ήταν ο σκύλος του Ηρακλή που ανακάλυψε τη βαφή, ενώ περπατούσαν στην ακτή κοντά στην Τύρο, παίρνοντας έτσι το όνομα «Πορφύρα της Τύρου». Έχει μάλιστα προταθεί ότι το όνομα «Φοινίκη» σημαίνει «πορφυρή γη».
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο, αρκετοί ερευνητές, όπως για παράδειγμα ο Bosanquet, ανέφεραν σχετικά αρχαιολογικά δεδομένα της Μεσομινωικής ΙΙ Περιόδου (περίπου 1800-1625 π.Χ.) από το Παλαίκαστρο
στην Ανατολική Κρήτη. Αλλά, τέτοιες αναφορές αντιμετωπίστηκαν με μεγάλο σκεπτικισμό για δυο κυρίως λόγους:
Ο πρώτος είναι η έλλειψη εύρεσης μεγάλων σωρών οστρέων, που βάσει των γραπτών πηγών και των πρώιμων πειραμάτων χρειάζονταν για την παρασκευή έστω και μιας πολύ μικρής ποσότητας βαφής. Ο δεύτερος είναι η έλλειψη εγκαταστάσεων βαφείων, που θεωρούνταν ότι αποτελούν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία για την αναγνώριση των τόπων παρασκευής πορφύρας. Θα πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι οι γραπτές πηγές αναφέρονται σε μια βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή και εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών, όπου κυκλοφορούσε ένα από τα πιο επιθυμητά προϊόντα του αρχαίου κόσμου.
Δυστυχώς, αυτός ο σκεπτικισμός οδήγησε στην υποτίμηση των σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων, συγκεκριμένα στα απορρίμματα της παραγωγής πορφύρας, δηλαδή τα θρυμματισμένα όστρεα. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχαιολογική έρευνα δεν ήταν τόσο συστηματική μέχρι τη δεκαετία του 1980, όταν ο David Reese (πρωτοπόρος στον τομέα) υποστήριξε ότι πορφυρή βαφή παραγόταν στη Μινωική Κρήτη και γενικότερα στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού, ακριβώς βάσει των απορριμμάτων αυτών.
Σύγχρονες αναλυτικές μέθοδοι, όπως οι χημικές αναλύσεις, και νέα αρχαιολογικά ευρήματα απέδειξαν ότι ο Reese, όπως και άλλοι, είχαν δίκιο, προσφέροντας χειροπιαστά δεδομένα για την πορφύρα, παρότι πολύ περιορισμένα σε αριθμό. Για παράδειγμα, πορφύρα ως χρωστική σε τοιχογραφίες στον Γλα, τη Ρόδο και το Ακρωτήρι, οργανικά υπολείμματα σε κεραμική και εργαστήριο παρασκευής βαφής στο Αλατζομούρι-Πεύκα στην Κρήτη, καθώς και σχετικές αναφορές στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ από την Κνωσό.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων όμως, τα στοιχεία είναι έμμεσα: Αριστερά βλέπετε ένα πανόραμα επαρκών ποσοτήτων θρυμματισμένων οστρέων, των ειδών Hexaplex Trunculus, Bolinus Brandaris και Stramonita haemastoma. Τα πρώτα σχετικά στοιχεία μέχρι σήμερα προέρχονται από τη Νότια Κρήτη (19ος αι. π.Χ.), συγκεκριμένα τον Κομμό και το Κουφονήσι και συνεχώς αυξάνονται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού αρχικά στην Κρήτη και στη συνέχεια σε άλλα μέρη του Αιγαίου.

Τα στοιχεία είναι ακόμα περισσότερα για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού καλύπτοντας όλο το Αιγαίο, από τα νότια στα βόρεια και από τα ανατολικά στα δυτικά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτά τα ταπεινά όστρεα αντιπροσωπεύουν ένα από τα λίγα χειροπιαστά στοιχεία για την πορφύρα, θα επικεντρωθώ τώρα στη δυνατότητα που προσφέρουν στην κατανόηση της επιχειρηματικής αλυσίδας και των απαιτήσεων για την κατασκευή της, ενώ επίσης θα αναφερθώ στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του ρόλου της βαφής στο πλαίσιο των διαφορετικών κοινοτήτων της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο.
Το πρώτο βήμα στη διαδικασία είναι η συλλογή των μαλακίων. Τα τρία αυτά είδη ζουν σε βραχώδεις, αμμώδεις και λασπώδεις πυθμένες από 1 έως 200 μέτρα βάθος, ενώ ειδικά το Hexaplex Trunculus ευδοκιμεί στις εκβολές των ποταμών και στα μολυσμένα νερά των λιμανιών. Οι εθνογραφικές έρευνες και οι γραπτές πηγές, μας ενημερώνουν ότι αυτά τα μαλάκια συλλέγονταν με τα χέρια, αλλά και με παγίδες με δολώματα και δίχτυα, καθώς είναι σαρκοφάγα. Το ευρύ φάσμα ενδιαιτημάτων των μαλακίων και τα φθαρτά υλικά των αντικειμένων δημιουργούν προβλήματα στην ανασύνθεση των μεθόδων συλλογής. Έτσι, ακριβέστερες πληροφορίες αναζητήθηκαν σε σύγχρονα πειράματα. Το ένα έγινε από την Deborah Ruscillo (πρώην υπότροφο του εργαστηρίου Wiener) και δύο ακόμη από εμένα.

Σε όλα τα σύγχρονα πειράματα, η συλλογή με τα χέρια αποδείχτηκε ευκολότερη και πιο επιτυχημένη. Για παράδειγμα, δύο άτομα χρειάζονταν 2,5 ώρες για να μαζέψουν 300 μαλάκια στη ρηχή ζώνη κοντά στις εκβολές ενός ρέματος στην παραλία Μήτρου στην Κεντρική Ελλάδα και 200 μαλάκια από μια βραχώδη παραλία στο Παλαίκαστρο της Κρήτης. Ακόμη πιο επιτυχημένη ήταν η επίσκεψη στους ντόπιους ψαράδες, που κάθε βράδυ πιάνουν εκατοντάδες μαλάκια πορφύρας στα δίχτυα τους και στη συνέχεια τα πετούν στη θάλασσα. Εξίσου επιτυχημένη ήταν και η τεχνική της κατάδυσης, κατά την οποία συλλέχθηκαν 600 μαλάκια σε μία περίπου ώρα.
Επομένως, η πειραματική έρευνα δείχνει ότι η συγκέντρωση σημαντικών ποσοτήτων μαλακίων με απλά εργαλεία και τεχνικές, ίσως και ένας συνδυασμός των μεθόδων συλλογής, μπορεί να επιτευχθεί σε καλές τοποθεσίες. Το ερώτημα είναι εάν και πώς μπορούμε να τα εντοπίσουμε αυτά στα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Κι εδώ έρχεται η Οστρεοαρχαιολογία, η οποία παρέχει πληροφορίες με βάση τη σύνθεση των ειδών μαλακίων, την ταφονομία των οστρέων πορφύρας και άλλων σαρκοφάγων ειδών που διαβιούν μαζί, καθώς και με βάση το μέγεθος των οστρέων πορφύρας σε συνδυασμό με την οικολογία και την ηθολογία των ειδών, τα παλαιο-περιβαλλοντικά δεδομένα και άλλες αρχαιολογικές πληροφορίες.
Για παράδειγμα, στην Τούμπα Θεσσαλονίκης τα μαλάκια της πορφύρας θα πρέπει να συλλέγονταν με τα χέρια από τους λασπώδεις πυθμένες στις εκβολές των ποταμών και ρεμάτων που επικρατούσαν στις ακτές της Θεσσαλονίκης. Όλες οι ενδείξεις, όπως το μεγάλο μέγεθος των οστρέων πορφύρας, η απουσία σαρκοφάγων ειδών και η πολύ μικρή ποσότητα οστρέων που είχαν καταληφθεί από καβούρια και μπορεί να είχαν προσελκυστεί από τα δολώματα, υποδηλώνουν ότι η κυρία μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε πρέπει να ήταν η συλλογή με τα χέρια είτε στα ρηχά νερά είτε στα βαθύτερα με κατάδυση. Η χρήση διχτυών ψαρέματος είναι μία άλλη πιθανότητα στην Τούμπα, καθώς χρησιμοποιούνταν για την αλίευση των ψαριών. Τα εκατοντάδες μικρά πήλινα αντικείμενα που βρέθηκαν στην ανασκαφή, θα μπορούσαν να ήταν τα βάρη των διχτυών. Μια μεγάλη συγκέντρωση αυτών των πήλινων αντικειμένων σε ένα λάκκο, ίσως υποδηλώνει την παρουσία ενός διχτυού.
Εάν γινόταν μόνο συλλογή με τα χέρια ή ένας συνδυασμός μεθόδων για την αύξηση των αλιευμάτων, δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί αρχαιολογικά, αλλά φαίνεται λογικό να συνέβαινε σε διάφορους οικισμούς στο Αιγαίο. Επιπλέον, η χρήση διαφορετικών μεθόδων από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων ή ανάλογα με τις ανάγκες τους, είναι επίσης μια ελκυστική ερμηνεία.
Ένα άλλο ζήτημα είναι ποια είδη μαλακίων επιλέγονταν, καθώς γνωρίζουμε ότι το καθένα έδινε διαφορετικό χρώμα. Το Hexaplex trunculus, που παράγει το ισχυρότερο χρώμα με τη δυνατότητα ποικιλίας σε μπλε και μπλε-μοβ αποχρώσεις, συνήθως συνιστά το 95-99% των συνόλων οστρέων στους οικισμούς του Αιγαίου. Αυτό αντικατοπτρίζει πιθανώς την επιθυμία των ανθρώπων για μπλε και μπλε-μοβ αποχρώσεις, όπως επίσης βλέπουμε και στη διακόσμηση των ενδυμάτων στις τοιχογραφίες της Εποχής του Χαλκού.

Το επόμενο βήμα στη διαδικασία ίσως ήταν η αποθήκευση των φρέσκων και ζωντανών Hexaplex trunculus μέχρι να συλλεχθεί επαρκής ποσότητα για την παρασκευή της βαφής. Οι γραπτές πήγες, μας ενημερώνουν για καλάθια βυθισμένα στη θάλασσα, μια πρακτική που δεν αφήνει υλικά κατάλοιπα. Ενδέχεται να είχαν χρησιμοποιηθεί και δεξαμενές ψαριών ή τεχνητές λίμνες γι΄ αυτό το σκοπό, αλλά αυτές οι κατασκευές είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Επιστρέφοντας ξανά στην Οστρεοαρχαιολογία, οι σαρκοφάγες πορφύρες δείχνουν κανιβαλιστική συμπεριφορά, όταν παραμένουν σε αιχμαλωσία χωρίς φαγητό. Δημιουργούν μια τρύπα στο άλλο όστρεο και ρουφούν το μαλάκιο.

Το τρίτο βήμα στη διαδικασία είναι η εξαγωγή του χρωματοφόρου αδένα. Αυτός βρίσκεται μέσα στην κοιλότητα του μανδύα, στην αντίθετη πλευρά του στοματικού ανοίγματος του οστρέου. Η εξαγωγή του αδένα πρέπει να γίνει όσο το μαλάκιο είναι ακόμα ζωντανό και γι΄ αυτό απαιτείται το σπάσιμο του κελύφους. Τα απαραίτητα εργαλεία είναι μία μεγάλη, επίπεδη πέτρα και μερικά εργαλεία κρούσης. Το πιο βολικό είναι να τοποθετηθεί το όστρεο με το άνοιγμα στραμμένο προς τα κάτω για να σταθεροποιηθεί και στη συνέχεια να σπάζεται με μερικά απευθείας και δυνατά χτυπήματα πάνω στην κυρτή περιοχή του κάτω ελιγμού.


Όσον αφορά τη χρονική διάρκεια, το σπάσιμο και η συλλογή περίπου 150 αδένων απαιτούσε περίπου μιάμιση ώρα, έτσι κάποιος μπορεί να σπάσει 500 έως 800 όστρεα σε οκτώ ώρες. Κανένας που συμμετείχε σε αυτά τα πειράματα δεν είχε προηγούμενη γνώση ή δεξιότητες. Ωστόσο, μετά το σπάσιμο όλο και περισσότερων οστρέων, ο απαιτούμενος χρόνος μειώθηκε και οι τεχνικές μας βελτιώθηκαν. Επίσης, αυτή η δουλειά αφήνει μοβ λεκέδες στα δάχτυλα και τα νύχια, που παραμένουν για αρκετές εβδομάδες, ξεχωρίζοντας έτσι τους κατασκευαστές πορφυρής βαφής από τους υπόλοιπους. Ακόμα, το σπάσιμο των οστρέων παράγει ένα ρυθμικό ήχο που ακούγεται παντού.

Μια άλλη πτυχή είναι η ενοχλητική μυρωδιά που λέγεται ότι συνοδεύει την παρασκευή της βαφής κι έχει οδηγήσει πολλούς ερευνητές να ισχυριστούν ότι η πορφύρα δεν θα μπορούσε να παραχθεί μέσα στον οικισμό, πόσο μάλλον μέσα σε κτίρια. Εκτός από τις θεωρητικές αντιρρήσεις που σχετίζονται με το τι είναι μια όμορφη και άσχημη μυρωδιά ή το ιατρικό γεγονός ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν στις δυσοσμίες σε σύντομο χρονικό διάστημα λόγω της περιορισμένης ικανότητάς μας να επεξεργαζόμαστε οσφρητικές πληροφορίες, η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει εξετάσει την πιθανότητα κάθε στάδιο της παρασκευής βαφής να γινόταν σε διαφορετικούς χώρους. Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, η εξαγωγή των αδένων δεν είχε κάποια ιδιαίτερη μυρωδιά, παρά μια ψαρίλα. Η μυρωδιά έγινε πιο έντονη και προσέλκυσε αλογόμυγες και σφήκες μετά τη συσσώρευση απορριμμάτων σε ανοικτούς χώρους με ηλιόλουστο και ζεστό καιρό. Ωστόσο, η μυρωδιά και τα έντομα απουσίαζαν μέσα σε στεγασμένο χώρο και στη σκιά, όπου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι ο υπόλευκος αδένας μεταμορφώνεται στην πορφυρή ουσία μέσω μιας οξειδωτικής αντίδρασης, η έκθεση στο ηλιακό φως και τον αέρα μπορεί να ήταν περιορισμένη ή ελεγχόμενη.
Πρέπει να τονιστεί ότι πράγματι μια δυσοσμία (πολύ ενοχλητική για τα πρότυπά μας) παράγεται κατά την παρασκευή της βαφής, η οποία προκύπτει από τις χημικές αλλαγές, που παράγουν μια έντονη οσμή κοπράνων. Η δυσοσμία παραμένει στα βαμμένα προϊόντα, παρά το πλύσιμο. Αλλά ο αερισμός για κάποιο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα δύο με τρεις εβδομάδες, βοηθά στην απομάκρυνση της άσχημης μυρωδιάς. Σε αυτό το πλαίσιο, η D. Ruscillo πρότεινε ότι η αρωματοποιία που άνθισε κατά την Εποχή του Χαλκού, θα μπορούσε να σχετίζεται με τα πορφυρά υφάσματα.
Ένα άλλο θέμα που έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον είναι ο χαρακτήρας της παραγωγής πορφυρής βαφής, δηλαδή εάν αυτή προοριζόταν για τις ανάγκες της κοινότητας ή για εμπόριο και ελεγχόταν από την κεντρική εξουσία. Η κατανόηση αυτού του θέματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, πολλοί από τους οποίους δεν μπορούν να εντοπιστούν αρχαιολογικά, για παράδειγμα ποια ήταν η ποσότητα των ινών ή των υφασμάτων που βάφονταν ή σε τι χρώματα και αποχρώσεις, ζητήματα δηλαδή που σχετίζονται απευθείας με την ποσότητα των μαλακίων που χρησιμοποιούνται.
Περαιτέρω προβλήματα προκύπτουν από τις ποσότητες των οστρέων που ανασκάπτονται και την ποιότητα της ανασκαφικής ανάκτησης, τους ταφονομικούς παράγοντες και κυρίως την ανακύκλωση των καταλοίπων της δραστηριότητας που δημιουργούν πρόβλημα στην αποκατάσταση της αρχικής ποσότητας μαλακίων που χρησιμοποιήθηκαν. Ξεκινώντας με ορισμένα αριθμητικά στοιχεία, οι ισχυρισμοί του Πλίνιου του Πρεσβύτερου τον 1ο αι. μ.Χ., ότι απαιτούνταν τεράστιες ποσότητες μαλακίων, υποστηρίχθηκαν και από τα πρώτα πειράματα. Ωστόσο, τα μεταγενέστερα πειράματα έδωσαν διαφορετικά αποτελέσματα, δείχνοντας ότι λιγότερα από εκατό μαλάκια επαρκούν για τη βαφή ενός υφάσματος.
Μικρές ποσότητες μαλακίων χρησιμοποιήθηκαν και στα πειράματα της Ruscillo και στα δικά μου με καλά αποτελέσματα. Επομένως, ένα ζήτημα είναι τι ακριβώς βαφόταν. Σε ένα πρόσφατο άρθρο, η Marin-Aguilera και οι συνεργάτες της κατέδειξαν ότι η πλειονότητα των βαμμένων υφασμάτων στη Μεσόγειο ανήκουν στην κατηγορία των ριγωτών υφασμάτων και η πορφυρή βαφή υπάρχει μόνο σε ένα από τα δύο συστήματα, το υφάδι. Συνήθως βάφονταν οι ίνες ή τα κουβάρια. Έτσι, η απαιτούμενη ποσότητα βαφής θα ήταν μικρότερη σε σύγκριση με αυτήν που χρειαζόταν για ένα ύφασμα.
Το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τι έβαφαν και σε τι απόχρωση κατά την Εποχή του Χαλκού, δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στην εκτίμηση της ποσότητας των μαλακίων που χρησιμοποιήθηκαν και στη συνέχεια στην ανασύνθεση της κλίμακας παραγωγής της πορφύρας.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η ανάκτηση των οστρέων κατά την ανασκαφή, ειδικά στις πρωτογενείς αποθέσεις. Απαιτείται το κοσκίνισμα όλου του χώματος της ανασκαφής και η συστηματική δειγματοληψία για επίπλευση, για μια καλύτερη εκτίμηση της αρχικής ποσότητας των οστρέων. Μερικές φορές μπορεί να απαιτείται και η επίπλευση όλης της ποσότητας του ανασκαμμένου χώματος. Αρχαιολογικά σύνολα που αντιπροσωπεύουν πρωτογενείς αποθέσεις είναι συνήθως σπάνια.

Στα στρώματα της Μέσης Εποχής του Χαλκού στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκαν δύο «ταπεινές» εγκαταστάσεις παρασκευής βαφής στην άκρη της πλαγιάς. Εκεί βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες θρυμματισμένων οστρέων πορφύρας μαζί με εστίες, έναν κλίβανο, ρηχούς επιχρισμένους λάκκους, καθώς και μαγειρικά σκεύη και λίθινα εργαλεία. Η μελέτη των διαδικασιών διαμόρφωσης της θέσης έδειξε ότι πρόκειται για στρώματα που δημιουργήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα κι έτσι τα ευρήματα αυτά ίσως σχετίζονται με συγκεκριμένα επεισόδια παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, δεν εντοπίστηκαν ανάλογες εγκαταστάσεις στην Τούμπα, αλλά μικρότερες και μεγαλύτερες ποσότητες θρυμματισμένων οστρέων πορφύρας μέσα στα κτίρια, όπως συμβαίνει στους περισσότερους οικισμούς της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο.

Ομοιότητες, αλλά και σημαντικές διαφορές με την Τούμπα, παρατηρούνται στα Πευκάκια, παράκτιο οικισμό στην Κεντρική Ελλάδα, όπου επίσης καταγράφεται ένα μοντέλο μικρής κλίμακας παραγωγής πορφύρας κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1400-1100 π.Χ.). Εκεί εντοπίστηκε ένα εργαστήριο σχεδιασμένο για διάφορες οικοτεχνικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και η παρασκευή πορφύρας. Η ποσότητα και η ποικιλία του υλικού πολιτισμού, που πιθανώς σχετίζεται με την πορφύρα είναι αξιοσημείωτη, καθώς βρέθηκαν δεξαμενές, πίθοι, λεκάνες, μαγειρικά σκεύη, αγγεία μεταφοράς υγρών, καθώς επίσης και εργαλεία κρούσης και λίθινες πλατφόρμες εργασίας.
Οι διαφορές μεταξύ των Πευκακίων και της Τούμπας βρίσκονται πρώτιστα στην τοποθεσία των Πευκακίων σε σχέση με τον μυκηναϊκό κόσμο κι έπειτα στα ευρήματα, που υποδηλώνουν τις εκτεταμένες εμπορικές σύνδεσης των Πευκακίων με την Κρήτη και την Ανατολική Μεσόγειο.

Προχωρώντας στην Κρήτη, το Παλαίκαστρο στο ανατολικό τμήμα του νησιού, είναι ένας από τους οικισμούς με πολλά στοιχεία για την παραγωγή πορφυρής βαφής. Εάν η βαφή προοριζόταν για οικιακές και τοπικές ανάγκες ή για ανταλλαγή και εμπόριο, είναι δύσκολο να εντοπιστεί, λόγω του ότι δεν υπάρχουν οργανωμένες εγκαταστάσεις, ενώ το μέγεθος και η τυπολογία των αγγείων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία υποδηλώνουν μάλλον ότι η κλίμακα παραγωγής ήταν σχετικά μικρή. Γενικά, οι σημαντικές συγκεντρώσεις απορριμμάτων πορφύρας είναι παρόμοιες μ΄ αυτές που έχουν αναφερθεί από την πλειονότητα των οικισμών σε όλο το Αιγαίο. Ωστόσο, υπάρχει μια πρωτογενής απόθεση της Υστερομινωικής Περιόδου, όπου εντοπίστηκαν κατάλοιπα από το λιγότερο 5.247 μαλάκια. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση, που βρέθηκε μαζί με μια εστία, εργαλεία κρούσης και θραύσματα από πήλινους αγωγούς και αμφορείς, καταδεικνύοντας έτσι μια περιοχή όπου παρασκευαζόταν πορφυρή βαφή.


Υπάρχουν επίσης μερικά εξαιρετικά ευρήματα που σχετίζονται με την πορφυρή βαφή και τα οποία καταδεικνύουν τις διαφοροποιήσεις στην οργάνωση και την κλίμακα της παραγωγής στους διάφορους οικισμούς της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο. Ένα πολυσύνθετο εργαστήριο έχει βρεθεί στο Αλατζομούρι-Πεύκα, που ήταν αφιερωμένο στη βαφή ινών ή υφασμάτων με πορφύρα κι άλλες οργανικές βαφές και πιθανώς είχε στενές σχέσεις με τον γειτονικό οικισμό στα Γουρνιά. Λίγο μεταγενέστερο χρονικά, είναι το εργαστήριο παρασκευής πορφύρας, που έχει εντοπιστεί στον οικισμό στο νησί Χρυσή.

Η πινακίδα X 976 αναφέρεται σε υφάσματα που περιγράφονται ως wa-na-ka-te-ro po-pu-re-jo, δηλαδή πορφύρα που αρμόζει στον άνακτα ή ίσως «βασιλική πορφύρα».
Σε μια άλλη πινακίδα υπάρχει το θηλυκό επίθετο po-pu-re-ja, που πιθανότατα περιγράφει υφάσματα.
Τα εργαστήρια αυτά βρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες, είτε εντός είτε εκτός του οικιστικού χώρου και εμφανίζουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τον σταθερό και τον φορητό εξοπλισμό τους. Η διερεύνηση του χαρακτήρα και της κλίμακας της παραγωγής εξαρτάται από την πλήρη ανάκτηση των θρυμματισμέων οστρέων στην ανασκαφή σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τη διαδικασία σχηματισμού των αρχαιολογικών αποθέσεων και για τον υλικό πολιτισμό. Παρά τις δυσκολίες που δημιουργεί αυτό το θρυμματισμένο υλικό, η εφαρμογή τυποποιημένων πρωτοκόλλων στην ανασκαφή και συνεπούς μεθοδολογίας κατά τη μελέτη και δημοσίευση θα επιτρέψει, ελπίζουμε, την κατανόηση αυτού του προβληματικού ζητήματος της κλίμακας της παραγωγής πορφύρας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

από τη διαδικτυακή ομιλία της δρ. Ρένας Βεροπουλίδου με τίτλο: «Purple Dye Production in the Bronze Age Aegean: Archaeological, Historical,
and Experimental Evidence» στον ιστότοπο της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2021.
Ο τίτλος, ο υπότιτλος, η κεντρική φωτογραφία και ο πρόλογος της παρούσας
δημοσίευσης είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».