ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΑ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΑ

Μια λεξικολογική
προσέγγιση


Τα Περιθωρικά Λεξιλόγια (ΠΛ) της Νέας Ελληνικής (ΝΕ) μπορούν να χωριστούν σε σύγχρονα και παλιότερα, με βάση τις πηγές μου κι ανάλογα με τη χρονολογική τους εμφάνιση και την ενεργή τους χρήση στις μέρες μας.

Στα χρονολογικά παλιότερα λεξιλόγια που εμφανίστηκαν τον 19ο και 20ό αι. και έπαψαν να χρησιμοποιούνται πριν μερικές δεκαετίες, ανήκουν, μεταξύ άλλων:

Το λεξιλόγιο της πιάτσας (τα κουτσαβάκικα, η μάγκικη λαϊκή γλώσσα).

Το λεξιλόγιο των ομοφυλόφιλων (καλιαρντά).

Το λεξιλόγιο των ρεμπέτηδων.

Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν στη μεταξύ τους επικοινωνία οι άνθρωποι του υποκόσμου (μάγκες), οι ομοφυλόφιλοι και οι ρεμπέτες δεν χρησιμοποιείται στις μέρες μας. Αρκετές, όμως, από τις λέξεις και φράσεις αυτών των λεξιλογίων πέρασαν σε κάποια από τα σύγχρονα ΠΛ και στο Γενικό Λεξιλόγιο (ΓΛ) κι εμφανίζονται συχνά σε ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας.

Στα χρονολογικά σύγχρονα ΠΛ εντάσσονται, μεταξύ άλλων:

Το λεξιλόγιο των νέων.

Το λεξιλόγιο των τοξικομανών.

Το λεξιλόγιο των φυλακισμένων.

Το λεξιλόγιο των φαντάρων.

Το λεξιλόγιο των φιλάθλων.

Στα ΠΛ της ΝΕ ανήκουν, επίσης, μεταξύ άλλων, η μπουλιάρικη που είναι το λεξιλόγιο των ζητιάνων, το λεξιλόγιο των μοτοσικλετιστών (μηχανόβιων), το λεξιλόγιο του ιππόδρομου, το λεξιλόγιο των ιερόδουλων, το λεξιλόγιο των χαρτοπαικτών κ.ά. λεξιλόγια, για τα οποία δεν εντόπισα σχεδόν καμία γραπτή πηγή (λεξικά, γλωσσάρια, μελέτες). Ελάχιστες περιπτώσεις από το λεξιλόγιο των μηχανόβιων και των χαρτοπαικτών που ενσωματώθηκαν και σε άλλα ΠΛ ή/και αναφέρονται σε λεξικά άλλων ΠΛ τις καταγράφω εδώ.

Πολλές περιθωριακές λέξεις απαντούν σε περισσότερα από ένα ΠΛ κι αυτό γιατί το κάθε ΠΛ δανείζει και δανείζεται λέξεις από άλλα ΠΛ για να καλύψει τις ανάγκες του· γεγονός που αποδεικνύει την αλληλεγγύη και την συνοχή όλων των περιθωριακών ομάδων. Εξάλλου, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί κάθε κοινωνική ομάδα δεν διαθέτει στεγανά και περιορισμένα όρια, αντιθέτως εξελίσσεται διαρκώς και προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε εποχής αλλά και επικοινωνιακής περίστασης. Στο Σχήμα που ακολουθεί φαίνεται παραστατικά η αλληλεπίδραση που έχουν τα ΠΛ μεταξύ τους και πώς μπορούν να αλληλεπικαλύπτονται.


Αλληλεπίδραση των ΠΛ της ΝΕ.


Το λεξιλόγιο της πιάτσας

«Λεξιλόγιο της πιάτσας» χαρακτηρίζεται η «μάγκικη λαϊκή γλώσσα», τα «κουτσαβάκικα» ή «αγοραία γλώσσα». Αρχικά, εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στις κοινωνικές ομάδες του περιθωρίου και του υποκόσμου και αργότερα η χρήση της επεκτάθηκε και σε άτομα λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Ο χαρακτήρας των δραστηριοτήτων αυτής της «κλειστής» κοινωνικής ομάδας, οι οποίες θεωρούνται κατά βάση ανήθικες, παράνομες και επικίνδυνες από την κοινωνία τους κατατάσσει στο περιθώριο. Τα μέλη, λοιπόν, μιας τέτοιας ομάδας στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν κρυφή την ταυτότητά τους, ανέπτυξαν μια συνθηματική γλώσσα, έναν κώδικα που τους βοηθά να επικοινωνούν μεταξύ τους αλλά και συνάμα λειτουργεί ως το εισιτήριο για την είσοδό τους στην ομάδα (γενικότερα για τις κρυφές ή συνθηματικές γλώσσες. Όσοι δεν ανήκουν στην ομάδα της «πιάτσας» δεν γνωρίζουν το συνθηματικό γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας τους, οπότε δεν μπορούν και να κατανοήσουν το περιεχόμενο των συζητήσεών τους. Αντίστοιχα γλωσσικά ιδιώματα υπάρχουν στις περισσότερες γλώσσες· συγκεκριμένα στα αγγλικά αποκαλούνται underworld slang.

Ο Ζάχος Παπαζαχαρίου, ο οποίος μελέτησε το λεξιλόγιο της πιάτσας («Το λεξικό της πιάτσας», έκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1981), υποστηρίζει πως αυτό ανανεώνεται με ταχύτατους ρυθμούς, υπακούοντας στις διηνεκείς κοινωνικές αλλαγές και κατηγοριοποιεί τις λέξεις που το συγκροτούν σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες:

α. Τις συνθηματικές λέξεις, που μπορούν να κατανοήσουν και να χρησιμοποιήσουν μόνο μέλη της ομάδας που έχουν μυηθεί σε αυτό το λεξιλόγιο, π.χ.: θάβω «κουτσομπολεύω, συνήθως με αρνητικά σχόλια», στρίβω «φεύγω», ψήνω «πείθω», ξεσκονίζω «κολακεύω».

β. Τις εικονολέξεις, των οποίων η σημασία προκύπτει από την ομοιότητα με μια εικόνα (μεγάλο μέρος καταλαμβάνουν οι βρισιές και τα βρομόλογα), π.χ.: άφρα «κλοπή, διάρρηξη» (από το ρήμα ξαφρίζω, συγκεκριμένα από την εικόνα του φαγητού στην κατσαρόλα που βράζει και μαζεύουμε με το κουτάλι τον αφρό), γαλαρία «η κοινή γνώμη, οι παρόντες σε μια περίσταση καβγά» (από την εικόνα των θεατών του εξώστη του θεάτρου ή του κινηματογράφου που πληρώνουν μειωμένο εισιτήριο, προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα και είναι νεαροί σε ηλικία), αχλαδοκώλα «γυναίκα με χαμηλά οπίσθια», γλόμπος «η καράφλα».

γ. Tις λέξεις επίδειξης, που είναι συνήθως παραφθορές ή/και αποκοπές άλλων λέξεων της πιάτσας ή της καθομιλουμένης και χρησιμοποιούνται για λόγους επίδειξης των χρηστών, π.χ.: απόφα «απόφαση», απέλπα «απελπισία».

δ. Τις ηχομιμητικές λέξεις, που έχουν συνήθως άγνωστη σημασία και χρησιμοποιούνται περισσότερο για εντυπωσιασμό, π.χ.: μουρμού «μουρμούρα», αβαβά «φλυαρία», μουρ μουρ «μουρμούρα», τουτού «το μικρό πέος, ίσως υποδηλώνει τη μικρή σφυρίχτρα», κράκρα «η δίψα»

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις από το λεξιλόγιο της πιάτσας είναι οι ακόλουθες λέξεις και φράσεις:

IMAGE DESCRIPTIONα. Καλντερίμι «ο δρόμος», «το πεζοδρόμιο».

β. Τα κάνω μούτι «χαλάω μια δουλειά, μια υπόθεση» < αλβ. mut «περιττώματα».

γ. Ταμάμ 1. «ακριβώς», 2. «όπως πρέπει» < τουρκ. tamam «ακριβώς».

δ. Μουτζώνω «εγκαταλείπω μια εργασία, υπόθεση».

ε. Μαϊντανός «άτομο χωρίς περιεχόμενο».

στ. Μπουμπούνας «χοντροκέφαλος».

ζ. Τζίφος «αποτυχία».

η. Κάνω τουμπεκί «σωπαίνω».

θ. Τον κάνω σκόνη «εξουδετερώνω».

ι. Σχοινί κορδόνι «συνέχεια».

ια. Τενεκές ξεγάνωτος «υποτιμητικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο».

ιβ. Κάνω χάζι «ευχαριστιέμαι με το θέαμα».

Το λεξιλόγιο αυτό σχηματίζεται μέσω της παραγωγής, της σύνθεσης και με έντονο δανεισμό στοιχείων από άλλες γλώσσες. Οι περισσότερες από τις ηχομιμητικές λέξεις είναι δάνεια και συγκεκριμένα δάνεια από την αρβανίτικη γλώσσα (το τόκα «η κόλλα», στο τσακ «τη μοιραία στιγμή» < tsak «το σφυρί», «ο κρότος του σφυριού», το μπραφ «η φυγή». Η σύμφυρση και ειδικές διεργασίες σχηματισμού λέξεων, όπως η μετάθεση ή η ακρωνυμία, οι οποίες δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγικές παλιότερα, δεν φαίνεται να υπάρχουν στο λεξιλόγιο της πιάτσας (εξαίρεση αποτελεί ο τύπος ΟΦΑ (ακρωνύμιο) «όπου φυσά ο άνεμος». Όπως είναι αναμενόμενο, από το πλούσιο λεξιλόγιο της πιάτσας δανείζονται στοιχεία και άλλα ΠΛ, όπως το λεξιλόγιο των ρεμπέτηδων, τα καλιαρντά, το λεξιλόγιο των φυλακισμένων, των τοξικομανών κ.ά., ενώ αντίστροφα και στο λεξιλόγιο της πιάτσας φαίνεται να έχουν παρεισφρήσει πολλές λέξεις και φράσεις από τα παραπάνω.


Το λεξιλόγιο των ομοφυλόφιλων (καλιαρντά)

Τα καλιαρντά είναι η κρυφή, συνθηματική «γλώσσα» των ομοφυλόφιλων που πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1940 και συνέχισε να υπάρχει μέχρι και την αρχή της μεταπολίτευσης. Βασικά χαρακτηριστικά της είναι ο ιδιάζων επιτονισμός και προφορά και ο ταχύτατος τρόπος ομιλίας. Εσφαλμένα πριν τρεις δεκαετίες αλλά και κάποια χρόνια μετά είχει επικρατήσει η αντίληψη πως πρόκειται για λεξιλόγιο που περιέχει λέξεις με άσεμνο και χυδαίο περιεχόμενο. Τα καλιαρντά παρουσιάζουν αυτονομία, καθώς διαθέτουν συνθηματικές ονομασίες για όλες σχεδόν τις έννοιες/λέξεις, ακόμα και για τα επιρρήματα και τις αντωνυνίες (π.χ. άχου επιφώνημα που εκφράζει έκπληξη ή χαρά, καρμπονέ «μαζί» < ιταλ. carbone, ιμάντες «εμείς», ισάντες «εσείς»).

IMAGE DESCRIPTION Ο όρος «καλιαρντή / καλιαρντά», υποστηρίζει ο Ηλίας Πετρόπουλος, έχει τις ρίζες του στο επίθετο καλιαρντός («άσχημος, κακός, περίεργος») που ίσως προέρχεται από τη γαλλική λέξη gaillard «εύθυμος, τολμηρός, αναιδής» ή πιθανότερα την τσιγγάνικη caliarda «μαύρος», σύμφωνα με τον Παπαζαχαρίου. Στόχος αυτής της γλώσσας, που ο ίδιος την χαρακτηρίζει ως εύπλαστη και έξυπνη, είναι να προκαλέσει ευθυμία και να δημιουργήσει ευχάριστο κλίμα ανάμεσα στους συνομιλητές. Αναφορικά με την ταχύτητα του λόγου, παρατηρείται πολύ γρήγορη εκφορά από τους συνομιλές, με αποτέλεσμα να είναι επιτυχής η επικοινωνία μόνο στους πλήρως ενημερωμένους γνώστες της καλιαρντής. Φυσικά, κίνητρο για τη δημιουργία αυτού του λεξιλογίου ήταν η ανάγκη των ομοφυλόφιλων να δημιουργήσουν έναν κρυφό κώδικα επικοινωνίας που θα γίνεται αντιληπτός μόνο από τα μέλη της ομάδας τους και ταυτόχρονα θα ενισχύει τους δεσμούς των μελών της.

Με το πέρασμα των χρόνων τα καλιαρντά χρησιμοποιούνται ολοένα και λιγότερο, ειδικά από ομιλητές νεαρής ηλικίας. Πλέον, στην κοινωνία μας ζητήματα ταμπού γύρω από την ομοφυλοφιλία φαίνεται να ατονούν και παρότι οι ομοφυλόφιλοι θεωρούνται από κάποιους μια περιθωριοποιημένη ομάδα δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ρατσισμό που βίωναν τη δεκαετία του ’40, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα καλιαρντά. Στις μέρες μας, η συνοχή και οι δεσμοί μιας ομάδας ομοφυλόφιλων ενισχύονται μέσω της ένδυσης, της εξωτερικής εμφάνισης, του τρόπου διασκέδασης κ.ά.. Ωστόσο, πολλές λέξεις της καλιαρντής διατηρούνται μέχρι και σήμερα, π.χ.:

α. Κουλό «σκατό» < ρομ. kul = σκατό (ιδιωμ. φρ.) τι κουλά λες; «τι ανοησίες λες;».

β. Τεκνό «ο νεαρός» < ρομ. tikno.

γ. Χαλάστρα 1. «η ζημιά», 2. «απώλεια» (ιδ. φρ.) μου έκανε χαλάστρα.

Όσον αφορά τη δομή των λέξεων, τα καλιαρντά φαίνεται να έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από άλλες γλώσσες και κυρίως τη ρομανί/τσιγγάνικη. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις δάνειων τύπων ή δημιουργίας νέων λέξεων από δάνειες βάσεις είναι τα:

α. Ραντάρω «διαβάζω» < αγγλ. read «διαβάζω» ή < ραντάρ.

β. Σεβντότεκνο «νεαρός λαϊκός τραγουδιστής» < τουρκ. sevda «έρωτας» + τεκνό.

γ. Μιντλανότα «μεσάνυχτα» < αγγλ. middle «μέσος» + ιταλ. notte «νύχτα».

Χαρακτηριστικές λέξεις από τα καλιαρντά:

α. Βιδομπλαντορούφα «η βδέλλα» < βίδα + μπλάντι (<αγγλ. blood «αίμα») + ρουφώ.

β. Κουοροκουραβέλτα «ο έρωτας» < κουόρα «η καρδιά» < ιταλ. cuore + κουραβέλτα «η συνουσία» < αγν. ετύμου.

γ. Ρετσινοπαρφούμα «το λιβάνι» < ρεντίνι + parfum «άρωμα».

δ. Ταλιροκαταριέμαι «μουντζώνω» < τάλιρο + καταριέμαι.

ε. Σαρμελοχαμόγελο «η συνουσία» < σαρμέλα «το πέος» + χαμόγελο.

Αρκετές λέξεις απαντούν πολύ συχνά σε αυτό το λεξιλόγιο είτε ως βάση/συστατικό παράγωγων ή συνθέτων τύπων είτε ως συστατικό φράσεων:

α. Πουρεύω «γερνώ».

β. Πουρέκλω «η γριά».

γ. Πουροζελές «ο γέρος».

δ. Πουροκουμάντο «το στρατηγείο».

ε. Πουρομαριονέτα «ο γεροπαραλυμένος» < πουρός «ο γέρος» < πιθ. ΝΕ πουρί.

Οι περισσότερες συνώνυμες λέξεις απαντούν σε λέξεις ειδικού ενδιαφέροντος για τα μέλη της ομάδας, χωρίς βέβαια αυτό να υποδηλώνει ότι λείπουν οι συνώνυμοι λέξεις / λέξεων του Γενικού Λεξιλογίου. Συγκεκριμένα, ο Ηλίας Πετρόπουλος εντοπίζει πάνω από σαράντα συνώνυμα για τη λέξη «ομοφυλόφιλος» (π.χ. αδερφή, ανεμόμυλος, τζαζκαραμπαζού, διαπομπού κ.τ.λ.), περισσότερα από δέκα συνώνυμα για τον όρο «καλιαρντά» (π.χ. καλιαρντή, καλιάρντω, λουμπινίστικα, φραγκολουμπινίστικα, τζιναβωτά, λατινικά, βαθιά λατινικά, ετρούσκα, ντούρα λιάρντα, λιάρντω), τέσσερα συνώνυμα για τη γενετήσια πράξη (σαρμελοχαμόγελο, κουραβάλιασμα, κουραβέλτα, κουραβελτόσημο), πολλά συνώνυμα για τα γεννητικά όργανα των δύο φύλων αλλά και για λέξεις του ΓΛ, όπως για παράδειγμα τα δάκρυα που εμφανίζονται με έξι διαφορετικές λέξεις (κατόλια, κελορόσολα, κουελορόσολα, λάκριμο, λακριστό, κουελοφλόκι) ή το ρήμα φεύγω (τζάζω, τζασάρω, τζασέρνω, αβέλω κανικό, αβέλω σπασίμπες, αβέλω τζαστικό, βουέλω τζα). Ο τύπος τζάζω < ρομ. džal φαίνεται να επηρέασε και το λεξιλόγιο των νέων, στο οποίο συναντούμε τους παράγωγους τύπους: τζασλέας, τζασλός και το σύνθετο τζασλότεκνο της καλιαρντής.

Όσον αφορά τη μορφολογία των τύπων της καλιαρντής παρατηρούμε πως οι περισσότερες από τις λέξεις είναι σύνθετες, αρκετές παράγωγες, κάποιες προϊόν περικοπής και ελάχιστες μετάθεσης συλλαβής ή/και συλλαβών. Επίσης, εντοπίζονται στο λεξιλόγιο φραστικά σύνθετα, ειδικές ονοματικές φράσεις και ιδιωματικές φράσεις:

α. Ματσομπερντεδόκουτο «ταμείο» < ματσό < ιταλ. mazzo + μπερντέ «τα χρήματα» < αγν. ετύμου (πιθανόν από το τουρκ. perde «κουρτίνα») + κουτί.

β. Αφροδίτω «πόρνη» < θεά Αφροδίτη.

γ. Ρούνα «αστυνομικός» < γουρούνα.

δ. Καπάκι πλερέζα «μαυροσκούφης».

ε. Τούρλα σούστα «ζαλάδα».

Επειδή στο παρελθόν οι ομοφυλόφιλοι ήταν μια απομονωμένη, κλειστή κοινωνική ομάδα, το λεξιλόγιό τους φαίνεται να είναι αυτόχθον δημιούργημά τους, καθώς δανείζεται ελάχιστα στοιχεία από τα άλλα ΠΛ εκείνης της εποχής. Επίσης, εξαιρετικά μικρό αριθμό λέξεων και φράσεων δανείζει και στα άλλα ΠΛ. Οι ρεμπέτες υιοθετούν από τα καλιαρντά μόλις δώδεκα λέξεις, σημειώνει ο Πετρόπουλος, ενώ σίγουρα περισσότερες δανείζεται το λεξιλόγιο της πιάτσας και των νέων, που είναι χρονικά μεταγενέστερο δημιούργημα. Από την άλλη, οι ομοφυλόφιλοι δανείζονται από το πλούσιο λεξιλόγιο της πιάτσας πολύ μικρό αριθμό στοιχείων· δέκα μόνο λέξεις.


Το λεξιλόγιο των ρεμπέτηδων

Οι ρεμπέτες εμφανίστηκαν λίγο μετά την επανάσταση του 1821 και πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που ζουν με έναν ιδιαίτερο, διαφορετικό από τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής τους, τρόπο ζωής. Η λέξη έχει άγνωστη προέλευση, πιθανότατα να προέρχεται από το τουρκ. ribat < αραβ. ribãt «στρατώνας, ομάδα άτακτων στρατιωτών που έκλεβαν και λεηλατούσαν», ενώ ίσως και να πρόκειται για δάνειο από τη σλαβική (rebyonok, rebyata «ρεμπέτης / -ισσα»).

Τα μέλη αυτής της ομάδας προέρχονται από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και ασχολούνται με διάφορα επαγγέλματα (εργάτες του λιμανιού, ψαράδες, εργάτες της φάμπρικας, φτωχοί μικρασιάτες πρόσφυγες κ.ά.) ενώ κάποιοι από αυτούς εμπλέκονται και σε παράνομες δραστηριότητες. Ζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Καβάλα, Βόλος κ.τ.λ.) και έχουν αναπτύξει παράνομες δραστηριότητες, όπως οπλοφορία, χρήση ναρκωτικών, κατανάλωση αλκοόλ, εμπλοκή σε διαμάχες κ.ά..

Τα ρεμπέτικα τραγούδια διακρίνονται για τη λιτότητα, την αμεσότητα και περιγραφικότητα του στίχου τους. Οι δημιουργοί τους είναι «αγράμματοι», συχνά πρόσφυγες, φυλακισμένοι ή άνθρωποι λαϊκών στρωμάτων, που μέσα από τα τραγούδια τους εκφράζουν τα γνήσια συναισθήματά τους. Συχνό μοτίβο των ρεμπέτικων τραγουδιών είναι η φυλακή, η αγάπη και ο έρωτας, η ξενιτιά, η οικογένεια κ.ά.. Η εξωτερική τους εμφάνιση αποτελεί σήμα κατατεθέν για την αναγνώρισή τους αλλά ταυτόχρονα και ένα τρόπο ένταξης κάποιου στην ομάδα τους. Φορούν στενά παντελόνια, μυτερά παπούτσια με τακούνι, βάζουν το σακάκι τους γερτό στους ώμους ή μόνο από το ένα μανίκι, το αριστερό, στη μέση τους υπάρχει ένα ζωνάρι με μαχαίρια και όπλα, στο κεφάλι συχνά φορούν καπέλο (ρεπούμπλικα) και κρατούν μια μαγκούρα από σκληρό ξύλο κερασιάς, την οποία και χρησιμοποιούν στους καβγάδες τους. Περπατούν προκλητικά, κουνιστά, λίγο γερτά και κουνώντας μόνο το δεξί τους χέρι.

Στην προσπάθειά τους να διαφοροποιηθούν από το κοινωνικό σύνολο και να δημιουργήσουν τη δική τους «κλειστή» ομάδα, όπως ήταν αναμενόμενο, οι ρεμπέτες δημιούργησαν και τη δική τους γλώσσα, η οποία αποτελεί ένα κράμα άλλων ΠΛ, και κυρίως λέξεις και φράσεις από το λεξιλόγιο της πιάτσας και των χαρτοπαικτών, αλλά και από το λεξιλόγιο των φυλακισμένων και των τοξικομανών. Πληθώρα δάνειων στοιχείων συναντούμε κυρίως από την τουρκική και την ιταλική. Πολλά λεξικά στοιχεία της ρεμπέτικης «γλώσσας» παρεκκλίνουν από τους αποδεκτούς γραμματικούς τύπους κι αυτό είτε οφείλεται στην «αγραμματοσύνη» των ρεμπέτηδων είτε στη γλωσσική τους δεινότητα να κατασκευάζουν νέους τύπους (π.χ. ανεστενάζω αντί αναστενάζω, κατηντήσει αντί καταντήσει, μέγκλα πιθανόν ελληνοποίηση του «Made in England» για αρίστης ποιότητας ύφασμα). Συχνά, όμως, δανείζονται και τύπους από την καθαρεύουσα, τους οποίους άλλοτε χρησιμοποιούν αυτούσιους και άλλοτε τους παραποιούν (π.χ. όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε πίνουν οι μάγκες αργιλέ, όπου πέριξ σημαίνει «γύρω», θα τα κάνω γης Μαριάμ αντί γης Μαδιάμ). Εκτός, όμως, από το πλούσιο λεξιλόγιο που διαθέτουν οι ρεμπέτες για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους χρησιμοποιούν και χειρονομίες.

Στη γλώσσα τους και στα ρεμπέτικα τραγούδια τους κεντρική θέση κατέχουν η γυναίκα, η αστυνομία, τα ναρκωτικά, οι φίλοι, αλλά και πιο γενικές έννοιες, όπως ο έρωτας, ο πλούτος, η φτώχεια, η ζωή και ο θάνατος. Η πληθώρα λέξεων που δανείζεται από άλλες γλώσσες άλλοτε προσαρμόζεται στο μορφολογικό σύστημα της ελληνικής κι άλλοτε όχι. Για παράδειγμα:

α. Νταηλίζω «κάνω το ζόρικο» < τουρκ. dayi «θείος, προστάτης, αστυνομικός».
IMAGE DESCRIPTION
β. Νταραβέρι «συναλλαγή» < ιταλ. dare avere «δούναι - λαβείν».

γ. Ασίκης «λεβέντης» < τουρκ. aşιk «ερωτευμένος, εραστής, λαϊκός τραγουδιστής».

Δεν λείπουν τα φραστικά σύνθετα, οι ειδικές ονοματικές φράσεις και οι ιδιωματικές φράσεις με έντονη εκφραστικότητα, που αποδεικνύουν την επινοητικότητα των δημιουργών τους. Για παράδειγμα:

α. Γεμάτα ζάρια «πειραγμένα ζάρια».

β. Γιαλί καφενές «γνωστό καταγώγιο της εποχής». Επρόκειτο για παραλίμνιο καφενέ των Ιωαννίνων (< τουρκ. yali).

γ. Δούλευε τελέγραφο «λέγε γρήγορα τις πληροφορίες».


Το λεξιλόγιο των νέων

Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι νέοι (ηλικίας 12-30 ετών) και τους διαφοροποιεί από τις άλλες ηλικιακές ομάδες έχει επικρατήσει με την ονομασία «γλώσσα των νέων» (ή αργκό των νέων) και διαθέτει πολλά στοιχεία από άλλα ΠΛ, καθώς και πλήθος λέξεων και εκφράσεων από άλλες γλώσσες, και κυρίως την αγγλική. Ο Γιάννης Βελούδης δίνει στη «γλώσσα των νέων» διαγλωσσικά και διαχρονικά χαρακτηριστικά. [Για τη «(μετα)γλώσσα των νέων»,από το κείμενο που παρουσιάστηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2008 σε εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Καβάλας]. Υποστηρίζει, πως αυτός ο συνθηματικός τρόπος επικοινωνίας ανάμεσα στους νέους υπήρχε και σε παλιότερες χρονικά φάσεις της ελληνικής και φυσικά και σε άλλες γλώσσες. Αναγνωρίζοντας την αξία της «γλώσσας» των νέων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τη μιμούμαστε οι μεγαλύτεροι διασκεδάζοντας σε στιγμές γλωσσικής χαλάρωσης· ή τουλάχιστο βλέπουμε να την υποδέχονται, η έντυπη και η ηλεκτρονική δημοσιογραφία, τα προοδευτικά ιστολογία (blogs) του διαδικτύου, και οι εκπομπές γνωστών τηλεοπτικών σταρ, σαν να ήταν κάτι χαριτωμένο και γουστόζικο· ακόμη-ακόμη και δημιουργικό». Ως προς τη λειτουργία της, η γλώσσα των νέων έχει πρωτίστως επιδεικτικό χαρακτήρα, πάρα συνθηματικό ή μυστικό, όπως συμβαίνει με τη γλώσσα των ομοφυλόφιλων, της πιάτσας κ.ά..

Η ευρηματική γλώσσα των νέων διαφοροποιείται σε πολλά σημεία από τη λεγόμενη πρότυπη γλώσσα ομιλίας. Διαθέτει πλήθος στερεότυπων φράσεων για χαιρετισμούς (π.χ. έλα ρε, τσα γεια), για προσφωνήση κάποιου (π.χ. ρε μαλάκα, φίλος, πούσταρος «για εγκάρδιο φίλο»), εκφράσεις συμφωνίας (π.χ. Είμαι μέσα! κάργα) ή άρνησης (π.χ. ούτε με σφαίρες!, με καμια κυβέρνηση, ούτε με χειροβομβίδες, ούτε με ενέσεις), εκφράσεις επιδοκιμασίας (π.χ. πένα!, γαμάει!, έγραψε!, φυσάει!) κ.ά.), παραλλαγμένες λέξεις/φράσεις του ΓΛ και άλλες με διαφοροποίηση στη σημασία (π.χ. πουθενάς «ο εξαφανισμένος, ο μη έχων αντίληψη για το τι γίνεται γύρω του», μπάζο, μπαζόλα «άσχημη γυναίκα») καθώς και μεταφραστικά δάνεια από την αγγλική (π.χ. φάκαμπλ και γαμίσιμος «αυτός /- ή που αξίζει να συνευρεθείς μαζί του/της ερωτικά», τουματσίλα «πάρα πολύ» < αγγλ. φρ. too much).

Αυτός ο επικοινωνιακός κώδικας χαρακτηρίζεται από γλωσσική ευρηματικότητα και θεωρείται άκρως επινοητικός ως προς την ακρίβεια και εκφραστικότητα στην απόδοση νοήματος. Οι νέοι ομιλητές, με τη γλώσσα τους, η οποία βασίζεται ως επί το πλείστον στους γραμματικούς κανόνες της ΝΕ, επιδιώκουν να διαφοροποιηθούν από τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες και να ορίσουν έτσι την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Ωστόσο, οι νέοι χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο αυτό σε συγκεκριμένες επικοινωνιακές περιστάσεις και στη προσπάθειά τους να ανταποκριθούν σε διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες.

Η ειδοποιός διαφορά μιας νεανικής ομάδας είναι η δημιουργία νεανικής κουλτούρας που χτίζεται και μέσω του γλωσσικού κώδικα που χρησιμοποιούν τα μέλη της. Οι νέοι, εξαιτίας της οικειότητας και της εγγύτητας που θέλουν να αναπτύξουν με τους συνομήλικούς τους και φυσικά επειδή οι κανονισμοί γλωσσικής ευγένειας και απόστασης δεν έχουν θέση σε νεανικές ομάδες επινοούν δικές τους λέξεις/φράσεις ή αλλάζουν τη σημασία σε όσες ήδη υπάρχουν. Πολύ συχνά οι νέοι χρησιμοποιούν στις μεταξύ τους επικοινωνίες και λέξεις με υβριστική/άσεμνη σημασία κυρίως για λόγους αμεσότητας και εγγύτητας. Με το ιδιαίτερο, αυτό, λεξιλόγιό τους, τον κωδικοποιημένο δηλαδή τρόπο επικοινωνίας τους, οι νέοι θέλουν να δηλώσουν πως ανήκουν σε μια ηλικία με δικά της ενδιαφέροντα και αξίες, που διαφέρει από τις άλλες ηλικιακές ομάδες. Σε αυτή την τόσο σημαντική ηλικία, που διαμορφώνεται η προσωπικότητά τους και η κοινωνική τους ταυτότητα, οι νέοι θέλουν να εκφραστούν με το δικό τους μοναδικό τρόπο για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους. Γι’ αυτό το λόγο, το λεξιλόγιό τους περιέχει έννοιες που απορρίπτουν κατεστημένους τρόπους συμπεριφοράς, εκφράζουν την αντίδρασή τους σε μορφές εξουσίας ή/και δηλώνουν μια νεωτεριστική διάθεση ή πειραματισμό για καθετί διαφορετικό.


Οι λέξεις του νεανικού λεξιλογίου σχηματίζονται με παραγωγή, σύνθεση, σύμφυρση και με ειδικές διεργασίες, όπως: περικοπή, μετάθεση συλλαβής ή/και συλλαβών (τη διαδικασία αυτή συναντούμε στα «ποδανά» < ανάποδα), ακρωνυμία και τέλος συμβολικές ονομασίες:

α. Γκεϊλίκι «η εξουσία που ασκεί ο γκέι».

β. Ωδειούχος 1. «κάτοχος μουσικού πτυχίου», 2. «ειρωνικός χαρακτηρισμός για το μη έχοντα πτυχίο μουσικής από ωδείο».

γ. Μουνόκαμπος «μαγαζί ή μέρος γεμάτο γυναίκες».

δ. Κλανόμπαζο «χαρακτηρισμός για άσχημη και συνήθως εύσωμη γυναίκα».

IMAGE DESCRIPTIONε. Σιχαμούρα «χαρακτηρισμός για γυναίκα που είναι μέτρια στην εμφάνιση, πονηρή και εύκολα συνάπτει ερωτικές σχέσεις» < σιχαμένος + χαμούρα.

στ. Στάκι «ομοφυλόφιλος άνδρας νεαρής ηλικίας» < πουστάκι.

ζ. Τσανιτάπου < πουτανίτσα.

η. ΑΡΔ < Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι.

θ. ΓΤΠ < Για Τον Πούτσο (Καβάλα).

ι. λ7 < λεφτά.

Οι νέοι χρησιμοποιούν και πλήθος φράσεων που φαίνεται να ανήκουν στα φραστικά σύνθετα, στις ειδικές ονοματικές φράσεις και ιδιωματικές φράσεις:

α. Ρόμπα καπιτονέ 1. «χαρακτηρισμός για ιδιαίτερα ανήθικη γυναίκα», 2. «πολύ κακόγουστη».

β. Πούτσες μπλέ «ανακρίβειες».

γ. Αιδοίων πέλαγος «μαγαζί ή μέρος γεμάτο γυναίκες».

δ. Παιδί μπουζούκι «χαζός».

ε. Πετάω χαρταετό 1. «αδιαφορώ ηθελημένα», 2. «είμαι αδιάφορος».

στ. Ρουφάω κώλους «για άνθρωπο που συστηματικά κολακεύει δουλοπρεπώς άλλους, για να κερδίσει την εύνοιά τους».

Το σημασιολογικό εύρος των τύπων αυτών είναι τεράστιο αφού καλύπτει ένα πολύ μεγάλο φάσμα σημασιών που κυμαίνεται από αξιολογικές εκφράσεις μέχρι χαρακτηρισμούς για ψυχολογικές εμπειρίες. Το λεξιλόγιο αυτό, επίσης, εμπλουτίζεται και με δανεισμό από άλλες γλώσσες και κυρίως από την αγγλική. Τα δάνεια αυτά άλλοτε προσαρμόζονται στους μορφολογικούς κανόνες της ΝΕ (π.χ. φρικιό < αγγλ. freak out «φρικάρω», φάκια (συντομογραφία του «φιλάκια» με κάποιο υπονοούμενο ή < fuck), φακάτος/-η/ο «πολύ καλός») και άλλοτε εμφανίζονται ως μεταφραστικά ή σημασιολογικά δάνεια αγγλικών λέξεων (αξιαγάμητος < αγγλ. fuckable) ή ως αγγλισμοί (βγαίνω από την ντουλάπα «αποκαλύπτω ότι είμαι ομοφυλόφιλος» < αγγλ. come out of the closet, χέζουν οι αρκούδες στο δάσος; «γίνεται λόγος για μια δεδομένη κατάσταση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση» < αγγλ. do bears poop/shit in the woods? Σημασιολογικά, τώρα, είτε χρησιμεύουν στη δημιουργία νέων σημασιών (ιντερνετομαλάκας) είτε αποτελούν εναλλακτικούς τύπους για σημασίες που ήδη υπάρχουν στη γλώσσα (π.χ. φραγκοκίλερ «τσιγκούνης» κατά το φραγκοφονιάς ή φάκατα «φράση απελπισίας», αντί για το γάματα).

Επιπρόσθετα, η γνώση της αγγλικής φαίνεται να αξιοποιείται από τους νέους και σε γλωσσικά παιχνίδια, προκειμένου να δημιουργηθεί κλίμα οικειότητας και λεκτικής χαλαρότητας. Μια τέτοια περίπτωση είναι η κατά λέξη μετάφραση στην αγγλική κάποιων ελληνικών ιδιωματισμών που περιέχουν περιθωριακές λέξεις ή έχουν περιθωριακή σημασία (π.χ.: θα σου αλλάξω τα φώτα < I’ m gonna change your lights, η μαλακία πάει σύννεφο < the masturbation goes cloud, χέσε ψηλά κι’ αγνάντευε < shit high and watch!). Ακόμη όμως κι όταν δεν υπάρχει περιθωριακή λέξη ή σημασία οι νέοι καταφεύγουν σε κατά λέξη μετάφραση στην αγγλική δομών της ελληνικής (π.χ. Coffee pots we bond; < Μπρίκια κολλάμε;, Collect, even if they are nipples < Μάζευε κι ας είναι ρώγες, From here go and the others < Από δω παν και οι άλλοι).

Επιπλέον, συχνά, στην προσπάθειά τους να εκφράσουν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο τη θετική ή αρνητική τους στάση για άλλα άτομα ή καταστάσεις ή να περιγράψουν κάτι καταφεύγουν και στη δημιουργία νεολογισμών (π.χ. (μ)παργαλάτσος «το ανδρικό γεννητικό όργανο» < αγν. ετύμου, βαρουfuckίζω και βαρουfuckάω/-ώ «ο θρίαμβος του πρώην υπουργού οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη»), οι οποίοι αναμφίβολα διακρίνονται από ιδιαίτερη εκφραστικότητα και έντονη παραστατικότητα.

Το λεξιλόγιο των νέων αποτελεί έναν κώδικα επικοινωνίας που βασίζεται κυρίως στην αξιοποίηση των γραμματικών και συγκεκριμένα των μορφολογικών κανόνων της ΝΕ, ενώ εμπλουτίζεται διαρκώς με λέξεις από το ΓΛ με αλλαγή στη σημασία τους, μέσω των διεργασιών της μεταφοράς και της μετωνυμίας. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν, για παράδειγμα, οι λέξεις: φτύνω «περιφρονώ, αγνοώ», αβοκάντο «ο/η χοντρός/-ή», μανίκι 1. «δύσκολη εργασία», 2. «χρησιμοποιείται από άντρα για τη σεξουαλική του επαφή με γυναίκα», οι οποίες στο ΓΛ χρησιμοποιούνται με εντελώς διαφορετική σημασία. Κάποιες λέξεις ή φράσεις των νέων υιοθετούν και άτομα μεγαλύτερα σε ηλικία ή ενσωματώνονται στο ΓΛ. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις: αστέρι «πολύ καλός», χούφταλο «ηλικιωμένος», ρόμπα/ρεζίλι «διασυρμός», χαλαρό ποτό «μικρή σε διάρκεια έξοδος».

Ιδιαίτερος γλωσσικός κώδικας φαίνεται να είναι και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι παίκτες ηλεκτρονικών παιχνιδιών (αργκό του gaming). Χαρακτηριστικά παραδείγματα από το λεξιλόγιο των gamers, όπως αποκαλούνται είναι οι λέξεις: νουμπάς «ο αρχάριος που βιάζεται να μάθει και επιδεικνύει τις λίγες του γνώσεις στους άλλους» < αγγλ. noob «ο αρχάριος», λαγκάρω, τρώω λάγκ «καθυστέρηση στη σύνδεση του ίντερνετ» < αγγλ. lag «αργοπορώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ», λάμερ 1. «ο παίκτης που χάνει συνέχεια», 2. «ο παίκτης που υιοθετεί δόλιες τακτικές» < αγγλ. lame «κουτσός», ρασάρω, κάνω ρασάκι «η συντονισμένη και γρήγορη επίθεση που σκοπό έχει να κατατροπώσει τον αντίπαλο προτού προλάβει να φτιάξει τις βασικές μονάδες στο παιχνίδι» < αγγλ. rush «ορμώ, σπεύδω».


Το λεξιλόγιο των τοξικομανών

IMAGE DESCRIPTIONΜε το λεξιλόγιο των τοξικομανών πρωτοασχολήθηκε ο Μάρκος Επάρατος στο έργο του «οι Πύλες των ναρκωτικών». Στο βιβλίο του επιχειρεί να δώσει μια εικόνα του «σκοτεινού» κόσμου των ναρκωτικών, μιλώντας για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χρηστών, τους τρόπους διακίνησης και χρήσης των παράνομων ουσιών, καθώς και για τα κυκλώματα που υπάρχουν στη χώρα μας και συχνά καλύπτονται από ένα πέπλο νομιμότητας. Μεγάλο μέρος από το βιβλίο του το αφιερώνει για την καταγραφή του λεξιλογίου των τοξικομανών, για το «λεξιλόγιο της μαστούρας», όπως το αποκαλεί. Με την καταγραφή του λεξιλογίου των τοξικομανών ασχολείται και στο έργο του «Το λεξικό της Ντάγκλας» σε συνεργασία με τον Λεωνίδα Χρηστάκη. Στο λεξικό αυτό καταγράφονται αρκετές από τις συνθηματικές λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούν οι τοξικομανείς στις μεταξύ τους επικοινωνίες, οι σημασίες τους καθώς και πληροφορίες ετυμολογικού χαρακτήρα.

Βασικός λόγος δημιουργίας αυτού του λεξιλογίου είναι να μείνει κρυφή η ταυτότητα των χρηστών, αφού αυτοί σχετίζονται με παράνομες δραστηριότητες, όπως είναι η χρήση ή η ανταλλαγή απαγορευμένων ουσιών. Φυσικά, πρωταρχικός στόχος των τοξικομανών είναι να δημιουργήσουν έναν συνθηματικό, κωδικοποιημένο λόγο, ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί από τους αστυνομικούς. Ένας ακόμα λόγος δημιουργίας του λεξιλογίου των τοξικομανών –όπως συμβαίνει με τα περισσότερα ΠΛ– είναι να συσφίξει τους δεσμούς των μελών της ομάδας και παράλληλα να λειτουργήσει ως εισιτήριο ένταξης στην ομάδα.

Το λεξιλόγιο των τοξικομανών διαθέτει κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με τα υπόλοιπα ΠΛ, αλλά και το ΓΛ. Σχηματίζεται με βάση τους κανόνες της ΝΕ (π.χ. δοντιά «δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι», άψητο «ακατέργαστη μορφή χασίς»), εμπλουτίζεται με δάνεια από άλλες γλώσσες (π.χ. ντρόγκα «ναρκωτικά κάθε είδους» < drugs), δάνεια από άλλα ΠΛ, ενώ πολλές από τις λέξεις του ΓΛ χρησιμοποιούνται με διαφορετική σημασία (π.χ. τοξότης «υποκοριστικό ψευδώνυμο του τοξικομανούς»).

Μορφολογικά οι λέξεις σχηματίζονται μέσω της παραγωγής και της σύνθεσης, αλλά και με περικοπή ή μετάθεση συλλαβών, ενώ δεν λείπουν τα φραστικά σύνθετα και οι ιδιωματικές φράσεις :

α. Δοσάκιας «αυτός που θέλει τη δόση του».

β. Κερατιά «οι αστυνομικοί».

γ. Ξεροτσίμπουκο «το κάπνισμα του χασίς με τσιμπούκι σκέτο χωρίς καπνό».

δ. Ζάκι «ο ηρωινομανής» < πρεζάκι.

ε. Ντούμα «καπνός από χασίς» < ντουμάνι, ντουμάνιασμα.

στ. Ζαπρέ «ηρωίνη» < πρέζα.

ζ. Χρυσή σκόνη «η κοκαΐνη».

η. Ζούλα κι αβέρτα «στα κρυφά».

θ. Περνάω χαρμάνα «έχω σύνδρομο στέρησης».

Τέλος, όσον αφορά τις σημασίες του λεξιλογίου των τοξικομανών περιορίζεται σε συνθηματικές ονομασίες για τις απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες, τα αποτελέσματα αυτών στον ανθρώπινο οργανισμό, την ανταλλαγή ουσιών και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτές.


Το λεξιλόγιο των φυλακισμένων

Πρόκειται συνήθως για λεξιπλασίες, νέα λεξικά στοιχεία, που δημιουργούν μόνοι τους οι έγκλειστοι στις φυλακές ή λέξεις με αλλαγή στη σημασία που χρησιμοποιούν για να μην γίνονται αντιληπτοί από άτομα εκτός φυλακής ή τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Ο επικοινωνιακός αυτός κώδικας αντανακλά τις ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσης των φυλακισμένων και απορρέει από την έντονη ανάγκη τους να εξασφαλίσουν μια μυστική επικοινωνία με τους συγκρατούμενούς τους.

Η «γλώσσα» της φυλακής συγκροτείται από δύο μεγάλες κατηγορίες:

α. Αυτή που χρησιμοποιείται στις καθημερινές συνομιλίες των κρατουμένων ακόμη και παρουσία των σωφρονιστικών υπαλλήλων, οι οποίοι συχνά δανείζονται λέξεις και φράσεις από το λεξιλόγιο των φυλακισμένων και

β. αυτή που αποτελεί το μυστικό επικοινωνιακό κώδικα των τροφίμων ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί από τους γύρω τους (σωφρονιστικούς υπαλλήλους και κρατούμενους εκτός ομάδας).

Στην πρώτη περίπτωση, το λεξιλόγιο χρησιμοποιείται για διευκόλυνση της επικοινωνίας των φυλακισμένων ή από συνήθεια, αφού πρόκειται για λέξεις/φράσεις που ακούν καθημερινά και ασυνείδητα υιοθετούν. Στη δεύτερη περίπτωση, μιλάμε για μια πιο έντονη, εντελώς συνθηματική μορφή λεξιλογίου που ακόμα και κάποιοι τρόφιμοι αγνοούν τη σημασία του.

Οι καθοριστικοί παράγοντες που συμβάλουν στη διαμόρφωση, τη χρήση και τη διάδοση του λεξιλογίου της φυλακής είναι πολλοί. Αρχικά, σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία του κρατούμενου. Οι νέοι σε ηλικία κρατούμενοι μεταφέρουν από τον «έξω» κόσμο στη φυλακή πολλές από τις λέξεις και φράσεις που υπάρχουν στο λεξιλόγιο των νέων με αποτέλεσμα τον συνεχή εμπλουτισμό του. Καθοριστικός παράγοντας, επίσης, είναι το αδίκημα που έχει διαπράξει ο κρατούμενος και ο χρόνος παραμονής του στη φυλακή ή πόσες φορές έχει μπει στη φυλακή. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό είναι πόσο ο ίδιος ο κρατούμενος επιθυμεί να ενταχθεί στην «υποκουλτούρα» της φυλακής. Όσο πιο συχνά κάνει χρήση αυτού του λεξιλογίου ένας κρατούμενος τόσο πιο έντονα συμμετέχει στον «υποπολιτισμό» της φυλακής. Άλλωστε, οι ίδιοι οι κρατούμενοι παραδέχονται πως χρησιμοποιούν τη «γλώσσα» της φυλακής περισσότερο ως τρόπο αντίδρασης στους φορείς εξουσίας, παρά ως μυστική «γλώσσα», αφού πλέον έχει γίνει γνωστή από τους περισσότερους σωφρονιστικούς υπαλλήλους.

Όσον αφορά το σχηματισμό των λέξεων, το λεξιλόγιο αποτελείται από πολλούς παράγωγους τύπους και σε μικρό αριθμό σύνθετους. Οι ειδικές διεργασίες που το εμπλουτίζουν είναι η περικοπή και η μετάθεση συλλαβής ή/και συλλαβών. Δεν λείπουν, επίσης, τα φραστικά σύνθετα και οι ιδιωματικές φράσεις:

α. Λεγκένης «ο κρατούμενος που στον χώρο της φυλακής κάνει δουλειές των άλλων/κάνει αγγαρίες (π.χ. καθαρίζει)».

β. Μαλάκοβιτς «άτομο ανάξιο λόγου».

γ. Λινάτσα «χαρακτηρισμός που αποδίδεται από τους κρατούμενους στους δικαστές».

δ. Άρειος πάγος «ειρωνικός χαρακτηρισμός για τους δικηγόρους».

ε. Σπάω σίδερα «κάνω απόδραση».

Το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου, όπως συμβαίνει και με άλλα ΠΛ της ΝΕ, σχηματίζεται με διαφοροποίηση της σημασίας των λέξεων του ΓΛ. Για παράδειγμα:

α. Πιθάρι, κιούπι «η απομόνωση».

β. Καταπίνω «δέχομαι την επιβληθείσα ποινή».

γ. Βρέχει «παράνομη είσοδος ναρκωτικών στη φυλακή».

Επίσης, αρκετές λέξεις έχουν επηρεαστεί από άλλες γλώσσες, καθώς πολλοί από τους κρατούμενους στις ελληνικές φυλακές είναι αλλοδαποί:

α. Γκάμπορ «η αστυνομία» < ρουμ.

β. Μέντ/μουσόρ 1. (κυρ.) «τα σκουπίδια», 2. (μτφ.) «ο αστυνομικός» < ρωσ.

γ. Ατάς καναρεΐκα! «φύγε, αστυνομία!» < ρωσ.

Πολλές, βέβαια, από τις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται στο λεξιλόγιο των τοξικομανών, εμφανίζονται και στη γλώσσα των φυλακισμένων, καθώς μεγάλος αριθμός κρατουμένων είναι τοξικομανείς. Αλλά και λέξεις από το λεξιλόγιο των φαντάρων εμπλουτίζουν το λεξιλόγιο των φυλακισμένων (π.χ. γκοτζίλας «το κρέας», ψάρι «ο νεοφερμένος κρατούμενος», σαβούρα «το φαγητό»), οι οποίοι οφείλονται κυρίως στους νέους σε ηλικία κρατούμενους. Αντίστροφα, το λεξιλόγιο των φυλακισμένων έχει «δανείσει» αρκετές από τις λέξεις και φράσεις του στη γλώσσα των νέων (π.χ. στρουμφάκια «οι αστυνομικοί») και στη γλώσσα των φαντάρων (π.χ. ρουφ «ο ρουφιάνος», ισοβίτης «φαντάρος με πολλές μέρες φυλακή που θα αργήσει να απολυθεί»), ενώ κάποιες περιπτώσεις έχουν περάσει και στο ΓΛ (π.χ. τον έστειλα 1. «του έκανα κακό», 2. «του προξένησα βλάβη», μου τη στήσανε «με παγίδευσαν»).


Το λεξιλόγιο των φαντάρων

Η στρατιωτική γλώσσα διακρίνεται σε επίσημη και ανεπίσημη, με την πρώτη, όπως είναι αναμενόμενο, να χρησιμοποιείται σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας και τη δεύτερη ανάμεσα σε οικείες συζητήσεις φαντάρων. Εδώ, θα ασχοληθώ μόνο με την δεύτερη κατηγορία, η οποία εντάσσεται στα ΠΛ της ΝΕ και χρησιμοποιείται σε ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας.

Οι φαντάροι, οι οποίοι είναι συνήθως νεαροί σε ηλικία, άρα και χρήστες της γλώσσας των νέων, με την είσοδό τους στον στρατό και στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ένα κλίμα οικειότητας και να αναπτύξουν δεσμούς με τους άλλους στρατιώτες αρχίζουν να χρησιμοποιούν έναν επικοινωνιακό κώδικα που γίνεται εύκολα αντιληπτός μόνο από αυτούς. Η αυστηρή πειθαρχία, η έλλειψη πολλών γυναικών στο στρατόπεδο καθώς και ο περιορισμός σε κλειστούς χώρους λειτουργούν ως ένας τρόπος γλωσσικής απελευθέρωσης γι’ αυτούς, άρα και χρήσης έντονα υβριστικών εκφράσεων:

α. Νιούφης «νεοσύλλεκτος φαντάρος» < αγγλ. new fish.

β. Χωσιματίας «φαντάρος που αγγαρεύει άλλους για τις δικές του υπηρεσίες».

IMAGE DESCRIPTIONγ. Στρατόκαβλος «αξιωματικός ή έφεδρος στρατιώτης που έχει παθολογική αγάπη για το στρατό».

δ. Καμπανόφατσα «στρατιώτης που η εμφάνιση του προδιαθέτει για τιμωρία».

ε. Μαντραπήδας «αυτός που δραπετεύει από το στρατόπεδο».

Οι ειδικές διεργασίες σχηματισμού λέξεων είναι: η σύμφυρση, η περικοπή συλλαβής ή/και συλλαβών, με ή χωρίς παράλληλο διπλασιασμό συλλαβής και η ακρωνυμία, με δημιουργία νέων ή επανασημασιολόγηση υπαρχόντων ακρωνυμίων. Περιπτώσεις μετάθεσης συλλαβών εντόπισα μόνο στην περίπτωση της φράσης: λος έβρος τε < Έβρος τέλος ή τέλος Έβρος:

α. Ανθύπας < ανθυπασπιστής.

β. Ρουφ < ρουφιάνος.

γ. Απολελέ και τρελελέ < απολύομαι και τρελαίνομαι ««έκφραση επιδοκιμασίας και έντονης ικανοποίησης για την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας».

δ. Δ.Ε.Α. «Δεν Είμαι Αξιωματικός» < Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός.

ε. ΣΕΞ < Στέρηση Εξόδου.

Επίσης, αρκετά είναι στο λεξιλόγιο των φαντάρων τα φραστικά σύνθετα, οι ειδικές ονοματικές φράσεις και οι ιδιωματικές φράσεις:

α. Λόχος Διαλύσεως < Λόχος Διοικήσεως [παράφραση].

β. Πεδίο βολής «τουαλέτα».

γ. Σκόπινγκ θέραπι «φαντάρος που έχει κάνει πολλές ώρες σκοπιάς» [λογοπαίγνιο από τα σκοπιά + shopping therapy].

Επίσης, στο λεξιλόγιο, όπως και στο νεανικό λεξιλόγιο με το οποίο και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες στη δομή και στη διάρθρωσή του, εντοπίζουμε τύπους του ΓΛ με αλλαγή του γένους των λέξεων (το δοκίμι < ο δόκιμος, το μαχίμι < ο μάχιμος, ο πόντικας «νεοσύλλεκτος στρατιώτης» < το ποντίκι). Συχνή, ωστόσο, είναι η αλλαγή του γένους και σε τύπους της ίδιας της κοινωνιολέκτου (το αρούρι < ο αρουραίος «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»). Συχνές είναι και οι περιπτώσεις υβριδικών σχηματισμών (θαλαμοντόγκ, θαλαμόσκυλο < θαλαμοφύλακας) και άμεσων δανείων από τα αγγλικά (κίλερ «δολοφόνος» < αγγλ. killer).

Όσον αφορά τις σημασίες των λέξεων και φράσεων, φυσικά, αυτές προσαρμόζονται στις ανάγκες της στρατιωτικής ζωής. Έτσι, παρατηρούμε να υπάρχουν πολλές λέξεις για τις δύσκολες καταστάσεις διαβίωσής τους, την έλλειψη ελευθερίας, για τις αγγαρείες, τις διαταγές των ανωτέρων, τους περιορισμούς και αρκετές λέξεις (ειρωνικοί, καυστικοί, κοροϊδευτικοί κ.ο.κ.) για χαρακτηρισμούς των ανωτέρων στα αξιώματα, για τους «παλιούς», όπως αποκαλούνται οι παλαιότεροι σε θητεία και τα «ψάρια» ή «ποντίκια», τους νεοσύλλεκτους. Βασικό χαρακτηριστικό του λεξιλογίου είναι ότι διαθέτει τύπους που σχετίζονται με τη ζωή και την καθημερινότητα των φαντάρων γι’ αυτό και χρησιμοποιείται μόνο εντός του στρατοπέδου, αφού εκτός στρατιωτικού περιβάλλοντος φαίνεται να μην έχει επικοινωνιακή λειτουργία.

Τέλος, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ΠΛ, που είδαμε νωρίτερα, κάποιοι από τους τύπους του λεξιλογίου των φαντάρων υιοθετούνται και από άλλα λεξιλόγια και κυρίως από το λεξιλόγιο των νέων ή των φυλακισμένων. Λόγω, όμως, της ιδιαιτερότητάς του, αφού περιλαμβάνει μόνο λέξεις που αναφέρονται στη στρατιωτική ζωή, αυτό το λεξιλόγιο δανείζει τα άλλα ΠΛ και δανείζεται από αυτά μικρό αριθμό λέξεων (με εξαίρεση το λεξιλόγιο των φυλακισμένων, το οποίο, επίσης, πρόκειται για λεξιλόγιο έγκλειστων). Αντίστοιχα, και στο ΓΛ οι λέξεις που περνούν και ενσωματώνονται σε αυτό είναι πολύ λίγες ως και ανύπαρκτες (π.χ. ψάρι «ο πρωτάρης»).


Το λεξιλόγιο των φιλάθλων

Ένα ακόμη ιδιαίτερα ενδιαφέρον ΠΛ είναι αυτό των φιλάθλων, «η αργκό των γηπέδων», όπως συχνά αποκαλείται. Το λεξιλόγιο αυτό περιέχει όλες εκείνες τις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούν οι φίλαθλοι για να αναφερθούν σε οτιδήποτε σχετίζεται με κάποιο άθλημα και ειδικά με το ποδόσφαιρο, αλλά και με το μπάσκετ σε μικρότερο βαθμό. Η ανάγκη δημιουργίας αυτού του επικοινωνιακού κώδικα, που γίνεται αντιληπτός μόνο από τους φιλάθλους, διαφέρει από τα υπόλοιπα ΠΛ. Δεν πρόκειται για ένα μυστικό, συνθηματικό κώδικα που βοηθά στην απομόνωση των χρηστών από άλλες κοινωνικές ομάδες και γενικότερα από την κοινωνία. Ο λόγος δημιουργίας του, από την πλευρά των χρηστών, δεν είναι να μείνει κρυφό το περιεχόμενο μιας συνομιλίας ή να εκφράσουν την αντίδρασή τους στο κατεστημένο. Αντίθετα, λόγος δημιουργίας, συντήρησης και εμπλουτισμού αυτού του λεξιλογίου φαίνεται να είναι πρωτίστως η εγγύτητα των ομιλητών και η ανάγκη δημιουργίας μιας ομάδας με κοινά χαρακτηριστικά (την αγάπη και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό, αλλά και τη γνώση γύρω από αθλητικά ζητήματα). Μέσω αυτού του λεξιλογίου οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτερης ηλικίας χρήστες συσφίγγουν τους δεσμούς της ομάδας τους και ορίζουν την ταυτότητά τους, ενώ δεν αποκλείεται μέσω αυτού να προβάλλουν και τα ανδρικά χαρακτηριστικά τους (σκληρότητα, ορμητικότητα, δύναμη), αφού το ποδόσφαιρο –το οποίο καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της γλώσσας των φιλάθλων– είναι μια κατ’ εξοχήν ανδρική ενασχόληση.

Το λεξιλόγιο των φιλάθλων, όπως και τα υπόλοιπα ΠΛ της ΝΕ, βασίζεται στους κανόνες σχηματισμού λέξεων της ΚΝΕ και ακολουθεί τους συντακτικούς κανόνες της γλώσσας. Ειδικότερα, εντοπίζονται σε αυτό παράγωγες και σύνθετες λέξεις, αρκετοί συμφυρμοί, λέξεις με περικοπή συλλαβής ή/και συλλαβών, λέξεις που προέρχονται από ακρωνύμια και τέλος ειδικά σύμβολα:

α. Βαλσαμίδης «παίχτης που δεν κινείται στο γήπεδο» < βαλσαμωμένος.
IMAGE DESCRIPTION
β. Γαβρίνα «φίλαθλος του Ολυμπιακού».

γ. Γκουμομπασινάδες «παίκτες από ακαδημια ομάδων χωρίς μεγάλη καριέρα, αλλά με προσδοκίες» < Γκούμας + Μπασινάς (πρώην ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού).

δ. Καλαμοκοντρόλερ «παίκτης που επιχειρεί να ελέγξει την μπάλα, να κάνει κοντρόλ με την κνήμη».

ε. Βοθρύλος «αρνητικός χαρακτηρισμός για την ομάδα του Ολυμπιακού, παρομοιάζεται με βόθρο» < βόθρος + θρύλος.

στ. Ζέλα «η ομάδα του Παναθηναϊκού» [υποτιμητικός χαρακτηρισμός] < βάζελος και ο τύπος βαζέλα.

ζ. Παράτα «η παράταση του αγώνα» < παράταση.

Από το λεξιλόγιο των φιλάθλων δεν λείπουν και τα φραστικά σύνθετα, οι ειδικές ονοματικές φράσεις, οι ιδιωματικές φράσεις και κάποιοι αναλογικοί σχηματισμοί, που έχουν δημιουργηθεί κατ’ αναλογία προς το πρότυπο της δομής Μπατιγκόλ < Μπάτι (Γκαμπριέλ Μπατιστούτα) + γκολ, με κοινή σημασία «αυτός που βάζει συχνά γκολ». Παραδείγματα φράσεων από το λεξιλόγιο των φιλάθλων είναι:

α. Μεταγραφή αεροδρομίου «απόκτηση ενός τόσο καλού παίκτη που στην άφιξή του θα συγκεντρωθούν οπαδοί στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχθούν».

β. Ομάδα μπυραρία «είναι η (κυρίως ποδοσφαιρική) αθλητική ομάδα πολύ χαμηλού επιπέδου».

γ. Τον ρούφηξε «για τερματοφύλακα που δέχεται με ευκολία γκολ».

δ. Μητρογκόλ < Μήτρογλου (Κώστας Μήτρογλου) + γκολ.

ε. Πετρογκόλ < Πετρόπουλος (Αντώνης Πετρόπουλος) + γκολ.

Αρκετές όμως από τις λέξεις του ΠΛ των φιλάθλων προέρχονται από άλλες γλώσσες και συγκεκριμένα την ποδοσφαιρική ορολογία που υπάρχει σε άλλες γλώσσες. Οι γλώσσες δανεισμού είναι, μεταξύ άλλων, η αγγλική, γαλλική, ιταλική, ισπανική. Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται αυτούσιες ή με προσαρμογή στο μορφοφωνολογικό σύστημα της ελληνικής:

α. Στόπερ < αγγλ. stopper, χαφ < αγγλ. half, γκολκίπερ «τερματοφύλακας» < αγγλ. goalkeeper.

β. Παλμαρέ < γαλλ. palmarès, βολ πλανέ < γαλλ. vol plané, βολέ < γαλλ. volée, ντεφορμέ < γαλλ. déformé.

γ. Κατενάτσιο < ιταλ. catenaccio, πορτιέρο < ιταλ. portiere.

δ. Γκολεαδόρ < ισπ. goleador, τσικό < ισπ. chico.

Συχνά, οι δάνειες λέξεις αξιοποιούνται ως βάση για νέους παράγωγους ή σύνθετους σχηματισμούς. Για παράδειγμα:

α. Ντεφορμάρισμα, σεντρεφοράς, γκολτζής.

β. Χασογκόλης, ποδοβόλεϊ, μπακότερμα.

Το σημασιολογικό εύρος του λεξιλογίου των φιλάθλων περιορίζεται σε αθλητικές έννοιες. Παρατηρούμε κυρίως λέξεις και φράσεις που εκφράζουν επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία για παίκτες ή προπονητές, αναφέρονται σε φάσεις του αγώνα ακόμα και σε μέρη του γηπέδου. Φυσικά και σε αυτό το λεξιλόγιο, όπως είδαμε άλλωστε να συμβαίνει και με όλα τα ΠΛ, οι σημασίες των λέξεων και των φράσεων δύσκολα γίνονται αντιληπτές σε άτομα εκτός του αθλητικού χώρου.


Παρατηρείται συχνά, κάποιες λέξεις/φράσεις που κάποτε θεωρούνταν απαγορευμένες, υβριστικές ή/και αναφέρονταν σε θέματα ταμπού, με το πέρασμα των χρόνων να αλλάζουν σημασία και περιεχόμενο
και να μετατρέπονται σε στοιχεία του καθημερινού λόγου. Μια κοινωνία αλλάζει αντιλήψεις, μετασχηματίζεται κι επηρεάζεται από άλλους πολιτισμούς με αποτέλεσμα ισχυρά ταμπού να ατονούν και νέα να εμφανίζονται.
Έτσι, ενέργειες που άλλοτε θεωρούνταν απαγορευμένες, γίνονται αποδεκτές και το αντίστροφο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί για την ελληνική κοινωνία, η πράξη του αυνανισμού, η οποία σε παλαιότερες εποχές θεωρείτο επιβλαβής για την υγεία του ατόμου. Στις μέρες μας
η πράξη αυτή θεωρείται σχετικά επιτρεπτή, καθώς αποτελεί μέρος της σεξουαλικής ωρίμανσης των εφήβων. Αφού πλέον, η πράξη σπάνια συνδέεται με την έννοια ταμπού στην κοινωνία μας,
φαίνεται πως έχει χάσει την αρνητική της σημασία και γι’ αυτό και το ρήμα μαλακίζομαι που άλλοτε δηλώνει την πράξη και ιδίως το ουσιαστικό μαλάκας που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει
το πρόσωπο, πλέον, έχουν χάσει τις αρνητικές τους συνδηλώσεις και χρησιμοποιούνται με πολλές μεταφορικές προεκτάσεις.
Η λέξη μαλάκας εμφανίζεται σε πολλά περιβάλλοντα ως δείκτης οικειότητας, επιφώνημα με ουδέτερη σημασία και χωρίς αναφορά και σπάνια με κυριολεκτική σημασία:
α. —Μαλάκα, τι διάβασα; —Τι, ρε μαλάκα; —Η γλώσσα μας λέει έχει 150.000.000 λέξεις.
β. Ντροπή και αίσχος, ρε μαλάκα Κατερίνα.
γ. Πω πω μαλάκα μου, έχω μπλέξει.
δ. Γιώργο, είσαι μεγάλος μαλάκας!


Άσεμνο λεξιλόγιο

Με τον γενικό όρο «άσεμνο λεξιλόγιο» αναφέρομαι κυρίως σε λέξεις και φράσεις που δηλώνουν ή σχετίζονται με μια έννοια ταμπού (π.χ. μουνί, πουτάνα, πούστης, άντε γαμήσου, μαλάκας κ.ά.) και σε λέξεις που χρησιμοποιούνται με μειωτική και προσβλητική σημασία για το στοιχείο αναφοράς, σε ανεπίσημες συνήθως περιστάσεις επικοινωνίας (π.χ. βλαμμένος, καραγκιόζης, πατσαβούρα, μπουρδέλο κ.ά.). Οι λέξεις αυτές, που είναι χαμηλής τυπικότητας, χρησιμοποιούνται ως χαρακτηρισμοί για αντικείμενα, καταστάσεις και πρόσωπα. Ως άσεμνες χαρακτηρίζονται κυρίως οι λέξεις που αναφέρονται στα απόκρυφα μέρη του σώματος και στις λειτουργίες αυτών, στη σεξουαλική πράξη, την αιμομιξία, τις φυλετικές διακρίσεις και γενικότερα οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται για να διασύρουν ή να βλάψουν το πρόσωπο αναφοράς. Το άσεμνο λεξιλόγιο, που συγκροτείται από ένα μικρό αριθμό λέξεων του συνολικού λεξικού μιας γλώσσας, διακρίνεται σε επιμέρους κατηγορίες ανάλογα με τη σημασία και το πεδίο αναφοράς των λέξεων/φράσεων.

Ωστόσο, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με σαφήνεια ποιες από τις λέξεις/φράσεις του ΓΛ εντάσσονται στο άσεμνο λεξιλόγιο της ΝΕ, καθώς τα κριτήρια για τον προσδιορισμό τους ποικίλλουν και είναι κυρίως υποκειμενικά. Επίσης, πολλές από τις λέξεις/φράσεις που ανήκουν πλέον στο ΓΛ ξεκίνησαν από παλαιότερα ΠΛ (π.χ. λεξιλόγιο της πιάτσας, λεξιλόγιο των ρεμπέτηδων) και με το πέρασμα των χρόνων εντάχθηκαν στο λεγόμενο άσεμνο λεξιλόγιο της ΝΕ. Εδώ, θα χρησιμοποιήσω τον όρο «άσεμνο λεξιλόγιο» με ευρύτερη σημασία, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό όλες τις λέξεις/φράσεις που χρησιμοποιούνται σε ανεπίσημες περιστάσεις, ανεξάρτητα με το αν αναφέρονται ή όχι σε μια έννοια ταμπού (π.χ. κλώσα, ξερόλας, δοντάς, γκέι κ.ά.).

Σχετικά μικρός αριθμός λέξεων από το άσεμνο λεξιλόγιο της ΝΕ καταχωρίζεται και στα σύγχρονα λεξικά, με τη συνοδεία διαφόρων χαρακτηρισμών (π.χ. χυδαίο, ανεπίσημο, ταμπού κ.ά.).

Μορφολογικά το ΠΛ της ΝΕ ακολουθεί τους κανόνες σχηματισμού της ΚΝΕ. Οι λέξεις του σχηματίζονται κυρίως με παραγωγή, σύνθεση, σύμφυρση και ειδικές διεργασίες. Όλες οι περιθωριακές ομάδες χρησιμοποιούν άσεμνο λεξιλόγιο και συχνά αξιοποιούν τις λέξεις του άσεμνου λεξιλογίου ως βάσεις για να σχηματίσουν νέες παράγωγες και σύνθετες λέξεις, συμφυρμούς και νέες λέξεις με ειδικές διεργασίες (π.χ. γαμώ < γαμηλίθιος, γαμοτέλειος, αγαμοσύνη γαμησερί, γαμήτορας κ.ά.).

Σημασιολογικά το άσεμνο λεξιλόγιο εμφανίζει μεγάλο εύρος, καθώς σχετίζεται με τη σεξουαλική πράξη, τα απόκρυφα μέρη του σώματος, τις σωματικές απεκκρίσεις και ζητήματα που αφορούν την οικογένεια, τη θρησκεία, το φύλο, την εμφάνιση και τη νοημοσύνη κάποιου. Οι λέξεις αυτές σπάνια εμφανίζονται σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας και σε γραπτά κείμενα, καθώς η χρήση τους παραβιάζει τις αρχές της ευγένειας. Ωστόσο, κάποιες από τις λέξεις του άσεμνου λεξιλογίου της ΝΕ με την πάροδο του χρόνου έχουν χάσει την αρχική αρνητική τους σημασία και το έντονα αρνητικό σημασιακό τους φορτίο και μετατράπηκαν σε στοιχεία του καθημερινού λόγου (π.χ. μαλάκας). Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται πλέον για να εκφράσουν οικειότητα και εγγύτητα από την πλευρά του ομιλητή σε συγκεκριμένες περιστάσεις επικοινωνίας και σε συγκεκριμένο περικείμενο.



Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από τη διδακτορική διατριβή
της κ. Κατερίνας Χριστοπούλου με τίτλο: «Μια λεξικολογική προσέγγιση στο περιθωριακό
λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής» / Πανεπιστήμιο Πατρών / Σχολή
Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών / Τμήμα Φιλολογίας / Κατεύ-
θυνση Γλωσσολογίας, Πάτρα, 2016 (didaktorika.gr). Η εικονο-
γράφηση του άρθρου έγινε με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».


Η κ. Κατερίνα Χριστοπούλου είναι απόφοιτος του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας με ειδίκευση στη Γλωσσολογία του Πανεπιστημίου Πατρών.
Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του Προγράμματος «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» με ειδίκευση στη Γλωσσολογία.
Είναι υποψήφια διδάκτορας Λεξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών με ερευνητικά ενδιαφέροντα το λεξιλόγιο περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, τη μορφολογική, σημασιολογική και πραγματολογική ανάλυση της Νέας Ελληνικής.
Έχει συμμετάσχει σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια. Εργάζεται στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε σε προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων για τα ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα.
Αυτή τη στιγμή είναι μέλος της ομάδας των νέων προγραμμάτων σπουδών (ΟΝΕΠΣ) για την ανάπτυξη ψηφιακού και εκπαιδευτικού υλικού της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.