O Παύλος Μελάς έγινε ήρωας τoυ νεοελληνικού εθνικισμού, λόγω της δράσης και του θανάτου του στη Μακεδονία. Παρά την ηρωοποίησή του από την εθνικιστική ιστοριογραφία με τον μύθο που πλάστηκε γύρω του, όπως αποδείχθηκε, ήταν τελείως ακατάλληλος γιά το ρόλο που ανέλαβε, τον οποίο, άν και διήρκεσε ελάχιστες ημέρες, ήταν ανίκανος να παίξει σωστά.
Ο Παύλος Μελάς ήταν γόνος και γαμπρός δύο κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ισχυρών οικογενειών της Αθήνας, που καθοδηγούσαν το εθνικιστικό κίνημα της εποχής. Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870 από πάρα πολύ πλούσια οικογένεια. Μετά τη μετακίνηση της οικογένειάς του στην Αθήνα, σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού το 1892. Την ίδια χρονιά, παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, με την οποία είχε μεγάλη συμφωνία και στις ιδέες και στην ανατροφή. Πατέρας της ήταν ο Στέφανος Δραγούμης, πολιτευόμενος, «από τους ζωηρότερους και ενθερμότερους οπαδούς της Εθνικής Εταιρείας» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 75). Αδελφός της Ναταλίας ήταν ο συνεργάτης του Παύλου Μελά, νοσηρός εθνικιστής, Ίων Δραγούμης (βλ. κεφ. Στ΄: Από τον Βασ. Βουλγαροκτόνο, στο μητροπολίτη - κυνηγό κεφαλών. Βίος και πολιτεία Γερμανού Καραβαγγέλη - Ίωνα Δραγούμη). Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ευελπίδων, ο Μελάς εντάχθηκε στην παρακρατική - παραστατιωτική εθνικιστική οργάνωση του δημοσιογράφου Δημ. Καλαποθάκη, «Μακεδονικό Κομιτάτο». (βλ. κεφ. Β΄: Μεγαλοϊδεατισμοί. Εθνική Εταιρεία, ατυχής πόλεμος ʼ97, Μακεδονικό Κομιτάτο).
Από την ρε ελλάσονα, στην... Ελασσόνα
«Στις 17 Αυγούστου, αφού πλάγιασε ο ίδιος τα παιδιά του και τʼ αποκοίμησε, καθισμένος ανάμεσα στα κρεβάτια τους και κρατώντας τα χεράκια τους ολόκληρα μεσʼ στα δικά του, πήγε το βράδυ νʼ αποχαιρετήσει την καλή του μητέρα, τʼ αδέλφια του και κατέληξε στου Δραγούμη, όπoυ ένας φίλος του σπιτιού, μη γνωρίζοντας τι καλό του έκανε, έπαιζε στο πιάνο τη Missa solemnis του Beethoven». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 315. Σ.σ.: Η Μissa solemnis είναι λειτουργία του Beethoven σε ρε ελλάσονα). Ας δούμε, πώς ο πρόξενος στην Ελασσόνα, Λάμπρος Ενυάλης, διηγείται τη συνάντησή του με τον Παύλο Μελά, ο οποίος του παρουσιάστηκε ως ζωέμπορος: «Ήτο νέος ανήρ, εφόρει ευρωπαϊκήν ενδυμασίαν, πίλον δε έφερε ψιάθινον άνευ ταινίας, εκ των λεγόμενων σιφνέϊκων, και υποδήματα κοζανίτικα... Μοι απεκρίθη, ότι δεν ηξεύρει πολλά πράγματα περί αυτών, ζωέμπορος ών και αφωσιωμένος εις την εργασίαν του, ότι περιήλθε τα μεσημβρινά μέρη της Μακεδονίας προς αγοράν ζώων... Ενώ μοι αφηγείτο ταύτα, παρετήρουν αυτόν, χωρίς εννοείται, να προκαλώ την προσοχήν του, εφʼ όσον δε επροχώρει εσχημάτιζον την πεποίθησιν, ότι δεν έιχα να κάνω με ζωέμπορον, όσον ούτος και εάν ήθελεν υποτεθή μεμορφωμένος, έπειτα το λευκόν χρώμα και το απαλόν των χειρών του προέδιδον άνθρωπον ζώντα εν χλιδή, το όλον του δε κατεδείκνυε άνδρα ανωτέρας κοινωνικής περιωπής». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 309-311).
Τις λεπτομέρειες της ζωής του τις γνωρίζουμε από τις επιστολές του, που έστελνε καθημερινά στη γυναίκα του, η οποία τις εξέδωσε μετά το θάνατό του. Δεν γνωρίζουμε άν οι επιστολές αυτές είναι γνήσιες ή έχουν αλλοιωθεί (ωραιοποιηθεί), προκειμένου να τον ηρωοποιήσουν μετά θάνατο. Έστω κι έτσι όμως, η έρευνά μας αναγκαστικά βασίστηκε σε αυτές.
«Εν Κοζάνη, Τετάρτη πρωί 21 Ιουλίου 1904. Αγαπητή μου Νάτα, ...Μετʼ ολίγα λεπτά έρχονται και οι λοιποί 4, οι οποίοι αποτελούν την Άμυνα Κοζάνης. Είναι δε 1. ο Δρίζας, 2. ο Ρεπανάς, 3. ο ιατρός Μουμουζάς, 4. τον λησμονώ (σ.σ. Παπαργυρούδης) και 5. ο Μεταξάς... Αι καταβολαί θα είναι μηνιαίαι (περί της διαχειρίσεώς των θα ληφθή πρόνοια), θα οπλίζωνται και συντηρούνται τουλάχιστον 15 οπλοφόροι εις την ιδίαν επαρχίαν, ώστε θα έχωμεν 7 σώματα από 15 άνδρας = 105 αμέσως, τους οποίους θα στείλωμεν περί την Καστορίαν και περί τα Βοδενά δια νʼ αρχίσωμεν... Η Κοζάνη να ενδύση με κάλτσες, τσαρούχια και ντουλαμάδες 15 παλληκάρια καλά και εκλεκτά, δηλαδή δαπάνην 40 δραχμών το πολύ διʼ έκαστον, ήτοι το όλον δραχμάς 600. Να φροντίση δια την συντήρησιν των οικογενειών των χορηγούσα επί ένα μήνα 1,5 λίραν εις εκάστην, δηλαδή 50 δραχμάς, ήτοι το όλον 756 δραχμάς + 600 = 1.350 δραχμάς». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 290-291). «Χθές το βράδυ, χάριν περισσοτέρας ασφαλείας, ηλλάξαμεν κρησφύγετον και επήγαμεν εις το σπίτι του κ. Νικόλαου Μαλούτα, καθηγητού των ιερών εις το γυμνάσιον Βιτωλίων. Τον είχα γνωρίσει εις του πατρός σου το γραφείον. Αυτός ανέλαβε να βολιδοσκοπήση τα 10 κριθέντα κατάλληλα παλληκάρια... Είπε επίσης του Κοντούλη, ότι θα λάβη διαταγήν από τον Σάπκαν να προβή εις αγοράν όπλων γκρά (μακρών) προς 32 δραχμάς και 5 χιλιάδων φυσιγγίων γκρά, τα οποία να στείλη εις Βόλον και να ειδοποιήση συγχρόνως και τον Σάπκαν... Σας φιλώ και ελπίζω. Παύλος». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 298-299). Νοσηρός εθνικιστής και μεγαλοϊδεατιστής Ο Παύλος Μελάς διακατεχόταν από άκρατο, νοσηρό εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό. Η Μεγάλη Ιδέα, δεν αφορούσε βέβαια την ανασύσταση της αρχαίας Ελλάδας, αλλά του Βυζαντίου. Η γυναίκα του, Ναταλία, το διευκρινίζει στην εισαγωγή του βιβλίου της για τον Παύλο, όταν κάνει λόγο για χιλιόχρονο πολιτισμό: «Το δικαίωμά τους να ζούν με τις δικές τους παραδόσεις, για να σώσουν την κοινότητα, την εκκλησία, το σχολείο, το δικό τους τον πολιτισμό το χιλιόχρονο». («Παύλος Μελάς. Βιογραφία», έκδ. «Πελασγός», Αθήνα, 1992, σελ. 5.) Όσοι αναφέρονται στην Ελλάδα μιλούν για τουλάχιστον 2.500-3.000 χρόνων Πολιτισμό. Χιλιόχρονο ήταν το Βυζάντιο.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση του υπερφίαλου εθνικισμού, που διακατείχε τον Παύλο Μελά φαίνεται από γράμμα του πατέρα του σε απάντηση επιστολής του Παύλου στη γυναίκα του, αλλά δεν είδε ποτέ το φώς της δημοσιότητας -ποιός ξέρει τι θα έγραφε-. Στην επιστολή αυτή του απαντάει αγανακτισμένος ο -επίσης εθνικιστής- πατέρας του με ασυνήθιστες εκφράσεις, όπως «των ανοησιών, τας οποίας γράφεις» κ.λπ., προσπαθεί δε να τον νουθετήσει να μην κάνει καμμία τρέλα, να είναι πιστός στον όρκο του και του επισημαίνει, ότι δεν θέλει να πιστεύσει ποτέ, «ότι ημπορεί να υπάρξουν αξιωματικοί θέλοντες να παραλύσουν εντελώς τον στρατόν της πατρίδος των». Τότε φυλακίστηκε, «εν μέσω της πυρετώδους προετοιμασίας του πολέμου (σ.σ. του 1897)». Για το λόγο της φυλάκισής του γράφει ένας σουηδός υπολοχαγός, ο Κλέεν: «Εγνώρισα εις τας 25 Μαρτίου τον ανθυπολοχαγόν Παύλον Μελάν. Οι συνάδελφοί του μου είπαν πρίν τον ιδώ εις το δωμάτιον, ότι ευρίσκετο εκεί, διότι είχε κάμει εκδρομήν πατριωτικήν όσον και τολμηράν εις το τουρκικό έδαφος, με σκοπόν να προπαρασκευάση τον ορθόδοξον πληθυσμόν εις ό,τι ελπίζετο να γίνη» (σελ. 94). Προφανώς θα μπήκε χωρίς διαταγή στην Μακεδονία, ποιός ξέρει κάτω από ποιές συνθήκες. Απερίσκεπτη ενέργεια για στέλεχος του Στρατού και μάλιστα εκείνη την εποχή και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν πήγε όμως να πολεμήσει. Όπως γράφει κι ο σουηδός υπολοχαγός, πήγε να «προπαρασκευάσει τον ορθόδοξο πληθυσμό».
Ας εξετάσουμε τις ευκαιρίες, που παρουσιάστηκαν στη ζωή του Παύλου Μελά να πολεμήσει για την πατρίδα του, αλλά τις «έχασε»: «Σε λίγες μέρες μέσα ξαναδημιουργήθηκε σχεδόν η ατμόσφαιρα η πολεμική του 1877. Ο Παύλος, που φορούσε τώρα στην τελευταία τάξη τη στολή και την περικεφαλαία που είχαν τότε στο γυμνάσιο, κι έκανε στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικό γκρά και λόγχη, εσχεδίαζε κρυφά να πάγη εθελοντής στο στρατό ή αντάρτης στα σύνορα. Τι ατυχία όμως και τι απελπισία να πέση σʼ ένα χαντάκι της πλατείας των Στύλων στα γυμνάσια και να σπάση το πόδι του. Μόνος όταν έμενε στην κάμαρά του με το πόδι απλωμένο και στο γύψο, με κλάματα λύσσας αναθεμάτιζε την αναποδιά της τύχης». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 28). «Μόνον η 1η Ορειβατική έχει την τύχην να πάγη. Η απογοήτευσίς μου ήταν μεγάλη». 31 Ιανουαρίου 1897, λίγο πριν τον πόλεμο, ο οποίος βρήκε τον Μελά 27 ετών ανθυπολοχαγό... αρχιφύλακα στο Πανεπιστήμιο. (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 63-64). «Ακόμα όμως δεν είχε λάβει μέρος σε μάχη η πυροβολαρχία του, όταν γκρεμίστηκαν τα όνειρα του Παύλου στις 11 Απριλίου με την άτακτη υποχώρηση του στρατού μας». (Ναταλίας Μελά: «Παύλος Μελάς. Βιογραφία», έκδ. «Πελασγός», Αθήνα, 1992, σελ. 11.)
Με τη στολή του κυνηγού των άρκτων του Μέλανος Δρυμού Στις περιοδείες του στη Μακεδονία είχε κάποιον να του κουβαλά τα πράγματα: «Δυστυχώς ο ψυχογιός μου, που βαστά τον σάκκον μου κατελήφθη από φοβερόν πυρετόν και αναγκάζομαι να τον φορτωθώ εγώ». 28 Αυγούστου 1904. (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 334).
Δυσκολίες με τα τσαρούχια Όταν πήγε στη Μακεδονία και αναγκάστηκε να φορέσει τσαρούχια, του πληγώθηκαν τα πόδια, καθώς ήταν συνηθισμένα στα πολυτελή παπούτσια της στολής εξόδου. Ας δούμε τι έγραφε στη γυναίκα του από τη Μακεδονία, λίγες μόλις ημέρες πρίν το θάνατό του: «Είμαι κατάκοπος. Τα τσαρούχια μου επλήγωσαν τα πόδια». 28 Αυγούστου 1904. Κατά τη διάρκεια της τρίτης περιοδείας του. (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 335). «Επειδή τα τσαρούχια μου πονούν τα πόδια μου». 6 Σεπτεμβρίου 1904. (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 366).
«Ενεδύθη τον ντουλαμά», αλλά μόνο για φωτογράφιση Τόσο ξένη του φαινόταν η φορεσιά του μακεδονομάχου, που σχολίαζε: «Ένας φίλος μου, ο ανθυπολοχαγός Λούφας... ηθέλησε να κάμω την φωτογραφίαν μου. Συγκατατέθην εις τούτο. Σου στέλλω σήμερον το πρώτον αντίτυπον, αλλʼ υπό τον όρον να μήν ιδή το φως της ημέρας... Αλλά φαντάσου τί κωμικόν θα ήτο και τί μαρτύριον διʼ εμέ, άν επέστρεφα άπρακτος, να βλέπω τη φάτσα μου έτσι μασκαρεμένην.» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 319). «Μοναστήρι της Μαρίτσας (προς βορράν του ομωνύμου χωρίου επί της γραμμής). Παρασκευή 27 Αυγούστου 1904. Νάτα μου, ...Χθές λοιπόν, αφού σου έγραψα, εφόρεσα τον φοβερόν ντουλαμά μου και δια πρώτην φοράν παρέστην πάνοπλος προ των ανδρών μου. Η εντύπωσις ήτο καλή, διότι μέχρι της στιγμής εκείνης εφόρουν το απαίσιον ψάθινον καπέλλο και το παντελόνι του Ρετσίνα και βεβαίως δεν τους εγέμιζα το μάτι.» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 328). Αυτό έγινε μόλις 1,5 μήνα προτού σκοτωθεί (13 Οκτωβρίου 1904). Μιά φωτογραφία του σώματος του Παύλου Μελά. Λίγες μέρες πρίν το θάνατό του ο Παύλος Μελάς φοράει ακόμα παντελόνι (κάτω σειρά, στη μέση). Οι τρείς -ολιγοήμερες- περιοδείες στη Μακεδονία Την πρώτη και μοναδική φορά, που εστάλη υπηρεσιακά στη Μακεδονία ο Μελάς ήταν τον Φεβρουάριο του 1904. Η κυβέρνηση υπό την πίεση των εθνικιστικών οργανώσεων αποφάσισε να στείλει μυστικά στη Μακεδονία τέσσερις αξιωματικούς, για να εκτιμήσουν την κατάσταση. «Ο Κοντούλης αμέσως προτείνει τον Παύλο, με τη ρητή υπόσχεση, ότι θα τον συγκρατή, γιατί είναι γνωστή η ορμή του... Με άλλους τρείς αξιωματικούς με εντολή να γνωρίσουν τον τόπο, τους ανθρώπους, να ορίσουν στελέχη για μέλλουσα εργασία, να πληροφορηθούν από κοντά τις ανάγκες και τις επιθυμίες των μακεδονικών πληθυσμών, αλλά να ενεργούν μυστικώτατα αποφεύγοντας κάθε σύγκρουση με τις αρχές ή τους κομιτατζήδες... να είναι προσεκτικοί, για να μην εκθέσουν το Ελληνικό κράτος σε πόλεμο, που δεν ήταν τότε έτοιμο να επιχειρήση». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς. Βιογραφία», έκδ. «Πελασγός», Αθήνα, 1992, σελ. 15, 16.) Όταν μετά από λίγες ημέρες γύρισαν, συνέταξαν δύο διαφορετικές εκθέσεις. Δεν συμμερίζονταν όλοι τις υπερφίαλες προτάσεις του Μελά για άμεση εμπλοκή της χώρας και αποστολή ένοπλων τμημάτων στη Μακεδονία. Η διαφορά αυτή «έπνιξε στην αγανάκτηση» τον Μελά και τον οδήγησε σε μονομαχία με τον Κολοκοτρώνη (ένας από τους τέσσερις αξιωματικούς, που δεν συμμεριζόταν τις εθνικιστικές του απόψεις). Τη δεύτερη φορά, που πήγε στη Μακεδονία πήρε 20ήμερη άδεια από την Υπηρεσία του (Ιούλιο 1904) και την τρίτη και τελευταία (18 Αυγούστου) πήγε κατʼ εντολή -όχι της Υπηρεσίας του, από την οποία έλαβε τετράμηνη άδεια, αλλά- της παρακρατικής οργάνωσης, Μακεδονικό Κομιτάτο. Όπως προαναφέρθηκε, δεν πήγε στη Μακεδονία για να πολεμήσει, αλλά για να οργανώσει αντάρτικες ομάδες, να τρομοκρατήσει τα εξαρχικά χωριά να γυρίσουν στο Πατριαρχείο και να μήν επιτρέψει σε άλλα πατριαρχικά χωριά να αποσκιρτήσουν προς την Εξαρχία. Παρά τους εκφοβισμούς, οι πληθυσμοί έδειχναν απροθυμία να υπακούσουν στον Παύλο Μελά. Αυτό προκύπτει κι από τα ίδια τα λεγόμενά του:
«Πληροφορούμαι ασφαλώς, ότι οι βούλγαροι δεν δύνανται να σηκώσουν τους χωρικούς, οι οποίοι φοβούνται να έβγουν εις το κλαρί, φοβούνται και τας αντεκδικήσεις μου, διότι ειδοποίησα τα βουλγαροχώρια, ότι θα καύσω τα σπίτια εκείνων, οι οποίοι θα μεταβούν εις τας βουλγαρικάς συμμορίας». Παύλος Μελάς. (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 406).
Δεν ήταν εύκολη δουλειά για ένα καλομαθημένο και άπειρο νεαρό, όπως ήταν ο Παύλος Μελάς, να συναναστρέφεται και να ηγείται ομάδων ληστών (βλ. κεφ. Δ΄: Οι “αγαθουργοί κακούργοι”), που μοναδικό τους κίνητρο ήταν το χρηματικό όφελος. Πολλές φορές σημειώνονταν απρόοπτα: «Εκεί μετρά ο Παύλος τους άνδρες του. Άλλοι αρρώστησαν και φροντίζει να τους αφήσει σε καλά χέρια. Ένας τους επρόδωσε, άλλος έφυγε με τα όπλα του. Έμειναν 25.» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς. Βιογραφία», έκδ. «Πελασγός», Αθήνα, 1992, σελ. 28). «Εις τον αχρείον αυτόν είχα δώσει και δύο λίρας μισθόν. Άν ποτέ τον απαντήσω, θα μου πληρώση την άτιμον αυτήν προδοσίαν». (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 340). «Έξ έφυγαν πριν διαβώμεν τα σύνορα και μόλις έλαβαν τα χρήματα. Ένας μας επρόδωσε και άλλος μας έφυγεν, ο αχρείος, μόλις επεράσαμεν τον Αλιάκμονα, συναποφέρων και τα όπλα του». (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 377). «Μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισία...» Μελετώντας τις επιστολές, που έγραψε ο Παύλος Μελάς στη γυναίκα του τις τελευταίες ημέρες πρίν σκοτωθεί, δείχνουν έναν άνθρωπο τελείως ακατάλληλο να διαχειρίζεται ανορθόδοξες καταστάσεις, να ζεί με κακουχίες κρυμμένος στα βουνά, να ηγείται ληστών, να μπαίνει στα χωριά, να σκοτώνει αθώους και να πλιατσικολογεί. Αντιθέτως, δείχνουν έναν άνθρωπο μετανοιωμένο, απελπισμένο, να έχει σπάσει τελείως ψυχολογικά (άν και λείπει από το σπίτι του λιγότερο από δύο μήνες), να κλαίει και να θέλει να γυρίσει στη γυναίκα του και στο πλούσιο και ασφαλές περιβάλλον, που είχε συνηθίσει ως τότε να ζεί. Σε στιγμές αυτοκριτικής παραδέχεται, ότι δεν μπορούσε να διευθύνει «τοιαύτην εργασίαν». Οι τελευταίες και σημαντικότερες μέρες της ζωής του, επιβεβαιώνουν των λόγων το αληθές: «Μονή Τσιριλόβου, Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1904 (σ.σ. ένα μήνα πρίν το θάνατό του). Σε ευχαριστώ πολύ άγγελέ μου, δια τας καθημερινάς ειδήσεις, που μου δίδεις, αλλά δεν επιθυμώ να κουράζης τα μάτια σου γράφουσα κάθε βράδυ με το φώς (λείπει κείμενο). Η φωτογραφία σου μου ήρεσε και μʼ ευχαριστεί. Τα καημένα μου τα πόδια, που σου εφάνησαν τότε λιγνά, είναι ακόμη λιγνότερα τώρα... Εν τω μεταξύ ο Πύρζας, εγώ και ένας εντόπιος συζητούμεν περί του τρόπου εξαφανίσεως ενός όστις τρομοκρατεί ολόκληρον την περιφέρειαν (λείπει κείμενο). Εις την απαίσιαν αυτή συζήτησιν είμαι δυστυχώς υποχρεωμένος να λάβω μέρος. Μόλις ετελείωσε κατελήφθην από φοβεράν απογοήτευσιν. Τώρα εννόησα, ότι δεν ημπορώ εγώ να διευθύνω τοιαύτην εργασίαν. Έτρεμα και είχα ρίγος, ησθανόμην τον εαυτόν μου ένοχαν πρίν ακόμη εγκληματίσω. Έβλεπα τα μαυρισμένα και κοκκαλιάρικα χέρια μου και μου εκίνουν φρίκην.
«Προκοπάνα. Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 1904. Νάτα μου,... Εις τας 4 μ.μ. εισήλθομεν εις την Προκοπάναν. Οι δύο κακούργοι (σ.σ: ο Βούλγαρος δάσκαλος και ο παπάς) εφονεύθησαν επιστρέφοντες εκ κηδείας τινός. Μετά τούτο -την κατάστασιν της ψυχής μου την εννοείς- ανεχωρήσαμεν αμέσως δια Βελκαμένην ακολουθήσαντες βαθυτάτην, μακροτάτην και κοπιωδεστάτην χαράδραν. Καθʼ όλον το διάστημα περιπατούσα ως μεθυσμένος, έκλαια σχεδόν διαρκώς. Σας εσυλλογιζόμην όλους με απελπισίαν, με απόγνωσιν. Εγώ ενόμιζα, ότι το ωραίον και ευγενές έργον, το οποίον ανέλαβα, μόνο με ευγενείς και ωραίας πράξεις θα εξετελείτο, χωρίς να συλλογισθώ τας σκληράς ανάγκας, τας οποίας ήθελον απαντήσει και τας φοβεράς λεπτομερείας των. Παρήλθον 24 ώραι και ακόμη κλαίω, όταν το συλλογίζομαι. Ένα γνώριζε, ότι τους είδα μόνον την στιγμήν της συλλήψεώς των».
και το κεμέρι με τις λίρες Ο Παύλος Μελάς κουβαλούσε μαζί του πολλά χρήματα για τη μισθοδοσία όχι μόνον της ομάδας του, αλλά και για την δημιουργία κι άλλων ομάδων, για την εξαγορά βουλγάρων, για δωροδοκίες κ.λπ.. Ασφαλώς, πολλοί θα εποφθαλμιούσαν το «κεμέρι» του. Σύμφωνα με τη σκηνή του θανάτου του, έτσι όπως την περιγράφει η γυναίκα του, σκοτώθηκε από μία και μοναδική σφαίρα, που έπεσε εναντίον του μέσα στο σκοτάδι. «Τότε φάνηκαν αίματα και έπεσαν λίρες κατά γης, γιατί είχε τρυπήσει το κεμέρι του η σφαίρα». (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 414). Το εθνικιστικό κατεστημένο έκανε αμέσως λόγο για ηρωικό θάνατο κι έφτιαξε τον ήρωα και τον μύθο, που αναπαράχθηκε από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους: «Ο ηρωικός αυτός θάνατος έγειρε το αίσθημα της εκδικήσεως σε κάθε ελληνική καρδιά. Όχι τόσο κατά των τούρκων, όσο κατά των δολοφόνων βουλγάρων». (Μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη, «Οι πρωτοπόροι του Μακεδονικού Αγώνος», Αθήνα, 1962, σελ. 66.) Διατυπώθηκαν πάντως πολλές και διάφορες εκδοχές για το θάνατό του μία εκ των οποίων ήταν, ότι σκοτώθηκε από κάποιον από την ομάδα του, για να του πάρει το κεμέρι με τις λίρες, την εξαφάνιση του οποίου οι νεορωμιοί ιστοριογράφοι παραβλέπουν. Προφανώς τους χαλάει την προβαλλόμενη ηρωική σκηνή του θάνατου του... Αποτέλεσμα Μακεδονικού Αγώνα: Απολύτως κανένα! |
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ:
ΕΝΑΣ “ΗΡΩΑΣ”,
ΠΟΥ ΔΕΝ
ΠΟΛΕΜΗΣΕ ΠΟΤΕ !
