Η προσκόλληση στην κλασική εποχή δεν ευνοούσε τις προϊστορικές σπουδές στον ελλαδικό και αιγαιακό χώρο, ωσότου γίνει η σύνδεση του τρωικού, μυκηναϊκού και μινωικού κόσμου με ισχυρούς μύθους και θρύλους, το ισχυρότερο κριτήριο ενεργοποίησης του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εκείνη την εποχή. Η αιγαιακή πρωτοϊστορική αρχαιολογία, που γεννιέται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οφείλεται σε δυο ευρωπαίους, τον Schliemann και τον Evans, και σε μεγάλο βαθμό εξέφρασε τη βιωμένη ιδεολογία τους, που εκπορεύτηκε, αφενός από τις αρχαίες περιγραφές, που στις αντίξοες και εξωτικές περιπλανήσεις του Οδυσσέα, των Ατρειδών, του Θησέα και των άλλων ηρώων συγκέντρωναν όλα τα χαρακτηριστικά ενός συναρπαστικού αφηγήματος, αφετέρου από μια αρχαιολογία στο κέντρο πολιτικών συγκυριών και ισχυρών ιδεολογικών στερεοτύπων, που ως εκ τούτου παρέβλεψε πραγματολογικά και αξιολογικά στοιχεία.
Ο έμπορος Heinrich Schliemann (1822-1890) από τη βορειοανατολική Γερμανία συνδύαζε τις επιρροές, που είχε δεχτεί από τους γερμανούς διαφωτιστές για τη σημαντικότητα των παραδόσεων και το πάθος για τον Όμηρο, του οποίου τα έπη γνώρισε ως βιβλιοθηκάριος στο Άμστερνταμ. Σε αυτό το μυθικό περίβλημα, που δημιουργούσε στο Αιγαίο, η γοητεία τον ραψωδού −στον οποίο ο σύγχρονός του Χρήστος Τσούντας (1857-1934) ήταν απ' τους λίγους, που αντιστάθηκε, αναζητώντας μια πιο επιστημονική εκδοχή καίτοι ο διάχυτος ρομαντισμός εντέλει τον οδήγησε στην πεποίθηση του «συνεχούς ελληνικού θαύματος» από τα μυκηναϊκά χρόνια και δώθε, που κατ' αυτόν οφειλόταν στο ελληνικό τοπίο− και το ανορθολογικό ρομαντικό κλίμα, που δεν επέτρεπε στους μελετητές να αντιληφθούν −όπως επισημαίνει η καθηγήτρια αρχαιολογίας Όλγα Πολυχρονοπούλου− ότι στην αιγαιακή προϊστορία δεν υπήρχε «ομηρικό ζήτημα», αλλά «ομηρικό ιδεολόγημα», καλλιεργήθηκε η επιθυμία του Schliemann για αναζητήσεις, παραβλέποντας τη σκληρή κριτική, ως «αρχαιολογίζων έμπορος», που δεχόταν από το κατεστημένο στη γενέθλια χώρα του.
Όταν στα 45 του χρόνια κατέφθασε στη βορειοδυτική Τροία για την πρώτη ανασκαφή ήταν ήδη προχωρημένος 19ος αιώνας κι ο θετικισμός είχε αρχίσει να επηρεάζει την αρχαιολογική προσέγγιση αντιμετωπίζοντας τους αρχαίους πολιτισμούς ως πολυσχιδές φαινόμενο και όχι ως αφορμή για συλλογή έργων τέχνης − όπως το είχε εκφράσει η έρευνα του Α. Η. Layard στη Μεσοποταμία.
Ωστόσο, καίτοι ο Schliemann ενδιαφέρθηκε για την ανασκαφή per se, η ορμητική τακτική του να φτάσει στο βάθος της τομής, που είχε ανοίξει στο Hissarlik −έναν από τους λόφους της ευρύχωρης πεδιάδας, που άρχιζε απ' το Αιγαίο και συναντούσε τη μικρασιατική στέπα− κατέστρεψε «όλες τις τρωικές κατασκευές, που βρίσκονταν σε βάθος μεταξύ 7 και 10 μέτρων», όπως θα παραδεχτεί σε επιστολή του στον ιταλό αρχαιολόγο Giuseppe Fiorelli.
Αναζητώντας τα ομηρικά κατάλοιπα, που είχε κατά νου, και όντας βέβαιος, πως το ομηρικό στρώμα ήταν το κατώτερο, χρησιμοποίησε πολιορκητικούς κριούς και μεγάλους σιδερένιους λοστούς, που έσπαζαν ειδώλια και αγγεία, κτήρια και οχυρωματικά τείχη άλλων περιόδων, καθιστώντας τον όχι μόνο φορέα μα και θύμα της γενικότερης αντίληψης περί αναζήτησης αρχαιοτήτων, που θύμιζε περισσότερο παραβίαση, παρά επιστημονική ανασκαφή: γιατί κατέστρεψε κι αυτό που αναζητούσε, αφού στην πραγματικότητα η ομηρική Τροία ήταν ένα από τα ανώτερα στρώματα του λόφου.
|
Οι ανασκαφές συνοδεύονταν από θεαματικές περιγραφές στο ημερολόγιό του, οι οποίες, παρά τις εξακριβωμένες ή μη αναλήθειες και αντιφάσεις −κατηγορήθηκε, ότι «φύτευε» αντικείμενα, προκειμένου να τα ανασύρει αργότερα− καλλιέργησαν χωρίς δυσκολία στη φαντασία του κοινού, σε Ελλάδα και εξωτερικό, έναν μύθο, που από αιώνες ήταν δημοφιλής.
Πιθανολογείται, ότι συγκέντρωνε πολλά αντικείμενα μαζί, από διαφορετικά σημεία ή φάσεις της ανασκαφής, και τα παρουσίαζε συγκεντρωμένα εκ των υστέρων ως «θησαυρό» για να εντυπωσιάσει, κι ότι ευρήματα, που ισχυρίσθηκε ότι βρήκε κατά χώραν (in situ), ήταν προϊόντα λαθρανασκαφής ή αγορασμένα από εμπόρους και χρυσοχόους του εξωτερικού. Μεταξύ των σκεπτικιστών ήταν οι βρετανοί λόγιοι Sir Charles Newton, Percy Gardner και A.S. Murray, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το ρητό «Εκείνος που κρύβει, ευρίσκει» ενώ κι ο Ernst Curtius τον αποκαλούσε απατεώνα και καταχραστή.
Στην περίπτωση τον «Θησαυρού του Πριάμου» αποδείχτηκε, ότι η γυναίκα του −η έφηβη αρσακειάδα Σοφία, που είχε παντρευτεί− δεν ήταν παρούσα, ούτε τα τύλιξε στο σάλι της, όπως έγραφε στο ημερολόγιό του. Επίσης, μετά από τρεις ημέρες, που βρέθηκε η «Μάσκα του Αγαμέμνονα» έκλεισε η ανασκαφή, όπως και η ανασκαφή στην Τροία έκλεισε αμέσως μετά την αποκάλυψη τον «Θησαυρού του Πριάμου». Και για τις δυο περιπτώσεις παρέμεινε αναπάντητο το ερώτημα: ο Schliemann απλώς θεώρησε, ότι είχε βρει το σημαντικότερο εύρημα και σταμάτησε ή είχε βρει αυτό, που είχε «φυτέψει»;
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις ή ενστάσεις η Ελλάδα παρακολούθησε με κομμένη ανάσα τις ανακαλύψεις του, και με την ίδια αγωνία παρακολούθησε το 1874 τη δίκη του στην Αθήνα. Γιατί στη δίκη αυτή δεν κρινόταν μόνο η τύχη τον Schliemann. Για τους έλληνες κρινόταν κυρίως η «εθνική ιστορία» τους, η οποία είχε επεκταθεί ως τα βάθη της προϊστορίας χάρη στην ιερή κληρονομιά των προγόνων τους αχαιών, που είχαν κάποτε κατακτήσει την Τροία και τα πλούτη της: ο Schliemann είχε αλώσει άλλη μια φορά την Τροία, για λογαριασμό τους, φέρνοντας στην Ελλάδα τα λάφυρα, και στη δίκη, που διεξαγόταν μεταξύ του γερμανού ερευνητή και του οθωμανού διευθυντή του μουσείου, ακουγόταν, μεταξύ άλλων, στα στρατόπεδα των δικηγόρων το επιχείρημα, πως «δεν άρμοζε στους έλληνες να παραδώσουν το Θησαυρό του Πριάμου, που είχαν κατακτήσει οι πρόγονοί τους».
Η αθέτηση της συμφωνίας να παραδώσει τα μισά ευρήματα στο Enameled Kiosk Museum της Κωνσταντινούπολης και η φυγάδευση των ευρημάτων προς διάφορους προορισμούς, ώστε να μην μπορεί να τα συγκεντρώσει η οθωμανική κυβέρνηση τον καταδίκασε σε αποζημίωση 10.000 φράγκων. Ο Schliemann πλήρωσε 55.000 φράγκα στην οθωμανική κυβέρνηση και έγινε κάτοχος όλης της συλλογής. Ο γερμανός ερευνητής ήταν φορέας της χαρακτηριστικής στην Ευρώπη του 19ου αποστροφής για τους οθωμανούς, βολική για την εν γένει εκτεταμένη αρχαιοκαπηλία και τη λαθραία εξαγωγή των τρωικών ευρημάτων, την οποία αιτιολόγησε λέγοντας πως, «κρατώντας τα όλα εγώ, τα διέσωσα χάριν της επιστήμης. Όλος ο πολιτισμένος κόσμος θα εκτιμήσει αυτό που έκανα».
Παρά την προσήλωσή του στο ομηρικό ιδεολόγημα προσπάθησε να επωφεληθεί από τα ευρήματα. Οι προσπάθειές του να τα πουλήσει στην Αθήνα απέβησαν άκαρπες, λόγω της υπέρογκης τιμής που ζητούσε και η πρότασή του να παραδώσει στην ελληνική κυβέρνηση μέρος τους με αντάλλαγμα την άδεια για ανασκαφή στις Μυκήνες απορρίφθηκε από το φόβο μιας σύγκρουσης με την οθωμανική κυβέρνηση. Αρχικά, αποπειράθηκε να πουλήσει τη συλλογή στο Λούβρο για 1 εκατ. φράγκα, αφού στη χώρα του «υβριζόταν από ζηλόφθονες καθηγητές με φριχτό τρόπο, και ιδιαίτερα στο Βερολίνο» και πάντως μέχρι το 1879 δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι ήθελε να κληροδοτήσει τη συλλογή του στη Γερμανία. Κατά τον Kriesch η συμμετοχή του Wirchoff στις τελευταίες ανασκαφές στην Τροία ανέστρεψε το σκεπτικισμό του, οπότε παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής στο Βερολίνο.
Ωστόσο, αναλαμβάνει την κατεδάφιση, με δικά του έξοδα, τον φράγκικου πύργου των Προπυλαίων στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης το 1874/5, εργασία, για την οποία κατηγορήθηκε η Αρχαιολογική Εταιρία, η οποία εντέλει του έδωσε άδεια ανασκαφής με την προϋπόθεση να παρακολουθείται από εκπρόσωπό της. Ο Schliemann άρχισε την ανασκαφή το 1876 επιθυμώντας, μετά την επαλήθευση του ομηρικού μύθου της Τροίας, να επαληθεύσει και την ύπαρξη των μυκηναίων βασιλέων, που είχαν εκστρατεύσει ενάντια σε αυτή. Την εποπτεία ανέλαβε ο έφορος αρχαιοτήτων Παναγιώτης Σταματάκης, που επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε για μεροληπτική διαδικασία, αλλά για τον Schliemann, που όριζε την αρχαιολογία ως ένα κράμα ευγενούς ενασχόλησης, ηρωικής περιπέτειας και αφορμής για καταξίωση, το κριτήριο ήταν απλοϊκό για την ταυτοποίηση των ευρημάτων, όπως αποδείχτηκε στον πολύκροτο «Θησαυρό του Πριάμου» όσο και στα ευρήματα του πέμπτου τάφου των Μυκηνών.
|
Έχοντας ανακαλύψει τρεις σκελετούς με θώρακες και χρυσές προσωπίδες, και καθώς με την αφαίρεση της τρίτης προσωπίδας από το τρίτο κρανίο αυτό δεν θρυμματίστηκε (όπως συνέβη με τα άλλα δυο), παρά διατήρησε εμφανή τα χαρακτηριστικά του προσώπου με ορατά τα μάτια και τα 32 γερά δόντια, συμπέρανε, ότι αυτή ήταν η προσωπίδα του Αγαμέμνονα, την οποία σήκωσε και φίλησε. Το ίδιο βράδυ είχε τηλεγραφήσει στο βασιλιά Γεώργιο Αʼ: «σήμερα κοίταξα κατάματα το πρόσωπο του Αγαμέμνονα».
Ωστόσο ο Schliemann είχε κάνει για δεύτερη φορά λάθος. Ο «θησαυρός», που είχε ανακαλύψει στις Μυκήνες δεν ήταν του Αγαμέμνονα και της γενιάς του, αλλά βασιλιάδων, που είχαν ζήσει μια χιλιετία πριν, στην αρχή δηλαδή κι όχι στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής, όταν υποτίθεται, πως έζησαν οι Ατρείδες.
Αλλά υπήρξαν κι άλλες ανακρίβειες, που καλλιέργησαν η ιδεοληψία και η προσωπική φιλοδοξία του. Ανασκάπτοντας την Ιθάκη «διέκρινε» ως και «το δένδρο, από το οποίο ο Οδυσσέας έφτιαξε το νυφικό του κρεβάτι», για τις τεφροδόχους συμπέρανε στο ημερολόγιό του, πως «είναι αρκετά πιθανό, ότι μέσα στα πέντε μου αγγεία κρατώ τη στάχτη του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, και του παιδιού τους!» και τέλος «το μεσημέρι (...) καθήσαμε να φάμε (...) στην αυλή του ανακτόρου του Οδυσσέα».
Ο «τάφος του Οδυσσέα» στην Ιθάκη αποδείχτηκε επτά αιώνων μεταγενέ-
στερος.
Ούτε ο βοηθός του, νεαρός τότε Dörpfeld, απέφυγε τις λάθος εκτιμήσεις σε σχέση με την «ευτείχεον» Τροία και την «τειχιόεσσα» Τίρυνθα υπέρ της κλασικής περιόδου, επηρεασμένος από τη φιλοκλασική πρωσική ιδεολογία, που τον είχε εμφυσήσει ο Winckelmann και οι άλλοι ομοεθνείς τοy φιλόλογοι και τεχνοκριτικοί. Μετά την Τίρυνθα ωστόσο ο Dörpfeld θα υιοθετήσει το «ομηρικό μοντέλο» και θα περάσει στο άλλο άκρο: κατασκεύασε ένα σύστημα «ομηρικής τοπογραφίας», βάσει του οποίου «εντόπισε» στη Λευκάδα τη «βασιλική οικία» του Οδυσσέα, και τους «βασιλικούς τάφους».

εν εαυτώ εποχήν όλου τον εθνικού ημών βίου και να την αναστήση».
Ο γερμανός οπαδός του ομηρικού μύθου κηδεύτηκε και ενταφιάστηκε ως εθνικός ευεργέτης στο Αʼ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου τοποθετήθηκε το μνημείο του Ernst Zίller (1837-1923), αμφιπρόστυλος ναΐσκος με ζώνη παραστάσεων από τον τρωικό κύκλο. «Schliemanns Grab ist eines Königs Grα» −«ο τάφος του Schliemann είναι ο τάφος ενός βασιλιά»− θα γράψει
η γερμανική εφημερίδα

Το επόμενο μείζον αρχαιολογικό γεγονός για την ελληνική κοινωνία στο γύρισμα του 19ου, που επίσης βασίστηκε σε ερμηνευτικές πλάνες, που εκπορεύονταν από την ιδεολογία της περιόδου, ήταν η ανασκαφή της Κνωσού υπό τον Arthur Evans (1851-1941).
Αξιοποιώντας τις διπλωματικές του σχέσεις με την Αθήνα −ως ιδρυτικό μέλος της εκεί Βρετανικής Σχολής (1886)− πήρε ανασκαφική άδεια από τον πρίγκιπα Γεώργιο με τον όρο, πως «όσα αντικείμενα ήταν διπλά» θα τα κρατούσε, και με αρχικό στοίχημα να μετατρέψει την πενιχρή Ashmolean συλλογή τον κολλεγίου της Οξφόρδης απʼ όπου είχε αποφοιτήσει σε σημαντικό μουσείο.
Οι ανασκαφές διεξήχθησαν με τη συνδρομή του σκοτσέζου αρχαιολόγου Duncan Mackenzie (1861-1934) −σημαντικού βοηθού όσο κι ο Dörpfeld για τον Schliemann− που κράταγε τις σημειώσεις και διαμεσολαβούσε ανάμεσα στον Evans και τους κρητικούς, καθώς είχε προηγηθεί σε ανασκαφές στο νησί (Φυλακωπή, 1896, τον οποίο ωστόσο ο Evans απομάκρυνε από την ανασκαφή στην Κνωσό τα τελευταία χρόνια επικαλούμενος ως αίτιο από αλκοολισμό έως ψυχικά προβλήματα) και ανέσυραν, σε δυο φάσεις (1900-1906, 1930-1931), έναν πολιτισμό παλαιότερο από τους μυκηναίους του Schliemann.
|
Ευνόητη είναι η υποδοχή, που η Κρητική Πολιτεία και κοινωνία επιφύλαξαν στη θεωρία του Evans, που μιλούσε για «αυτόχθονα πολιτισμό των Ετεοκρητών» συνδέοντάς τους από μακρού με τον ελλαδικό χώρο. Όπως γράφει ο αρχαιολόγος Alexander (Sandy) ΜαcGίllivray −συνδιενθύνων των ανασκαφών στο Παλαιόκαστρο της ανατολικής Κρήτης προ 25ετίας−, ο βρετανός αρχαιολόγος αναζήτησε και βρήκε στους μινωίτες τις καταβολές μιας «αρχαίας ελληνικής» κουλτούρας, πιεζόμενος και από τη χριστιανική πλειοψηφία, που ήλεγχε το νησί και τη νεοϊδρυθείσα Κρητική Πολιτεία, που μετά την ανεξαρτησία από τους οθωμανούς αναζητούσε ιστορικό άλλοθι καταγωγής για την επιθυμητή ένωση με την Ελλάδα.
Το αποτέλεσμα ήταν να παραπλανηθούν πολλές γενεές μελετητών όσο κι ο ίδιος, αφού λόγω της εμμονής του στον «αυτόχθονα λαό» απέρριψε την πιθανότητα οι ενεπίγραφες πλάκες Γραμμικής Β (δικός του όρος), που είχε βρει, να καταγράφουν μια πρώτη ελληνική γλώσσα διαβεβαίωνε, πως επρόκειτο για μινωική γραφή −τροποποιημένη εκδοχή της Γραμμικής Α−, σίγουρος, πως οι μυκηναίοι δεν έφτασαν στο νησί μέχρι την οριστική παρακμή του βασιλείου του Μίνωα.
Ιδιαζόντως μεροληπτικός, στο σύγγραμμά του The Palace οf Minos at Knossos (4 τόμοι, 1921-1930) παραδέχεται μόνο μια φορά την πιθανότητα ύπαρξης μιας βίαιης πλευράς των μινωιτών, ίσως αναγκασμένος από τις ταυροκεφαλές και τους πέλεκες, που έβλεπε παντού στο ανάκτορο, αλλά κι απ' τα ταυροκαθάψια, ένα βίαιο παιχνίδι για τον αναβάτη, που συμμετείχε σʼ ένα άλμα αυτοκτονίας.
Οι κατοπινοί αρχαιολόγοι, έλληνες και ξένοι, επίσης εξωράισαν το θέαμα εκτιμώντας, ότι ήταν ειρηνόφιλο άθλημα αφού, κατʼ αυτούς, δεν θανατωνόταν ο ταύρος, όπως στην Ισπανία, καίτοι πιθανολογείται, ότι με το πέρας της τελετής ο ταύρος θυσιαζόταν. Την ειδυλλιακή εικόνα, που ο Evans επέβαλλε, έχουν πλήξει και οι πρόσφατες ανακαλύψεις σφαγμένων ανθρώπων (στη θέση Ανεμοσπηλιά και μια κατοικία βορειοδυτικά της Κνωσού), που αφήνουν ανοιχτή την εκδοχή της ανθρωποθυσίας.
Αλλά και η Ευρώπη, την οποία είχε θελήσει να εντυπωσιάσει μέσα από τα ευρήματά του, υποκλίθηκε στην ανακάλυψη, αφού θεωρήθηκε, πως ο βρετανός αρχαιολόγος είχε αναδείξει έναν προϊστορικό «ευρωπαϊκό» πολιτισμό, που της προσέφερνε ακόμα μεγαλύτερο βάθος χρόνου ύπαρξης, κι επιπλέον το μοντέλο του μινωικού «απόλεμου κόσμου», που συνέπιπτε με την πρώτη γενικευμένη σύρραξη, ενσάρκωνε ένα καταφύγιο στο παρόν και την ελπίδα για μια εξευγενισμένη ζωή.
Οι εκτεταμένες αναστηλώσεις στις οποίες προέβη συγχώνευσαν την αρχαία και μοντέρνα αρχιτεκτονική με υλικά−υποπροϊόντα της βιομηχανικής επανάστασης, οπλισμένο σκυρόδεμα και σιδερένιες δοκούς μέχρι ύψους τριών ορόφων, που προκάλεσαν ποικίλες κριτικές −στην ηπειρωτική Ελλάδα κυρίως, καθώς η Κρήτη ζούσε το δικό της αρχαιολογικό θρίαμβο και τασσόταν με την ιδεολογία του Evans.
Για να φέρει τη μινωική Κρήτη στα μέτρα του ευρωπαϊκού fin de siecle προσέλαβε ελβετούς Art Νοuveau καλλιτέχνες να «γεμίσουν» τα δυσδιάκριτα και αποσπασματικά κενά των τοιχογραφιών με φανταχτερό τρόπο, δίνοντας αυθαίρετη ονοματολογία. (Art Nouveau ήταν κυρίαρχο καλλιτεχνικό ρεύμα στην Ευρώπη του ύστερου 19ου-αρχών του 20ού, που εκφράστηκε κυρίως μέσα από τις κινήσεις της φύσης, όπως τα περιελισσόμενα σχήματα με μακριούς μίσχους, που κινούνται και λυγίζουν από τη συνεχή πίεση τον νερού ή του ανέμου. Ονομάστηκε και fin de sίecle, για να αποδοθεί η παρακμιακή αισθητική του, καθώς εξέφραζε την πλήξη, τη μελαγχολία και τη διάθεση για αυτοανάλυση του ύστερου 19ου, όπως αναδυόταν στη λογοτεχνία από τα κείμενα του Oscar Wilde (1854-1900). Κατά τον Alexandre Farnoux −καθηγητή αρχαιολογίας και ιστορίας της Τέχνης στο πανεπιστήμιο Paris-Sorbonne− πρέπει να θεωρούμε, ότι η Κνωσός ανήκει στα art nouveau παλάτια της Ευρώπης και να την επισκεπτόμαστε μέσα από αυτή την οπτική).
Το αποτέλεσμα ήταν ένας αισθησιακός, πολύχρωμος, φυσιοκρατικός και ειρηνόφιλος κόσμος δίχως στιγμιότυπα πολέμου, όπου οι γυναίκες απολάμβαναν ίσα δικαιώματα με τους άντρες, καθώς απεικονίζονταν ως ιέρειες να συμμετέχουν επικεφαλής στη λατρεία μιας γυναικείας θεότητας−μητέρας, εικόνα, που οδήγησε επί δεκαετίες στην πεποίθηση, ότι η μινωική κοινωνία τελούσε υπό μητριαρχία.
Η Μητέρα Θεά, που είχε τοποθετήσει στο κέντρο του θεολογικού του συστήματος ο Evans, αποτελούσε την πλήρη αντιστροφή τον αρίου μοντέλου των κυρίαρχων αρσενικών θεών του Βορρά, που δημιούργησε επιπλέον σφοδρές αντιπαραθέσεις με τους υποστηρικτές της ινδοευρωπαϊκής προέλευσης των μυκηναίων. Για τους τελευταίους ο Νότος και το περιβάλλον του εκπροσωπούσαν έναν κόσμο εκθηλυσμού και υπό αυτό το πρίσμα αποκλειόταν η προέλευση μιας εύρωστης πολεμικής φυλής από εκεί, τους οποίους τοποθετούσαν στο Βορρά. Η πεποίθηση ενός μητριαρχικού μοντέλου στην Κρήτη σήμερα έχει διαρραγεί.
Οι ερμηνείες του Evans στάθηκαν αποκύημα της ιδεολογίας της περιόδου, που ο ίδιος έφερε ως «τυπικός, υπερήφανος» βρετανός.
- Έτσι, οι γυναικείες «θεότητες», τα πολλά «γυναικεία» δωμάτια του ανακτόρου και η γυναικεία διακυβέρνηση, που ο Evans είδε στην Κνωσό αναπαρήγαγαν το πολιτικό και ιδεολογικό πρότυπο της ισχυρής βασίλισσας Βικτωρίας της πατρίδας του.
- Η βεβαιότητά του περί θαλασσοκρατορίας των μινωιτών ήταν η κατοπτρική εικόνα της ισχυρής ναυτικής βρετανικής αυτοκρατορίας.
- Η χρήση σκυροδέματος και σίδερου στις αναστηλώσεις παρέπεμπαν στη βιομηχανική Βρετανία.
- Η «απουσία» κάθε έξωθεν επιρροής (παραβλέποντας ευρήματα−ισχυρές ενδείξεις παρουσίας αιγυπτίων στο νησί) και το «μονότονο ύφος», που έβλεπε στην αιγυπτιακή και μεσοποταμιακή τέχνη, σχετιζόταν με τα στερεότυπα της περιόδου για την Ανατολή.
- Ακόμα και η εμμονή του σε αναπαραστάσεις τοπίων με φυτικό διάκοσμο και πουλιά στις τοιχογραφίες είχε ως άξονα αναφοράς τη Βρετανία, αφού ο Evans αντιτίθεται στη γκρίζα εκβιομηχάνιση του αγγλικού τοπίου, το οποίο αναπλάθει σε πρώτη ευκαιρία, στο χώρο, που ένοιωθε δικαιωματικά δικό του.
|
Οι ανακαλύψεις του χρησιμοποιήθηκαν πέρα από το επιστημονικό πεδίο, έγιναν πολιτικό και πολιτισμικό εργαλείο ανάδειξης της καταγωγής και ανωτερότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της λευκής φυλής έναντι των λαών της Μεσογείου, τους οποίους ο Evans είχε αποκλείσει.
Η σημειωθείσα ανάπτυξη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3000-2000 π.Κ.Ε.) στο νησί εξηγείται από τη διείσδυση πληθυσμών περισσότερο εξοικειωμένων με τη μεταλλουργία απʼ ότι οι γηγενείς και η εξέλιξη του ανακτορικού συστήματος επηρεάστηκε σημαντικά από τα αναπτυγμένα κέντρα της Ανατολής, Μεσοποταμία και Αίγυπτο, όπου υπήρχε ήδη μια ανεπτυγμένη κοινωνία με ανάκτορα και ιερά. Οι βασικοί κανόνες της απόδοσης του ανθρωπίνου σώματος στις μινωικές τοιχογραφίες έχουν σαφή επιρροή από την αιγυπτιακή ζωγραφική. Στη διακόσμηση εγχειριδίων (μαχαιριών) αποτυπώνονται νειλωτικά τοπία, που συναντάμε ως τις Μυκήνες, και στην κοσμηματοποιία και τη σφραγιδογλυφία διακρίνονται ανατολίζοντα στοιχεία. Επιπλέον, γινόταν ανταλλαγή καλλιτεχνών μεταξύ μινωικής Κρήτης και Ανατολής, όπως δείχνουν οι νωπογραφίες σε τάφους αξιωματούχων των αιγυπτιακών Θηβών και οι σκηνές στο ανάκτορο της E1-Daba στο δυτικό Δέλτα με σκηνές από ταυροκαθάψια σε χρώματα, που θα χαρακτηρίζαμε «μινωικά», παρά «αιγυπτιακά». Αντίστοιχα, αιγυπτιακά αντικείμενα έχουν βρεθεί στρωματογραφημένα στον αιγαιακό χώρο ενώ η ιερογλυφική της Ανατολής χρησιμοποιείται στην Κρήτη μόνο και πουθενά αλλού στο Αιγαίο.
Ωστόσο, η θεωρία του, ότι η μινωική Κρήτη αποτελούσε την κοιτίδα της Ευρώπης και πως ο «λαμπρός ινδοευρωπαϊκός μυκηναϊκός πολιτισμός» είχε εντέλει τις ρίζες του στο μη ινδοευρωπαϊκό νότο, κατέστη μια ιδέα αφόρητη τόσο για τούς έλληνες όσο και για τους ευρωπαίους, όπως κι ο Evans θα παραδεχτεί: «Α consequence of this conclusion −improbable in itself− would be that these hypothetical Greeks approached their Mainland seats from the South instead οf North. Whο would defend such α view?».
Πολιτικοί και φυλετικοί λόγοι προτιμούσαν το νορδικό μοντέλο −δίχως αυτό να υπονομεύει a prίοrί την αξιοπιστία του−, που ερμήνευε ηρωικά τις απαρχές του μυκηναϊκού πολιτισμού, την προέλευση των δωριέων και τη διαμόρφωση του αρχαιοελληνικού έθνους, καθιστώντας απεχθές το ενδεχόμενο η αρχαία Ελλάδα να υπήρξε το χωνευτήρι και το αποτέλεσμα των κραμάτων της ανατολικής Μεσογείου. Η αντιπαράθεση υπέκρυπτε μια ενσυνείδητη σύγκρουση: ποια ήταν η «φυσιολογικότερη» κοιτίδα για έναν πολιτισμό σαν τον μυκηναϊκό, για ένα έθνος σαν το ελληνικό, και για έναν κληρονόμο σαν την Ευρώπη, ο Βορράς ή ο Νότος;
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία της κ. Παυλή
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, με τίτλο:
«Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης».
(Πηγή: Πάνδημος, Παντειακές δημοσιεύσεις, pandemos.panteion.gr).