Ο δικέφαλος αετός εμφανίστηκε αρκετά αργά στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι αποτέλεσε διακοσμητικό μοτίβο σε αυτοκρατορικά αντικείμενα.
Δεν προήλθε από τη ρωμαϊκή παράδοση του Βυζαντίου.
Φαίνεται να εμφανίζεται στα χρόνια των Κομνηνών (μετά τον 11ο αιώνα). Η συγκεκριμένη αυτοκρατορική δυναστεία καταγόταν από την Παφλαγονία, όπου υπήρχε στην τοπική μυθολογία η δικέφαλη θεότητα Χάγκα, τιμωρό της αδικίας, η οποία αναπαραστάθηκε στο οικόσημο των Κομνηνών. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!).
Η χρήση του από κάποια μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων, κυρίως μετά την Αλωση, μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση ότι θεωρήθηκε οικόσημο των Παλαιολόγων.
Το κρατίδιό μας, που δημιουργήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, δεν ένιωθε καμία οικειότητα για το δικέφαλο αετό. Απεναντίας, έδειχνε να τον αγνοεί σε όλα του τα σύμβολα. Ωστόσο, φαίνεται πως από τα μισά του 19ου αιώνα κάτι άλλαξε. Ήταν η εποχή, που ο Κ. Παπαρρηγόπουλος «ανακάλυψε» στο Βυζάντιο τον «Μεσαιωνικό Ελληνισμό», την «εθνική συνέχεια» από τους αρχαίους χρόνους. Αυτή τη φορά, ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή ταυτότητας.
Η αποκατάσταση των σχέσεων με το Πατριαρχείο (1850) προσέθεσε και ένα νέο συστατικό στοιχείο στην «ελληνική εθνική ταυτότητα»: την Ορθοδοξία, που αντιδιαστελλόταν με την Καθολική Δύση και πάντα βρισκόταν στον αντίποδα των δυτικών προτύπων και των ιδεών του Διαφωτισμού.
Η κίτρινη σημαία με τον μαύρο δικέφαλο δεν ήταν ποτέ βυζαντινή σημαία. Ως δήθεν τέτοια όμως, άρχισε να αναρτάται υποχρεωτικά σε όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια που ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδας, μόλις πριν από λίγα χρόνια, ύστερα από απόφαση και σχετική εντολή του τότε Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου.
Έκτοτε, η κίτρινη αυτή σημαία άρχισε να χρησιμοποιείται από το αντι-δυτικό κομμάτι της κοινωνίας μας κι από εκείνους που εκτιμούν, πως η παγκοσμιοποίηση θα αλώσει την «ελληνικότητά» μας. Την είδαμε σε «λαοσυνάξεις» και σε συγκεντρώσεις ακροδεξιών στοιχείων, αλλά σταδιακά υιοθετήθηκε κι από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Έτσι σήμερα τη βλέπουμε να ανεμίζει σε σπίτια, σε αυτοκίνητα, σε συγκεντρώσεις και πορείες κάθε ιδεολογικής απόχρωσης, αλλά και σε δημόσια κτίρια δίπλα στη γαλανόλευκη και στη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή η σημαία είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της κατασκευής και της στρεβλής χρήσης της Ιστορίας από το εθνικό φαντασιακό της σύγχρονης Ρωμιοσύνης.

Οι θεσμοί της Ρώμης επιβίωσαν και συνεχίστηκαν επί Βυζαντίου.
Οι σημαίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το στρατό και τις μάχες, με τη διαφορά ότι οι βυζαντινοί απεικόνισαν για πρώτη φορά στα λάβαρά τους το σταυρικό σύμβολο.

Το λάβαρο με το χριστόγραμμα και το σταυρό ήταν το πρώτο σύμβολο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που σήμερα ονομάζουμε Βυζαντινή.
Το συγκεκριμένο λάβαρο το βρίσκουμε
να απεικονίζεται και σε μεταγενέστερη
εποχή σε νομίσματα των αυτοκρατόρων,
δηλαδή η μορφή του αυτοκράτορα
απεικονίζεται να φέρει στον ώμο
ή να κρατάει προς τα πάνω
ένα λάβαρο με το χριστόγραμμα.
Ταξιάρχης Κόλιας,
Καθηγητής Βίου και Πολιτισμού Βυζαντινών ΕΚΠΑ -
Διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών
Εθνικού Κέντρου Ερευνών.
Η κατεξοχήν σημαία του βυζαντινού στρατού ήταν το λεγόμενο βάνδον. Η λέξη είναι γερμανική.
Μπορεί η προέλευση της σημαίας να μην είναι γερμανική, αλλά ο όρος είναι γερμανικός, διότι στην πρωτοβυζαντινή περίοδο πολλοί από τους νεοσύλλεκτους του πρωτοβυζαντινού στρατού ήταν γερμανόφωνοι, μισθοφόροι, οι λεγόμενοι φοιδεράτοι.
Οπότε ο όρος band, στα γερμανικά bandum (βάνδον) πέρασε και στα ελληνικά.
Στα νέα ελληνικά μπορεί να το ξέρουμε από την ιταλική εκδοχή του: μπαντιέρα.
Χρήστος Μακρυπούλιας, Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Μπαίνοντας στο κυρίως Βυζάντιο, θα διαπιστώσουμε ότι τον 6ο αιώνα,
δηλαδή την εποχή του Ιουστινιανού, η κύρια σημαία
―να χρησιμοποιήσουμε τον όρο αν και δεν με καλύπτει πλήρως―
η οποία χρησιμοποιείται στο βυζαντινό στρατό,
είναι το βάνδον.
Ταξιάρχης Κόλιας, Καθηγητής Βίου και Πολιτισμού Βυζαντινών ΕΚΠΑ -
Διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών Εθνικού Κέντρου Ερευνών.
Η χρήση των βάνδων στο στρατό ήταν
κατά πρώτο λόγο πρακτική.
Σε μια εποχή, κατά την οποία δεν υπήρχαν άλλα μέσα διαβιβάσεων εκτός από τη ζωντανή φωνή ή με μουσικά όργανα, τύμπανα ή σάλπιγγες κ.τ.λ., η σημαία ήταν το κατεξοχήν εργαλείο στα χέρια του διοικητή για να δώσει διαταγές σε μια μεγάλη μάζα ανδρών, όπως ήταν το στράτευμα.
Κάθε μονάδα του βυζαντινού στρατού έπρεπε να διαθέτει και τη δική της σημαία, το δικό της βάνδον.
Και μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τον 7ο αιώνα, ενώ μέχρι τότε η κάθε μονάδα του βυζαντινού στρατού είχε τη λατινική ονομασία numerus (αριθμός στα ελληνικά) ή ο πιο γενικός όρος ήταν τάγμα, από τον 7ο αιώνα και εξής, στο πλαίσιο της θεματικής οργάνωσης του στρατού η οποία εμφανίζεται τότε, ο όρος για τον αριθμό και το τάγμα είναι βάνδον.
Δηλαδή, η μονάδα παίρνει το όνομά της από τη σημαία, η οποία την χαρακτηρίζει.
Χρήστος Μακρυπούλιας, Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Το φλάμουλον και το βάνδον, δύο πολύ συχνοί όροι
για τέτοιες σημαίες στη βυζαντινή περίοδο,
αφορούν σημαίες στρατιωτικών τμημάτων.
Το βάνδον μάλιστα, είναι και όρος για το ίδιο το στρατιωτικό τμήμα.
Γιώργος Τζεδόπουλος, Ιστορικός Νεότερης Ιστορίας.
Το βάνδον ήταν από όσο μπορούμε να κρίνουμε
από τις πηγές και τις εικονιστικές μαρτυρίες
κυρίως σε εικονογραφημένα χειρόγραφα,
μία σημαία όπως την ξέρουμε σήμερα,
δηλαδή όχι λάβαρο να κρέμεται μπροστά,
αλλά να κυματίζει προς τα πίσω, της οποίας
το κύριο σώμα ήταν ένα τετράγωνο
παραλληλόγραμμο, η λεγόμενη κεφαλή, η οποία
στην άκρη της είχε έναν αριθμό από τριγωνικές
μακριές απολήξεις, τα λεγόμενα φλάμουλα.
Το φλάμουλο προέρχεται από τη λατινική λέξη flamula που σημαίνει μικρή φλογίτσα κι ήταν ακριβώς αυτό,
σαν μία μικρή φλόγα που τρεμόπαιζε στον αέρα.
Χρήστος Μακρυπούλιας, Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Πρόκειται για οξυγώνιες σημαίες,
οι οποίες αποτελούνται
από ένα τετράγωνο
ή παραλληλόγραμμο κομμάτι,
το λεγόμενο κεφαλή,
και οξυγώνιες απολήξεις που αφήνονται
να ανεμίζουν ελεύθερα.
Τα χρώματα αλλάζουν ανάλογα
με το εκάστοτε στρατιωτικό σώμα
στο οποίο ανήκει η σημαία
και το στρατιωτικό σώμα
στο οποίο υπάγεται.
Γενικά παίζουνε τα χρώματα, για να δηλώσουν την ιεραρχία εντός του στρατού.
Γιώργος Τζεδόπουλος, Ιστορικός Νεότερης Ιστορίας.
Τα φλαμουλίσκια ήταν ως επί το πλείστον μικρές σημαίες, οι οποίες ήταν στερεωμένες στα δόρατα, στα κοντάρια των πολεμιστών, κυρίως των ιππέων. Αν επρόκειτο για μια παρέλαση, προσέδιδαν μεγαλείο. Αν επρόκειτο για μάχη όμως, τότε έπρεπε ―και έχουμε συγκεκριμένους κανονισμούς σε στρατιωτικά εγχειρίδια, τα οποία μας σώζονται― να αφαιρεθεί το κάθε φλαμουλίσκιο πριν από τη μάχη και να μπει σε μια ειδική θήκη, για να μην ενοχλεί κατά τη χρήση του δόρατος.
Ταξιάρχης Κόλιας, Καθηγητής Βίου και Πολιτισμού Βυζαντινών ΕΚΠΑ - Διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών Εθνικού Κέντρου Ερευνών.
Στα υστεροβυζαντινά χρόνια εμφανίζονται δύο γνωστοί και ευρύτερα από το Βυζάντιο τύποι, που συναντούμε δηλαδή και στην δυτική εικονογραφία.
Η μία παράσταση είναι ο τετραγράμματος σταυρός, δηλαδή ένας σταυρός με τέσσερα Β ανάμεσα στα μεσοδιαστήματα και ο γνωστός μας δικέφαλος αετός, ο οποίος έχει πλέον συνδεθεί μνημονικά συλλήβδην με το Βυζάντιο, αν και πότε απ' ό,τι φαίνεται δεν αποτέλεσε το βυζαντινό έμβλημα για τους ίδιους τους υπηκόους του βυζαντινού κράτους.
Γιώργος Τζεδόπουλος, Ιστορικός Νεότερης Ιστορίας.
Πρώτα-πρώτα, αν σκεφτούμε ότι το Βυζάντιο επιβιώνει επί περίπου χίλια χρόνια, ο δικέφαλος αετός εμφανίζεται τουλάχιστον στις πηγές μας και σε εικονογράφηση κατά τους τελευταίους αιώνες.
Ο δικέφαλος αετός εμφανίζεται πολύ αργότερα. Καταρχάς, δεν είναι αποκλειστικά βυζαντινό σύμβολο. Είναι κυρίως ανατολικό, προέρχεται από ανατολικούς λαούς και στο Βυζάντιο δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποτέ εμφανίζεται. Υποθέτουν την εποχή των Κομνηνών, αλλά με βεβαιότητα σίγουρα μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261.
Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα ο δικέφαλος αετός ήταν σύμβολο της δυναστείας των Παλαιολόγων και όχι του βυζαντινού κράτους.
Χρήστος Μακρυπούλιας, Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Στο Βυζάντιο διαδίδεται κατά την παλαιολόγεια εποχή και μάλιστα θεωρείται ως το κατεξοχήν οικόσημο των μελών της δυναστείας των Παλαιολόγων.
Ταξιάρχης Κόλιας, Καθηγητής Βίου και Πολιτισμού Βυζαντινών ΕΚΠΑ -
Διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών Εθνικού Κέντρου Ερευνών.
Κι έτσι έχουμε στη νεότερη περίοδο δύο αυτοκρατορίες, την Ελληνική Εκκλησία σήμερα και διάφορες ποδοσφαιρικές ομάδες να έχουν υιοθετήσει τον δικέφαλο αετό ως υποτίθεται έμβλημα του Βυζαντίου, το οποίο όμως δεν ήταν.
Τα περισσότερα από αυτά είναι προϊόντα φαντασίας σύγχρονης.
Δηλαδή όταν βλέπουμε σήμερα την Εκκλησία ή το Γενικό Επιτελείο Στρατού
ή την ΑΕΚ ή τον ΠΑΟΚ να χρησιμοποιούν τέτοια εμβλήματα θέλοντας να παραπέμψουν στο Βυζάντιο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι όλα αυτά είναι σύγχρονα εφευρήματα.
Δηλαδή στο Βυζάντιο, ακόμα και στην ύστερη Βυζαντινή περίοδο, ο δικέφαλος αετός εμφανίζεται, αλλά όχι υπό τη μορφή που τον βλέπουμε σήμερα. Κατ' αρχάς δεν δεν θα ήταν μαύρος. Θα είχε πορφυρό και χρυσό χρώμα, τα χρώματα του αυτοκράτορα.
Χρήστος Μακρυπούλιας, Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ο δικέφαλος αετός στην ευρωπαϊκή παράδοση είναι το κατεξοχήν σύμβολο αυτοκρατορικής εξουσίας.
Θα το παραλάβει η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους που αυτοπροσδιορίζεται ως συνέχεια της Ρώμης, θα το παραλάβει αργότερα η αυτοκρατορική Ρωσία
και σήμερα αποτελεί το θυρεό κρατών, τα οποία έχουν ξεπηδήσει από αυτές τις παλιότερες κρατικές οντότητες κι έχουν κρατήσει το σύμβολο του αετού στο θυρεό τους.
Σε μια εποχή, κυρίως τον 10ο αιώνα παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για τους στρατιωτικούς άγιους,
δηλαδή τους άγιους, οι οποίοι απεικονίζονται πλέον με στρατιωτική στολή και η παρουσία τους ενισχύει το φρόνημα των πολεμιστών.
Οι βυζαντινοί στρατιώτες έπρεπε να υπακούν στις σημαίες, διότι αυτές ήταν το κύριο μέσον με το οποίο οι διοικητές μετέφεραν τις διαταγές τους στους απλούς στρατιώτες και μάλιστα υπήρχαν οδηγίες στα εγχειρίδια ότι πρέπει πριν από κάθε μάχη να δίνεται διαταγή στους στρατιώτες να μην απομακρύνονται από τις σημαίες και να μην προχωρούν μπροστά από αυτές. Όποιος εγκατέλειπε τις σημαίες στο πεδίο της μάχης εκτελείτο, είχε καταδικαστεί σε θάνατο.
Πληροφορούμαστε ότι οι σημαίες ευλογούνταν πριν από την έναρξη της μάχης
κι επιπλέον ότι υπήρχαν στρατιωτικοί ιερείς στο στράτευμα.
Ταξιάρχης Κόλιας, Καθηγητής Βίου και Πολιτισμού Βυζαντινών ΕΚΠΑ -
Διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών Εθνικού Κέντρου Ερευνών.
Εκείνο που συμβαίνει στους μέσους χρόνους, είναι ουσιαστικά αυτό που συνέβαινε και στην αρχαιότητα,
ότι οι σημαίες και τα λάβαρα είναι συνδεδεμένα περισσότερο με τον κόσμο του στρατού.
Δεν αποτελούν σύμβολα της καθημερινής ζωής, μήτε αποτελούν γενικευμένα σύμβολα ταυτότητας,
όπως συμβαίνει σήμερα με τις εθνικές σημαίες.
Γιώργος Τζεδόπουλος, Ιστορικός Νεότερης Ιστορίας.

Ακόμα και στο Βυζάντιο, που η σημαία ως εθνικό σύμβολο δεν υπάρχει ως έννοια, εν τούτοις βλέπουμε παραδείγματα της ιδιαίτερης σημασίας που απέδιδαν τουλάχιστον στις πολεμικές σημαίες και στην προσπάθεια να τις ανακτήσουν όταν τις έχαναν στο πεδίο της μάχης ή να τις παρελάσουν θριαμβευτικά μέσα από την Κωνσταντινούπολη στην περίπτωση των εχθρικών σημαιών.
Χρήστος Μακρυπούλιας, Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ως προς την ευρωπαϊκή Δύση την εποχή των μέσων χρόνων, η εικονογραφία των σημαιών επηρεάζεται από τα οικόσημα των ηγεμόνων, τα οικόσημα των ευγενικών οίκων, από τα λεγόμενα κρατικά εραλδικά σύμβολα του κάθε βασιλείου και βέβαια υπάρχουν τα λάβαρα των πόλεων, τα λάβαρα των εκκλησιαστικών αρχόντων, των συντεχνιών, οι πολεμικές σημαίες, οι ναυτικές σημαίες.
Δεν υπάρχει μία σημαία. Αυτό πρέπει να γίνει σαφές και να καταλάβουμε ποια είναι η διαφορά της εθνικής σημαίας, της σημαίας του εθνικού κράτους που είναι το πρωταρχικό οπτικό σύμβολο εθνικής ταυτότητας στις μέρες μας, από εκείνους τους καιρούς.
Γιώργος Τζεδόπουλος, Ιστορικός Νεότερης Ιστορίας.
Θα μείνει η παράδοση και του λαβάρου και της σημαίας
και θα εμπλουτιστεί με άλλα καινούργια πράγματα,
τα οποία θα εμφανιστούν στην ιστορία της δυτικής χριστιανικής Ευρώπης,
που είναι τα οικόσημα.
Μάριος Μπλέτας, Ιστορικός -
Συνεργάτης Φροντιστηρίου Ιστορικών Επιστημών Εθνικού Κέντρου Ερευνών.
Τα οικόσημα αποτελούσαν οπτικά σύμβολα της εξουσίας στην ευρωπαϊκή Δύση.
Καταρχάς ήταν κάτι πολύ παλιό. Υπήρχαν και στη Ρώμη.
Εκεί όμως, που η τέχνη και η επιστήμη των οικοσήμων αναπτύχθηκε, ήταν ο Μεσαίωνας και συγκεκριμένα ο δυτικός Μεσαίωνας.
Οι ιππότες αυτής της εποχής χρησιμοποιούν αυτά τα εραλδικά σύμβολα και σε σημαίες, τις οποίες φέρουν μαζί τους όταν κάνουν επιθέσεις ή όταν κάνουν κάποιες γιορτές ή παιχνίδια ιππικού χαρακτήρα.
Φαίνεται λοιπόν, ότι σταδιακά αυτά τα εραλδικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη δύναμη ενός φεουδάρχη, άρα λοιπόν κινούμαστε σε μία φάση όπου το στοιχείο αυτό από ένα προσωπικό χαρακτηριστικό γίνεται ένα τοπικό χαρακτηριστικό ή σταδιακά ένα εθνικό χαρακτηριστικό, αλλά θα πρέπει να περάσουν πολλοί αιώνες για να φτάσουμε σε αυτό.
Είναι πολύ νωρίς για να μιλάμε για έθνος.
Δημήτρης Λούπης, Ιστορικός - Οθωμανολόγος.
Η Οικοσημολογία, η επιστήμη δηλαδή που ερευνά την ιστορία και την εξέλιξη των οικοσήμων γνωρίζει πια ιδιαίτερη άνθηση και είναι γνωστή με το όνομα Εραλδική (γαλλ. héraldique).
Το όνομα προέρχεται από τους κήρυκες (αγγ. herald). Ήταν αυτοί, που πήγαιναν μπροστά για να ανακοινώνουν ποιος έφτανε. Ήταν υποχρεωμένοι να ξέρουν τα οικόσημα των άλλων, εκείνων δηλαδή που έρχονταν να πάρουν μέρος σε μια δεξίωση ή σε μια μονομαχία.
Τα οικόσημα αναπτύσσονται στη δυτική Ευρώπη, κάπου στα μέσα του 12ου αιώνα. Η χρήση τους επεκτείνεται τους επόμενους αιώνες.
Από τον 13ο έως και τον 15ο αιώνα θεωρείται η εποχή άνθησης της Εραλδικής. Δημιουργούνται και κανόνες, όχι μόνο για τις παραστάσεις, αλλά και για τις χρήσεις τους.
Με τα χρόνια πάντως, οικόσημα άρχισαν να αποκτούν όχι μόνο οι πολεμιστές και οι ευγενείς, αλλά και όσοι ήθελαν να διακριθούν κοινωνικά. Με την καταβολή ενός αντιτίμου στο επίσημο κράτος μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αποκτήσει το δικαίωμα να έχει το δικό του οικοσήμο χωρίς να προέρχεται από οικογένεια πολεμιστών ή χωρίς να έχει τα απαραίτητα πιστοποιητικά αριστοκρατικής καταγωγής.
Το κάθε επάγγελμα, το κάθε σωματείο επαγγελματικό, οι πεταλωτήδες,
οι ράφτες, οι κατασκευαστές σελών, σαμαριών, σπαθιών, φαρμακοποιοί,
γιατροί και ούτω καθεξής συνήθιζαν να έχουν το δικό τους σήμα, το οποίο
έπαιρνε μετά αντιτίμου σε μία επίσημη αρχή, δηλαδή δεν είχε κανένας
το δικαίωμα από μόνος του να επινοήσει και να λανσάρει το σήμα του.
Έπρεπε να το πιστοποιήσει το κράτος.
Δημήτρης Καραπιδάκης, Καθηγητής Ιστορίας της Μεσαιωνικής Δύσης -
Προϊστάμενος των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Στη διάρκεια των πρώιμων νεότερων χρόνων, δηλαδή από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα, δεν είναι τόσο τα οικόσημα όσο οι σημαίες που παίζουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο.
Έχουν πλέον τη σημασία ενός γενικευμένου συμβόλου, μιας ταυτότητας για τους υπηκόους και αργότερα φυσικά για τους πολίτες.
Είναι η ώρα που στην Ευρώπη, δυστυχώς, μέσα από αιματηρές διαδικασίες διαμορφώνονται σιγά-σιγά τα εθνικά κράτη.
Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας, που αφορά ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία των πρώιμων νεότερων χρόνων, είναι ότι αυξάνονται οι απαιτήσεις και οι αξιώσεις για πολιτική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων ευρέων κοινωνικών τάξεων, οι οποίες καταλήγουν είτε στις επαναστάσεις είτε στις πολιτειακές μεταβολές του 18ου και 19ου αιώνα, μέσα από τις οποίες δημιουργείται το εθνικό κράτος. Αυτή η τάση αποτυπώνεται και στην εξέλιξη των σημαιών.
Πηγή συνεντεύξεων-εικόνων:
Στ. Μπλάτσου: «Αποτυπώματα», παραγ. COSMOTE TV.
στην «Ελεύθερη Έρευνα»:

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
Ενδεικτικές της σύγχυσης
στους εγκεφάλους
των σύγχρονων ρωμιών

Η ΣΗΜΑΙΑ...
...έχει χρώμα βαυαρικό
και στην άκρη χαραγμένο
τον εγγλέζικο σταυρό