ΝΟΡΙΕΣ,
ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ,
ΝΕΡΟΠΡΙΟΝΑ

Υδραυλικές μηχανές
στην τέχνη
της όψιμης αρχαιότητας


Άγνωστες ή αγνοημένες εικαστικές μαρτυρίες που απηχούν το επίπεδο της αγροτικής τεχνολογίας και τα εξειδικευμένα τεχνικά μέσα μεταποίησης των αναγκαίων αγαθών διαβίωσης εντοπίζονται σποραδικά στο πλαίσιο μιας τέχνης που διαμορφώνεται σε μια πρώιμη και μεταβατική ―σε όλα τα επίπεδα― εποχή (2/3ος– 6/7ος αι.).

Οι σημαντικότερες εφευρέσεις οι οποίες εντυπωσίασαν τόσο ώστε να παρεισφρύσουν στην τέχνη της εποχής ήταν όσες σχετίζονταν με την κατάργηση της μυϊκής και ζωικής δύναμης και την απόπειρα να παραχθεί ενέργεια μέσω της χαλιναγώγησης φυσικών δυνάμεων.

Η πρώτη τέτοια επαναστατική εφαρμογή πραγματοποιήθηκε με την υδροκίνηση, την κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη δηλ. ροή των υδάτων από τον άνθρωπο προς εξυπηρέτηση σκοπών άρδευσης, σύνθλιψης ή τεμαχισμού.


Όπως και οι περισσότερες ρηξικέλευθες αλλαγές της αγροτικής ζωής, η χρήση και η εξάπλωση των νεροτροχών πιστώνονται στην εφευρετικότητα της ρωμαϊκής μηχανικής. Πιθανόν γι’ αυτό τον λόγο οι απεικονίσεις τους περιορίζονται χρονικά στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν προκαλούσαν ακόμη μαζικά το δέος των πληθυσμών υπό της επίδραση της λεγόμενης στην ιστορία της τεχνολογίας «collective psychology». Στις ελάχιστες εικαστικές μαρτυρίες που εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία υδρομηχανών περιλαμβάνονται οι νόριες, οι νερόμυλοι και τα νεροπρίονα.

Οι νόριες, κατασκευές γνωστές από την αρχαία εποχή (αραβική λέξη που έχει επικρατήσει για να περιγράψει ένα είδος υδραντλίας), διέθεταν έναν μεγαλύτερο από τον νερόμυλο τροχό με προσαρμοσμένα δοχεία στις ακτίνες του που γέμιζαν με νερό. Βρίσκονταν εγκαταστημένες σε ποτάμια και χρησιμοποιούνταν μόνο για σκοπούς άρδευσης, χωρίς δηλ. να μετατρέπουν την κίνηση των υδάτων σε ενέργεια.

Οι νερόμυλοι, σύμφωνα με τα πενιχρά δημοσιευμένα αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα, ήταν κατασκευές όπου ένα κεντρικό αυλάκι (μυλαύλακο) κατεύθυνε το νερό πηγής σε όρθιο τροχό, ο οποίος είτε με την ορμή είτε με την ποσότητα των υδάτων παρήγαγε ενέργεια κινώντας οριζόντιο μηχανισμό πλακών (μυλόπετρων). Χωρίς να έχει γίνει απόλυτα αποδεκτό αλλά παραμένοντας πιθανό, η εποχή των πρώτων πειραματικών εφαρμογών τους τοποθετείται γύρω στα μέσα του 3ου αι. π.Χ., με επίκεντρο, γεωγραφικά, την περιοχή της Αλεξάνδρειας ― με μεγάλη επιφύλαξη.

Το νεροπρίονο λειτουργούσε ομοίως με νερομυλική εγκατάσταση αλλά κατασκευαστικά παραλλασσόταν καθώς στην απόληξη του μηχανισμού προστίθεντο πριόνια κινούμενα με υδροκίνηση.


Νόρια, ψηφιδωτό δάπεδο, αρχές 2ου αι. ή 3ος αι., αίθουσα υποδοχής εθνικής έπαυλης,
αρχαία Oύτικα ― σημερινή Ελ Αλία, Τυνησία.
Νόρια, ψηφιδωτό δάπεδο, στοά ρωμαϊκής οδού, Απάμεια Συρίας, 469 μ.Χ..


Απεικονίσεις των παραπάνω υδραυλικών μηχανών σώζονται σε ψηφιδωτά δάπεδα, σε μία τοιχογραφία και σε ένα γλυπτό. Nόριες εικονίζονται σε δύο περιπτώσεις ψηφιδωτών δαπέδων: σε αίθουσα υποδοχής μιας εθνικής έπαυλης στην αρχαία Oύτικα, στη σημερινή πόλη Ελ Αλία της Τυνησίας, που αποδίδεται χρονολογικά ―σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη― στις αρχές του 2ου αι. ή στον 3ο αι., και σε στοά ρωμαϊκής οδού στην Απάμεια επί του Ορόντη της Συρίας, το οποίο χρονολογείται ακριβώς το 469.

Οι δύο παραστάσεις παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά τόσο στην απόδοση του μηχανισμού, που παριστάνεται με αμεσότητα και ρεαλισμό, ως υπερμεγέθης δηλ. τροχός, όσο και στη νατουραλιστική περιγραφή των στοιχείων που τον περιβάλλουν, εντός δηλ. νειλωτικού τοπίου που συνδυάζει τον εξωτισμό με την καθημερινή φροντίδα για την άρδευση των καλλιεργειών. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι και στις δύο παραστάσεις επιλέγεται να αποδοθεί ανθρώπινη μορφή δίπλα στη νόρια, υποβάλλοντας οπτικά και σημειολογικά την εξάρτηση της λειτουργίας του μηχανισμού από τον άνθρωπο.

Δεν είναι τυχαίο που οι πρώιμες απεικονίσεις νόριας εντοπίζονται σε χώρες της Βόρειας Αφρικής. Αντικατοπτρίζουν την ευρεία διάδοση και την προσαρμοστικότητα του συγκεκριμένου υδραυλικού μηχανισμού στα εντόπια στοιχεία του περιβάλλοντος, την ύπαρξη δηλ. ποσοτικής ροής υδάτων που αξιοποιούνταν προς άρδευση χάρις στις δυνατότητες που πρόσφερε η πρακτική εφαρμογή του. Η ανάγκη, άλλωστε, για αδιάπτωτη κατευθυνόμενη παροχή του πολύτιμου υδάτινου στοιχείου σε περιοχές που μαστίζονταν από ξηρασία ήταν πιεστική και κρίσιμης σημασίας για τη διατήρηση των καλλιεργειών που τροφοδοτούσαν οικισμούς με τα αναγκαία αγαθά επιβίωσης.

IMAGE DESCRIPTIONΚαλλιτεχνικές αναπαραστάσεις νερόμυλων έχουν επισημανθεί σε δύο περιπτώσεις, από τις οποίες η μία και πρωιμότερη παραμένει σχεδόν άγνωστη και αγνοημένη, ενώ η άλλη είναι πολύ γνωστή και αναγνωρίσιμη.

Η πρώτη απεικόνιση βρίσκεται σε τοιχογραφία αρκοσολίου σε κατακόμβη του κοιμητηρίου Maius στην εκκλησία της Αγίας Αγνής εκτός των τειχών της Ρώμης, και χρονολογείται γύρω στο 300. Η σύνθεση είναι λιτή σε εικονογραφικά στοιχεία καθώς δεν περιγράφεται τίποτε άλλο από έναν τροχό. Ωστόσο, η αναπαράσταση στις λεπτομέρειες της κατασκευής είναι τόσο σαφής που χωρίς αμφιβολία μπορεί να ταυτιστεί με τροχό κάθετου νερόμυλου (vertical overshot type) ή ―λιγότερο πιθανό― νόριας.

O κάθετος τύπος μύλου είναι ο πλέον διαδεδομένος στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αυτήν την εποχή, όπως διαπιστώνεται από τα κατάλοιπα δύο μεταγενέστερων με τη ρωμαϊκή τοιχογραφία συγκροτημάτων νερομυλικών εγκαταστάσεων που είχαν την τύχη να ανασκαφούν και να δημοσιευτούν, στη θέση Barbegaal κοντά στην Αρλ της Γαλλίας (2ος–3ος αι.) και στην καρδιά της αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, μπροστά σχεδόν από τη Στοά του Αττάλου (5ος– 6ος αι.).

Η επιλογή να διακοσμηθεί ένα αρκοσόλιο κατακόμβης με μία τέτοια αντισυμβατική παράσταση όχι απλά κοσμικής αλλά μάλλον «λαϊκής» θεματικής είναι καταρχήν απροσδόκητη. Η απόπειρα να συνδεθεί ερμηνευτικά η απεικόνιση του θέματος με την επαγγελματική ενασχόληση του αποθανόντος παραμένει ελκυστική και μπορεί, ενδεχομένως, να αποκρυπτογραφήσει την αινιγματική αυτή επιλογή.

Σε αυτήν την πρώιμη εποχή, οι λειτουργοί και, κυρίως, οι τεχνικοί κατασκευαστές τέτοιων θαυμαστών μηχανισμών απολάμβαναν τιμή και θαυμασμό για την ευστροφία και τη δεξιότητά τους και μάλιστα σταχυολογούνται περιπτώσεις όπου σε γραπτές πηγές γίνονται ονομαστικά αναφορές σε μηχανικούς νερόμυλων.

Δεν αποκλείεται η παράσταση του αρκοσολίου της Ρώμης να ταυτίζεται με την τελευταία κατοικία ενός μηχανικού υδροκίνητων κατασκευών προκειμένου να μνημονεύονται, με αυτόν τον τρόπο, αιωνίως τα τεχνικά επιτεύγματά του. Η μεταθανάτια υπενθύμιση του ιδιαίτερου αυτού επαγγέλματος μέσω της επιλογής αυτού του αντισυμβατικού διακοσμητικού θέματος δεν αποτελεί unicum, όπως θα καταδειχθεί παρακάτω.

H oψιμότερη και σπουδαιότερη παράσταση νερόμυλων βρίσκεται στο ψηφιδωτό δάπεδο του Ιερού Παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Η διπλή απεικόνιση δύο διαφορετικών τύπων νερόμυλων συνιστά μοναδικής σημασία μαρτυρία, καθώς αποκαλύπτει πολλές τεχνικές πληροφορίες για το επίπεδο της υδραυλικής τεχνολογίας και τη διάδοση της χρήσης της στη νέα πρωτεύουσα.

Τα κτίσματα των δύο νερόμυλων εντάσσονται σε ένα ευρύτερο τοπίο κυνηγετικών και αγροτικών σκηνών, παραστάσεων παιδιών και παιγνίων, στοιχείων φυσικού περιβάλλοντος και τοπιογραφικής απόδοσης υπαίθρου χώρας. Στη πρώτη και περισσότερο γνωστή παράσταση, κυριαρχεί εικονογραφικά ο μεγάλος κάθετος τροχός ενώ με ευκρίνεια διακρίνεται και το κτίσμα του μύλου.

Σύμφωνα με την κατάταξη που είχε επιχειρήσει ο Bryer, ο μύλος ανήκε στον κάθετο τύπο στην υποκατηγορία όπου η παροχή του νερού γινόταν χαμηλότερα από το ύψος του τροχού. Η κατασκευαστική αυτή ποικιλία απαιτούσε μικρή επάρκεια σε νερό και συγκρατημένη παροχή ροής υδάτων, προϋποθέσεις που μάλλον ικανοποιούσε η ανέγερση και λειτουργία ενός τέτοιου κτίσματος γύρω από τον αστικό ιστό της πόλης.


Κάθετος νερόμυλος, ψηφιδωτό δαπέδου, τ. 5ου, 6ος ή 7ος αι., Ιερό Παλάτιο, Κων/λη.
Οριζόντιος νερόμυλος, ψηφιδωτό δαπέδου, τ. 5ου, 6ος ή 7ος αι., Ιερό Παλάτιο, Κων/λη.

Σε αντίθεση με την ξεκάθαρη πρώτη απεικόνιση, η δεύτερη παράσταση του Ιερού Παλατίου υποθετικά μπορεί να συνδεθεί με διπλή μυλική εγκατάσταση οριζόντιου τύπου. Ο τύπος αυτός, σε αντίθεση με τον πρώτο, προϋπέθετε πλούσια παροχή νερού για να λειτουργήσει γεγονός που υπογραμμίζεται και εικονογραφικά από την κυματώδη αναπαράσταση της ποσότητας των υδάτων.

Η γεωγραφική διάδοσή του ήταν αναπάντεχα ευρεία, από τα Βαλκάνια στη βόρεια Ευρώπη, με επίκεντρο, όμως, ιστορικά τον Πόντο, όπου μέχρι πριν από δεκαετίες σώζονταν κατάλοιπα νεότερης εποχής νερόμυλων με εμφανή ομοιότητα με το δεύτερο εξεταζόμενο ψηφιδωτό του Ιερού Παλατίου.

Μια πολύ αόριστη αλλά ενδιαφέρουσα, έμμεση μαρτυρία αυτού του τύπου νερόμυλου βρίσκεται στον βίο της Αγίας Ειρήνης, η οποία γεννήθηκε στη βιβλική πόλη Μεγιδώ, το 315. Η Αγία Ειρήνη η Μεγαλομάρτυς αναφέρεται ότι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα που υπέστη, ήταν το μαρτύριο του τροχού ο οποίος υπογραμμίζεται ότι περιστρεφόταν με νερό «κάτω φερόμενον». Το χωρίο μπορεί να συσχετιστεί με τη λειτουργία οριζόντιων νερόμυλων στην περιοχή εάν ληφθεί υπ’ όψιν η βιβλική αναφορά στην πόλη Μεγιδώ (Κριταί Α΄ 5:19-22) που χαρακτηρίζεται για τα νερά της και την ύπαρξη ορμητικού χειμάρρου ― προϋπόθεση λειτουργίας οριζόντιων νερόμυλων.

H μοναδική απεικόνιση υδραυλικής μηχανής που δεν βρίσκεται σε ψηφιδωτό ή τοιχογραφία αλλά αποδίδεται σε γλυπτό, εντοπίζεται σε κάλυμμα σαρκοφάγου και προέρχεται από την Ιεράπολη της Φρυγίας. Στο τριγωνικό αέτωμα του καλύμματος αποδίδεται σε χαμηλό ανάγλυφο μια σπουδαία για την εποχή υδροκίνητη εφεύρεση, το δίδυμο νεροπρίονο, γνωστή από γραπτές αναφορές ήδη από πολύ πρωιμότερη εποχή.

Το νεροπρίονο χρησιμοποιήθηκε για τον τεμαχισμό μαρμάρινων λίθων και αποτελούνταν από έναν μεγάλο κάθετο τροχό που περιστρεφόταν με τη δύναμη του νερού μεταφέροντας ενέργεια, μέσω οριζόντιου άξονα και δύο μικρότερων κάθετων τροχών, για να κινήσει δύο πριόνια κοπής ογκόλιθων.

Ειδικά το εντόπιο Ιεραπολιτικό μάρμαρο ήταν φημισμένο για τις πρασινοκόκκινες αποχρώσεις του και παρείχε άφθονες φλέβες προς εξόρυξη και επεξεργασία.

Το μάρμαρο της Ιεράπολης χρησιμοποιήθηκε στον άμβωνα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως και εξυμνήθηκε για τις χρωματικές του εντυπώσεις από τον Παύλο Σιλεντιάριο.



Δίδυμο νεροπρίονο, κάλυμμα σαρκοφάγου, τέλος 3ου αι., Ιεράπολη Φρυγίας.


Το γλυπτό δεν έχει ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία αλλά πολύ περισσότερο αποβαίνει μοναδικό λόγω του αξιοθαύμαστου τεχνικού θέματος που εικονίζει και κυρίως, λόγω της επιτύμβιας επιγραφής που διασώζει. Αναφέρει πως η σαρκοφάγος ανήκε στον (εθνικό) Μάρκο Αυρήλιο Αμμιανό, εντόπιο «τροχοδέδαλο». H επιλογή του συγκεκριμένου επιθέτου προσδιορίζει τον Αμμιανό όχι πια σαν έναν απλό μυλωνά ή εργάτη μυλικού εργαστηρίου αλλά ως τεχνίτη, εφευρετικού και δημιουργικού κατασκευαστή ισάξιας ευστροφίας όσο του μυθικού Δαιδάλου.

Σωματεία λιθο/ξυλοπριστών ή υδρο(λιθο)πριστών έχει υποτεθεί πως θα υπήρχαν από την αρχαία εποχή, ενσωματωμένα στις συντεχνίες λιθοξόων. Ακόμη, όμως, προφανέστερη γίνεται η σύνδεση με τη συντεχνία των «υδραλετών», των κοινών νερομυλωνάδων, η οποία έχει πιστοποιηθεί επιγραφικά πως λειτουργούσε στην Ιεράπολη της Φρυγίας λίγο νωρίτερα (2ο αι.) από την εποχή του «τροχοδέδαλου» Αμμιανού. Άλλωστε η διάδοση της τεχνογνωσίας και της προηγούμενης ύπαρξης πολλαπλών νερόμυλων θα αποτελούσε προϋπόθεση για να αναπτυχθεί και να ενσωματωθεί κοινωνικά μια εφεύρεση τόσο επαναστατική για τα δεδομένα της εποχής, όπως το νεροπρίονο.

Η απόδοση του γλυπτού νεροπρίονου και τα χαρακτηριστικά της επιτύμβιας επιγραφής οδηγούν σε χρονολόγηση μετά το δεύτερο μισό του 3ου αι., πιθανόν και στα τέλη του αιώνα. Στην ίδια εποχή και στην περιοχή της Φρυγίας δεν έχουν εντοπιστεί αρχαιολογικά κατάλοιπα μιας παρόμοιας εργαστηριακής εγκατάστασης.

Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθούν οι δύο περιπτώσεις τεκμηριωμένων ανασκαφικά και αρχαιολογικά νεροπριόνων στην Έφεσο και τα Γέρασα, τα οποία όμως χρονολογούνται τρεις αιώνες, περίπου, αργότερα, στον 6ο ή στις αρχές του 7ου αι.. Από τα ανεσκαμμένα υλικά κατάλοιπα των νεροπριόνων διαπιστώνονται μόνο μικρές διαφορές σε σύγκριση με το γλυπτό της Ιεράπολης, ουσιώδεις όμως και ενδεικτικές ως προς την συνεχή εξελικτική πορεία του πρωτοποριακού αυτού μηχανισμού.



Από τη σύντομη επισκόπηση των λιγοστών εικαστικών πηγών οι οποίες περιλαμβάνουν απεικονίσεις νεροτροχών που ανήκαν σε νόριες ή νερόμυλους ή νεροπρίονα, προκύπτουν ορισμένες διαπιστώσεις πρωταρχικής σημασίας για την αναθεώρηση του επιπέδου της τεχνογνωσίας της εποχής, με παράλληλες προεκτάσεις που αφορούν την οικονομική και κοινωνική ζωή των οικισμών.

1. Δεν είναι τυχαίο που οι αναπαραστάσεις υδροκίνητων μηχανών περιορίζονται χρονικά στο διάστημα από τον 3ο μέχρι και τον 6ο / 7ο αι., όταν δηλ. η ανάμνηση των εφευρέσεων των Ρωμαίων μηχανικών είναι ακόμη έντονη και προφανώς, όσο ακόμη το αντίκτυπο αυτών των καινοτόμων μηχανών εξακολουθούσε να προκαλεί δέος στο συλλογικό υποσυνείδητο των κοινοτήτων. Ίσως αυτό το χρονικό περιθώριο ήταν αναγκαίο προκειμένου αυτές οι πρωτοποριακές μηχανές να μπορέσουν να γίνουν αποδεκτές και να ενσωματωθούν στη νέα χριστιανική κοινωνία που αναδυόταν.

2. Σε επίπεδο καλλιτεχνικής απόδοσης, οι νόριες, οι νερόμυλοι και το νεροπρίονο που εικονίζονται δεν αποτελούν κοινές ή τυχαίες επιλογές για να συμπληρώσουν κενά σε διακόσμηση. Η προσπάθεια να αποδοθούν τα μηχανήματα όσο το δυνατόν ακριβέστερα, χωρίς συνοπτικές ή αφαιρετικές προσεγγίσεις, αλλά με διάθεση μνημόνευσης της τεχνογνωσίας τους είναι εμφανής: ο ψηφοθέτης διακόσμησε το δάπεδο του Ιερού Παλατίου με δύο ειδών νερόμυλους, αποφεύγοντας την εύκολη λύση της επανάληψης και υπογραμμίζοντας παράλληλα την τεχνολογική ποικιλία της εποχής του, ο γλύπτης του καλύμματος της σαρκοφάγου στην Ιεράπολη λάξευσε λιτά αλλά με τις απαραίτητες μηχανικές λεπτομέρειες το νεροπρίονο που χειριζόταν ή κατασκεύαζε ο ιδιοκτήτης της, ενώ οι καλλιτέχνες των ψηφιδωτών της Απάμειας και της Τυνησίας απέδωσαν τις νόριες με σαφήνεια και έμφαση, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα σύγχυσής τους με άλλες υδροκίνητες μηχανές.

3. Οι απεικονίσεις συνδέονται άμεσα και συσχετίζονται απόλυτα με την περιοχή όπου βρίσκονται τα μνημεία που τις φέρουν: Οι νόριες με τους υπερμεγέθεις νεροτροχούς αποτέλεσαν χαρακτηριστικά κτίσματα και αναπόσπαστο μέρος του τοπίου στη Συρία, όπου λειτουργούσαν μέχρι πρότινος στον ποταμό Ορόντη, και γενικότερα στη βόρεια Αφρική. Γύρω από τη Ρώμη χρονολογούνται τα πρωιμότερα υλικά κατάλοιπα νερομυλικών εγκαταστάσεων ενώ η Ιεράπολη ήταν γνωστή για την παραγωγή μαρμάρου της, του οποίου η κοπή και επεξεργασία απαιτούσε ειδική επιτόπια βιοτεχνική εγκατάσταση. Οι καλλιτέχνες, επομένως, μετέφεραν στη διακόσμηση μνημείων μηχανές που ήταν οικείες στο εντόπιο κοινό και συνυφασμένες με το τοπίο στο περιβαλλοντικό πλαίσιο του οποίου μπορούσαν και λειτουργούσαν.

Από την άλλη, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι υδροκίνητες εφευρέσεις είχαν περιοριστεί στη Μικρά Ασία ή στη Ρώμη. Η περιοχή του ελλαδικού χώρου έχει να αντιτάξει πληθώρα αναξιοποίητων αρχαιολογικών μαρτυριών και ιστορικών αναφορών οι οποίες καταδεικνύουν γνώση και εφαρμογή υδραυλικών μηχανισμών σε παράλληλη, ακόμα και πρωιμότερη εποχή.

Στις πιο πρώιμες, ενδιαφέρουσες και σχετικά άγνωστες μνείες νερόμυλων συγκαταλέγεται επιγραφή από τη Βέροια του ανθύπατου Λούκιου Μέμμιου Ρούφου όπου γίνεται λόγος για υδρομηχανές και χρονολογείται μεταξύ 100 και 150 μ.Χ.. Μία επίσης σημαντική σειρά αρχαιολογικών καταλοίπων από νερόμυλους που έχουν ανασκαφεί σε πόλεις του 5ου– 6ου αι. όπως στην Αθήνα και την αρχαία Μεσσήνη τεκμηριώνουν την ευρύτατη εξάπλωση της τεχνολογίας του υδροκίνητου μηχανισμού στην κεντρική και νότια Ελλάδα.


4. Σε άμεσο συσχετισμό με την παραπάνω παρατήρηση προκύπτει η διαπίστωση ότι οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις δεν ήταν εξορισμένες ―ως βιοτεχνικές εγκαταστάσεις που προξενούσαν οπτικοακουστική όχληση― εκτός αστικού ιστού. Αντιθέτως, λειτουργούσαν, σύμφωνα με τις απεικονίσεις που εξετάστηκαν, γύρω ή στο κέντρο των πόλεων, προτάσσοντας την αναγκαιότητα της παραγωγής τους πέρα από κάθε άλλο πολεοδομικό, τοπογραφικό ή θρησκευτικό περιορισμό. Η ανάδειξη, όμως, αυτής της πραγματικότητας των οικισμών θα μπορέσει να αξιοποιηθεί περαιτέρω ως δεδομένο μόνο με τη μελέτη και δημοσίευση πολλών άλλων ανασκαφικά τεκμηριωμένων αρχαιολογικών καταλοίπων βιοτεχνικών εγκαταστάσεων ή εργαστηρίων παρόμοιων δραστηριοτήτων.

5. Οι παραστάσεις των υδραυλικών μηχανών αποτιμώνται και ως ενδείξεις των αλλαγών στο πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής, όπως αυτό διαμορφώνεται μετά τη διάλυση του παρηκμασμένου ρωμαϊκού κράτους και του πολιτιστικού πλαισίου που αντιπροσώπευε μέχρι την τελική επικράτηση του χριστιανισμού. Η αποδοχή και εξάπλωση των νερόμυλων επέφερε μια σπουδαία πολυεπίπεδη μεταβολή, την απεξάρτηση από την ανθρώπινη μυϊκή δύναμη, συνεπώς την τάση για ολοένα αυξανόμενη κατάργηση της χρήσης σκλάβων –οι οποίοι, μαζί με τις γυναίκες, επιφορτίζονταν το επαχθές κοπιαστικό, μονότονο και χρονοβόρο άλεσμα στο χειρόμυλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ύπαρξη των χιλιάδων δούλων αποδίδεται η αποτυχία των Ρωμαίων να εκμεταλλευτούν και όχι απλά και μόνο να πειραματίζονται και να χρησιμοποιούν τις υδροκίνητες μηχανές.

Η χρονικά συνδυασμένη, συνεπώς, βαθμιαία εισαγωγή των νερόμυλων στην αγροτική ζωή με τον σταδιακό εκχριστιανισμό των πληθυσμών επέφερε την κατάργησης της δουλείας, η οποία θα επιδράσει ριζικά και καταλυτικά στη ανάδυση μιας νέας κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας.

Η παρουσίαση των ελάχιστων πλην πολύτιμων απεικονίσεων τέτοιων σημαντικών εφευρέσεων αποκάλυψε το υψηλό επίπεδο της τεχνογνωσίας σε μια εποχή που παραδοσιακά θεωρείται αδιάφορη σε τεχνικά ζητήματα ή αντιμετωπίζεται μόνο ως προθάλαμος των επαναστατικών καινοτομιών της αγροτικής ζωής του Μεσαίωνα.

Η αξιοποίηση των προεκτάσεων της διάδοσής τους σε μια πολύ πρωιμότερη εποχή και στο διαφορετικό πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της ανατολικής χριστιανικής τέχνης θα αναδείξει νέες ερμηνείες και κυρίως θα νοηματοδοτήσει μια νέα κατεύθυνση στη μελέτη της παραμελημένης τεχνολογικής ιστορίας του ανατολικού μέρους της αυτοκρατορίας.




Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα
από την εργασία της κ. Σοφίας Γερμανίδου με τίτλο: «Απεικονίσεις
υδραυλικών μηχανών στην τέχνη της όψιμης αρχαιότητας
» (ejournals.epublishing.ekt.gr).




Η κ. Σοφία Γερμανίδου είναι αρχαιολόγος της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Καλαμάτα).

ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΑΣ