Οι χρησμοί των αρχαιοελληνικών μαντείων που αποδίδονται σε θεϊκές υπαγορεύσεις αποτελούν μυθολογική απάτη. Στην Ελλάδα, μεταξύ του 8ου και 5ου αι. π.Χ. δεν παίρνονταν σοβαρές πολιτικές αποφάσεις χωρίς χρησμό μαντείου.
Ειδικά το μαντείο των Δελφών είχε εξελιχθεί σε πανίσχυρο οικονομικά κέντρο του ελληνικού χώρου, ένα συμφεροντολογικό, χρηματοβόρο κέντρο πλουτισμού. Η Πυθία, σύμβολο εντυπωσιασμού για να καλλιεργείται η ιδέα ότι οι χρησμοί υπαγορεύονταν από τον Απόλλωνα, υπό την επήρεια διαφόρων ουσιών έβγαζε άναρθρες κραυγές που κατέγραφαν οι ιερείς κι ύστερα από κατ΄ ιδίαν σύσκεψη, δήθεν τις ερμήνευαν, και τις παρέδιδαν υπό έμμετρη μορφή στους ενδιαφερόμενους ─που νωρίτερα είχαν βέβαια προσκομίσει στο ναό πλούσιες πάντα προσφορές─ παρουσιάζοντάς τες ως χρησμούς, ως το θέλημα δηλαδή του θεού Απόλλωνα. Οι χρησμοί ήταν πάντα δυσνόητοι ή διφορούμενοι, εύκολα επιδεχόμενοι διάφορες κατά το δοκούν ερμηνείες.
Στην πραγματικότητα, ο κάθε ηγεμόνας, ο κάθε τύραννος από την Ελλάδα, αλλά κι απ΄ όλες τις παραμεσόγειες περιοχές, ο οποίος ήθελε να πραγματοποιήσει κάτι, χρημάτιζε πρώτα το δελφικό ιερατείο, έπαιρνε το χρησμό που ήθελε και στη συνέχεια τον παρουσίαζε στο λαό του σα θεϊκή βούληση. Ο αρχαίος ελληνικός λαός, ευσεβέστατος και πνιγμένος στη θεοκρατία και τις δεισιδαιμονίες, επηρεαζόταν και χειραγωγούταν έτσι εύκολα από τον κάθε φιλόδοξο εξουσιαστή.
Μαγεία, δεισιδαιμονία, μαντική, χρησμός
Η μαντεία βασίζεται στην πίστη ότι είναι δυνατή με διάφορα μέσα η αποκάλυψη παρελθόντων, αλλά κυρίως μελλόντων γεγονότων, δηλαδή η αποκάλυψη της θεϊκής βούλησης. Προϋποθέτει την ύπαρξη ανώτερων δυνάμεων, θεοτήτων, με τις οποίες επιζητεί την επικοινωνία με την εκλογή του κατάλληλου τόπου και προσώπου. Η μαντεία αποτέλεσε ανέκαθεν μεγάλο στήριγμα των θρησκειών συνδεόμενη με την προσευχή, την επίκληση για αποκάλυψη των μελλόντων στο άτομο, την οικογένεια, την ομάδα, το λαό κ.λπ..
Η μαντική έγινε σπουδαίος σκοπός της μαγείας, της δεισιδαιμονίας. Στις περισσότερες δεισιδαιμονικές σκέψεις του ανθρώπου διακρίνουμε την ιδιοτέλεια και το συμφέρον. Αλλά με τη μαντεία κυρίως, επιδιώκεται η απόσυρση της ευθύνης και η ανάθεσή της στο θείο. Γι’ αυτό γέννησε ο άνθρωπος τον οιωνό, την οιωνοσκοπία, την παρεξήγηση δηλαδή οποιουδήποτε τυχαίου συμβάντος, ότι από αυτό δήθεν εξαρτάται η τύχη του, την παρεξήγηση δηλαδή οποιασδήποτε ακατανόητης δύναμης της φύσης, από την οποία δήθεν εξαρτάται κ.λπ.. Δεδομένου δε, ότι οι σπουδαιότεροι οιωνοί μεταδίδονται στα όνειρα ή με οπτασίες (πνεύματα) η ονειροκριτική δύναμη, που αποδίδεται σε ορισμένα άτομα συνδεόμενα δήθεν με το υπερπέραν, έλαβε μεγάλο μέρος στην επιβολή της μαντικής.
Έτσι γεννήθηκαν και οι μάντεις από επάγγελμα, οι ερμηνευτές των οιωνών. Και κλείστηκαν οι μάντεις ως ιερείς ή/και ως γιατροί εντός ναών, των μαντείων.
Είδος μαντείας υπήρξε και ο χρησμός, μια πρόκληση οιωνού, που δεν εμφανίζεται σε τυχαίο συμβάν, αλλά μετά από ορισμένη ερώτηση ως απάντηση. Ο χρησμός υπήρξε το στήριγμα των μαντείων (για τους παράφρονες ή ονειρευόμενους, κατά τον Πλάτωνα), με την απολλωνιακή μανία των Σιβυλλών, με τις ψευδαισθήσεις των διαφόρων Πυθιών, με το προφητικό παραλήρημα αγυρτών.
Στη φωτογραφία εικονίζεται η Πέτρα της Σίβυλλας στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Σύμφωνα με την παράδοση, η Ηροφίλη, μια από τις Σίβυλλες, έλεγε πάνω σε αυτή την πέτρα τους χρησμούς της, όταν επισκεπτόταν τους Δελφούς.
Ο πιστός, έρμαιο των ιερέων,
δεν ήξερε τι έτρωγε και τι έπινε
Για τη μαντική, μεγάλη θέση κατέλαβε ανέκαθεν η τροφή και ο τρόπος διατροφής του ανθρώπου, αφού για τον πρωτόγονο νου η τροφή εξαρτάται από τις ιδιοτροπίες της φύσης, τις οποίες πρέπει να εξευμενίζει. Η ανθρωποφαγία και η ανθρωποθυσία σημείωσαν το αποκορύφωμα της πρόληψης και της μαντικής πίστης. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ανθρωποθυσίες στην αρχαία Ελλάδα).
Συνέπεια των δεισιδαιμονιών αυτών, ήταν η ιδέα της νηστείας, της στέρησης, του ασκητισμού, η οποία εκτός και για άλλους μυστικιστικός λόγους, είχε και μαντικές αιτίες για την επίτευξη μελλοντικών πόθων. Το φαγητό είχε κύριο λόγο στην τελετουργία. Ο πιστός δεν ήξερε τι συνέβαινε, όπως τι έτρωγε ή τι έπινε. Αφηνόταν στα χέρια των ιερέων. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο John Naylor, όταν τοποθετείτο σε κρασί στην κούπα του πιστού ο φλοιός συγκεκριμένου δένδρου, ο πιστός ήταν σαν να ουρούσε αίμα. Τότε διέκοπταν το φλοιό, οπότε γιατρευόταν «θαυματουργικά» η αρρώστια, χάρη στους ιερείς.
Μάταιες υπήρξαν οι σχετικές επί χιλιετίες προσπάθειες των φιλοσόφων από τους προσωκρατικούς, αργότερα από τον Επίκουρο, αλλά και μέχρι σήμερα, για την απαλλαγή του ανθρώπου από τις δεισιδαιμονίες και την ευπιστία ως προς τη γνώση του μέλλοντος.
Ιερείς και ναοί εξοπλισμένοι
με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας
Στην αρχαιότητα βρίσκουμε τεχνολογία αιχμής μέσα σε ναούς. Στα αρχαία κείμενα περιγράφονται εκπληκτικές μηχανές, που παρήγαγαν ψευδαισθήσεις. Αγάλματα με ματωμένα δάκρυα, ναοί, που βοούσαν από κεραυνούς, άρματα, που σηκώνονταν στον αέρα κ.λπ.. Τα μηχανήματα των ναών βασίζονταν σε εξελιγμένη μηχανική. Ήταν οι μηχανές των θεών. Οι ιερείς ήταν σα μάγοι και χειραγωγούσαν τους πιστούς. Παρήγαγαν ατμόσφαιρα με την λειτουργία των μηχανικών συσκευών, οπότε ερχόταν η κορύφωση της τελετουργίας.
Στα πλήθη που συνέρρεαν στους αρχαίους ναούς, οι ιερείς τους προκαλούσαν μια αίσθηση δέους και ανατριχίλας. Προκειμένου όμως, να διασφαλίσουν, ότι οι πιστοί θα νοιώσουν δέος, χρησιμοποιούσαν τεχνικά κόλπα, που εφεύρισκαν τα μεγάλα μυαλά της αρχαιότητας, τα οποία οι ίδιοι χρηματοδοτούσαν, όπως ο Ήρων ο Αλεξανδρινός. Σκοπός ήταν να δίνεται η αίσθηση της μαγείας στον πιστό, με το αζημίωτο. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η αρχαία επιστήμη στην υπηρεσία του 12θεϊστικού ιερατείου).
Η μαντική συνδεδεμένη με τη θρησκεία
Οι αρχαίοι έλληνες από αρχαιότατους χρόνους έκαναν χρήση της μαντικής, την οποία διαιρούσαν σε άτεχνη και έντεχνη. Η άτεχνη μαντεία συνίστατο στην ενδόμυχη έμπνευση, στη ορμή, μέσω της οποίας ο άνθρωπος γινόταν όργανο θείου πνεύματος, όπως οι προφήτες των εβραίων ή ο έλληνας Κάλχας που περιγράφει ο Όμηρος, ο οποίος γνώριζε μέσω της μαντικής του ικανότητας που του είχαν παραχωρήσει οι θεοί, «τα τ΄έοντα τα τ΄εσόμενα, προ τ΄εόντα» («Ιλιάδα», Α΄ 70).
Η μαντική στους αρχαίους έλληνες ήταν στενότατα συνδεδεμένη με τη θρησκεία, της οποίας αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα. Διαχώριζαν σαφώς τους μάντεις που παρείχαν χρησμούς περιερχόμενοι σε κατάσταση μανίας, δηλαδή ένθεας έκστασης και έμπνευσης από τους προφήτες, οι οποίοι ήταν ερμηνευτές των χρησμών (Πλάτωνα: «Τίμαιος», 71e-72c). Αλλά συνήθως, η μαντική δύναμη χορηγούταν σε ορισμένες περιστάσεις, οι οποίες ήταν:
1. Οι εκστάσεις, κατά τις οποίες η ψυχή απολυτρούμενη από τα δεσμά του σώματος ανακτά τις ψηλότερές της δυνάμεις προς στιγμήν. Δεκτικότερες τέτοιων καταστάσεων θεωρούνταν οι γυναίκες, όπως η Κασσάνδρα, η Πυθία, και οι Σίβυλλες.
2. Τα όνειρα, τα οποία θεωρούνταν ως θεία έμπνευση και «γαρ τ΄ όναρ εκ Διός εστιν» («Ιλιάδα», Α΄ 63). Υπήρχε δε και θεός των ονείρων, ο Όνειρος («Ιλιάδα», Β΄ 6, 34, Παυσανία: «Κορινθιακά», Β΄10,2). Πολλές φορές όμως, κατά τα όνειρα εμφανίζονταν και άλλες θεότητες («Οδύσσεια», Ζ΄ 13) ή και σκιές πεθαμένων («Ιλιάδα», Ψ΄ 65). Τα από τα όνειρα όμως φαντάσματα, εξαρτώνταν από το θεό, ο οποίος τα έστελνε.
3. Οι χρησμοί, οι οποίοι λέγονταν και μαντεύματα, θεοπρόπια, φήμες, θέσφατα και λόγια, και παρέχονταν σε ειδικούς τόπους, που λέγονταν μαντεία και χρηστήρια. Ο μάντης, ο οποίος μετέδιδε τους χρησμούς, λεγόταν χρησμωδός ή χρησμολόγος.
Τα μαντεία ήταν προσαρτημένα σε ορισμένους τόπους και σε ναούς θεών, είχαν ιδιαίτερους ιερείς και απολάμβαναν γενικής εκτίμησης και φήμης. Ιδιαίτερο είδος χρηστηρίων ήταν τα λεγόμενα σκευομαντεία και τα νεκρομαντεία ή ψυχοπομπεία, τα οποία συνδέονταν με τη λατρεία ηρώων ή υποχθόνιων θεοτήτων, όπου αυτοί που ζητούσαν μάντευμα ιδίως για θεραπεία ασθενειών, ξάπλωναν στο δέρμα του θυσιασθέντος ζώου. Κοινή ήταν η πίστη ότι αυτοί που πρόσφεραν θυσίες στους νεκρούς και ξάπλωναν και κοιμόντουσαν ή αγρυπνούσαν μετά τη θυσία πάνω στους τάφους, έβλεπαν τα είδωλα των νεκρών, τα οποία και έδιναν τις ζητούμενες μαντείες.
Σημαντικότεροι όμως θεωρούνταν οι δια λόγου χρησμοί, τους οποίους έδιναν μάντεις ή μάντισσες περιερχόμενοι ή υποτιθέμενοι ως περιερχόμενοι σε έκσταση, των οποίων τις ασυνάρτητες φωνές, οι λεγόμενοι προφήτες συναρμολογούσαν σε απαντήσεις, κατά κανόνα δυσνόητες και διφορούμενες.
Πολλά τα μαντεία του Απόλλωνα
Ο πρώτιστος χρησμοδότης ήταν ο θεός Απόλλωνας, του οποίου περίφημο ήταν το μαντείο των Δελφών, που τον πλούτο και τη σημαντική πολιτική επιρροή εξαίρει ο Όμηρος («Ιλιάδα», Δ΄ 404-405, «Οδύσσεια», Θ΄ 79-82). Άλλα σημαντικά μαντεία του Απόλλωνα ήταν στις Άβες της Φωκίδας, στο όρος Πτώο, στο Ισμήνιο της Βοιωτίας που χρησμοδοτούσε με σημεία και εξετάσεις των θυμάτων, στις Υσιές όπου έπαιρναν χρησμό όσοι έπιναν από ιερό πηγάδι, στο Λύκαιο που χρησμοδοτούσε γυναίκα, στο Άργος της Λάρισας όπου χρηματοδοτούσε παρθένα αφού γευόταν το αίμα μου θυσιαζόμενου αρνιού κατά τη νύχτα και διάφορα άλλα στη Μικρά Ασία και αλλού.
Μαντεία του Δία
Πανάρχαια ήταν επίσης η πίστη στους χρησμούς του Δία, του οποίου από τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μαντείο στη Δωδώνη, ήδη αναφερόμενο από τον Όμηρο («Ιλιάδα», Π΄ 233-235, «Οδύσσεια», Ξ΄ 327-328). Το μαντείο της Δωδώνης ήταν το αρχαιότερο στην Ελλάδα. Κατά τον Στράβωνα αποτελούσε χώρο λατρείας της συζύγου του Διός Διώνης («Γεωγραφικά», Ζ΄, 7, 12). Οι χρησμοί του εξαρτώνταν από τους ήχους που παρήγαγαν τα σειόμενα από τους ανέμους φύλλα των δρυών και φηγών του ιερού άλσους και λέβητες, που κρέμονταν από τα κλαριά τους, αλλά κι από τα περιστέρια που ζούσαν στα φυλλώματα. Τους ήχους «ερμήνευαν» οι ιερείς. Ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τη Δωδώνη ─κατά τη μυθολογική ποίηση του Ομήρου─ για να πληροφορηθεί τη βούληση του Διός σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη, αλλά και ο Αινείας από την Τροία, όταν μετά την καταστροφή της έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έκτιζε τη νέα του πόλη, τη Ρώμη.
Αρχαιότατο και επίσημο μαντείο του Δία υπήρχε και στην Ολυμπία (Σοφοκλή: «Οιδίπους Τύραννος», 900), στο οποίο ιερείς μάντευαν χρησιμοποιώντας την «εξ εμπύρων μαντική» παρατηρώντας δηλαδή τις θυσίες. Ονομαστό επίσης μαντείο του Δία ήταν αυτό στην όαση της Λιβύης, υπήρχαν όμως κι άλλα στην Ασία και την Αφρική.
Μαντεία άλλων θεών και ηρώων
Άλλων θεών μαντεία που παρήγαν χρησμούς ήταν της Δήμητρας στην Αχαΐα, όπου πιστευόταν ότι προέλεγε την έκβαση βαριάς ασθένειας, γιατί καθρέφτης βυθιζόμενος στην εκεί ιερή πηγή έδειχνε τον ασθενή ζωντανό ή νεκρό.
Ονομαστό ήταν το μαντείο του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, αλλά υπήρχαν και πολλά άλλα μαντεία του θεού, που λέγονταν Ασκληπιεία κι ήταν διάσπαρτα σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Στα Ασκληπιεία κοιμόντουσαν μια νύκτα στο ναό οι ασθενείς κι έβλεπαν σε όνειρο τη θεραπεία τους. Όμοια χρήση μαντικής με εγκοίμηση γινόταν στο Χαρώνειο άντρο του Πλούτωνα και της Κόρης.
Στις Φαρές της Αχαΐας υπήρχε μαντείο του Ερμή, όπου αυτός που ζητούσε χρησμό κατέθετε μισό οβολό στο άγαλμα του θεού στην αγορά, άναβε ένα λυχνάρι, από αυτά που κρέμονταν γύρω και ρωτούσε ό,τι ήθελε κρυφά στο αυτί του θεού. Μετά, έκλεινε τα αυτιά του με τα χέρια του, μέχρις ότου έβγαινε από την αγορά, την πρώτη δε φωνή που άκουγε τη θεωρούσε ως μάντευμα. Στην Επίδαυρο Λιμηρά και στο Οίτυλο υπήρχε μαντείο της Ινούς, κυρίως ονειρομαντείο και της Ακραίας Ήρας μεταξύ Λεχαίου και Παγών.
Μαντεία ηρώων αναφέρονται του Αμφιάραου κοντά στη Θήβα, πλησίον των Ποτνιών, όπου όσοι κοιμόντουσαν λάμβαναν τα μαντεύματα στον ύπνο τους (Ηρόδοτος: Η΄ 134), του ίδιου δε ήρωα υπήρχε μαντείο και στον Ωρωπό, όπου η μαντική ασκούναν επίσης με εγκοίμηση αυτών που ζητούσαν τη μαντεία, οι οποίοι έριχαν νομίσματα σε μια πηγή.
Στη Λιβαδειά της Βοιωτίας υπήρχε μαντείο του Τροφωνίου, του οποίου το χρηστήριο βρισκόταν σε μία πολύ στενή τρύπα. Αυτός που ζητούσε τη μαντεία θυσίαζε και νήστευε επί μέρες στο ιερό του Αγαθού Δαίμονα και της Τύχης, λουζόταν στο ποτάμι, την Έρκυνα, έπινε από τις πηγές της Λήθης και της Μνημοσύνης, εξαγνιζόταν από δύο παιδιά, προσευχόταν σε πανάρχαιο άγαλμα, έργο του Δαίδαλου, φορούσε ιδιαίτερη ενδυμασία και τέλος σπρωχνόταν μέσω της τρύπας στον άγνωστο πυθμένα και τον ανέβαζαν με τα πόδια προς τα εμπρός. Υφιστάμενος τη φοβερή αυτή δοκιμασία ανασυρόταν περίτρομος και υποχρεωνόταν να γράψει σε ιερό πίνακα ό,τι είδε ή άκουσε κάτω.
Στην Αχαΐα υπήρχε και μαντείο του Ηρακλή, όπου οι μαντευόμενοι διάλεγαν ανάμεσα από πολλούς αστράγαλους τέσσερις, τους οποίους έριχαν σε ειδικούς πίνακες, που περιείχαν τις εξηγήσεις των ριπτόμενων σχημάτων. Στις Θαλάμες Λακωνίας υπήρχε ονειρομαντείο της Πασιφάης.
Νεκρομαντεία
Νεκρομαντεία η ψυχοπομπεία, όπου οι συμβουλευόμενοι επικαλούνταν τις ψυχές των νεκρών θυσιάζοντας στους υποχθόνιους θεούς, μνημονεύονται το αρχαιότατο στη Θεσπρωτία στον Αχέροντα ποταμό (Ηρόδοτος, Ε΄ 92-7 και Διόδωρος Σικελιώτης, Δ΄ 22) και αυτό στην Ηράκλεια της Προποντίδας (Πλούταρχου: «Βίος Κίμωνος», ΣΤ). Σε όλα αυτά τα μαντεία, η ασκούμενη μαντεία ήταν άτεχνη ή και μικτή.
Οι ιερείς προσέφεραν γεύματα και ποτά με παραισθησιογόνα στους προσκυνητές, τους έβαζαν μέσα σε τάφους για μέρες και κατόπιν διοργάνωναν με διάφορα τεχνάσματα «παραστάσεις», ώστε να νομίζουν οι επισκέπτες, ότι μιλούσαν με τους νεκρούς. Το δωδεκαθεϊστικό ιερατείο είχε στήσει στα νεκρομαντεία προσοδοφόρες επιχειρήσεις εξαπάτησης των αφελών πιστών του δωδεκάθεου, που πίστευαν, ότι από εκεί, κι ειδικότερα από το Νεκρομαντείο τού Αχέροντα, από τον πιο κοντινό στις πύλες του Αδη χώρο, θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους χαμένους για πάντα αγαπημένους τους. Κατέβαιναν στην ανηχοϊκή κρύπτη, την κατάλληλα διακοσμημένη και εξοπλισμένη με μηχανισμούς ανεβάσματος και κατεβάσματος ειδώλων, ενώ οι ιερείς κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε διπλούς τοίχους κάνοντας διάφορα κόλπα, σαν να ήταν πρόγονοι του «μάγου» Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Κάτω κόσμος: Μια προσοδοφόρα επιχείρηση του 12θεϊστικού ιερατείου).
Η έντεχνη μαντική ήταν αυτή που εξαρτόταν από σημεία, των οποίων απαιτούταν η σπουδή και η γνώση, η δε ερμηνεία τους στηριζόταν, όπως ήταν επόμενο, σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις.
Σύμφωνα με τον Όμηρο, αυτοί που ασκούσαν το είδος αυτό της μαντικής αποτελούσαν ιδιαίτερη τάξη. Καλούνταν γιατροί, μάντεις, κήρυκες κ.λπ., κάθε δε απροσδόκητο φαινόμενο θεωρούταν ως θείο μήνυμα, ως τέρας ή σήμα, εκλαμβανόμενο ως ουράνιο και προερχόμενο από το Δία, γι΄αυτό ονομαζόταν διοσημία. Τέτοιες διοσημίες ήταν αστραπές, βροντές, κεραυνοί, μεγάλα όρνεα (οιωνοί), των οποίων ερμήνευαν την εμφάνιση και την πτήση, φτέρνισμα, φωνή ανθρώπινη που αντηχούσε, τυχαίος κρότος, κ.ά..Τα σημεία αυτά συνήθως δήλωσαν απλά αποτυχία ή επιτυχία, αλλά ήταν αναγκαία ως επί το πλείστον η ερμηνεία τους. Αυτή όμως, ήταν έργο ειδικών, που λέγονταν προφήτες, οιωνοσκόποι, οιωνιστές, και θυοσκόποι, ήταν δε ιερείς κι ενίοτε ηγεμόνες, όπως ο Αμφιάραος κι άλλοτε δημιουργοί, δηλαδή έμπειροι ειδικοί μάντεις.
Όποιος δεν αποδεχόταν τους χρησμούς χαρακτηριζόταν άθεος. Ο μάντης αποκαλούταν θεόπροπος και η ενασχόλησή του θειάζειν και ενθειάζειν. Αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις, που οι πολίτες οργίζονταν κατά των μαντείων. («Ωργίζοντο δε και τοις χρησμολόγοις τε και μάντεσι», Θουκυδίδης: «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», Η΄, 1).
Μαντική από ποικίλα φυσικά φαινόμενα
Ενώ οι χρησμοί παρέχονταν προς απλή κερδοσκοπία ή προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, η μαντική από τους χρησμούς διατήρησε επί αιώνες το κύρος της. Σε αυτή προστέθηκε και η μαντική από ποικίλα άλλα στοιχεία, όπως οι εκλείψεις, οι διάττοντες αστέρες, οι πλημμύρες, οι τρικυμίες και διάφορα άλλα φυσικά φαινόμενα.
Άλλα είδη έντεχνης μαντικής ή και μικτής ήταν η καπνομανεία από τη διεύθυνση και τις κινήσεις του καπνού, η ορινιθομαντεία, αλλά και η μαντική από άλλα ζώα, όπως λαγούς, φίδια κ.λπ.. Άλλο είδος ήταν η αναζήτηση σημείων στα εντόσθια των θυσιαζόμενων ζώων, η ιεροσκοπία ή ιερομαντεία, την οποία ασκούσαν οι ιεροσκόποι, βωμοσκόποι, θυοσκόποι, σπλαχνοσκόποι ή ηπατοσκόποι. Από αυτές προήλθε η χειροσκοπία, μετωποσκοπία, ονυχοσκοπία, μορφοσκοπία κ.λπ., που εξαρτώνταν από την εξέταση των οικείων μερών του ζώου.
Επίσης η εμπυρομαντεία, που εξαρτώνταν από την παρατήρηση της φλόγας της θυσίας, την οποίαν εξασκούσαν οι πυρκόοι, αποδιδόταν δε στον Αμφιάραο. Η πηγομαντεία, που έβγαζε τις ερμηνείες της από το αν η επί πόσο χρόνο αντικείμενο που έριχαν σε ιερή πηγή επέπλεε ή βυθιζόταν και από την παρατήρηση των κύκλων, τους οποίους έκανε στο νερό βυθιζόμενο.
Με την κοσκινομαντεία αναζητούσαν κάποιον, για παράδειγμα ένοχο κλοπής ή άλλου εγκλήματος. Κρέμαγαν κόσκινο από κλωστή και το γύριζαν, ενώ συγχρόνως πρόφεραν διάφορα ονόματα. Ο ένοχος ήταν εκείνος, στου οποίου το όνομα σταματούσε να περιστρέφεται το κόσκινο. Παρεμφερής ήταν και η αξινομαντεία, με την οποία αναζητούταν ο ένοχος μπήζοντας αξίνα σε πάσσαλο. Ενώ άρχισαν προφέροντας τα ονόματα των υπόπτων, εκείνος, στο όνομα του οποίου η αξίνα θα έπεφτε, θεωρούταν ως ένοχος.
Η χειρομαντεία ήταν το είδος της μαντικής, κατά το οποίο παρατηρούσαν τις γραμμές της ανοιχτής παλάμης. Μνημονεύεται από τον Αριστοτέλη, ενώ ο Αρτεμίδωρος (2ος αι. μ.Χ.) έγραψε και θεωρία γι΄αυτήν.
Παρόμοια είδη μαντικής ήταν η λεκανομαντεία, η λιβανομαντεία, φυλλομαντεία, κριθομαντεία, αλευρομαντεία, οινομαντεία, κυβομαντεία και άλλες. Με την αριθμομαντεία έβγαζαν το μάντευμα από τον αριθμό, που αντιστοιχούσε στο όνομα κι έβγαινε από το άθροισμα των αριθμών που αποτελούσαν την αξία των γραμμάτων του ονόματος. Αυτό το άθροισμα το διαιρούσαν με τους ιερούς αριθμούς 7 ή 9 κι έβγαζαν τα συμπεράσματα από την ακριβή ή μη διαίρεση.
Οι αρχαίοι έλληνες ήταν ένας από τους ευσεβέστερους λαούς. Πλήθος ναών υπήρχαν παντού και πλήθος αγαλμάτων θεών και ηρώων ήταν στημένα όχι μόνο σε ναούς και ιερά, όπου είναι η θέση τέτοιων αγαλμάτων, αλλά και στην Αγορά και στους δρόμους της Αθήνας και των άλλων πόλεων.
Ο μεσαιωνισμός της κλασικής εποχής
Η κλασική αρχαιότητα έχει υπερτιμηθεί ως «βράχος» του ορθολογισμού. Η ιστορική πραγματικότητα όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Την κλασική εποχή στην αρχαία Ελλάδα λάτρευαν ξόανα, λείψανα, εικονίσματα κ.λπ., έκαιγαν βιβλία, κυνηγούσαν φιλοσόφους κι επιστήμονες, έκαναν μάγια, ξόρκια, βουντού, καταδεσμεύσεις κι ένα σωρό άλλες μυστικιστικές μεταφυσικές ανοησίες, που έχουμε συνηθίσει να τις συναντάμε τον Μεσαίωνα.
Στο άρθρο της «Ελεύθερης Έρευνας»: Ο μεσαιωνισμός της κλασικής εποχής καταγράφονται δειγματοληπτικά αρκετές περιπτώσεις αρχαίων ελληνικών μεσαιωνικών πρακτικών, από τις οποίες καταδεικνύεται, ότι ο χριστιανικός Μεσαίωνας, αργά και σταθερά, στον αρχαίο κόσμο άρχισε να κυοφορείται ─πολύ νωρίτερα απʼ ότι θεωρούμε─ με διαδικασίες απόλυτα φυσιολογικές και αναμενόμενες. Ο χριστιανισμός δεν έφερε κάτι νέο, απλά υιοθέτησε την εκφυλισμένη σκέψη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις τελετές κ.λπ. της εποχής του.
Το πρώτο χθόνιο μαντείο
Το μαντείο, το οποίο υπερέβαλε σε αίγλη και πλούτο όλα τα άλλα μαντεία και άσκησε κατά την αρχαιότητα τόσο ευρεία και μακρά επίδραση στον ελληνικό κόσμο όσο κανείς άλλος οργανισμός, ήταν το μαντείο των Δελφών. Σύμφωνα με την παράδοση, ο τόπος όπου ιδρύθηκε το μαντείο ανακαλύφθηκε από κατσίκες, οι οποίες έβοσκαν εκεί κι όσες φορές πλησίαζαν σε κάποιο χάσμα της γης κυριεύονταν από αλλόκοτους σπασμούς και εξέβαλλαν ασυνήθιστες φωνές. Ύστερα από αυτό, ο βοσκός τους πλησίασε στο χάσμα, οπότε κι αυτός υπό την επίδραση των απο εκεί αναδυόμενων ατμών και αναθυμιάσεων άρχισε να βγάζει ενθουσιώδεις φωνές και να προλέει πράγματα, τα οποία κατόπιν παραδόξως επαληθεύονταν. Η φήμη αυτή διαδόθηκε μεταξύ των εγχώριων και ερχόντουσαν πολλοί προς το χάσμα, οι οποίοι έπαιρναν μόνοι τους χρησμούς εξ αιτίας των μαντικών αναθυμιάσεών του. Θαυμάστηκε τότε το μαντικό αυτό χάσμα και θεωρήθηκε ότι είναι το μαντείο της γης, δεδομένου ότι οι αρχαίοι πίστευαν ότι στη γη ενοικεί μαντική προφητική δύναμη, την οποία είχαν φυσικά και τα χθόνια πνεύματα, που κατοικούσαν εντός σπηλαίων και κοιλοτήτων της γης, εντός των υπόγειων χασμάτων.
Για αυτό και το πρώτο μαντείο των Δελφών στην τοποθεσία η οποία ήταν κατά τους παμπάλαιους χρόνους γνωστή με το όνομα Πυθώ, ανήκε στη Γη, θεά χθόνια, η οποία λεγόταν και Γαία και Χθων και Θέμις. Επίσης, ανήκε το μαντείο και στο σύζυγο της Γης, Ποσειδώνα, θεό των ανά τη γη υδάτων, τα οποία τη γονιμοποιούν. Εκεί, δίπλα στην Κασταλία πηγή, όπου κατά τους προμυκηναϊκούς χρόνους είχαν κατοικήσει άνθρωποι, ιδρύθηκε μαντείο της γης, όπου οι χρησμοί δίδονταν με εγκοίμηση, κατά την οποία επιτυγχανόταν διάλογος του θεού του μαντείου με τους κοιμώμενους, κατά τον οποίο οι άνθρωποι ρωτούσαν, οι δε θεοί απαντούσαν. Ο διάλογος επιτυγχανόταν και σε όνειρο, κατά το οποίο η Γαία αποκρινόταν σε αυτούς που τη ρωτούσαν, δηλαδή στους κοιμώμενους καταγής στον ιερό χώρο. Μιλούσε δηλαδή από τη γη κατευθείαν προς την ψυχή των ονειρευόμενων και τους αποκάλυπτε τις θείες βουλές.
Το πώς και πότε ιδρύθηκε το χθόνιο αυτό μαντείο των Δελφών είναι άγνωστο.
Το μαντείο δώρο στον Απόλλωνα
Τους χρησμούς με βάση τα όνειρα παρείχε στην αρχή η προφήτης Δαφνίς (όπως αργότερα στο μαντείο του Απόλλωνα η Πυθία), μία από τις νύμφες. Έπειτα η Γη παραχώρησε το μερίδιό της στη θυγατέρα της Θέμιδα, η οποία ως κόρη της είχε το ταλέντο της μαντικής δύναμης. Από τη Θέμιδα παρέλαβε το μαντείο σα δώρο ο θεός Απόλλωνας, απέμεινε δε τελικά αυτός ο μόνος κύριός του.
Ο κακός δράκος
Ο χώρος ήταν πετρώδης και άγονος. Μόνο μια καλλίροος κρήνη υπήρχε, κι επειδή κάθε παραμύθι θέλει και το δράκο του, την κρήνη φύλαγε ένας πελώριος δράκος, που προξενούσε μεγάλες ζημιές και στους ανθρώπους και στα ποίμνια, η δελφύνη ή ο δελφύνης δράκοντας, που αργότερα ονομάστηκε Πύθωνας, κατά το πανάρχαιο τοπωνύμιο Πυθώ. Τη φωλιά του την είχε κοντά στην Κασταλία, στη μυστηριώδη χαράδρα (η οποία σήμερα λέγεται Παπαδιά ή Αρκουδόρεμα), που χωρίζει τις δύο Φαιδριάδες πέτρες. Ο Απόλλωνας βλέποντας από την Αράχωβα το δράκο, τον τόξευσε. Ο δράκος χτυπημένος από το θεό βασανιζόταν από φρικτούς πόνους, κυλιόταν στο δάσος κάνοντας τρομερούς συριγμούς, έως ότου ψόφησε. Ο θεός ικανοποιημένος για το κατόρθωμά του αναφώνησε: «Εδώ τώρα να σαπίζεις στη γη. Δεν θα ζεις πλέον για να βλάπτεις τους προσκυνητές μου, όταν θα φέρνουν εκατόμβες στο ιερό μου, αλλά η μαύρη γη και ο ήλιος θα σε αποσυνθέσουν». Το πτώμα αποσυνθέθηκε από τις ακτίνες του ήλιου και από το πύθεσθαι (σάπισμα) ονομάστηκε ο τόπος Πυθών ή Πυθώ, ο δράκοντας Πύθων και ο Απόλλωνας Πύθιος, η προφήτις Πυθία και οι πανελλήνιοι αγώνες, οι οποίοι σε ανάμνηση του φόνου του δράκοντα γίνονταν εκεί, Πύθια. Τα όχι και λίγα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ιερά του Πυθίου, λέγονταν και Πυθόχρηστα.
Εκεί λοιπόν, κοντά στην Κασταλία, στον τόπο που φόνευσε ο θεός τον δράκοντα, ιδρύθηκε το πρώτο ιερό του Απόλλωνα, ίσως βωμός μόνο. Ο Απόλλωνας έγινε προστάτης της Κασταλίας, αλλά και της Κασσοτίδας, της οποίας τα νερά έρρεαν κάτω από το ναό. Κατά τον ομηρικό ύμνο στον Πύθιο Απόλλωνα, πήρε δυο μυθικούς τεχνίτες, τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη, οι οποίοι έκτισαν τη λίθινη βάση των τοίχων, το κρηπίδωμα, πάνω στο οποίο αργότερα οι άνθρωποι οικοδόμησαν το υπόλοιπο ιερό με πελεκητούς λίθους. Όταν μετά το τέλος της εργασίας τους οι δύο πρώτοι οικοδόμοι ζήτησαν από το θεό την αμοιβή τους, ο Απόλλωνας υποσχέθηκε ότι θα τους την έδινε σε επτά μέρες, τους συνέστησε δε να ευωχούνται. Την ημέρα εκείνη όμως, ενώ έπεσαν για ύπνο, δεν σηκώθηκαν ποτέ, γιατί πέθαναν.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο αρχαιότατος ναός του θεού ήταν καλύβα κατασκευασμένη από κλαδιά δάφνης από τα Τέμπη. Μετά από αυτό κατασκευάστηκε άλλος ναός, θαυμασιότερος από μέλισσες από κερί και φτερά. Ο τρίτος που κατασκευάστηκε ήταν χάλκινος ή επενδεδυμένος με χαλκό, ο δε τέταρτος ήταν αυτός των Τροφώνιου και Αγαμήδη.
Πρόσληψη ιερέων
Αλλά Απόλλωνας στερούταν ιερατικού προσωπικού για να τον λατρεύει, να θυσιάζει και να εξαγγέλλει τους χρησμούς του. Βρήκε γι΄ αυτό κρήτες ευγενείς από την Κνωσό, που πήγαιναν με πλοίο για εμπόριο στην Πύλο. Όταν ο αρχηγός των κρητών βλέποντας ότι η χώρα εκεί ήταν ξηρά και άγονη ρώτησε το θεό ποιους πόρους ζωής θα έχουν, ο Απόλλωνας απάντησε γελώντας: «Ανόητοι άνθρωποι, οι οποίοι θέλετε διαρκώς να φορτώνεστε μέριμνες και βάσανα και ψυχικές στενοχώριες, θα σας δώσω μία εύκολη απόκριση και βάλτε την καλά στο νου σας. Καθένας από σας κρατώντας με το δεξί χέρι μαχαίρι, θα σφάζετε κάθε μέρα αιγοπρόβατα, τα οποία θα έχω άφθονα στη διάθεσή μου, γιατί θα τα φέρνουν εδώ άνθρωποι κάθε φυλής. Να φυλάτε το ιερό μου και να δέχεστε τους κάθε εθνικότητας ανθρώπους, όταν συγκεντρώνονται εδώ και πρωτίστως τις δικές μου εμπνεύσεις». Αυτοί κατά την παράδοση αποτέλεσαν το πρώτο ιερατείο του μαντείου, τους οργεώνες, τους πρώτους λειτουργούς του.
Από τότε αρχίζει η λειτουργία του ναού και του μαντείου των Δελφών. Φαντάζονταν το θεό να κατοικεί σε δάφνη, η οποία ήταν το ιερό του φυτό. Μέσα στο ιερό τέμενος, κοντά στο ναό παλιά υπήρχε ιερά δάφνη, η κατοικία του θεού, και από εκει προφήτευε με το θρόισμα των φύλλων ίσως, που θα εκλαμβανόταν ως η φωνή του θεού, την οποία οι ιερείς μετάφραζαν σε ανθρώπινη γλώσσα.
Εικάζεται ότι πριν την ίδρυση του απολλώνειου μαντείου, λειτουργούσε εκεί και κληρομαντείο, του οποίου προφήτιδες ήταν οι Θρίες, τρεις φτερωτές αδελφές. Η συνηθέστερη μορφή της κληρομαντείας ήταν να ρίχνονται σε δοχείο κλήροι και από αυτούς να ανασύρεται ένας, ο οποίος, ανάλογα με το σχήμα και το χρώμα του θα είχε κάποια ερμηνεία.
Έτσι λοιπόν, είχαν λειτουργήσει στους Δελφούς τρία μαντεία με διάφορο κάθε φορά τρόπο μαντικής. Το χθόνιο, με εγκοίμηση, που ανήκε στη Γη, το κληρομαντείο κι αυτό που έδινε χρησμούς με τη δάφνη, τα δύο τελευταία Απολλώνια, χωρίς όμως να μπορούμε να καθορίσουμε το χρόνο της κάθε μεταρρύθμισης.
Μεταρρυθμίσεις
Αλλά αφότου εισήλθε στους Δελφούς και η λατρεία του Διόνυσου, η οποία έφερνε τους θιασώτες του θεού σε έκσταση και μανία, επήλθε στη λειτουργία του μαντείου ριζική μεταρρύθμιση. Από τότε, ο δελφικός θεός έδινε τους χρησμούς του με την Πυθία, η οποία πληρούμενη από τον Απόλλωνα έπεφτε σε μανία κι έτσι γινόταν ένθεη, φοιβόληπτη μάντισσα.
Από την ημέρα εκείνη μάλιστα, αρχίζει και η απεριόριστη δράση του μαντείου στον πνευματικό και πολιτικό βίο των ελλήνων. Η έκσταση της Πυθίας αποδιδόταν στο χάσμα της γης, το οποίο, όπως λεγόταν, κατά τους νεότερους τουλάχιστον χρόνους βρισκόταν στο άδυτο του ναού, απ΄ όπου ανέβαιναν οι αναθυμιάσεις, διεγερτικές, μεθυστικές, ενθουσιαστικές, με τις οποίες ο εκτιθέμενος σε αυτές ερχόταν σε έκσταση και μπορούσε να λέει τα μέλλοντα.
Κάτω από το δάπεδο του άδυτου του ναού διερχόταν νερό από την Κασσότιδα πηγή, από το οποίο αναδίδονταν οι αναθυμιάσεις. Πάνω από το χάσμα υπήρχε ψηλός επίχρυσος τρίποδας, στην ανώτερη στρογγυλή κοιλότητα του οποίου είχε τοποθετηθεί κοίλος δίσκος ή λέβητας, που λεγόταν όλμος, πάνω στον οποίο καθόταν η Πυθία. Αυτή, σε παλιότερους χρόνους ήταν παρθένα ή στην ακμή της νεανικής της ηλικίας, αλλά αργότερα, επειδή ο θεσσαλός Εχεκράτης την εράστηκε, την απήγαγε και τη διέφθειρε, εξέλεγαν για αυτό το σκοπό γυναίκα, παρθένα μεν, αλλά πάνω από τα πενήντα, η οποία όμως σε ανάμνηση της παλιάς συνήθειας φόραγε ρούχα και κοσμήματα σα να ήταν νεαρή κόρη. Η Πυθία εκλεγόταν από όλες τις γυναίκες των Δελφών, άψογης φήμης και ακηλίδωτης παρθενιάς. Κατά την παράδοση, πρώτη Πυθία υπήρξε η Φημονόη.
Παρά τις παραδόσεις για την ύπαρξη χάσματος στο άδυτο και των αναθυμιάσεων από αυτό, στις οποίες οφειλόταν η διέγερση της Πυθίας, ποτέ δεν βρέθηκε κανένα ίχνος κατά τις ανασκαφές, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι καταχώθηκε ή έκλεισε από σεισμούς, γιατί το έδαφος εκεί αποτελείται από σχιστολιθικά πετρώματα. Έτσι, κατά καιρούς εκφράστηκαν διάφορες γνώμες για την πηγή της έκστασης της Πυθίας.
Χρήση ουσιών
Στην Οδύσσεια αναφέρει ο Όμηρος, ότι η Ελένη του Μενέλαου, όταν την επισκέφθηκε στη Σπάρτη ο Τηλέμαχος για να ρωτήσει για τον πατέρα του, του πρόσφερε κρασί, μέσα στο οποίο έβαλε φάρμακο «νηπενθές τ΄ άχολον κακών επίληθον πάντων», δηλαδή, που έδιωχνε τη λύπη και το θυμό και σε έκανε να λησμονείς όλα τα δυσάρεστα. Το φάρμακο αυτό το έφερε η Ελένη από την Αίγυπτο (Δ΄ 221).
Το όπιο αναφέρεται από τον Θεόφραστο κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., ο δε Γαληνός το χρησιμοποιούσε για την ανακούφιση του πόνου. Σε αρχαίο ανάγλυφο, εικονίζεται ο Άδης με την Περσεφόνη να κρατά στα χέρια του άνθη παπαρούνας (βλ. εικόνα αριστερά), που ήταν το σύμβολο του Μορφέα, του θεού του ύπνου. Κατά τη τέλεση των Ελευσίνιων Μυστηρίων γινόταν χρήση οίνου, πιθανώς δε και οπίου, γιατί σε μαρμάρινη πλάκα που βρέθηκε, παρίσταται η θεά Δήμητρα κρατώντας στα χέρια της στάχυα και κωδιές υπνοφόρου μήκωνος.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ψυχότροπες ουσίες και ναρκωτικά).
Γι΄ αυτό και κανένας απ΄ όσους είχαν λάβει μέρος σε Μυστήρια, δεν ήταν σε θέση μετά να εξηγήσει τι είδε. Τους κρατούσαν τους προσκυνητές μέρες πριν οι ιερείς σε καραντίνα. Τους έδιναν ελεγχόμενα να φάνε και να πιουν ό,τι ήθελαν εκείνοι, τους έδιναν και ναρκωτικά κι έτσι είχαν παράξενες εμπειρίες, εκ της επαφής τους δήθεν με το θείο, που δεν μπορούσαν βέβαια, να περιγράψουν αργότερα. Ήταν υπό την επίδραση ουσιών.
Στο νεκρομαντείο του Αχέροντα βρέθηκαν σε μικρά και μεγάλα πιθάρια, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, απανθρακωμένα κουκιά, τα οποία κατανάλωναν οι πιστοί, έφταναν σε έκσταση και μέσα από τις παραισθήσεις «επικοινωνούσαν» με τις ψυχές των νεκρών.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Παραισθησιογόνα σε αρχαία πιθάρια).
Όταν λοιπόν διαβάζουμε για διεγερτικές, μεθυστικές, ενθουσιαστικές κ.ά. αναθυμιάσεις ή τίποτε τέτοια, σε αρχαίους ναούς, σε μαντεία κ.λπ., πρέπει να πηγαίνει μάλλον ο νους μας σε ναρκωτικά, τα οποία εξάλλου ήδη γνώριζαν πολλοί λαοί και πριν τους έλληνες. Η χρήση του οπίου σα φάρμακο εναντίον του ψυχικού και σωματικού πόνου, για παράδειγμα, χάνεται στο βάθος του χρόνου. Σε ασσυριακό ανάγλυφο εικονίζεται το ιερό φυτό της παπαρούνας, την οποία οι ασσύριοι και βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο καταπραϋντικό.
Πήγαιναν καλά οι δουλειές
Κατά τους παλιότερους χρόνους λειτουργίας του μαντείου των Δελφών, όταν και οι προσερχόμενοι για να λάβουν χρησμό ήταν σχετικά λίγοι, μόνο μία μέρα του έτους ανέβαινε η Πυθία στον μαντικό τρίποδα, την έβδομη του δελφικού μήνα Βυσίου (Φεβρουαρίου), κατά την οποία μέρα πίστευαν ότι γεννήθηκε ο Απόλλωνας. Αργότερα, οι χρησμοί παρέχονταν μια φορά το μήνα, πλην των τριών χειμερινών μηνών, κατά τους οποίους φαντάζονταν το θεό να αποδημεί για τους υπερβόρειους. Κατά την περίοδο της ακμής του μαντείου, όταν προσέρχονταν σε αυτό για να συμβουλευτούν το θεό πολυάριθμοι προσκυνητές κι όχι μόνο ιδιώτες, αλλά και ηγεμόνες και κυβερνήτες και βασιλιάδες έλληνες και ξένοι που προσέφερναν και πλούσια δώρα, υπήρχε και δεύτερη Πυθία και τρίτη κι εκτός από αυτές, και εφεδρική.
Υπήρχαν κάποιες μέρες, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως αποφράδες ή απαίσιες, κατά τις οποίες η Πυθία δεν επιτρεπόταν να ανέβει στον τρίποδα. Όλες τις υπόλοιπες ανέβαινε, αφού προηγουμένως γινόταν παρατήρηση των σημείων με θυσίες, που προσέφεραν οι ερωτώντες, για να γνωστεί από αυτές αν η ημέρα ήταν αίσια ή όχι.

Το τελετουργικό της απάτης
Αφού έκανε η Πυθία τις προκαθορισμένες πλύσεις, καθαρμούς και νηστείες, θυμιάτιζε με φύλλα δάφνης κι έπαιρνε άλφιτα από το βωμό, στον οποίο καίγονταν μόνο ξύλα ελάτης, εισερχόταν στο άδυτο, όπου πολύ λίγοι επιτρεπόταν να εισέρχονται, στεφανωμένη με δάφνη και με χρυσά κοσμήματα στο κεφάλι και μακρύ ιμάτιο. Έπινε νερό από την Κασσότιδα, μασούσε φύλλα δάφνης, ακουμπούσε τον τρίποδα, τον κουνούσε, για να προσκαλέσει το θεό κι ανέβαινε στη μαντική έδρα, τον τρίποδα, εστεμμένο κι αυτό με δάφνη. Ένας ιερέας, ο καλούμενος προφήτης, τη συνόδευε κι έπαιρνε θέση κοντά στον τρίποδα. Έμπαιναν μετά στο ιερό αυτοί που ρωτούσαν το μαντείο σε σειρά οριζόμενη με κλήρο, προτιμώνταν δε μόνο τα άτομα ή οι πόλεις, στις οποίες είχε δοθεί από τους Δελφούς η προμαντεία, το προνόμιο να λαμβάνουν χρησμό εκτός σειράς και πριν τους άλλους.
Η Πυθία ερχόταν σε έκσταση, σε νευρική διέγερση και υστερικό παροξυσμό και ερωτώμενη από τον προφήτη έλεγε σχεδόν ασυνείδητα ό,τι της ερχόταν ως έμπνευση του θεού ή ως όραμα. Η απόκριση της Πυθίας καταγραφόταν από τον προφήτη και μεταγραφόταν κατόπιν από αυτόν και από τους λόγιους ιερείς του μαντείου και λάμβανε τη μορφή του χρησμού, εμμέτρου συνήθως, του οποίου οποιοδήποτε κι αν ήταν το νόημα φρόντιζαν κατά κανόνα να μη το διατυπώνουν ευθέως και σαφώς, αλλά αινιγματωδώς και ασαφώς.
Ιεροί πόλεμοι για το μαντείο
Με το πέρασμα του χρόνου, το μαντείο των Δελφών κατέστη πανελλήνιο θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο με παγκόσμια ακτινοβολία, στο ιερατείο του μάλιστα ανήκε και η πρωτοβουλία του θεσμού των Αμφικτυονιών, οι οποίες στην αρχή είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά αργότερα κατέστησαν συνέδριο καθαρά πολιτικό.
Τα ιερατικά γένη, που διοικούσαν τους Δελφούς και το μαντείο και οι κάτοικοι, εκμεταλλευόμενοι την ευσέβεια των τότε ανθρώπων και την προστασία των Aμφικτιόνων κατόρθωσαν να αποβούν ανεξάρτητοι από την φωκική πόλη Κρίσα, η οποία καρπώνονταν τα χρήματα που συνέρεαν στο ιερό από τους προσκυνητές. Οι κρισαίοι ζήτησαν να επανακτήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα επί του ιερού, αλλά οι διοικούντες αυτό απαντούσαν στηριζόμενοι στους μύθους, ότι οι Δελφοί ήταν αποικία κρητών. Οι κρισαίοι, μη θέλοντας να προσβάλουν απευθείας την ανεξαρτησία του ιερού, σκέφτηκαν να αυξήσουν τα κέρδη τους από τη φορολογία των θρησκευτικών προσόδων. Επέβαλλαν λοιπόν φόρους στους καταπλέοντες στο επίνειό τους, την παραλιακή πόλη Κίρρα, και στους διερχόμενους από ξηράς από την Κρίσα.
Ύστερα από αυτά, η Αμφικτυονία αφού απέτυχε να διευθετηθεί ειρηνικά το θέμα, κήρυξε τον κατά της Κρίσας πόλεμο, τον πρώτο ιερό πόλεμο, που διήρκεσε δέκα χρόνια (596-585 π.Χ.). Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η καταστροφή της Κρίσας και της Κίρρας και η αφιέρωση της χώρας αυτής στον Απόλλωνα, τη Λητώ, την Άρτεμη και την Προναία Αθήνα. Κατά το τέλος του πολέμου αυτού τελέστηκαν και τα Πύθια μεγαλοπρεπώς και αποφασίστηκε να τελούνται του λοιπού κατά τετραετία υπό τη διεύθυνση των Αμφικτιόνων.
Φίλοι και εχθροί αντάμα
Η φήμη του ιερατείου και ο πλούτος αύξαιναν διαρκώς τη δύναμή του, ιδίως μεταξύ εκείνων των ελλήνων, που είχαν εγκατασταθεί άποικοι με χρησμούς του Πυθίου Απόλλωνα, όπως και των λυδών βασιλιάδων και άλλων, οι οποίοι έστελναν πολύτιμα αναθήματα. Μεταξύ του 750 και 500 π.Χ. το μαντείο των Δελφών ήταν υπαίτιο για ένα μαζικό κύμα μετανάστευσης, λειτουργούσε ως υπηρεσία μετανάστευσης. Ευβοείς, κορίνθιοι και κρήτες πήγαν στη Σικελία, στο Βυζάντιο, μέχρι και στις αφρικανικές ακτές.
H πομπή των επισκεπτών που ζητούσαν χρησμό, τους ένωνε όλους, συμμάχους και εχθρούς. Οι σπαρτιάτες παρέλαυναν αρμονικά δίπλα στους αθηναίους, παρά τον μεταξύ τους πόλεμο που τους χώριζε και παρά το γεγονός, ότι εκατό χιλιόμετρα μακριά από το μαντείο ο πόλεμος στοίχιζε, καθημερινά, τη ζωή νέων θυμάτων.
Μέσα στον περίβολο του τεμένους κτίστηκαν πλήθος θησαυρών διαφόρων πόλεων. Υπήρχαν υπερμεγέθη αγάλματα ηρώων ανάμεσα από ναούς και θησαυροφυλάκια. Μεγαλοπρεπή δώρα για τους θεούς από χρυσό, ελεφαντόδοντο και από άλλα πολύτιμα υλικά κατέκλυζαν τον χώρο. Το τέμενος γέμισε οικοδομήματα.
Από το Ανάθημα των λακεδαιμόνιων έχουν απομείνει μόνο οι θεμέλιοι λίθοι και επιγραφές. Το μεγάλο αυτό μνημείο χτίστηκε από τους σπαρτιάτες και ήταν οι μόνοι, στους οποίους επιτράπηκε να κτίσουν μνημείο στους Δελφούς για να γιορτάσουν τον θρίαμβό τους ενάντια στον εχθρό, που ήταν άλλοι έλληνες. Για τους αθηναίους αυτή η ανάμνηση της ταπείνωσής τους αποτέλεσε διπλή προβοκάτσια, γιατί ακριβώς απέναντι στεκόταν το Θησαυροφυλάκιο των Αθηναίων, στο οποίο τιμούσαν το θεό για τη νίκη στη μάχη του Μαραθώνα: «Οι αθηναίοι αφιερώνουν στον Απόλλωνα τα λάφυρα του πολέμου των μήδων μετά τη σφαγή στο Μαραθώνα». Οι βάσεις του Θησαυροφυλακίου των Συρακουσών βρίσκονται απέναντι. Στη σικελική εκστρατεία, οι αθηναίοι βίωσαν τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία τους. Όσοι επέζησαν, δούλευαν σα σκλάβοι στα λατομεία των Συρακουσών και εξόρυσσαν χρυσό για τα δώρα στους θεούς των εχθρών τους.
Από πολιτικής άποψης, οι ιερείς του μαντείου είχαν πολλές φορές μεγαλύτερη επιρροή από εκείνους που ήταν στην εξουσία κι όμως, κανείς δεν ξέρει τα ονόματά τους.
Χρηματισμός από παντού
Κατά την αρχαϊκή περίοδο, όταν το μαντείο των Δελφών ήταν στην ακμή του, αρκετοί ηγεμόνες της Μικράς Ασίας θέλησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους αναφερόμενοι σε χρησμούς που τους έδωσε η Πυθία. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος, ο μονάρχης της Φρυγίας Μίδας, για να διασφαλίσει τον προσδοκώμενο χρησμό, αφιέρωσε στους Δελφούς τον βασιλικό του θρόνο, όπου καθόταν και δίκαζε. Ο Γύγης, τύραννος των Σάρδεων, έστειλε πολλά χρυσά αφιερώματα στο μαντείο για να αποκτήσει χρησμό κατά των αντιπάλων του (Α΄ 13). Το μαντείο προφήτεψε ότι η δυναστεία του Γύγη θα διαρκέσει πέντε γενεές!
Ο μονάρχης της Λυδίας Κροίσος, διεκδικώντας την κατάκτηση της Περσίας, έστειλε τα πιο πλούσια δώρα στους Δελφούς. Κατά τον Ηρόδοτο προσέφερε τρεις χιλιάδες ζώα για θυσία. Επάνω σε ένα σωρό ξύλα τοποθέτησε επίχρυσα και επάργυρα κρεβάτια, χρυσές φιάλες και πορφύρες. Όλα αυτά προσφέρθηκαν με εντολή του Κροίσου για να εξασφαλίσει την εύνοια του Απόλλωνα (ένθ. αν. Α΄ 50). Ύστερα από τους ευνοϊκούς χρησμούς ο Κροίσος έστειλε στο μαντείο ένα λιοντάρι από χρυσάφι πάνω σε πυραμίδα από 117 πλάκες, κράμα χρυσού και αργύρου. Επίσης, δύο τεράστιους κρατήρες, τον ένα από χρυσάφι, τον άλλον από ασήμι.
Ο Κύψελος, τύραννος της Κορίνθου, που κατοχύρωσε την εξουσία του υστέρα από χρησμό των Δελφών, έσπευσε να προσφέρει «θησαυρό», ένα μικρό ναό αφιερωμένο στον Απόλλωνα (ένθ. αν. Ε΄ 92). O Λυκούργος της Σπάρτης, θεμελίωσε την εξουσία του, αλλάζοντας το παραδοσιακό καθεστώς, με τη διασφάλιση χρησμού των Δελφών. Το μαντείο υπέδειξε διπλή βασιλεία στη Σπάρτη ─των υιών του Αριστόδημου─ και τη συνεργασία με δύο «Πύθιους» πρέσβεις της Σπάρτης στους Δελφούς.
Υπήρχαν όμως και ιδιωτικές προσφυγές στο μαντείο για χρησμούς. Όλοι υποχρεώνονταν να θυσιάσουν μια γίδα στο βωμό του μαντείου. Πολλοί, με προσφορά πλούσιων δώρων, εξασφάλιζαν, διαμέσου των χρησμών, εξαγνισμό και εξιλέωση για τα εγκλήματα τους, κυρίως φόνους (όπως γινόταν κι αργότερα με τα συγχωροχάρτια).
Ο αθηναίος Σόλων κατοχύρωσε το νομοθετικό του έργο με χρησμό ευλογίας από το μαντείο των Δελφών. Στον χρησμό υπογραμμιζόταν η συμπαράταξη του Απόλλωνα.
Η Σπάρτη, σχεδιάζοντας πολεμική εξόρμηση για κατάκτηση γειτονικής περιοχής, εξασφάλισε χρησμό που ενέκρινε κατάληψη της Τεγέας: «Μου ζητάς την Αρκαδία. Πολλά μου ζητάς... Θα σου δώσω την Τεγέα για να χορεύεις εκεί και να ψηλοπηδάς και τον ωραίο κάμπο να μετρήσεις με σχοινί και να τον μοιράσεις» (ένθ. αν. Α΄ 66).
Ο Θουκυδίδης θεωρεί τους χρησμούς μια μορφή παραλογισμού στην ανθρώπινη συμπεριφορά, που οφείλεται σε διάφορες πιεστικές εκδηλώσεις. Ο Ευριπίδης, στις τραγωδίες του «Ανδρομάχη» και «Ίων», στιγματίζει τη συμπεριφορά του μαντείου των Δελφών. Στο έργο του «Ίων», ο Απόλλωνας εξεικονίζεται απατεώνας. Αιχμηρές είναι οι επιθέσεις κατά του Απόλλωνα και στα έργα του «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και «Ηλέκτρα».
Κατά τον σχεδιασμό της αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία, οι άρχοντες των αθηναίων κατέφυγαν για χρησμούς στο μαντείο της Δωδώνης, στους Δελφούς και στο μαντείο του Άμμωνος Διός της αιγυπτιακής Σίβα.
Ο Λύσανδρος της Σπάρτης, διεκδικώντας μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο την εξουσία, έσπευσε να δωροδοκήσει το ιερατείο των Δελφών για να αποκτήσει ευνοϊκό χρησμό. Κατέφυγε επίσης και στο μαντείο στη Σίβα με παρόμοια επαίσχυντα μέσα.
Ο ύπουλος και συχνά αχρείος ρόλος των μαντείων, με τις δωροδοκίες και τις απάτες έγινε γνωστός σε πανελλήνια κλίμακα με συνέπεια όλο και περισσότεροι να επιζητούν παρασκηνιακές συναλλαγές για ευνοϊκούς χρησμούς. Ο Ξενοφώντας, ύστερα από συμπαράσταση του μαντείου των Δελφών για τη μικρασιατική εκστρατεία, έσπευσε, μετά την Κάθοδο των Μυρίων, να προσφέρει στο μαντείο ένα μερίδιο από τα λάφυρα. («Κύρου Ανάβασις», Ε΄ 3,6).
Αλλά και οι ρωμαίοι αργότερα κατέφευγαν στους Δελφούς με προσδοκία ευνοϊκών χρησμών για τις κατακτητικές τους φιλοδοξίες. Προετοιμάζοντας την εκστρατεία εναντίον των καρχηδόνιων έστειλαν εκπρόσωπο στο μαντείο για εξασφάλιση της νίκης. Ο χρησμός διαβεβαίωσε ότι η εκστρατεία θα είναι νικηφόρα, διατύπωσε όμως την αξίωση να αποστείλουν στους Δελφούς ένα μέρος από τα λάφυρα, προσφορά στον... Απόλλωνα. Μετά τη νίκη του Μεταύρου το 207 π.Χ., οι ρωμαίοι έστειλαν πρεσβεία στους Δελφούς με δώρα ένα χρυσό στέμμα και πολλά αργυρά αντικείμενα από τα λάφυρά τους.
O Νέρωνας, μετά την αρπαγή από τους Δελφούς πεντακοσίων και πλέον ορειχάλκινων και άλλων αγαλμάτων, κατέφυγε στο μαντείο για χρησμό. Παρά την εξαφάνιση των καλλιτεχνικών θησαυρών, ο χρησμός ήταν ευνοϊκός! Ως αντάλλαγμα προσέφερε στο ιερατείο 100.000 σηστέρτιους. (Σουητώνιος, «Νέρων», 40).
Το μαντείο όργανο των περσών
Η αχρειότητα του δελφικού ιερατείου κατέληξε σε ανθελληνική εγκληματικότητα. Κατά τους Περσικούς πολέμους είχε διαφθαρεί από το περσικό χρυσίο. Το ιερατείο είχαν συνεννοηθεί με τον Ξέρξη κι αυτό το αποδεικνύουν οι διφορούμενοι και ηττοπαθείς χρησμοί, που έδιναν στους αθηναίους και τους άλλους έλληνες, σκορπίζοντας το δηλητήριο της αποθάρρυνσης, αλλά κυρίως το γεγονός, ότι οι πέρσες δεν έθιξαν τους Δελφούς. Το μαντείο των Δελφών, με συμφεροντολογικά κίνητρα κι εμφανίζοντας τον χρησμό ως εντολή του Απόλλωνα, κάλεσε τους αθηναίους να εγκαταλείψουν την Αττική και να καταφύγουν στο εξωτερικό: «Άμοιροι, τι περιμένετε; Φύγετε από την πατρίδα σας και από το στρογγυλό και υψηλό κάστρο της πατρίδας σας και πηγαίνετε στην άκρη του κόσμου... Όλα τα γκρεμίζει η φωτιά και ο τρομερός Άρης πάνω στο περσικό άρμα. Πολλά κέντρα θα καταστρέψει και όχι μόνο το δικό σας» (Ηρόδοτος, Ζ΄ 140).
Ο Τίμων από τους Δελφούς, σημαίνων παράγων στο μαντείο, αλλά έμπιστος του Θεμιστοκλή, επιχείρησε κάτι το πρωτάκουστο. Πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, συνέλαβε καθ΄ οδόν τους απεσταλμένους στο μαντείο, που επέστρεφαν στην Αθήνα, και λογόκρινε τον ύπουλο χρησμό, που έστελνε το ιερατείο, με τον οποίο πρόβλεπε την καταστροφή της Αθήνας, ώστε να αποκαρδιώσει τους ─θεοσεβούμενους και προληπτικούς─ αθηναίους.
Κατόπιν, ανάγκασε τους απεσταλμένους να επιστρέψουν στους Δελφούς και με απειλές απαίτησε νέο χρησμό από την Πυθία. Η Πυθία μεταπείστηκε ή μάλλον προσποιήθηκε, ότι μεταπείστηκε και εξέδωσε νέο χρησμό. Ούτε αυτός όμως έλεγε καθαρά να πολεμήσουν τους πέρσες, αλλά περιλάμβανε διφορούμενες κι ακατανόητες λέξεις. Κάπου συμβούλευε για άμυνα στο «ξύλινο τείχος» και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αναφερόταν στο ξύλινο τείχος της Ακρόπολης. Ο πολυμήχανος Θεμιστοκλής όμως, βρήκε τρόπο να «ερμηνεύσει» το χρησμό εκμεταλλευόμενος τη δεισιδαιμονία των αθηναίων πείθοντάς τους, ότι η θεϊκή παραίνεση δεν εννοούσε τα ξύλινα τείχη, αλλά τα ξύλινα καράβια. Έτσι, ο δωδεκαθεϊσμός και το θρησκευτικό ιερατείο, παρά τη θέλησή τους βέβαια, τέθηκαν στην υπηρεσία της πολιτικής του Θεμιστοκλή.
Όταν η στρατιά των περσών πέρασε τα στενά της Υάμπολης και της Ελάτειας και εισέλαυνε στη φωκική χώρα, οι φωκείς πήραν όσο μέρος της κινητής τους περιουσίας μπορούσαν και κατέφυγαν στις βραχώδεις κορυφές και στα απρόσιτα άντρα του Παρνασσού. Αλλά οι θεσσαλοί προσφέρθηκαν ως οδηγοί των περσών κι έτσι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε όλη η περιοχή παρά τον Κηφισό.
Μοίρα της πολεμικής στρατιάς πήγε στους Δελφούς. Το μαντείο όμως, παρέμεινε περιέργως άθικτο, όπως και οι τεράστιοι θησαυροί του. Η μόνη πραγματική διαφώτιση του «μυστηρίου», δηλαδή του σεβασμού από μέρους των περσών, είναι, ότι το περσικό στρατηγείο έλαβε δρακόντεια μέτρα, προκειμένου να αποτραπεί η παραμικρή ενόχληση των ιερέων και των περιουσιών του ιερού.
Εννοείται, ότι το ιερατείο κατόπιν διέδωσε, ότι με κεραυνούς ο Δίας έδιωξε τους πέρσες και οι άλλοι θεοί κατακρήμνισαν ολόκληρους βράχους από τα γύρω όρη εναντίον των περσών, που τράπηκαν σε φυγή προ του φαινομένου κι έτσι σώθηκαν τα ιερά και το μαντείο.
Παρ΄όλα αυτά, μετά τις νίκες κατά των περσών, οι έλληνες αφιέρωσαν στο μαντείο των Δελφών τη δεκάτη των λαφύρων και ήθελαν ακόμη να αναθέσουν σε αυτό το δέκατο της αξίας και της περιουσίας των μηδιζόντων.
Το 448 π.Χ., οι φωκείς θέλοντας να γίνουν κύριοι του ιερού κατέλαβαν τους Δελφούς. Τότε έστειλαν οι λακεδαιμόνιοι στρατό και αποκατέστησαν τα πράγματα. Αυτός ήταν ο δεύτερος ιερός πόλεμος. Μετά την αναχώρηση των λακεδαιμονίων όμως, οι αθηναίοι απέδωσαν στους φωκείς την ηγεμονία των Δελφών και τη διεύθυνση των πυθικών αγώνων και το 421 π.Χ. με τη Νικίειο ειρήνη, οι Δελφοί αναγνωρίστηκαν πάλι αυτόνομοι.
Όταν το μαντείο λακώνιζε και φιλίππιζε
Κατά τις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου το ιερατείο των Δελφών υιοθέτησε, με τους χρησμούς του, εχθρική στάση προς τους αθηναίους που θα υποστούν καταστροφική εισβολή. Όταν οι σπαρτιάτες έσπευσαν να συμβουλευτούν το μαντείο των Δελφών με ερώτηση αν ο πόλεμος θα είναι επιτυχής, ο «Πύθιος Απόλλων» χρησμοδότησε ότι οι σπαρτιάτες θα νικήσουν αν πολεμήσουν με όλες τις δυνάμεις τους. Και πρόσθεσε το μαντείο ότι ο θεός θα τους συμπαρασταθεί ανεξάρτητα αν θα τον καλέσουν η όχι για ενίσχυση (ένθ. αν. Ζ΄ 141).
Πάντως όμως, από τον Πελοποννησιακό πόλεμο άρχισε βαθμιαία κατάπτωση του μαντείου, η οποία επιτάθηκε κατά τον 4ο αι. π.X., όταν ενεπλάκη στον ανταγωνισμό μακεδόνων και ελλήνων και η Πυθία ονειδιζόταν ως φιλιππίζουσα.
Μετά την κατάληψη της δελφικής Αμφικτυονίας από τον Φίλιππο της Μακεδονίας το 346 π.Χ., οι χρησμοί του μαντείου είχαν αποκλειστικά πολιτικό χαρακτήρα και υμνολογούσαν τη μακεδoνική δυναστεία. Η Αθήνα εξαγριώθηκε κι ο Δημοσθένης έσπευσε να καταγγείλει ότι «η Πυθία φιλιππίζει».
Το 332 π.Χ. οι Δελφοί απέκλεισαν την προσφυγή των αθηναίων στο μαντείο για χρησμοδοτήσεις. Οι Δελφοί είχαν καταντήσει αποικία και όργανο της μακεδονικής δυναστείας. Ο Φίλιππος χρησιμοποιούσε το μαντείο ως μέσο πολιτικής επιρροής. Το ιερατείο απένειμε στον Αλέξανδρο τον τίτλο «αήττητος», ενώ το μαντείο του Άμμωνα Δία στη Σίβα της Αιγύπτου, τον αποκάλεσε «υιό του Διός»!
Σταδιακή παρακμή
Το 279 π.Χ. εισέβαλαν στο μαντείο γαλάτες, το 83 π.Χ. επέδραμαν οι θράκες μαίδοι, οι οποίοι έβαλαν φωτιά στο ναό και λεηλάτησαν το ιερό, ενώ το 86 π.Χ. ο ρωμαίος στρατηγός Σύλλας έγραψε από την Αθήνα που πολιορκούσε, προς τους αμφικτύονες των Δελφών να του στείλουν τα από πολύτιμα μέταλλα αναθήματα του μαντείου, εκείνοι δε εκτέλεσαν τη διαταγή χωρίς αντίρρηση.
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους το μαντείο διατελούσε σε παρακμή. Οι περισσότεροι από τους επισκέπτες πήγαιναν εκεί όχι πλέον από θρησκευτική ευλάβεια, αλλά για να θαυμάσουν μάλλον ως φιλότεχνοι ή φιλάρχαιοι τον απέραντο πλούτο των αρχιτεκτονικών καλλιτεχνημάτων και των αγαλμάτων. Μικρή άνθηση παρατηρήθηκε επί του αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος επισκέφθηκε δύο φορές το μαντείο, αλλά η παρακμή επιτάθηκε επί του Μ. Κωνσταντίνου και του Κωνστάντιου Β΄, επί των ημερών του οποίου είχαν καταρρεύσει και όλα σχεδόν τα μαντεία.
Η προσπάθεια του αυτοκράτορα Ιουλιανού να εμψυχώσει τον ψυχορραγούντα εκεί αρχαίο κόσμο απέβη μοιραία, όταν δε απέστειλε ως λέγεται τον Ορειβάσιο, έλαβε τον τελευταίο χρησμό του μαντείου, που ακούγεται σα δήλωση παραίτησης από τον Απόλλωνα και με τον οποίο διεμήνυσε στον αυτοκράτορα ότι κατέρρευσε το πολυτελές ανάκτορο του Φοίβου Απόλλωνα κι ότι χάθηκε και σβήστηκε πλέον η μαντική του δύναμη. Από τότε το μαντείο ήταν κατ΄ ουσία νεκρό, κατά τύπους δε μόνο εξακολουθούσε να υπάρχει για λίγο χρόνο ακόμη, μέχρις ότου τον 4ο αι. μ.Χ. επί Θεοδοσίου έκλεισε τελειωτικά και γκρεμίστηκε κι αυτό, όπως και όλα τα αρχαία οικοδομήματα, όσα δεν μετατράπηκαν σε εκκλησίες (ες έδαφος φέρειν).
Τον 6ο αι. μ.Χ., ο Ιουστινιανός διέταξε τον προσπορισμό των καλυτέρων μαρμάρων του Παρθενώνα, αλλά και άλλων σπουδαίων αρχαίων ναών, όπως των Δελφών, της Μιλήτου, της Εφέσου κ.ά. και τη μεταφορά τους στην Κωνσταντινούπολη για την ανέγερση τής Αγίας Σοφίας.
Kατόπιν και ο χρόνος και οι παντός είδους καταστροφές συμπλήρωσαν την εξαφάνιση του τόπου αυτού και στη θέση των ερειπίων του ιδρύθηκε το μικρό και άσημο χωριό Καστρί.
Η μεγάλη ανασκαφή των Δελφών συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα και αποκάλυψε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.

Ένας από αυτούς ήταν και ο ποιητής του περασμένου αιώνα, Άγγελος Σικελιανός, ένας βαθύτατα εθνικιστής, ο οποίος, το μόνο που αντιλήφθηκε και ξεχώρισε από την αρχαία Ελλάδα και θέλησε να «αναστήσει» δεν ήταν έστω το επιστημονικό ή φιλοσοφικό αρχαίο ελληνικό πνεύμα, αλλά το δελφικό, το πνεύμα δηλαδή της θεοκρατίας, του χρηματισμού των ιερέων από τους εξουσιαστές, το πνεύμα του ψεύδους και της απάτης.
Σπατάλησε όλη του την περιουσία, για να βάζει στους αρβανιτόβλαχους, βαλκάνιους, βορειοαφρικανούς κ.λπ. κατοίκους της περιοχής χλαμύδες και να οργανώνει «αρχαιοπρεπή» δρώμενα στους Δελφούς, τις λεγόμενες Δελφικές Εορτές (1927-1930). Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν σχεδόν να χρεωκοπήσει κι ένεκα αυτού να τον χωρίσει κι η αμερικανίδα σύζυγός του, που υπεραγαπούσε.
Επίλογος
Πάντα κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, η πολιτική εξουσία συμπορευόταν με τη θρησκευτική για τη χειραγώγηση των λαών. Αυτό παρατηρείται και σήμερα, ειδικά στο πιο θεοκρατικά καθεστώτα του κόσμου, αλλά και όχι μόνο.
Το ίδιο συνέβαινε και στη Ρωμιοσύνη από τη βυζαντινή περίοδο, συνεχίστηκε κατά την οθωμανική, οπότε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήταν όργανο της σουλτανικής εξουσίας, και φτάνει μέχρι και το σύγχρονο κράτος στις μέρες μας, όπου σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε τους ιεράρχες να φέρονται σαν... υπουργοί εξωτερικών (π.χ. θέμα ονομασίας Π.Γ.Δ.Μ.).
Μελετώντας όμως την ιστορία του μαντείου των Δελφών προκύπτει ότι, ό,τι και να κάνουν οι σημερινοί χριστιανοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, μητροπολίτες κ.λπ. ιεράρχες, όλα μοιάζουν ερασιτεχνισμοί σε σχέση με αυτά που έκαναν κι είχαν καταφέρει οι αρχαίοι έλληνες συνάδελφοί τους.