Η ΤΕΧΝΗ
ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ
ΠΟΤΕ ΑΘΩΑ

Ο ρόλος του Ρομαντισμού
στην εθνογένεση

Ο Ρομαντισμός, ρεύμα φιλολογικό και καλλιτεχνικό στον αντίποδα του καρτεσιαvού ρασιοναλισμού, άφησε το ιδεολογικό του αποτύπωμα σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα με έντονες επιρροές ως τις μέρες μας. Αρχικά εμφανίστηκε ως αντίδραση στον επιστημονικό εξορθολογισμό της φύσης και της τέχνης που έσερνε μαζί της η πρώτη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Με την πρώτη εξασθένηση της πίστης στην τεχνολογική πρόοδο οι οπαδοί του Rousseau αμφισβήτησαν την ευτυχία που αυτή μπορούσε να προσφέρει στον άνθρωπο, ενώ ο Schiller (1759-1805), πρωτοπόρος της ρομαντικής κριτικής της εκβιομηχάνισης, δήλωσε πως η τέχνη αποτελεί τη «μόνη δυνατότητα επούλωσης της πληγής του μοντέρνου ανθρώπου που ο ίδιος ο πολιτισμός άνοιξε απομακρύνοντάς τον απο τη φύση».

Λόγιοι και καλλιτέχνες ήταν επηρεασμένοι από τα συχνά αντιφατικά πολιτικά αιτήματα που διατυπώνονταν. Ο Ρομαντισμός κατέστη επίσης ένα κίνημα αντιφατικό, ικανό να υπερασπίζεται την υποκειμενικότητα του «Novalis» στο «ο κόσμος είναι αυτό που το Εγώ κατασκευάζει» όσο και την προσήλωση του συνόλου στο νέο εκκοσμικευμένο ιερό της πατρίδας.

Οι ρομαντικοί ιστοριογράφοι συγγράφουν ιστορία επικαλούμενοι μύθους και παραδόσεις σύμφωνα με έναν αντι-ιστορισμό που δεν εστίαζε στο αληθινό αλλά στο ισχυρό, και με το πολιτικό χρέος προς την πατρίδα να περνά μέσα από τον έπαινο.

Λογοτέχνες υμνούν το mal de vivre, την τραγικότητα του ατόμου που πεθαίνει για ένα σκοπό ─έστω ουτοπικό, όπως ο Βέρθερος του Goethe─ και συνάμα, μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα που ως είδος τότε ανθίζει, υπερθεματίζουν το σύνολο που διεκδικεί την εθνική  διαφοροποίηση όπως εξαγόταν από τη γλώσσα, τη λαϊκή τέχνη και τις προγονικές λατρείες, ενσωματώνοντας το παρελθόν στο παρόν με τη συνεκτική δύναμη του εθνικισμού.

Αυτός ο ιδεολογικός δυισμός εξηγεί και το εθνικιστικό παράδοξο του κινήματος που είδε το έθνος ως συλλογικότητα και συνάμα ως άτομο που «πάσχει», μια Ωραία Κοιμωμένη σε λήθαργο που αναμένει την αφύπνιση-Παλιγγενεσία.

Οι καλλιτέχνες του χρωστήρα εξέφρασαν τη ρομαντική τους διάθεση με ετερόκλητα θέματα που μαρτυρούσαν το διαφορετικό πολιτικό αίτημα από χώρα σε χώρα. Ομιχλώδη τοπία και καταιγίδες στην Αγγλία, απεικονίσεις ηρώων και πεδία μαχών στην Ισπανία και τη Γαλλία με το έθνος να αναδύεται ανόθευτο και αήττητο από το αιματηρό τοπίο κρατώντας τα εθνικά του σύμβολα. Ωστόσο παντού αγαπημένο φόντο ήταν τα ερείπια και τα αρχαία μνημεία που κίνησαν ένα γενικό ενδιαφέρον για το αρχέγονο παρελθόν και τις αρχαιότητες που το εκπροσωπούν.
 

Αλλά η τέχνη δεν υπήρξε ποτέ αθώα. Εξαρχής, και μέχρι την ανατρεπτική παρουσία των σύγχρονων κινημάτων, λειτούργησε ως ιδεολογικό εργαλείο με σκοπό και την παραπλάνηση: από τα ευκλεή αρχιτεκτονήματα του Περικλή που υποβοηθούσαν στον πολιτικό εξωραϊσμό της εικόνας του, ως τον Ουμανισμό που απεικονίζει τους ηγεμόνες με την toga, τήβεννο των ουμανιστών, και τα όπλα τους τώρα ανεστραμμένα, και από την επινόηση της προπαγάνδας από τον πάπα Γρηγόριο ΙΕʼ (De Propaganda Fide, 1622) για την αναχαίτιση του προτεσταντισμού που υποτάσσει στο bαrοque τα ελληνορωμαϊκά κτίσματα που εξήραν οι αστοί ουμανιστές ως τον Winckelmann (1717-1768) που θα δώσει στην αισθητική του πρόταση πολιτικό περιεχόμενο κατά της απολυταρχίας, ανοίγοντας το δρόμο στο retour a lʼ antique.
 
Τα ιδεώδη της Επανάστασης των Γάλλων θα αποδοθούν επίσης μέσα από την παλέτα του Ρομαντισμού που αξιοποιεί στο έπακρον ο Ναπολέοντας, με πληθώρα ηρωικών απεικονίσεων για να κάνει σαφή τη νέα μορφή εξουσίας που εγκαινιάζει, των εναλλασσόμενων περιόδων δημοκρατίας, ιμπεριαλισμού και μοναρχίας, ενώ η Αφροδίτη της Μήλου και οι Ταναγραίες κόρες θα γίνουν το πρότυπο ομορφιάς στο Παρίσι του 19ου του φυλετισμού και της δεύτερης αποικιοκρατίας.
 

 
John Bull.
Προσωπογραφία του Βασιλείου
της Μεγάλης Βρετανίας του 1712
που λανσάρισε ο Σκοτσέζος γιατρός
Jοhn Arbuthnot (1667-1735)
και υιοθετήθηκε ως εθνική φιγούρα.
Το εθνικό όραμα των ρομαντικών αντίκειται στην πολιτική των μοναρχών της Παλινόρθωσης όπου πρωτοστατεί ο τσάρος Αλέξανδρος, ο πλέον ευνοημένος από τη μοιρασιά.

Έτσι η νέα Ευρώπη του 1815 προβάλλει με ασαφή χαρακτηριστικά: ο Metternich, που θεωρεί επικίνδυνη κάθε ιδεολογία και περιφρονεί λέξεις σαν τον «φιλελευθερισμό» και τον «εθνικισμό», μιλά για «αδελφοσύνη», ωστόσο το «μέγα γαλλικό έθνος» και οι διεκδικήσεις της Ιρλανδίας ενοχλούν τον Βρετανό «John Bull» παρά τις κτήσεις του από τη Μάλτα και τα Ιόνια Νησιά ως τον Ινδικό Ωκεανό, στη Νορβηγία αρθρογραφούν υπέρ της ανεξαρτησίας από τη Σουηδία που η τελευταία όμως δεν δέχεται, η Φινλανδία ανασύρει από τις μπαλάντες των χωρικών τούς αρχαίους ήρωες της Walhalla για να πιστοποιήσει το δικαίωμά της σε μια εθνοπολιτική ανεξαρτησία από τους Ρώσους, η Δανία ενοχλείται από τη γερμανική διείσδυση στο Schleswig-Holstein και η σλαβική αναγέννηση σκοντάφτει στο δίλημμα του πανσλαβισμού υπό την μητέρα-Ρωσία ή στην εθνική αυτεξουσιότητα των σλαβικών κρατιδίων.


 

 
Νυφική πομπή στο Hardanger.
Νορβηγικός ρομαντικός εθνικισμός. (Hans Gude και Adolph Tidemand, 1848).

 


Η ιδιοτυπία που από περιοχή σε περιοχή παρουσίαζε ο Ρομαντισμός πριν ακόμα από το 1815 εμφαίνεται και στο γεγονός ότι μολονότι παντού οι λόγιοι ήταν εχθρικοί απέναντι στη ναπολεόντεια επιβολή και παντού γνώριζαν ότι μια επανάσταση απέναντι σε αυτή προϋπέθετε «εθνικοποίηση» του πολέμου, στις γερμανόφωνες περιοχές η αντίθεση εκθείαζε περισσότερο την ιδεολογία των φιλελεύθερων αστών ενώ στη Ρωσία την αριστοκρατία.

Ο Ρομαντισμός θα φέρει στο προσκήνιο όλα τα είδη του φασισμού στην Ευρώπη. Έτσι, κατά τον ύστερο 19° η αστική τάξη περιφέρει την τέχνη και την παιδεία της ως αποδεικτικό του δίκαια ηγετικού ρόλου που έχει αναλάβει, μετατρέποντας το «κλασικό ιδεώδες» σε ιδεολογικό όπλο κατά των διογκούμενων διεκδικήσεων του προλεταριάτου που είχε δημιουργήσει το πέρασμα από την οικοτεχνία στη βιομηχανική παραγωγή.
 


Ο βάρδος (John Martin, 1817).
Ένας ουαλός βάρδος διαφεύγει από τη σφαγή
που διέταξε ο βασιλιάς Εδουάρδος Α΄
της Αγγλίας, με σκοπό να καταστρέψει
τον ουαλικό πολιτισμό.
 
 

Ο φυλετισμός
ως ιεραρχία και ως εξέλιξη

Ο φυλετισμός αποτέλεσε δομικό στοιχείο στη συσπείρωση και τη συγκρότηση του έθνους-κράτους, μάλιστα όχι ως «παραπάτημα της ευρωπαϊκής σκέψης» αλλά ως «έκφρασή της». Ωστόσο ο οιονεί ρατσισμός δεν είναι σύμπτωμα ευρωπαϊκό, ούτε νεοτερικό. Πρωτογενώς απαντάται ως φυλετική ιεράρχηση στο ινδικό σύστημα κοινωνικής στρωμάτωσης της κάστας που επέβαλλαν στους σκουρόχρωμους κατοίκους των βορειοδυτικών Ινδιών οι ανοιχτόχρωμες ομάδες που τούς καθυπόταξαν.

Το Σύστημα της κάστας θεμελιώθηκε στη συνύπαρξη δύο αντιθετικών στοιχείων, του «αγνού» (κάστα ιερέων, βασιλέων, πολεμιστών, εμπόρων κι αγροτών) και του «μιαρού» (pariah, που ασχολείτο με τις «ρυπαρές» εργασίες του νεκροθάφτη, του οδοκαθαριστή, του εκδορέα κλπ., και για τούτο ανήκε στους «ανέγγιχτους». Πιθανολογείται πως οι Τσιγγάνοι Sinti και Roma είναι απόγονοι υποομάδας των «μιαρών» που ασχολούνταν παραδοσιακά με το θέατρο και τη μουσική). Μέσα από αυτόν τον παλιό καταμερισμό εργασίας προέκυψαν οι ενδογαμικές επαγγελματικές ομάδες που, ως σήμερα, και παρά την κατάργηση της «αρχής της καθαρότητας» το 1955 από το ινδικό κοινοβούλιο, αποτελούν τη βασική δομή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της Ινδίας.

Τη φυλετική ιεράρχηση επικαλέστηκε ο ανθρωπολόγος Τheοdor Poesche (1826-1899) στο Ein Beitrag zur historischen Anthropologie (1878) για ν' αποδείξει ότι οι Ινδοευρωπαίοι περιγράφονταν ανέκαθεν ως ανοιχτόχρωμοι. 
 
Διακρίσεις συναντάμε και στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη παρότι δεν γίνονταν στη βάση του χρώματος: εκπορεύονταν από τη γλώσσα, την κοινωνική θέση ή και το πολίτευμα ─όπως διαβάζουμε στο «τοις γαρ βαρβάροις δια τας τυρρανίδας», του Πλάτωνα (Συμπόσιον, 182Β, 106)─ καθώς η παρουσία μαύρων στην αρχαιότητα (και το μεσαίωνα) δεν συνοδευόταν από προκαταλήψεις αφού οι φαινοτυπικές διαφορές δεν εκλαμβάνονταν ως ζήτημα βιολογικό αλλά κλιματολογικό.

 
Οι κάστες εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ινδία ─παρά την
απαγόρευση με νόμο─ και να καθορίζουν την εσωτερική
οργάνωση της κοινωνίας, καθώς και την ζωή των κατοίκων της.
Στην βραβευμένη ταινία «Slumdog Millionaire» (2008)
περιγράφονται ακριβώς τα αποτελέσματα της κάστας
στη ζωή όλων: φτώχεια και μεγάλες ανισότητες.
 
Οι διακρίσεις φαίνεται ήταν τόσο διαδεδομένες ώστε να οδηγήσουν τους Αντιφώντα, Αλκιδάμα και Ιππία στην επίκρισή τους, προτάσσοντας τη φυσική ενότητα της ανθρωπότητας: «Κύριοι μου, νομίζω ότι όλοι όσοι είστε εδώ ─άσχετα από ποια Πολιτεία βαστάτε─ είσαστε από το ίδιο σόι και από την ιδια γενιά και όλοι συμπολίτες. Η τέτοια σας συγγένεια είναι δοσμένη από τη φύση και όχι από το γραφτό δίκαιο, γιατί κάθε όμοιο από τη φύση συγγενεύει με το όμοιό του» (Ιππίας ο Ηλιείος, 411 π.ΚΕ.).
 

 

 
Στις απεικονίσεις της «Προσκύνησης των Μάγων»
του όψιμου μεσαίωνα ο Μπαλθαζάρ είναι μαύρος.
 

Στην Αίγυπτο ο ιδρυτής της ΧΙΙ Δυναστείας (1991-1758 π.Κ.Ε.) Amenhamet Αʼ  ήταν νουβιανής καταγωγής. O Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα τούς ικανούς πολεμιστές «Αιθίοπες» κι ο Ηρόδοτος το ωραίο παρουσιαστικό τους. Tο καθεστώς της δουλείας στην Αθήνα δεν σχετιζόταν με το χρώμα αφού ως την εποχή του Σόλωνα και Αθηναίοι περιέρχονταν σε αυτή. O μαύρος Σεπτίμιος Σεβήρος (146-211) θα γίνει Ρωμαίος αυτοκράτορας.

Οι τροβαδούροι ήταν κυρίως μαύροι Σαρακηνοί. Ο ετεροθαλής αδελφός του Parzival στο ομώνυμο έπος του Wolfram νοn Eschenbach (1170-1220) είναι μαύρος. Και ο πολιτισμολόγος Ρ.Α. Βαrtοn, επισημαίνει πως Έλληνες και Ρωμαίοι δεν είχαν προκαταλήψεις κατά των μαύρων κι ότι αυτές εμφανίζονται περίπου την εποχή που έζησε ο Shakespeare («The lack of racίsm during the Greek and Roman periοd», στο Α History of Racism and Terrorism, Rebellion and Overcomίng ─ The Faith, Power, and Struggle οf α People XLIBRIS, pub, Philadelphίa, Pennsylvanίa, United States 2002).
 
Το κατεξοχήν διαχρονικό παράδειγμα ρατσισμού/φυλετισμού εκφράζει η εβραϊκή περίπτωση, λαός που, με τη σειρά του, λόγω των αλλεπαλλήλων διώξεων που ενσάρκωναν το στερεότυπο του «περιπλανώμενου Ιουδαίου» (μύθος που είχε δαιμονοποιήσει τους Εβραίους στη μεσαιωνική Δύση, όπου τον Αshαverus καταράστηκε, δήθεν, ο Χριστός να περιπλανιέται αιώνια επειδή τον περιέπαιζε στο δρόμο του προς το Γολγοθά ─ Durant, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τ. Στ', Αθήνα 1970, 835) έβρισκε καταφύγιο στο δικό του καταστατικό μύθο, της Παλαιάς Διαθήκης, όπου αναγορευόταν σε «περιούσιο λαό» («εάν ακοή ακούσητε της εμής φωνής και φυλάξητε την διαθηκην μου, έσεσθέ μοι λαός περιούσιος από πάντων των εθνών. Εμή γαρ έστι πάσα η γή», Έξοδος 19:5) μέσα από κείμενα που συνέδεαν συστηματικά την «ηθική» με συγκεκριμένα θρησκευτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά και έθεταν τις εκκαθαρίσεις των αλλόφυλων και αλλόθρησκων υπέρ της διαφύλαξης της καθαρότητας του αίματος.

Διατάσσει ο Γιαχβέ, «και κατασκάψετε τους βωμούς αυτών και συντρίψετε τας στήλας  αυτών και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε πυρί, και απολείται το όνομα αυτών εκ του τόπου εκείνου» (Δευτερ. 12: 1-3).

«Και παρέδωκε Κύριος την [πόλη] Λαχίς εις τας χείρας Ισραήλ [...] και εφόνευσαν αυτήν εν στόματι  ξίφους και εξωλόθρευσαν αυτήν, ον τρόπον εποίησαν την [πόλη] Λεβνά και εξεπολιόρκησεν αυτήν [...] και παν εμπνέον εν αυτή εφόνευσαν» (Ιησούς του Ναυή 10:32, 34, 35).

Ο Έσδρα θρηνεί «διέρρηξα τα ιμάτιά μου και επαλλόμην και έτιλλον από των τριχών της κεφαλής μου και από του πώγωνός μου» γιατί οι Ιουδαίοι αναμείχθηκαν με άλλους λαούς, «ότι ελάβοσαν από θυγατέρων αυτών εαυτοίς και τοις υιοίς αυτών, και παρήχθη σπέρμα το άγιον εν λαοίς των γαιών» (Έσδρα Αʼ 9:3, 9:2).

 
Ο κακός κι εκδικητικός Γιαχβέ,
ζωγραφισμένος από τον Μιχαήλ Άγγελο (16ος αι.).
 
Η Αναγέννηση συνέβαλε στη σύνδεση του «νορδικού προτύπου» (λευκό δέρμα, γαλανά μάτια) με την αισθητική τελειότητα και την ευγένεια πολύ πριν οι Ναζί διαβεβαιώσουν ότι με τα χρώματά τους είναι απευθείας απόγονοι της «Master Race» και του νορδικού φύλου, ανώτατη υποκατηγορία της καυκάσιας φυλής. (Τα άλλα δύο φύλα της υποκατηγορίας ήταν το αλπικό και το μεσογειακό).

Τους αιώνες που θʼ ακολουθήσουν η αντιμετώπιση του «Άλλου» με όρους «μόλυνσης» εφαρμόζεται όχι μόνο στο πλαίσιο της πρώτης αποικιοκρατίας, αλλά και εντός της Ευρώπης. Οι Γάλλοι αποικιοκράτες εισάγουν τον Code Νοir (1685) του οποίου τις αρχές υιοθετούν οι Άγγλοι στο Slave Code (1688). Οι Ισπανοί όμως προηγήθηκαν στη νομική ρύθμιση των φυλετικών διακρίσεων: από το 14° αιώνα  εισήγαγαν στο Νέο Κόσμο την αρχή της Limpieza de sangre («καθαρότητα αίματος») που απέκλειε την πρόσβαση στα ανώτερα αξιώματα σε ιθαγενείς και μιγάδες.


 

 
Γερμανικό νεοκλασικό άγαλμα, στο οποίο τονίζονται εξιδανικευμένα
νορδικά φυλετικά χαρακτηριστικά. (Arno Breker, 1939).

 

 
Έτσι, πέρα από τις πολιτικές αντιπαλότητες που έθεσαν τους Γερμανούς Διαφωτιστές σαν τον Ηerder και τον Gοethe εκτός νόμου ως εχθρικούς απέναντι στην κυβέρνηση της Βαυαρίας, η εβραϊκή παρουσία προβλημάτιζε από νωρίς τους γερμανόφωνους, όπως προκύπτει από τη ριζοσπαστική επισήμανση στην οποία αναγκάστηκε να προβεί το 1781 ο Πρώσος ιστορικός και διπλωμάτης Christian Wilhehm νοn Dohm (1751-1820), «ο Εβραίος είναι άνθρωπος πριν γίνει Εβραίος», και την πρωτοπόρα ανάπτυξη στο σχετικό του σύγγραμμα πως οι Εβραίοι θα γίνονταν καλύτεροι πολίτες αν οι συνθήκες εντός των οποίων διαβίωναν, βελτιώνονταν. Ο Fichte, αντίθετα, επέμενε πως το «κράτος εν κράτει» των Εβραίων επαπειλούσε να αποδυναμώσει το γερμανικό έθνος και συμβούλευε τους Γερμανούς στο Reden an die deutsche Νatίοn να «έχουν χαρακτήρα και να είναι Γερμανοί» ─ «Charakter haben and Deutsch sein».

Αντίθετα στη Γαλλία, όπου υπερίσχυε η «αρχή του εδάφους» κι όχι η γερμανική «αρχή του αίματος» που θα γίνει ο πυρήνας του ναζισμού, εκείνοι που μετά την Επανάσταση κλήθηκαν ν' αποφασίσουν για τη «γαλλικότητα» των Εβραίων δεν αναρωτήθηκαν κατά πόσο αποτελούσαν μέρος του κοινού παρελθόντος αλλά αν μπορούσαν να πάρουν μέρος ως citοyens σ' ένα ευοίωνο μέλλον. Και παρότι στην προεπαναστατική Γαλλία είχε σημειωθεί ένας εσωτερικός διχασμός στη βάση των δυο «φυλών», των «απογόνων» των ευγενών Francs και των ανερχόμενων αστών και «πατέρων» της Tiers Étαt, Gaulois, με το σύγγραμμα του μαρκήσιου Boulainvilliers (1658-1722) Histoire de lʼ ancίen gouvernement de France (La Haye & Amsterdam, 1727) ως το όπλο της γαλλικής αριστοκρατίας, επρόκειτο κυρίως για προσωπείο ρατσισμού αφού αφορούσε κυρίως στον έλεγχο του πλούτου και της εξουσίας.
 
Στην Αγγλία οι διακρίσεις μεταξύ «γενναίων» Αγγλοσαξόνων και «παρακμασμένων» Βρετανών άρχισαν από τα χρόνια των Τυdοr οπότε σηματοδοτείται και ο αγγλικός εθνικισμός, σ' αυτή τη φάση πολιτιστικός και λαογραφικός.

Η διένεξη συντηρήθηκε ως τη δεκαετία του 1850 σε μια ιδεολογική αναμέτρηση που επίσης υπέκρυπτε πολιτικές διεκδικήσεις. Τα δημοφιλή συγγράμματα των Jonathan Swift (1667-1745), David Hume (1711-1776) και των ρομαντικών μυθιστοριογράφων που υπερασπίζονταν την ανωτερότητα των πρώτων συνέτειναν στο διχασμό και μόνο το κοινό αποικιοκρατικό όραμα θα τον υποσκελίσει.
 
Το 1734 ιδρύεται η «Κοινωνία των Dilettanti» από ευπατρίδες που έχουν συμμετάσχει στο Grand Tour και άλλους αριστοκράτες που μελετούσαν την ελληνορωμαϊκή τέχνη. Προέβαιvαν σε επιτόπιες επισκέψεις σε αρχαιολογικές θέσεις, συνέλλεγαν αρχαιότητες και υποστήριζαν τον «εξευγενισμό της τέχνης» μέσα και από την ίδρυση, το 1768, της Royal Academy of Arts, συνήθειες μιας ελίτ με ρατσιστικά και φυλετικά ιδεώδη που θα περάσουν και στην αγγλοσαξονική Αμερική τον 19°.


 

 

 
Από τον 19ο αιώνα οι Αδελφότητες στα πανεπιστήμια της Αμερικής
στην προσπάθεια διαιώνισης του αριστοκρατικού πνεύματος,
κάνουν συμβολιστική χρήση ελληνικών και λατινικών όρων.
 



Την ίδια εποχή ο ρατσισμός των Βρετανών ήταν περιώνυμος στις κτήσεις τους εντός Ευρώπης. Όπως δημοσιεύει η εφημερίδα Αθηνά το 1836 ─καίτοι φιλοαγγλική─ «εις μάτην, η Ιρλανδία εζήτησεν, επαρακάλεσεν, επικαλέσθη σχεδόν ακαταπαύστως την χάριν του να συμμεθέξη και αυτή των ιδίων της Αγγλίας νόμων, πάντοτε απερρίπτοντο αι προτάσεις της. Ανήκει εις την Ιρλανδίαν δικαιοσύνη οποία μʼ εκείνη την οποία απολαύει και η Αγγλία, αλλ' επροφασίσθησαν ματαίως την διαφοράν του αίματος και της θρησκείας». (Η Αθηνά, «Ο ιρλανδικός λαός», Αθήνα / 5 Αυγ. Τετάρτη 1836, αρ. φύλ. 558).
 

 


Η αρχαιοπρεπής πράσινη σημαία με την άρπα
πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους ιρλανδούς
κατά τους πολέμους τους εναντίον άγγλων
και σκοτσέζων τον 17ο αιώνα.


Η Αιών, φιλορωσική και περισσότερο προκατειλημμένη, περιγράφει το 1840: «...επί της ωραίας και δυστυχούς της Ιρλανδίας γης η τυρρανία των Άγγλων παλαίουσα με την γενναιότητα της φύσεως και των ανθρώπων. [...] Η φύσις καθωράισε την Ιρλανδίαν με τα λαμπροτέρα δώρα της, αλλ' οι άνθρωποι την εμίαναν με την αισχροτέραν τυρρανίαν, ήτις ποτέ στιγματίσθη από την ιστορίαν» και «[οι Επτανήσιοι] εγνωστοποίησαν τας απανθρώπους αρχές της Προστασίας της, πας μη Άγγλος δούλος Άγγλου ─ πας δε Επτανήσιος δούλος των δούλων του Άγγλου».
 
Η δαρβίνεια θεωρία καταδεικνύει τη «φυσική ενότητα» (κοινή καταγωγή) πλήττοντας προς στιγμήν τον αναπτυσσόμενο φυλετισμό. Όταν καταδεικνύεται η παλαιότητα του ανθρώπινου είδους στο Origin of Species (1859) του Δαρβίνου (1809-1882) απορρίπτεται η Θεωρία των Δημιουργιστών περί αυτοματισμού της ανθρώπινης δημιουργίας την ημερομηνία κτήσεως κόσμου 23 Οκτωβρίου 4004 π.Κ.Ε. (προσδιορισμένη «επακριβώς» με βάση τις βιβλικές γενεαλογίες). Την ίδια εποχή ανακαλύπτονται σπήλαια στη ΝΔ Γαλλία με ίχνη ανθρώπινων εργαλείων από πυριτόλιθο και οστά μαμούθ, είδους εξαφανισμένου, που αποδείκνυαν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι παλαιότερη της βιβλικής Δημιουργίας.

Αλλά η ανώτερη τάξη, παρά το ισχυρό πολιτισμικό σοκ που αρχικά δέχεται, επανακάμπτει όταν θέτει τη θεωρία της εξέλιξης (evolution) στην υπηρεσία της αυταρέσκειάς της επικαλούμενη την επιβίωση των ισχυρότερων (natural selection) για ν' «αποδείξει» ότι αποτελεί εξαίρετο δείγμα ανθρώπινης προόδου στο σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Οι μελετητές τώρα επικαλούνται όρους γενετικής για να προσδώσουν «επιστημονική τεκμηρίωση» στις διαφορές ανάμεσα στις «εθνικές» ομάδες, σύμφωνα με τις οποίες παγιώνεται η έννοια της φυλής ως δόγμα που επιχειρηματολογεί βασισμένη στο βιολογικό φυλετισμό.

Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι μόνο επιστημονικό και φιλολογικό. Η έκρηξη του φυλετισμού σημειώνεται την περίοδο της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης του 1873-1895 που χαρακτήρισε η επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής. Το επακόλουθο της γενικευμένης ανεργίας, σε συνδυασμό με τη δημογραφική αύξηση που είχε σημειωθεί ως τα μέσα του 18ου αιώνα και την κινητικότητα των ομάδων προς τις πόλεις που συνέβαλλε στον πιεστικό χαρακτήρα των αστικών προβλημάτων, αποκάλυπτε την κοινωνική και οικονομική ασυνέχεια που η οικονομική κρίση διόγκωσε και απέδωσε ως απειλή, με το κατεστημένο των κοινοτήτων να αισθάνεται την ανάγκη να αμυνθεί απέναντι στα ξένα ήθη.

Οι ιθύνοντες εξυπηρετούνταν από την προώθηση των ευθυνών προς τον «ξένο» που αποσπούσε την προσοχή της κοινής γνώμης από τη δική τους ανεπάρκεια στην επίλυση των προβλημάτων, ενώ και οι λόγιοι συνέβαλλαν στην ιδεολογική εχθρότητα όντας εγκλωβισμένοι στο αίτημα της αναγνώρισης της «εκλεκτής φυλής», κι όπου οι αντιπαραθέσεις δεν εξέλειπαν: Όπως έγραφε ο Εβραιογερμανός ποιητής Heinrich Heine (1797- 1856), «γνωρίζω έναν καλό χριστιανό στο Αμβούργο που δεν μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Σωτήρας Ιησούς Χριστός γεννήθηκε Εβραίος απόγονος μιας φυλής που ο ίδιος σιχαιvόταν. Έτσι αντιμετωπίζω εγώ την περίπτωση του William Shakespeare. Παρά τις υψηλές του προδιαγραφές δεν μπορώ να ξεχάσω ότι ανήκει στο πιο παράλογο έθνος που ο θεός πάνω στην οργή του δημιούργησε».

Παρά τη μεταξύ τους αντιπαράθεση εκείνο που όλοι τηρούσαν με ευλάβεια ήταν η αποφυγή της ανάμειξης με έγχρωμους. Ο Σάξονας Christian Meiners (1748-1810), καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Göttingen, αντιτίθεται σε κάθε μίξη της «ωραίας» λευκής φυλής με την «άσχημη» μαύρη που θα οδηγούσε στην παρακμή και τον πολιτιστικό θάνατο της πρώτης, διαφορές που «βλέπει» και ο ομοεθνής του ανθρωπολόγος Johann Blumenbach (1752 -1840) γράφοντας για τα ανθρώπινα κρανία των «5 φυλών».

Ο Γάλλος διπλωμάτης Αrthur de Gοbineau (1816-82) προσδιόρισε τον Άριο Βορειοευρωπαίο ως κατʼ εξοχήν αριστοκράτη γεννημένο για να κυριαρχεί και εναντιωνόταν στις φυλετικές διασταυρώσεις με μη-Ευρωπαίους διότι οδηγούσαν σε «εκφυλισμό», στασιμότητα και διαφθορά και ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Friedrich Liszt (1789-1846) όρισε πως η γερμανική φυλή ειναι επιλεγμένη από τη Θεία Πρόνοια για να εκπολιτίσει και να κυβερνήσει τον κόσμο. Μαζί του τάσσεται ο Βρετανός Ηοustοη Chamberlain (1855-1927) ─μετά το γάμο με την κόρη τού Wagner θα λάβει γερμανική υπηκοότητα─ στο Foundations of the Nineteenth Century (1899), όπου επισημαίνει την καταγωγή του Γερμανού από Τεύτονες ή Άριους και τον «επιζήμιο ρόλο» του σημιτικού στοιχείου, ενώ ακόμα κι ο φιλόλογος και ιστορικός των θρησκειών Ernest Renan (1823-1892) διολίσθησε στο σχόλιο της «ατελούς σημιτικής φυλής».

Η ένσταση του Γερμανού Μax Mϋller (1823-1900) ─εκ των θεμελιωτών της Ινδολογίας─ ήταν ανίσχυρη, παρότι χαρακτήρισε παραφροσύνη τη θεωρία όσων ανθρωπολόγων και συγκριτικών γλωσσολόγων μιλούσαν για «αρία φυλή, άριο αίμα, άρια μάτια και μαλλιά» και συνέδεαν με τη φυλετική ιδέα μέχρι και τη γλώσσα ─καίτοι επίκτητη κι όχι κληρονομούμενη─, παραφροσύνη ανάλογη ─έλεγε─ με όποιον γλωσσολόγο μιλούσε για «δολιχοκεφαλικό λεξικό ή βραχυκεφαλική γραμματική».

Η αρχαιολογία δεν μένει ανεπηρέαστη από τον ανερχόμενο φυλετισμό. Το 1856 κυριαρχείται από τον Πολιτισμικό Εξελικτισμό (Cultural Evolutionary Archaeology), με κύριο εκπρόσωπο τον βαρόνο John Lubbock (1834-1913), μέλος της Βουλής των Φιλελευθέρων, τραπεζικό και αρχαιολόγο ─τού ανήκει η πατρότητα των όρων «παλαιολιθικός» και «νεολιθικός»─, ο οποίος ενσωμάτωσε στην προϊστορική αρχαιολογία διακρίσεις ανάμεσα σε «εξελιγμένους» και «πρωτόγονους» πολιτισμούς. Το σύγγραμμά του, Prehistoric Times, aς Illustrated by Ancient Remains, and the Manners and Customs of Μοdern Saνages, επανεκδόθηκε 7 φορές από το 1856 ως το κυρίαρχο αρχαιολογικό εγχειρίδιο που εξηγούσε τις πολιτισμικές διαφορές μέσα από την επιβίωση των ισχυρότερων διανοητικά και σωματικά (κοινωνικός δαρβινισμός): κατ' αυτόν, όπως οι σύγχρονοι ελέφαντες μάς έδιναν πληροφορίες για τη φύση των εξαφανισμένων μαμούθ έτσι και οι σύγχρονοι «πρωτόγονοι» ─στον κατάλογό του περιλαμβάνονταν Αβορίγινες, Εσκιμώοι, Τασμανοί, Μαοροί, Ινδιάνοι, Ταϊτιανοί κ.ά μάς εξασφαλίζουν πληροφορίες για τους προϊστορικούς ανθρώπους.

Αντίστοιχα, ο ομοεθνής του θεμελιωτής της εθνολογίας Εdward Tylor (1832-1917) επανέλαβε το 1871 την τριμερή διαίρεση σε «άγριους», «βάρβαρους» και «πολιτισμένους», ενώ στη Γαλλία το κύρος του Charles Richet (1850-1935) ήταν ευρέως διαδεδομένο για τις γνωστές μελέτες του στην ιατρική ─που του χάρισαν το Νοbel του 1913─ και για το σύγγραμμά του Lʼ homme stupide (1919) που κατεδείκνυε τις «διαφορές» ανάμεσα στις φυλές και ενθάρρυνε δημοσίως τις πρακτικές ευγονικής. Μαζί με τον επίσης βραβευμένο με Nobel ομοεθνή του Alexis Carell, επίσης υπέρμαχο της ευγονικής, ίσως επηρέασαν και την πρακτική που ακολουθήθηκε τη περίοδο 1940-1944 στη Γαλλία επί κυβέρνησης Vichy, του «ήπιου θανάτου», από πείνα, 40 χιλιάδων εσώκλειστων ψυχικά ασθενών.
 
Η απώλεια της «ευρωπαϊκής αθωότητας» στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου, τα εναγώνια ερωτηματικά της Σχολής της Φρανκφούρτης και η αναγκαστική μετανάστευση των μελών της στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1933 δεν κατάφεραν να πείσουν για την επικινδυνότητα των τρεχουσών κυρίαρχων πολιτικών ιδεολογιών. Οι ανθρωπολογικές θεωρίες ωθούσαν τους πληθυσμούς να βλέπουν το χαρακτήρα, το ντύσιμο και την ομορφιά ή ασχήμια όχι ως ίδιον ατόμων αλλά ως φυλετικό χαρακτηριστικό, και υπό αυτό το πρίσμα Βρετανοί κοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι και ποιητές (με αφορμή την παραίτηση του πρίγκιπα Εdward VIII από τη διαδοχή χάριν της δις διαζευγμένης Αμερικανίδας φιλοναζί Wallis Simpson) ιδρύουν την οργάνωση Μass-Observation το 1937 για τον εντοπισμό του «ανθρωπολογικού προφίλ» των Βρετανών. Στην έρευνα συμμετείχαν 500 ντόπιοι που δέχτηκαν να γίνουν αντικείμενο παρακολούθησης στην εργασία και το σπίτι τους, είχαν παραχωρήσει τα ημερολόγιά τους στους ερευνητές και απαντούσαν σε ανεξάντλητες ερωτήσεις που συμπεριελάμβαναν σχολιασμούς των φίλων και γειτόνων τους. Διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1950 και τα αποτελέσματα αξιοποιήθηκαν κατά το Βʼ Παγκόσμιο για τη χάραξη της βρετανικής πολιτικής.
 

 

 
Παραμονές του Β' Παγκοσμίου οι London Times δημοσιεύουν τις εκτιμήσεις του πρεσβευτή Walter Runciman (1870-1949) μετά το αυγουστιάτικο ταξίδι στην Πράγα για την άμβλυνση των τσεχογερμανικών διαφορών: «Θα συνέφερε την τσεχοσλοβακική κυβέρνηση να εξετάσει ευνοϊκά το σχέδιο από μερικές πλευρές ώστε να γίνει ένα κράτος περισσότερο ομοιογενές απαλλαγμένο από ξένους πληθυσμούς
».

Και παρότι ο Mussolini το 1936 έχει κάνει γεγονός το όραμα μιας αυτοκρατορίας στην ανατολική Αφρική με άλλοθι την «κατωτερότητα» των ιθαγενών και όπλο τον υπερίτη και τις αλλεπάλληλες σφαγές πουθενά ο φυλετισμός δεν πολιτικοποιήθηκε τόσο επικίνδυνα όσο στη Γερμανία, απ' όταν ο ναζισμός θεσμοθετήθηκε μετά τις εκλογές του 1933 από έναν κόσμο που είχε ζητήσει ασφάλεια αλλά πήρε επιβολή και μηδενική πολιτική ανοχή.

Έχοντας ο φυλετισμός υπάρξει άρρηκτα δεμένος με την εκμετάλλευση πόρων και ντόπιου εργατικού δυναμικού κατά την πρώτη και δεύτερη αποικιοκρατία σε τρεις ηπείρους με εθνοκτονικές πρακτικές είμαστε σε θέση να κατανοούμε όχι μόνο ότι εξυπηρέτησε κυρίως οικονομικής φύσης παράγοντες αλλά κι ότι θα ήταν μονομερής κάθε προσέγγισή του μόνο μέσα από το «will der Macht» των Ναζί και την ιδεοληψία τους για τους Ινδοευρωπαίους.

Άλλωστε η Endlösung αποφασίστηκε όχι μόνο με ιδεολογικά/φυλετικά κριτήρια αλλά και οικονομικά: ο γερμανοεβραϊκός πληθυσμός δαιμονοποιήθηκε για την οικονομική κρίση, την ερήμωση της επαρχίας και την αστικοποίηση ενώ κι ο τρόπος θανάτωσης που επέλεγαν εξηγείται με πιο απλό τρόπο απʼ όσο θα νόμιζε κανείς: το κριτήριο για το θάλαμο αερίων ήταν το σιδηροδρομικό δίκτυο εξηγεί ο Vidal-Naquet, γιαυτό στα βάθη της Πολωνίας όπου δεν υπήρχαν σιδηροτροχιές τούς εκτελούσαν αλλιώς.

Επιπλέον το «εθνικό» πρόγραμμα για ευημερία των «καθαρών» Γερμανών συμμερίστηκαν και ξένοι επιχειρηματίες, καθόλου «καθαροί» Γερμανοί δηλαδή, που όμως είχαν το οικονομικό και πολιτικό συμφέρον να δημιουργήσουν ανάχωμα στον μπολσεβικισμό.

Τέλος, ιδωμένο γλωσσολογικά ─καθώς η γλώσσα ήταν κεφαλαιώδες συστατικό στο γερμανικό Διαφωτισμό─, ο φυλετισμός τους στηρίχτηκε σε μια γλωσσική ασυνέπεια αποκαλύπτει ο γλωσσολόγος Jameς Mallory: η διάλεκτος Yiddish που μιλούσαν οι Εβραίοι στη Γερμανία ήταν ινδοευρωπαϊκή όσο κι οποιαδήποτε γερμανική διάλεκτος ενώ η γλώσσα των Ρομά μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο της αρίας γλώσσας πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε Βορειοευρωπαίο. (Οι Ινδοευρωπαίοι, Γλώσσα, Αρχαιολογία και Μύθος, Αθήνα, 1999, 322).






Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία
της κ. Παυλή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας,
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης» (pandemos.panteion.gr).
Ο τίτλος, οι υπότιτλοι και η εικονογράφηση
έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».









Η Καλλιόπη Παυλή από τη Σάμο, είναι απόφοιτος σπουδών Μ.Μ.Ε. (Αθήνα) και Ιστορίας (Πάτρα), με υποτροφία στη δεύτερη σχολή. Έζησε στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης, και έχει ταξιδέψει στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιστρέφοντας εργάστηκε στον αρχαιολογικό τουρισμό αρχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου, με τίτλο της διπλωματικής «Ο Εθνικισμός στην Αρχαιολογία της Δύσης». Η μεταπτυχιακή εργασία της περιλήφθηκε στην Ενδεικτική Θεματική Βιβλιογραφία για τους φοιτητές του σεμιναρίου «Νεο-Ελληνική Εθνική Ιδεολογία» του καθηγητή Στ. Πεσμαζόγλου.

Μετά και από τα ταξίδια στην Τουρκία που συνδέονταν με τη διατριβή της («Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων»), στην οποία εξετάστηκαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το Αρχαιολογικό τμήμα της Αρμοστείας Σμύρνης στη Μ. Ασία κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1919-1922), ανακηρύχθηκε δρ. Ιστορίας το 2012.

Το 2014 εξέδωσε το βιβλίο: Εις το όνομα του πολιτισμού. Η ιδεολογία των ανασκαφών στη Μικρά Ασία κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22), εκδόσεις Ισνάφι.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια, ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής σε διεθνή συνέδρια, σε ανασκαφές στη Λήμνο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νικ. Ευστρατίου, έχει δημοσιεύσει άρθρα, ανήκει στο editorial board του Int. Journal SCS και είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κ.Ε.Ν.Ι. με θέμα την αποικιοκρατία του ύστερου 19ου-πρώιμου 20ού αιώνα και την πρόσληψή της από την εγχώρια λογιοσύνη εν όψει της μικρασιατικής εκστρατείας.

Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της συνδέονται με τη μυθολογική θεμελίωση των εθνικών κρατών που περνά και από την κατά βούληση αρχαιολογική ερμηνεία, μέσα από την οποία επιβάλλεται η γεωγραφία και η πολιτική τους. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.