Σχετικά πρόσφατα παρακολουθήσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον την επική τούρκικη ταινία του Faruk Aksoy, «Fetih 1453».
Σε αρκετά σημεία της η ταινία είναι ακριβής και αξιόπιστη, ενώ σε κάποια άλλα αποσιωπώνται λεπτομέρειες, που ενδεχομένως να διατάραζαν δυσάρεστα την «τουρκική εθνική συνείδηση».
Μη νομίζετε! Από την ίδια ακριβώς κινηματογραφική λογοκρισία συνηθίζεται να ταλαιπωρούνται και αντίστοιχες ελληνικές, αλβανικές, αλλά και αμερικάνικες, ρώσικες, γαλλικές και λοιπές «εθνικοπατριωτικές» παραγωγές, που στόχο έχουν την καλλιέργεια των εθνικών συνειδήσεων με την προβολή των ιστορικών λεπτομερειών κατά τον εθνικό μύθο του καθενός.
Αγνοούμε βέβαια τις πιθανές αντιδράσεις που θα προκαλούνταν στις ευρείες λαϊκές μάζες οι μεταγλωττίσεις αυτού του είδους των ταινιών σε όλες τις γλώσσες και οι προβολές τους στα διάφορα κράτη, των οποίων τα συμφέροντα παραδοσιακά συγκρούονται. Κάποιοι σίγουρα θα εκνευρίζονταν, άλλοι πάλι ενδεχομένως να αδιαφορούσαν και να άλλαζαν κανάλι στην τηλεόραση κατηγορώντας τον υπεύθυνο προγράμματος και ορισμένοι ―ίσως οι λιγότεροι― να έμπαιναν στη διαδικασία να ερευνήσουν, να μελετήσουν και να ανακαλύψουν πτυχές της ιστορίας τους, που παραμένουν άγνωστες, αναζητώντας λεπτομέρειες σε διάφορες ιστορικές πηγές.
Για παράδειγμα, στην τελευταία σκηνή της εν λόγω ταινίας, όπου ένας γενναίος οθωμανός στρατιώτης καρφώνει το λάβαρό του στις επάλξεις της Κωνσταντινούπολης σηματοδοτώντας την άλωσή της, το λάβαρο είναι κόκκινο με μια ημισέληνο στη μέση και περιμετρικά φέρει γραμμένους στίχους του Κορανίου. Ήταν όμως πράγματι έτσι;
Αυτή η κορυφαία σκηνή, ήταν μία από τις πολλές, που μας τράβηξαν το ενδιαφέρον. Αναρωτηθήκαμε αν υπήρχε άραγε αυτή η σημαία που καρφώθηκε πάνω στη πύλη του Ρωμανού κι αν ναι, πού βρίσκεται σήμερα;
Επίσης, διερωτηθήκαμε αν ήταν όντως η εικονιζόμενη ή μία που να έμοιαζε με αυτή. Αν ήταν δηλαδή κόκκινη κι αν έφερε πάνω της περιμετρικά στίχους του Κορανίου γραμμένους γύρω από το σύμβολο της ημισέληνου, όπως παρουσιάζεται στη ταινία.
Σκεφτήκαμε ότι ίσως είναι μία λεπτομέρεια που αξίζει να συζητηθεί από οποιοδήποτε καλοπροαίρετο θεατή.
Ημισέληνος:
Αρχαίο σύμβολο λατρείας
Η ημισέληνος υπήρξε από αρχαιότατους χρόνους σύμβολο λατρείας, συναντάται δε και σήμερα ως τέτοιο σε διάφορους πρωτόγονους λαούς.
Στην περιοχή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνδεόταν από παλιά με τη λατρεία της θεάς του σεληναίου φωτός Εκάτης. Από εκεί προήλθε η υιοθέτησή της κι από τους έλληνες και η τοποθέτησή της ως διακοσμητικό στοιχείο στα μέτωπα της Αφροδίτης κι ιδίως της Άρτεμης, όταν η λατρεία της συγχωνεύτηκε με αυτήν της Εκάτης.

Μέση: 1200 π.X.. H Μεγάλη Tριάδα της Μεσοποταμίας: Μαρντούκ (ήλιος), Σιν και Ιστάρ.
Δεξιά: Χιττιτικό ανάγλυφο του 1000 π.Χ.: Η τριαδική θεότητα: Ήλιος, Σελήνη, Άστρο, έχουν ενοποιηθεί στο σύμβολο που βλέπουμε.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στο έργο του «Φυσική Ιστορία» (IV, XI), ο πρώτος γνωστός καταυλισμός στην περιοχή της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης ονομαζόταν Λύγος και ήταν πιθανώς θρακικής προέλευσης, έχοντας ιδρυθεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 13ου με 11ου αιώνα π.Χ..
Η τοποθεσία, σύμφωνα με τον μύθο της ίδρυσης της πόλης, είχε πλέον εγκαταλειφθεί από τους προηγούμενους κατοίκους της, όταν τον 7ο αιώνα π.Χ. άποικοι από τα Μέγαρα υπό το μυθικό βασιλιά Βύζαντα ―εξ ου και το όνομα― ίδρυσαν την αποικία του Βυζαντίου απέναντι από την πόλη της Χαλκηδόνας στην Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.
Η ημισέληνος έγινε σύμβολό τους κατά τη περίοδο της πολιορκίας τους από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα το 339 π.Χ..
Μια νύχτα κι ενώ οι πολιορκητές έκαναν νυχτερινή έφοδο, εμφανίστηκε στον ουρανό η ημισέληνος, η οποία προκάλεσε γαβγίσματα των σκύλων. Οι κάτοικοι ξύπνησαν κι αντιλήφθηκαν την κίνηση στο εχθρικό στρατόπεδο. Σήμανε τότε συναγερμός κι η έφοδος αποκρούστηκε. Από αυτό το γεγονός, οι κάτοικοι της πόλης ανήγειραν ένα άγαλμα στην Εκάτη, καθιέρωσαν δε την ημισέληνο ως έμβλημα της πόλης τους.
Οι σασσανίδες (η τελευταία προϊσλαμική ιρανική αυτοκρατορία, 3ος - 7ος αι. μ.Χ.) χρησιμοποιούσαν την ημισέληνο ως έμβλημα του περσικού κράτους σε όλη τη διάρκεια της δυναστείας τους. Από το 1200 περίπου τη χρησιμοποιούσαν και οι σελτζούκοι, από τους οποίους διαδόθηκε και σε άλλους οθωμανούς.
Το 1453, εισβάλοντας στη Πόλη ο Μωμάμεθ, είδε χαραγμένο το έμβλημα αυτό των αρχαίων κατοίκων και το υιοθέτησε ως ένα από τα σύμβολα του κράτους του.
Χρόνια μετά, το 1512, ο σουλτάνος Σελίμ Α΄ ήταν αυτός που έδωσε στην ημισέληνο το ρόλο του κεντρικού εμβλήματος της αυτοκρατορίας του και κατ’ επέκταση ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου.
Ο μαύρος γύπας
οθωμανικό σύμβολο
Πριν τη κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οι οθωμανοί είχαν σαν σύμβολό τους τον μαύρο γύπα, έμβλημα που χρονολογείται από το 600 π.Χ. και για το οποίο ένας άγγλος ποιητής έγραφε: «Και ο μέλας εκείνος γυψ, του οποίου η τρομερά πτέρυξ απλούται επί του ημίσεος της γης και του οποίου η θέα κατεφόβισε τας μούσας αίτινες έφυγον εκ της γενετείρας, ήδη καταπίπτει μετά εξηντλημένων εκ της κοπώσεως πτερύγων».
Η σημαία αυτή όμως δεν υπάρχει πλέον στη Τουρκία και η πληροφορία αυτή προέρχεται απ’ όσα είδαν το φώς της δημοσιότητας και που αναφέρεται ότι τα εξομολογήθηκε ο βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης του Μιλάνο, Ζιρόν, το 1915. Αυτός ήταν που έκανε τη σχετική ανακάλυψη ερευνώντας τις αίθουσες του οπλοστασίου στο Τορίνο. Με την άποψη αυτή συμφώνησε και ο στρατηγός Νουβόλι ο οποίος εξέδωσε και σχετικό βασιλικό ανακοινωθέν.
Πώς αγοράστηκε η σημαία
με το μαύρο γύπα
Το 1839 ανήλθε στον τουρκικό θρόνο ο Αμπντούλ Μετζίτ A΄, ο οποίος δεν αγαπούσε και πολύ τα ιστορικά κειμήλια. Η παλιά τουρκική σημαία είχε χάσει το χρώμα της και είχε παλιώσει αρκετά. Διέταξε, οι γυναίκες στο χαρέμι να κεντήσουν με χρυσές κλωστές το ισλαμικό ρητό: «Δεν υπάρχει άλλος Θεός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του», από το κορανικό κεφάλαιο «Ελ φατάχ» που σημαίνει «Η νίκη», καθώς και το χωρίο που γράφει: «Βοήθεια του Θεού είναι η προσεχής νίκη, που αγγέλει στους πιστούς την καλή είδηση, τον Μωάμεθ».
Το παλιό ύφασμα εγκαταλείφθηκε στον φύλακα του τζαμιού, ο οποίος αποφάσισε να το κόψει κομμάτια και να το πουλήσει σε διάφορους ομόθρησκους φίλους του. Κατά τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εφαρμόσει όσα σκεφτόταν κι ενώ είχε ήδη κόψει τη σημαία σε δύο κομμάτια, εμφανίσθηκε μπροστά του ο βαρώνος Τέκκιο, πρέσβης του βασιλιά της Σαρδηνίας στη Πόλη. Ο βαρώνος Τέκκιο, περίεργος ρώτησε τον ουλεμά τι κάνει εκεί και βλέποντας περί τίνος πρόκειται, του πρόσφερε ορισμένα χρυσά νομίσματα, προκειμένου να του δώσει ολόκληρο το ύφασμα.
Ο οθωμανός αρχικά δέχθηκε με μεγάλη χαρά, την επόμενη όμως μέρα κι ενώ είχε πουληθεί το ύφασμα, μετάνιωσε και ζήτησε από τον Τέκκιο την επιστροφή του, ο οποίος όμως δεν υποχώρησε βεβαιώνοντάς τον ότι είχε ήδη αποστείλει το ύφασμα στην Ιταλία, όπου θα φυλασσόταν καλά. Και πράγματι, η σημαία βρίσκεται μέχρι σήμερα εκεί, στο βασιλικό οπλοστάσιο.
Αυτό ήταν το τέλος της σημαίας, για την οποία ο Μωάμεθ λίγο πριν πεθάνει ανεφώνησε: «Με αυτή θα κατακτούσα ακόμη και την Ιταλία…».
Αξίζει βέβαια να αναφερθούμε και στον σουλτάνο Μουράτ Α΄, ο οποίος περί το δεύτερο μισό του τρίτου αιώνα απένειμε στους σπαχήδες, εκλεκτούς στρατιώτες του, μια σημαία κόκκινου χρώματος, που συμβόλιζε το αίμα. Ήταν η πρώτη φορά που οι οθωμανοί υιοθετούσαν στην ιστορία τους αυτό το χρώμα, που αποτελούσε μεγάλο νεωτερισμό για την εποχή. Μέχρι τότε, προτιμούσαν πάντα να χρησιμοποιούν το κίτρινο χρώμα, που ήταν το αγαπημένο του Προφήτη, μετά το θάνατο του οποίου όμως διαιρέθηκαν σε διάφορες αιρέσεις κάθε μια από τις οποίες είχε και διαφορετική σημαία.
Έτσι, παρατηρούμε ότι οι χαλίφηδες oμνιάδες, που βασίλευσαν στη Δαμασκό από τον 7ο έως τον 8ο αιώνα μάχονταν με λευκές μεταξένιες σημαίες. Οι διάδοχοι αυτών, οι αμπασίδες, είχαν αντιθέτως μαύρες σημαίες, οι φατιμίδες της Αιγύπτου είχαν πράσινες, όπως και η ιερή σημαία του Μωάμεθ, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως παραπέτασμα, αφού δωρήθηκε στον Προφήτη από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ κι ήταν φτιαγμένη από πράσινο μετάξι.

Οι σημαίες σε πρώτο πλάνο απεικονίζονται κόκκινες με στίχους από το Κοράνιο χωρίς ημισέληνο στο κέντρο.
Ο Μωάμεθ κατέλαβε τη Πόλη υπό τις ερυθρές σημαίες του Μουράτ Α΄. Όταν μπήκε νικητής στην Αγία Σοφία, ο νικητής σουλτάνος ύψωσε τη σημαία του Προφήτη κι ο λαός των κατακτητών προσκύνησε πρηνηδόν σε ένδειξη λατρείας. Έκτοτε, η εκκλησία της Αγίας Σοφίας μετατράπηκε σε τζαμί. Ανήγειρε επίσης στη περιοχή Αμπού-Εγιούπ στην Κωνσταντινούπόλη ένα ωραίο τζαμί, εντός του οποίου διατηρήθηκε η αιματηρή σημαία του «μέλανα γύπα», που πρώτη εισήλθε στη Πόλη, καθώς και τα άλλα λάβαρα που τη συνόδευσαν όταν αυτή αλώθηκε, τα δύο κυριότερα από τα οποία ήταν μεγάλες σημαίες που πάνω τους είχαν κεντηθεί με χρυσά και αργυρά γράμματα οι λέξεις: «Δεν υπάρχει άλλος θεός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του». Επιπλέον, ελάχιστοι σύγχρονοι τούρκοι και έλληνες γνωρίζουν ότι οι αρχιτέκτονες των πρώτων οθωμανικών τεμένων της Κωνσταντινούπολης ήταν ρωμιοί.
Όλες αυτές όμως τις παλιές σημαίες, όπως προείπαμε, ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ, τις αντικατέστησε με καινούργιες το 1839.

ο οθωμανός στρατιώτης κατεβάζει τη δήθεν βυζαντινή σημαία, μια κίτρινη με μαύρο δικέφαλο αετό. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Σημαίες Ρωμιοσύνης).
Η φούντα
Εκτός από την ημισέληνο, που πλέον έχει ταυτιστεί με τη θρησκεία του Ισλάμ, υπάρχει και η λεγόμενη «φούντα» (ιππουρίδα), ένα είδος ιδιόμορφης οθωμανικής σημαίας, η οποία όταν είναι κεντημένη πάνω στο φέσι ή στη λαβή του σπαθιού έχει μεγάλη σημασία. Ένας πασάς μπορεί να φοράει φέσι που φέρει μία, δύο ή και τρείς φούντες, ανάλογα με τον βαθμό που φέρει στη στρατιωτική ιεραρχία.
Λέγεται ότι η ιππουρίδα προέκυψε τη στιγμή που ένας τούρκος αξιωματικός έχασε κατά τη διάρκεια της μάχης τη σημαία του. Τότε, αφίππευσε, έκοψε την ουρά του αλόγου του, την κρέμασε σε ένα κοντάρι και μ’ αυτό τον τρόπο αντικατέστησε τη σημαία του δημιουργώντας για τους οθωμανούς ένα νέο λάβαρο.
Πολύ παλαιότερα, ένας εξαιρετικός ιστορικός, ο καθηγητής Σπύρος Αραβαντινός (1843-1906), προσπαθώντας να συνδέσει τα κομμάτια του παζλ για να συγγράψει την βιογραφία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ζήτησε από τις τουρκικές αρχές τη χορήγηση σχετικής άδειας προκειμένου να του επιτραπεί η έρευνα στα σχετικά οθωμανικά αρχεία, αλλά δυστυχώς ―όπως ο ίδιος αναφέρει― του αρνήθηκαν.
Επίλογος
Σήμερα, που ζούμε στην εποχή της υπερπληροφόρησης, φρονούμε ότι είναι μια «χρυσή ευκαιρία», στο πλαίσιο της λειτουργίας όλων των
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που εδρεύουν στα Βαλκάνια, όχι μόνο να επιτραπεί η είσοδος και η έρευνα παντός ενδιαφερόμενου σε οποιοδήποτε
κρατικό αρχείο, αλλά επιπλέον με κάποιο τρόπο να ενθαρρυνθεί.
Ίσως μάθουμε πολλά για πράγματα που μας αφορούν άμεσα, που καθόρισαν την ιστορία μας και τα σύγχρονα πολιτικά αντανακλαστικά μας.
Υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να πέσουν οι μάσκες των στρατευμένων επιστημόνων και να ανοίξουν γόνιμοι δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ των λαών.