ΓΙΟΡΤΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΕΘΝΟΣ

Πώς επιβλήθηκαν
οι εθνικές επέτειοι

Στις 25 Μαρτίου 1838, εικοσιένας κανονιοβολισμοί ανήγγειλαν στους κατοίκους της Aθήνας, ότι γιόρταζαν την πρώτη τους εθνική γιορτή, βάσει του Β. Διατάγματος, που είχε εκδοθεί λίγες μέρες πριν. O βασιλιάς Όθων και η βασίλισσα Aμαλία έφθασαν με άμαξα από το παλάτι στην εκκλησία της Aγίας Eιρήνης, όπου παρακολούθησαν τη δοξολογία μαζί με τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της χώρας, τους ξένους διπλωμάτες, όλες τις συντεχνίες και πλήθος λαού.

Στους δρόμους, απʼ όπου πέρασε η βασιλική πομπή είχε παραταχθεί η ένοπλη φρουρά της πόλης, ενώ πλήθος κόσμου ζητωκραύγαζε. Φωταψίες στην Ακρόπολη, στα δημόσια κτήρια και στα σπίτια έδιναν τον γιορταστικό τόνο, ενώ τη μεγαλύτερη εντύπωση την έκανε ένας μεγάλος σταυρός, που σχημάτιζαν φανάρια πάνω στη μία πλευρά του Λυκαβηττού. Στην πλατεία του παλατιού, ο Δήμος Αθηναίων είχε στήσει ένα «τρόπαιο», γύρω από το οποίο χόρευαν και πανηγύριζαν.

Παρʼ όλο, που η εθνική επέτειος είχε καθιερωθεί «κατά κοινήν του έθνους ευχήν», η εορταστική διάθεση σκιαζόταν από τον πολιτικό αναβρασμό. Γράφει η εφημερίδα «Αθηνά»:

    
Και πόσην επισημότητα ήθελε δώσει η εορτή αύτη εις την Ελλάδα και εις όλον τον φωτισμένον κόσμον, εάν, μαζή με τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου, της φανερώσεως του απʼ αιώνος μυστηρίου, της εθνεγέρσεώς μας και τα λοιπά, επανηγυρίζετο και η καθίδρυσις του συντάγματός μας, η στερέωσις της ελευθερίας μας αυτής εις την κοινωνίαν μας. (Φ. 519, 26.3.1838).     

Στα χρόνια, που θα ακολουθήσουν μέχρι το 1843, ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου δεν θα είναι ομόψυχος αλλά, αντίθετα, θα αποτελέσει αντικείμενο αντίπαλων εορτασμών και αντιπολιτευτικών εκδηλώσεων. Ήδη, την επόμενη χρονιά από την καθιέρωσή της, το 1839, η μέρα της εθνικής επετείου θα παρέλθει «σκυθρωπή, κατηφής, ατερπής, άσημος, σιωπηλή». (Εφημ. «Αθηνά», φ. 603, 1.4.1839). Μέχρι το 1843, η αντιοθωνική μερίδα θέλησε να οικειοποιηθεί την εθνική επέτειο διοργανώνοντας ιδιωτικούς εορτασμούς με φωταψίες σπιτιών, μνημόσυνα για τους νεκρούς αγωνιστές του ʽ21, συμπόσια και μουσικές, με κορύφωση τη δίκη των πρωτεργατών ενός παρόμοιου εθνικού αντι-εορτασμού το 1841.

Συνεπώς, από τη στιγμή της καθιέρωσής της, η επέτειος της 25ης Μαρτίου υπήρξε αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης και αντίπαλων ερμηνειών. Παρʼ όλο, που η επιλογή της ημερομηνίας είχε, όπως φαίνεται, την κοινωνική συναίνεση, ο εορτασμός της δεν ήταν συναινετικός.

Δυναστικές εορτές
και εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα

Ο 19ος αιώνας κληρονόμησε το πρότυπο της δυναστικής (βασιλικής) γιορτής, που ήταν μια «τελετή της εξουσίας με κωδικοποιημένο τελετουργικό, που συνεχώς εκλεπτυζόταν». Τα στοιχεία αυτής της γιορτής ήταν η βασιλική πομπή, το συμπόσιο και οι φωταψίες, και τόπος της ήταν η εκκλησία, η πλατεία και ο δρόμος. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Πότε και γιατί επινοήθηκαν οι εθνικές επέτειοι).
 
 
 Ο Οθωνας,
η συνοδεία του
και οι βαυαροί
αποβιβάζονται
στο Ναύπλιο.
(Πίνακας
στη Γεννάδειο
Βιβλιοθήκη).
  

Το πρότυπο αυτό ακριβώς θα υιοθετηθεί και στο ελληνικό κράτος με την άφιξη του πρώτου του βασιλέα Όθωνα, γιου του ηγεμόνα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Αʼ. Η  υποδοχή του στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833 οργανώθηκε λεπτομερώς με βάση το τελετουργικό των ευρωπαϊκών αυλών: κανονιοβολισμοί, παράταξη στρατιωτικών σωμάτων, θριαμβευτική πομπή μέχρι την εκκλησία, δοξολογία και μουσική από στρατιωτική μπάντα.

Αυτή η οργάνωση των δημόσιων τελετών, που έχουν όλες ως σημείο αναφοράς το πρόσωπο του βασιλιά −και της βασίλισσας− επαναλαμβάνεται σταθερά από την επόμενη χρονιά, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις ανάλογα με την περίπτωση. Τα προγράμματα που εκδίδονται είναι σχεδόν πανομοιότυπα, επιβεβαιώνοντας την έλλειψη εορταστικής καινοτομίας (ίσως και διάθεσης) εκ μέρους της δυναστείας.

Από το 1834 έως το 1862 γιορτάζονται στην Ελλάδα έξι δυναστικές γιορτές και δύο εθνικές. Οι δυναστικές εορτές είναι η εορτή των γενεθλίων του βασιλιά, που συμπίπτει με την επέτειο της ανόδου του στον θρόνο (20 Μαΐου / 1 Ιουνίου), η ονομαστική εορτή του βασιλιά (18/30 Σεπτεμβρίου), η εορτή των αποβατηρίων του βασιλιά (25 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου), η εορτή των αποβατηρίων της βασίλισσας (3 Φεβρουαρίου), η εορτή των γενεθλίων της βασίλισσας (9/21 Δεκεμβρίου), και η ονομαστική εορτή της βασίλισσας (25 Σεπτεμβρίου / 7 Οκτωβρίου).

Από όλες τις δυναστικές γιορτές, τα αποβατήρια ήταν αναμφίβολα η μόνη πολιτική γιορτή − αλλά δεν χαρακτηριζόταν «εθνική». Το 1858 γιορτάστηκε πάντως το ιωβηλαίο των αποβατηρίων με τη συμπλήρωση 25 χρόνων από την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο. Το τυπικό της τελετής μοιάζει να επαναλαμβάνει τις υπόλοιπες δυναστικές τελετές, υπάρχει ωστόσο μια μικρή διαφοροποίηση: στον κατάλογο αυτών που καλούνται να παρευρεθούν στον εορτασμό προστίθενται, σε υψηλή θέση ιεραρχικά, αμέσως μετά τα μέλη της κυβέρνησης, τους βουλευτές, τους γερουσιαστές και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, «τα επιζώντα μέλη, της κατά το 1833 κυβερνητικής επιτροπής και του τότε Υπουργείου» και «τα επιζώντα μέλη της εις το Μόναχον μεταβάσης και συνοδευσάσης την Α.Μ. τον Βασιλέα εις την Ελλάδα επιτροπής». Είναι η μοναδική συμβολική κίνηση, που έχω επισημάνει, όπου «παραβιάζεται» το αυστηρό και μονότονο πρωτόκολλο στο πλαίσιο των δυναστικών γιορτών.

 

Μετάλλιο του 1836,
επί τη ευκαιρία
του γάμου
των βασιλέων
Όθωνα και της Αμαλίας.
Επιγραφή:
«ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ
ΚΑΙ ΥΨΩΣΩ ΑΥΤΟΝ −
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821».
   

Κατά κάποιο τρόπο, η δυναστεία ανασυνθέτει την ιστορία μέσα από τη δική της μνήμη, στην οποία ενσωματώνει το έθνος. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος επικρίνει την ιδέα να καταργηθούν τα αποβατήρια με τη συμπλήρωση της 25ετίας, η εθνική συνέχεια ταυτίζεται με τη συνέχεια της ελληνικής μοναρχίας. Επομένως, τα αποβατήρια καταλήγουν να θεωρούνται εθνική εορτή εφάμιλλη με την 25η Μαρτίου. Γνωστός για τις φιλομοναρχικές του απόψεις, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει το 1859:

    
Είχε γίνει λόγος […] να καταργηθή η εορτή αύτη, αφού πέρυσιν ετελέσθη η εικοσιπενταετηρίς αυτής. Αλλά μετʼ ολίγον εθεωρήθη ότι η 25 Ιανουαρίου αναμιμνήσκει γεγονός του ελληνικού έθνους ιστορίας τοσούτον σπουδαίον, ώστε ήθελεν είναι άτοπον να εξαλειφθή η μνήμη αυτής από του πολιτικού ημών εορτολογίου, οιασδήποτε και αν ηθέλομεν επιχειρήσει άλλας εν αυτώ αφαιρέσεις. Τω όντι η χριστιανική ελληνική εθνικότης συνέδεσεν ανέκαθεν αναποσπάστως την έννοιαν της αυτονομίας αυτής μετά της θεσμοθεσίας της βασιλείας. Διʼο η ημέρα καθʼ ην ο βασιλεύς Όθων ήλθε να επισφραγίση τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα και να συναρμολογήση την επί 380 έτη διαρραγείσαν άλυσιν της ελληνικής μοναρχίας, δεν δύναται να έχη εν τη μνήμη του έθνους ενάμιλλον άλλην ειμή την ιεράν της 25 Μαρτίου ημέραν. Και αν όλαι αι άλλαι […] ήθελον εκλείψει από του πολιτικού ημών εορτολογίου, αι δύο όμως εκείναι πρέπει να διατηρηθώσιν. (Εφ. ο Έλλην, φ. 55, 26 Ιανουαρίου 1859, σ. 2).     

Η μετάπτωση των δυναστικών εορτών σε εθνικές ή ο εξαρχής εορτασμός μιας δυναστικής εορτής ως εθνικής παρατηρήθηκε, εξάλλου, και σε άλλες περιπτώσεις στη Δυτική Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία, καθιερώνεται για πρώτη φορά εθνική γιορτή το 1885 και επιλέγεται η 31 Αυγούστου, ημέρα γενεθλίων της Βιλχελμίνας, κόρης του βασιλιά Γουλιέλμου Γʼ και μέλλουσας βασίλισσας.

Το 1834, ο Παναγιώτης Σούτσος, ως σύμβουλος του υπουργού εσωτερικών Ιωάννη Κωλέττη, συνέταξε υπόμνημα, με το οποίο πρότεινε τη διοργάνωση ετήσιων πανελλήνιων εορτών κατά το πρότυπο της αρχαιότητας (Ίσθμια, Νέμεα, Πύθια, Ολυμπιακοί) για να τιμάται η αναγέννηση της Ελλάδας με την επανάσταση του 1821. Η αναβίωση θα είχε διπλό στόχο: την ενίσχυση του πατριωτικού αισθήματος στους έλληνες και του φιλελληνισμού στους ξένους. Ο Κωλέττης υπέβαλε την πρόταση αυτή ως επίσημη δική του πρόταση στον Όθωνα (1835), αλλά η πρότασή του δεν υιοθετήθηκε.

Δεν είναι όμως τυχαίο, ότι την ίδια χρονιά, κατά τους εορτασμούς για την άνοδο του Όθωνα στον θρόνο, οργανώθηκαν αθλητικοί αγώνες (αγώνες δρόμου, «πηδήματος» και ιππασίας), ενώ και το 1837, οριζόταν να τελούνται −στο πλαίσιο ετήσιων εκθέσεων και διαγωνισμών γεωργικής και βιομηχανικής ανάπτυξης− δημόσιοι αγώνες, «ονομαστί δε η ιπποδρομία, η πάλη, ο δίσκος, ο δρόμος, πηδήματα, ακοντίσματα, εθνικοί χοροί και άλλα γυμνάσματα». Οι νικητές, εκτός από τα «εις το πρόγραμμα της πανηγύρεως προσδιορισθέντα βραβεία», θα έπαιρναν και στεφάνι δάφνης.

Συνεπώς, παράλληλα με τις δυναστικές τελετές, εκδηλώθηκε η απόπειρα αναβίωσης αρχαίων εορτών με βάση ένα τελετουργικό λεξιλόγιο εμπνευσμένο απευθείας από την ελληνική αρχαιότητα. Το πρότυπο αυτό των τελετών χαρακτηριζόταν «εθνικώτερον» γιατί θεωρείτο, ότι ανταποκρινόταν στην ιδιαίτερη ελληνική παράδοση. Στο εισηγμένο δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, κάποιοι έλληνες αντιπρότειναν την αναβίωση της αρχαιότητας. Μάλιστα, η εφημερίδα Αθηνά διατυπώνει την άποψη το 1839, ότι οι σύγχρονες εθνικές επέτειοι, που γιορτάζονται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αντλούν την έμπνευσή τους από τις πανελλήνιες γιορτές της αρχαιότητας, οι οποίες εκπλήρωναν τον πατριωτικό τους στόχο, που ήταν η κοινωνική ενότητα και η αφοσίωση στην πατρίδα και την κυβέρνηση.

Ωστόσο, ούτε η αναβίωση των αρχαίων τελετών πέτυχε τελικά, ούτε οι δυναστικές επέτειοι κατόρθωσαν να κερδίσουν τη λαϊκή συμμετοχή και την κοινωνική συναίνεση. O John Petropulos θεωρεί, ότι η αποδοχή ή μη των εορτών, που οργάνωσε η Αντιβασιλεία και ο Όθων αντανακλούσε τη βασική πολιτισμική σύγκρουση, που υπήρχε στην Ελλάδα ανάμεσα στην ανατολική ορθόδοξη παράδοση και τη δυτική εκκοσμικευμένη κουλτούρα.

Ο γάλλος περιηγητής Jean Alexandre Buchon, στο βιβλίο που εξέδωσε το 1843, αναφέρει τη συνομιλία του με έναν χωρικό σχετικά με τον υπερβολικό αριθμό των θρησκευτικών γιορτών, που κόστιζαν πολύ σε ένα φτωχό κράτος, όπως η Ελλάδα. Στο συγκεκριμένο θέμα η άποψη του χωρικού ήταν ότι, αν η κυβέρνηση πίστευε, ότι οι γιορτές ήταν πολλές, θα μπορούσε κάλλιστα να μη θεσπίζει νέες δυναστικές γιορτές, όπως τα αποβατήρια, και να διατηρεί μόνον τις θρησκευτικές γιορτές. (La Grèce continentale et la Morèe, Paris 1843, σ. 367).

Φαίνεται λοιπόν, όπως παρατηρεί πάλι ο Petropulos, ότι «παρόλο, που ο λαός δεχόταν αρκετούς δυτικούς νεοτερισμούς με σχετική απάθεια, η δεκτικότητά του σταματούσε απότομα μπροστά σε θέματα θρησκείας». (John A. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1985, σ. 226-227).


Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος, που η Εκκλησία αποτελεί οργανικό μέρος όλων των δημόσιων τελετών. Και στη Δυτική Ευρώπη την ίδια περίοδο, παρά τη διαδικασία εκκοσμίκευσης, η Εκκλησία εξακολουθούσε να είναι παρούσα με προσευχές, δεήσεις και λειτουργίες.

Για τους βαυαρούς, που σχεδίασαν λοιπόν τις πρώτες επίσημες εορτές του ελληνικού κράτους, η συμπερίληψη της Εκκλησίας στο τελετουργικό τυπικό ήταν αυτονόητη. Στην ελληνική περίπτωση παρατηρείται ωστόσο το παράδοξο, ένας καθολικός βασιλιάς και μια προτεστάντισσα βασίλισσα να παρακολουθούν την ορθόδοξη λειτουργία σε ορθόδοξη εκκλησία σε όλες τις δημόσιες γιορτές.

Βαθιά θρησκευόμενος ο Όθωνας, παρέμεινε πιστός καθολικός σε όλη τη ζωή του, παρά την προφανή επιθυμία του λαού που κυβερνούσε να αποδεχτεί το ορθόδοξο δόγμα. (Ο Όθων, ως δευτερότοκος γιος του ηγεμόνα της Βαυαρίας, προοριζόταν για εκκλησιαστική καριέρα και γιʼ αυτό είχε λάβει αυστηρή καθολική αγωγή). Η παρουσία του στη δοξολογία, που τελείται στην εκκλησία με την ευκαιρία των κρατικών εορτών, αποδεσμεύεται προφανώς από τη (δική του) θρησκευτικότητα, αλλά επικυρώνει το συμβολικό ρόλο της Εκκλησίας ως θεσμού και ως τόπου.

Επείσακτα στοιχεία και τοπικές παραδόσεις συγχωνεύονται επομένως σε μια τελετή δυτικής έμπνευσης και ανατολικής εφαρμογής. Το ίδιο ακριβώς μείγμα εφαρμόστηκε, εξάλλου, τόσο στις δυναστικές εορτές όσο και στις εθνικές επετείους.
 
Την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα καθιερώθηκαν ως «εθνικές εορτές» η 25η Μαρτίου, από το 1838, και η 3η Σεπτεμβρίου, από το 1844. Η 3η Σεπτεμβρίου υπήρξε μία από εκείνες τις εθνικές επετείους, που συνδέθηκαν με συγκυριακές πολιτικές περιστάσεις και δεν επιβίωσαν μετά την πτώση του καθεστώτος.

Αν η επέτειος της 25ης Μαρτίου συνδεόταν με την εθνική ανεξαρτησία, η επέτειος της 3ης Σεπτεμβρίου είχε πολύ συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο και παρέπεμπε στο κίνημα, που διεκδίκησε την ψήφιση Συντάγματος. Χαρακτηριστικά, το πρώτο πρόγραμμα της σχετικής τελετής, το 1844, χαρακτήριζε την επέτειο «αξιομνημόνευτον», «ένδοξον και λαμπράν». Η ημερομηνία που επιλέχτηκε, όπως και στην περίπτωση της επετείου της επανάστασης, δήλωνε την εξέγερση και όχι το αποτέλεσμά της. Ο τρόπος εορτασμού της, ωστόσο, δε διέφερε από εκείνον των δυναστικών γιορτών: κανονιοβολισμοί, βασιλική πομπή στην εκκλησία, δοξολογία, στρατιωτική μουσική, «φωτοχυσία» στην πόλη. Με την πάροδο των χρόνων μάλιστα, ο επίσημος εορτασμός της φαίνεται, πως απέκτησε την κοινοτοπία των δυναστικών γιορτών. Στο πρόγραμμα του 1860 για τη γιορτή έχουν πλέον απαλειφθεί τα σχετικά επίθετα, που κοσμούσαν την επέτειο το 1844. Με την έξωση του Όθωνα το 1862, η επέτειος χάνει το νόημά της και καταργείται. Θα επανέλθει, μόνο ανεπίσημα, σε περιόδους πολιτικής κρίσης και αμφισβήτησης, όπως θα δούμε παρακάτω.

Αντίθετα, σταθερός παραμένει ο εορτασμός της βασικής εθνικής εορτής, της 25ης Μαρτίου. Η ετήσια περιοδικότητά του έχει εξάλλου το πλεονέκτημα να αποτυπώνει την αστάθεια των πολιτικών συγκυριών και τους κοινωνικούς διχασμούς.

Στα χρόνια της οθωνικής διακυβέρνησης, οι διαμάχες γύρω από τον εορτασμό της 25 Μαρτίου αντανακλούν δύο είδη αντιθέσεων: αφενός, την αντιπολίτευση απέναντι στον ίδιο τον Όθωνα και το απολυταρχικό του καθεστώς και αφετέρου, τις αντίπαλες εκδοχές γύρω από το ίδιο το γεγονός που μνημονευόταν − την ελληνική επανάσταση.


Η καθιέρωση της εθνικής επετείου «εις το διηνεκές» έγινε με το Β.Δ. της 15/21 Μαρτίου 1838, όπου ο εθνικός εορτασμός συνδεόταν με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου:

    
Επί τη προτάσει της ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών κτλ. Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθʼ εαυτήν εις πάντα έλληνα δια την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος δια την κατʼ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν εθνικής εορτής. (Αθηνά, φ. 518, 23 Μαρτίου 1838, σ. 3).     

Ωστόσο, η ιδέα να καθιερωθεί η 25η Μαρτίου ως εθνική εορτή είχε διατυπωθεί ήδη από το 1834, στο υπόμνημα, που είχε συντάξει στα γαλλικά ο Π. Σούτσος και το οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, είχε καταθέσει ως πρόταση για σχέδιο νόμου στον Όθωνα ο Ι. Κωλέττης με τίτλο «Περί της καθιερώσεως εθνικών εορτών και δημόσιων αγώνων κατά το πρότυπο εκείνων της αρχαιότητας». Ο συντάκτης του Παναγιώτης Σούτσος, φαναριώτης και οπαδός του «αγγλικού» κόμματος με γαλλική παιδεία, δεν αναφερόταν στη θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού κατά την αιτιολόγηση της πρότασής του. Αφού έκανε μια ιστορική αναδρομή στο ξέσπασμα της επανάστασης στη Μολδοβλαχία και στη συνέχεια στην Αχαΐα, κατέληγε:
    

Η φωτιά της επανάστασης που ξέσπασε έκαψε την Πάτρα στις 22 του ίδιου μήνα [Μαρτίου] και στις 25 ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η 25 Μαρτίου πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως η μέρα της νέας εποχής, πόσω μάλλον που αυτή η μέρα προφητεύονταν από τους καλόγερους του Μεγάλου Σπηλαίου ως η μέρα της αναγέννησης της Ελλάδας και ως τέτοια την φοβούνταν οι οθωμανοί της Πελοποννήσου και έπαιρναν μέτρα ασφαλείας.
    

Η μέρα της έναρξης της επανάστασης παρουσιάζεται επομένως ως τομή με το παρελθόν και ως μέρα αναγέννησης του έθνους. Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη για την ελληνική ιστορία εκείνη την εποχή −άποψη κληροδοτημένη από τον Διαφωτισμό−, την οποία αναπαράγει το υπόμνημα σε άλλο σημείο, το ελληνικό έθνος ήταν «νεκρό» μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και γεννήθηκε και πάλι το 1821. Η συνειρμική σύνδεση με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου συντελέστηκε προφανώς κάποια στιγμή στα χρόνια που ακολούθησαν, έτσι ώστε να ενσωματωθεί τελικά στο Β.Δ. της καθιέρωσης της εθνικής επετείου. Ενδεχομένως, η θρησκευτική χροιά οφείλεται στην πολιτική υπεροχή του «ρωσικού» κόμματος τα χρόνια 1838-1839 και στο γεγονός, ότι το διάταγμα υπογράφεται από έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του, τον Γραμματέα επί των Εσωτερικών και επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γεώργιο Γλαράκη.

Πράγματι, ο Όθων λόγω πολιτικών υπολογισμών και σκοπιμοτήτων επέλεξε, εκείνη την περίοδο, να δώσει προβάδισμα στο κόμμα των Ναπαίων και να συναινέσει σιωπηρά στην «αύξηση του εκκλησιαστικού συντηρητισμού». Η επιθυμία του βασιλιά να ενισχύσει τη δημοτικότητά του με την υποστήριξη ενός κόμματος, που εξέφραζε την Ορθοδοξία και επομένως είχε κοινωνική απήχηση, ίσως εξηγεί και το γεγονός, ότι παραχώρησε τον πλήρη έλεγχο της Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως στον ίδιο τον Γλαράκη. Η καθιέρωση της εθνικής επετείου το 1838 είναι πιθανό να εντάσσεται ακριβώς σε αυτούς τους πολιτικούς σχεδιασμούς του Στέμματος. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να εντάξουμε και την καθιέρωση ως επετείου της ίδρυσης του πανεπιστημίου την 20η Μαΐου, ημέρα εορτασμού των γενεθλίων του Όθωνα, Β.Δ. 29 Απριλίου / 11 Μαΐου 1838.

Βεβαίως, η έντονη αντιπαλότητα μεταξύ των τριών κομμάτων, οι παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων και η πολεμική, που δεχόταν ο Όθων, δεν μπορούσαν παρά να συμπαρασύρουν και την εθνική εορτή. Όπως αναφέραμε εισαγωγικά, από τη δεύτερη κιόλας χρονιά μετά την καθιέρωσή της, παράλληλα με τον επίσημο εορτασμό, τελείται και ένας ανεπίσημος, ιδιωτικός εορτασμός με πρωτοβουλία κυρίως νέων. Η αιτιολογία που προβάλλουν είναι η αδιαφορία της κυβέρνησης, που υποβαθμίζει την εθνική επέτειο συγκριτικά με τις άλλες δημόσιες γιορτές. Το τυπικό του ανεπίσημου, αντίπαλου εορτασμού έχει οπωσδήποτε κοινά στοιχεία με τις επίσημες τελετές: τελείται μνημόσυνο των πεσόντων στον αγώνα, οργανώνεται συμπόσιο, γίνονται φωταψίες, προβάλλονται συμβολικές εικόνες και εικόνες ηρώων, και ψάλλονται άσματα.

Στον τύπο εξάλλου, η περιγραφή της επίσημης γιορτής αλλάζει από χρονιά σε χρονιά, έτσι που, άλλοτε να γίνεται λόγος για «αδιαφορία και ολιγωρία» (1841), άλλοτε για «αξιοπρέπεια, ησυχία και ευταξία» κατά τον εορτασμό (1840) και άλλοτε για «πάνδημο πανήγυρι» (1842). Οι περιγραφές αυτές αντανακλούν συνήθως τη συμπολιτευόμενη ή αντιπολιτευόμενη στάση της κάθε εφημερίδας, καθώς και τις διακυμάνσεις στη δημοτικότητα του Όθωνα.

Μετά το κίνημα του 1843 και την ψήφιση του Συντάγματος, ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου εξακολουθεί να απηχεί κομματικές διαμάχες με κορύφωση τα χρόνια 1846-1847, εποχή της «κοινοβουλευτικής δικτατορίας του Κωλέττη». Ο ρουμελιώτης αρχηγός του γαλλικού κόμματος, πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1844 και θριαμβευτής στις εκλογές του 1847, φαίνεται πως επιχείρησε να ιδιοποιηθεί πολιτικά τον εορτασμό της εθνικής επετείου εισάγοντας μια καινοτομία στο τελετουργικό, με τη συναίνεση προφανώς του Στέμματος: το 1846 και το 1847, η τελετή για την 25η Μαρτίου ορίστηκε να γίνει στον τάφο του Καραϊσκάκη στο Φάληρο.

Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την αντιπολίτευση, γιατί με τον τρόπο αυτό ο εορτασμός προσωποποιούνταν και ταυτιζόταν, «εναντίον της ιστορίας», με το πρόσωπο ενός μόνου νεκρού ήρωα. Πολλώ μάλλον, που ο ήρωας αυτός ήταν ρουμελιώτης, ενώ η Πελοπόννησος διεκδικούσε (και είχε ήδη εξασφαλίσει) για τον εαυτό της τη δόξα να έχει ξεκινήσει εκεί η επανάσταση. Και μεταξύ των επαρχιών της Πελοποννήσου υπήρχαν (και υπάρχουν) ανταγωνισμοί ως προς το πρωτείο στην κήρυξη της επανάστασης. Η παγίωση του μύθου της Αγίας Λαύρας, για παράδειγμα, συνδέθηκε οπωσδήποτε με την πολιτική δύναμη των τοπικών προυχόντων. (Βλ. σχετικά Κ. Θεοδώρου (=Κ. Λάππας), «Στην Αγία Λαύρα πρώτα… ή το λάβαρο της Αγίας Λαύρας», εφ. Αυγή, 25 Μαρτίου 1979).

Η εφημερίδα Χρόνος, φιλική προς τον Κωλέττη, υποστηρίζει την επιλογή του πρωθυπουργού, στηλιτεύοντας τα τοπικιστικά συμφέροντα:

    
Κακώς δε και κακοβούλως μάλιστα διισχυρίσθησαν τινές, ότι η τιμή της εορτής ανήκει κυρίως εις την Πελοπόννησον, διότι το έθνος δεν πανηγυρίζει απλώς την πρώτην της επαναστάσεως ημέραν, αλλά την μνήμην των υπέρ πατρίδος πεσόντων δοξάζει, και όλην την επανάστασιν μνημονεύει, και όλα όλων των ελλήνων τα έργα τιμά. Η εορτή δε δεν είναι πελοποννησιακή, αλλʼ εθνική, διότι όλον το έθνος υπέρ της Ελλάδος και ηγωνίσθη και έπαθε. (Εφ. Χρόνος, φ. 127-8, 27 Μαρτίου 1846, σ. 3).     

Το «σκάνδαλο» σχετικά με τον εορτασμό της εθνικής επετείου τα χρόνια 1846-1847 έχει λοιπόν σαφείς κομματικές και τοπικιστικές διαστάσεις, αλλά συνδέεται και με τις αντίπαλες ερμηνείες της ελληνικής επανάστασης. Οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι πολιτικοί διχασμοί των χρόνων του αγώνα αντανακλώνται αναπόφευκτα στη μνήμη του μείζονος εθνικού γεγονότος, όπως αναπαράγεται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του. Όσο μάλιστα γερνάει η γενιά της επανάστασης και ολοκληρώνεται ο βιολογικός κύκλος των σημαντικότερων αγωνιστών, τόσο καταβάλλεται προσπάθεια να κατατεθούν γραπτά οι μαρτυρίες μέσω της έκδοσης απομνημονευμάτων, κάποιων και μετά θάνατον. Το εθνικό πάνθεον δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί, δεδομένου μάλιστα, ότι οπλαρχηγοί και προύχοντες της επανάστασης εξακολουθούσαν να διαδραματίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή του βασιλείου και να εμπλέκονται σε νέες, κομματικές διαμάχες.

Ενδεχομένως ο Κωλέττης, παντοδύναμος τη δεκαετία του 1840, να θέλησε να αξιοποιήσει τη συγκυρία για να τονίσει τη συμβολή της Ρούμελης στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Αυτό μπορούμε να υποθέσουμε από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, καθώς και από την πρόταση του Ρήγα Παλαμήδη, επιφανούς στελέχους του «γαλλικού» κόμματος, αλλά πελοποννήσιου, την 25η Μαρτίου 1847, η τελετή να γίνει στον τάφο του Κολοκοτρώνη και όχι του Καραϊσκάκη. Κάποιοι, άλλωστε, κατηγορούσαν τον Καραϊσκάκη ως «κακούργο». (Εφ. Χρόνος, φ. 127-8, 27 Μαρτίου 1846, σ. 3. Το 1824, ο Καραϊσκάκης είχε καταδικαστεί ως προδότης από στρατιωτικό δικαστήριο στο Μεσολόγγι. Βλ. Δ. Τζάκης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Ιστορική Βιβλιοθήκη: Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας, εφ. Τα νέα, Αθήνα, 2009).

Ο Κολοκοτρώνης είχε πεθάνει το 1843, έχοντας υπαγορεύσει τα απομνημονεύματά του στον Γ. Τερτσέτη από το 1836, τα οποία είχαν δημοσιευτεί ακριβώς ένα χρόνο πριν από την πρόταση του Παλαμήδη, το 1846. Η διαδικασία ηρωοποίησής του υποστηρίχτηκε από πληθώρα κειμένων, τόσο ιστοριογραφικών όσο και μυθιστορηματικών, που τον ανέδειξαν ως εθνικό αλλά και λαϊκό ήρωα.

Στον αντίποδα του «γέρου του Μοριά», ο αντίπαλός του Καραϊσκάκης, νεκρός στο πεδίο της μάχης από το 1827, κατακτούσε τη δική του θέση στο μύθο της επανάστασης, ως «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» (σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά). Το 1835 μάλιστα έγινε τελετή ανακομιδής των οστών του από τη Σαλαμίνα στο Φάληρο, παρουσία του Όθωνα και της Αμαλίας.

Η ρομαντική ιστοριογραφία της εποχής προωθεί πράγματι μια ανάγνωση του παρελθόντος, που στηρίζεται στη δράση των «μεγάλων ανδρών», οι οποίοι εξάλλου προσωποποιούν και ενσαρκώνουν τις αρετές του έθνους. Ο εορτασμός της εθνικής επετείου λοιπόν, δεν υπήρξε ποτέ απρόσωπος. Αντίθετα, τόσο στις επίσημες όσο και στις ανεπίσημες τελετές αναγράφονταν τα ονόματα ένδοξων μαχών και ένδοξων αγωνιστών σε αψίδες κατασκευασμένες ειδικά για τη γιορτή, ενώ κυκλοφορούσαν και εικόνες τους.

Για παράδειγμα, στον αντιοθωνικό εορτασμό του 1841, στον οποία αναφερθήκαμε ήδη, κεντρική θέση κατείχε η εικόνα του Κοραή, επειδή συμβόλιζε τις δημοκρατικές ιδέες και την αντίσταση προς την τυραννία. Οι ήρωες που τιμούνται είναι οι νεκροί ήρωες και κυρίως εκείνοι, που έχουν θυσιαστεί για την πατρίδα.

Σε ό,τι αφορά στην ελληνική επανάσταση, πρόκειται μάλλον στην αρχή για μαρτυρολόγιο και στη συνέχεια για πάνθεον. Ένα πάνθεον, που δεν παγιώνεται πριν από τη δεκαετία του 1880. Επισφράγισμα της εξιδανικευμένης και μυθοποιημένης εικόνας της επανάστασης μπορεί να θεωρηθεί ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1884, με την έκθεση «μνημείων του ιερού αγώνος» και τον σχετικό κατάλογο εικόνων των ηρώων του 1821, προϊόν συνεργασίας του συλλόγου Παρνασσός και της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. (Βλ. Χριστίνα Κουλούρη − Χρήστος Λούκος, Τα πρόσωπα του Καποδίστρια. Ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας και η νεοελληνική ιδεολογία 1831-1996, Αθήνα, Πορεία, 1996, σ. 85).

Προτάσεις για την κατασκευή ενός εθνικού πανθέου ή ηρώου, δηλαδή μνημείου, που θα τιμούσε τη μνήμη όσων συνέβαλαν στην ελληνική επανάσταση, είχαν διατυπωθεί αρκετά νωρίς, αλλά καμία δεν υλοποιήθηκε, ούτε καν εν όψει του εορτασμού της πεντηκονταετηρίδας της επανάστασης (1871), παρά τη σχετική πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά Γεωργίου Αʼ.

Ελλείψει συναίνεσης, συνεχίζει να εμπλουτίζεται με ηρωικές μορφές το πάνθεον των ηρώων. Περίοπτη θέση στο πάνθεον αυτό κατακτά αρκετά νωρίς, ως εθνομάρτυρας (στον Τύπο της εποχής χαρακτηρίζεται «ιερομάρτυς») ο Πατριάρχης Γρηγόριος Εʼ. Ο εορτασμός της πεντηκονταετηρίδας της ελληνικής επανάστασης συνδυάζεται με την ανακομιδή των οστών του, ενώ την επόμενη χρονιά συνδυάζεται με την ανέγερση του ανδριάντα του στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί συναντά τον ανδριάντα του Ρήγα Φεραίου, που είχε τοποθετηθεί το 1871, ενώ ο ανδριάντας του Κοραή θα τοποθετηθεί λίγα χρόνια αργότερα, το 1875.

Οι συμβολισμοί, που συνοδεύουν τον εθνομάρτυρα Πατριάρχη, είναι πολλοί και απαντούν σε πολιτικά αιτήματα της εποχής: εθνική ενότητα πέρα από πολιτικές διαμάχες και διχασμούς −στη διάρκεια της επανάστασης, αλλά και μετά την ανεξαρτησία−, σύμπτωση «ελληνισμού» και «ορθοδοξίας», αλυτρωτικά οράματα.

Η μνημόνευση επομένως της ελληνικής επανάστασης και η, για πρώτη φορά, συναινετική προσωποποίησή της με την τελετή της ανακομιδής των λειψάνων του Γρηγορίου Εʼ προσδίδουν στην εθνική επέτειο του 1871 το ιδιαίτερο νόημα, που οφείλουν να έχουν τα ιωβηλαία, οι εορτασμοί δηλαδή, που σηματοδοτούν κάτι διαφορετικό από την ετήσια κανονικότητα της επετειακής τελετουργίας.

Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι, στη συγκυρία αυτή, αντιστράφηκε η σχέση δυναστικών και εθνικών εορτών. Αν στην περίπτωση της εικοσιπενταετηρίδας της ανόδου του Όθωνα στον θρόνο, το 1858, μια δυναστική εορτή επιχειρήθηκε να ερμηνευτεί ως εθνική, κατά την πεντηκονταετηρίδα της ελληνικής επανάστασης, μια εθνική εορτή επιχειρείται να ταυτιστεί με τη δυναστεία.

Η περίοδος των πρώτων δεκαετιών του ελληνικού κράτους σηματοδότησε την κατασκευή ενός εθνικού εορτολογίου, που επιβίωσε ως τις μέρες μας. Μεταξύ των εορτών που επιβίωσαν είναι και η εκπαιδευτική εθνική εορτή των Τριών Ιεραρχών. (Για την εθνικοποίηση μιας εκκλησιαστικής γιορτής και τις ποικίλες «παρασημάνσεις» της, βλ. Έφη Γαζή, Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών. Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», Αθήνα, Νεφέλη, 2004.

Η έξωση του Όθωνα το 1862 και η άφιξη ενός νέου δυναστικού οίκου στην Ελλάδα δεν είχε επιφέρει κάποια σημαντική αλλαγή στον εορτασμό των επετείων. Η 25η Μαρτίου συνεχιζόταν να εορτάζεται σταθερά ως μοναδική πλέον εθνική επέτειος (μετά την κατάργηση της 3ης Σεπτεμβρίου), ενώ νέες δυναστικές γιορτές καθιερώθηκαν, από τις οποίες σημαντικότερες φαίνεται πως ήταν η ονομαστική γιορτή του βασιλιά Γεωργίου Αʼ στις 23 Απριλίου και του διαδόχου Κωνσταντίνου στις 21 Μαΐου. Εξάλλου, τελετές οργανώνονταν με αφορμή γεγονότα συνδεδεμένα με τη βασιλική οικογένεια, όπως γάμοι, γεννήσεις και βαφτίσεις. Οι γάμοι του Γεωργίου με την ορθόδοξη πριγκίπισσα Όλγα, ανιψιά του τσάρου Αλέξανδρου Βʼ  (15 Οκτωβρίου 1867), η γέννηση του διαδόχου (21 Ιουνίου 1868) και η βάφτισή του (22 Αυγούστου 1868) υπήρξαν γεγονότα, που γιορτάστηκαν με μεγάλη λαϊκή συμμετοχή και ενίσχυσαν το γόητρο της δυναστείας στην εποχή της έξαρσης του κρητικού ζητήματος.

Ειδικότερα η βάφτιση του διαδόχου εορτάστηκε ως εθνικό γεγονός: ήταν ο πρώτος έλληνας ηγεμόνας, που βαφτιζόταν ορθόδοξος και το όνομα Κωνσταντίνος, που του δόθηκε, παρέπεμπε στη συνέχεια με τους Παλαιολόγους, ενώ με Β.Δ. έλαβε και τον τίτλο του «Δούκα της Σπάρτης». Η κολυμβήθρα του στοίχισε 100.000 χρυσά φράγκα και για τη βάφτιση μεταφέρθηκε νερό από τον ποταμό Ιορδάνη.

Έως τη δεκαετία του 1870, ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου πρόσφερε τη δυνατότητα στον Γεώργιο Αʼ για προσωπική προβολή με επιλεγμένες συμβολικές κινήσεις, μέσα στο πλαίσιο του καθιερωμένου τελετουργικού. Πυρήνας της τελετής ήταν, από την εποχή της καθιέρωσης της επετείου, η βασιλική πομπή από το παλάτι στη μητρόπολη και στη συνέχεια πίσω στο παλάτι, μέσα από κεντρικούς δρόμους, όπου υπήρχε παραταγμένος στρατός και πλήθος θεατών.

Κατά τον εορτασμό της εθνικής επετείου το 1867, ο Γεώργιος κάλεσε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, «ένα των ενδοξοτέρων επιζώντων αντιπροσώπων της μεγάλης εποχής του 1821», να καθήσει δίπλα του πάνω στην άμαξα στην πομπή από το παλάτι προς τη μητρόπολη. Βεβαίως, τιμή προς τους πρωταγωνιστές της επανάστασης αποδίδονταν και από τον Όθωνα με διάφορους τρόπους (πρόσκληση στο επίσημο δείπνο στο παλάτι την ίδια μέρα, αγαθοεργίες, κ.λπ.) αλλά ήταν, εξ όσων γνωρίζω, η πρώτη φορά, που ο μονάρχης περιέλαβε στη δημόσια τελετή της επετείου εκπρόσωπο των αγωνιστών σε ισότιμη με εκείνον θέση. Με τη συμβολική αυτή χειρονομία, ο ηγεμόνας πρόβαλλε τη δυναστεία ως οργανικό μέρος της εθνικής μνήμης και τον εαυτό του ως μέρος του έθνους, παρόλο που ο ίδιος ήταν «ξένος».

Το 1871, το μήνυμα της ταύτισης με το έθνος και της πολιτικής νομιμοποίησης του βασιλιά γίνεται σαφέστερο, με έμφαση στη συνέχεια ανάμεσα στην ελληνική επανάσταση και το ελληνικό κράτος, που εκπροσωπούνταν από τον τότε ηγεμόνα του. Ο εορτασμός της πεντηκονταετηρίδας της επανάστασης έφθασε να συμπέσει με την ονομαστική γιορτή του Γεωργίου και, παρόλο που εν τέλει οι δύο τελετές διαχωρίστηκαν, η χρονική εγγύτητα ανακαλούσε συνειρμικά τη συμβολική τους σύνδεση.

Ωστόσο, οι ανωμαλίες στην εσωτερική πολιτική κατάσταση, οι συχνές εκλογές, η εναλλαγή των κυβερνήσεων και οι μείζονες κρίσεις του πολιτικού συστήματος, όπως το Λαυρεωτικό και τα Στηλιτικά, άγγιξαν και τον ίδιο τον Γεώργιο και έβλαψαν το κύρος του Στέμματος. Τον Ιούνιο του 1874, εξάλλου, ο Χαρίλαος Τρικούπης θα δημοσιεύσει στην εφημερίδα Καιροί το περίφημο άρθρο του «Τις πταίει;». Ταυτόχρονα, οι κραδασμοί στην εξωτερική πολιτική, με την ενίσχυση των βαλκανικών εθνικισμών και την άνοδο της σλαβοφοβίας στην ελληνική κοινωνία, αποτυπώνονταν στους εσωτερικούς κομματικούς ανταγωνισμούς, αλλά και σε κινήσεις των φοιτητών, οι οποίοι είχαν κάνει −ήδη από την οθωνική περίοδο− αισθητή την παρουσία τους ως συγκροτημένη κοινωνική ομάδα με πολιτικές διεκδικήσεις.
 
 

 
Αξιωματικοί της εθνοφυλακής
και της πανεπιστημιακής φάλαγγας.
 
Η περίοδος από τον Νοέμβριο
1873 έως τον Ιανουάριο 1874
σφραγίζεται από φοιτητικές
ταραχές με αίτημα την ανα-
σύσταση της πανεπιστημια-
κής φάλαγγας.

Για μια ακόμη φορά, εξάλλου,
το 1875, όπως στην οθωνική
περίοδο, η εθνική επέτειος
της 25ης Μαρτίου θα χρησιμο-
ποιηθεί ως αφορμή για αντιπο-
λιτευτικές εκδηλώσεις από
τους φοιτητές.

Μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας
του 1870, ούτε οι φοιτητές
ούτε οι μαθητές μετέχουν στον
επίσημο δημόσιο εορτασμό της
εθνικής επετείου.
  
Η πανεπιστημιακή φάλαγγα, ένοπλο σώμα φοιτητών, που διοικούνταν από τους καθηγητές του πανεπιστημίου, ήταν επιφορτισμένη με την τήρηση της τάξης και παρήλαυνε περιστασιακά στους δρόμους της πρωτεύουσας, όχι όμως και για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Η φάλαγγα υπήρξε ένα σχολείο πολιτικής διαπαιδαγώγησης για τους φοιτητές, ενίσχυσε την αυτοσυνειδησία τους και υπέθαλψε τη σύνδεση της ιδιότητας του φοιτητή με τον ρόλο του στρατιώτη.

Η ενεργός συμμετοχή των φοιτητών στα εθνικά θέματα στη δεκαετία του 1870 αποτελούσε έκφραση τόσο της πολιτικοποίησης όσο και της στρατιωτικοποίησης της νεολαίας, στο πλαίσιο της γενικευμένης έξαρσης του μεγαλοϊδεατισμού και του αιτήματος για ισχυρό στρατό. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι το 1871 εισήχθησαν οι υποχρεωτικές στρατιωτικές ασκήσεις στα ελληνικά σχολεία και τα Γυμνάσια και η διδασκαλία τους ανατέθηκε στους ανθυπασπιστές του στρατού, ενώ το 1875 ανασυστάθηκε εν τέλει και η πανεπιστημιακή φάλαγγα. (Είχε συσταθεί το 1862 και αυτοδιαλύθηκε το 1864. Αίτημα για ανασύστασή της διατυπώθηκε το 1866, λόγω της κρητικής επανάστασης. Καταργήθηκε οριστικά το 1878, με την καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας).

Το 1876 συντάχθηκε «Στρατιωτικός Κανονισμός της Πανεπιστημιακής Φάλαγγος» και επιβλήθηκε ο «Στρατιωτικός κανονισμός των μαθητών των Γυμνασίων του κράτους», σύμφωνα με τον οποίο όλα τα Γυμνάσια αποτελούσαν σώματα «στρατιωτικώς συντεταγμένα».

Οι εξελίξεις αυτές εξηγούν τις δύο σημαντικές αλλαγές, που συμβαίνουν στο τυπικό του εορτασμού της εθνικής επετείου μέσα στη δεκαετία του 1870: την πρώτη στρατιωτική παρέλαση το 1875 και τη συμμετοχή των φοιτητών (μέσω της πανεπιστημιακής φάλαγγας) στον επίσημο εορτασμό το 1876.

 

 
Από την παρέλαση της Σχολής Ευελπίδων της 25ης Μαρτίου 1936
εμπρός από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
Οι στρατιωτικές παρελάσεις άρχισαν να συμπεριλαμβάνονται
στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου από το 1875.
 

Στρατός, φοιτητές και παρελάσεις
Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1875 τα είχε όλα, παρουσιάζοντας «ευφρόσυνον άμα και λυπηρόν θέαμα» (Παλιγγενεσία, φ. 3162, 27 Μαρτίου 1875, σ. 1): βασιλική πομπή, δοξολογία, στρατιωτική παρέλαση, αντιπολιτευτικές εκδηλώσεις, «εθνικές συναθροίσεις» σε συλλόγους, φωταψίες, λόγους πατριωτικούς. Και κάτι επιπλέον: την ανεπίσημη αναβίωση της εθνικής εορτής της 3ης Σεπτεμβρίου. Μάλιστα ο σύλλογος «Κοραής» οργάνωσε στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση μνημόσυνο, όχι μόνο για τους αγωνιστές του 1821, αλλά και για τους «πρωτουργούς της μεταπολιτεύσεως της 3ης Σεπτεμβρίου», την ώρα που στη μητρόπολη τελούνταν η επίσημη δοξολογία για την εθνική εορτή με την παρουσία της βασιλικής οικογένειας και της κυβέρνησης. Γράφει η Παλιγγενεσία:

    
Την 25 Μαρτίου εώρτασαν αι λέσχαι και οι σύλλογοι και επανηγύρισεν ο λαός! Λόγοι εξεφωνήθησαν και ευχαί ανεγνώσθησαν υπέρ των αοιδίμων αγωνιστών του 1821 και υπέρ των εργασθέντων δια την 3 Σεπτεμβρίου του 1843. Τας δύο αυτάς ημέρας συναφείς και αδιαιρέτους νομίζει το έθνος, ουδέ εννοεί πώς δύναται η μία χωρίς της άλλης να συνυπάρξη, πώς εν άλλοις λόγοις δύναται η Ελλάς να ήναι ανεξάρτητος και αυτόνομος, άνευ πολιτεύματος συνταγματικού, άνευ αντιπροσωπείας εθνικής. (φ. 3163, 28 Μαρτίου 1875, σ. 1).     

Στους εορτασμούς, που οργάνωσαν ο σύλλογος
«Κοραής» και η Λέσχη των Φοιτητών, οι δύο
γιορτές συνδέονται στο συμβολικό επίπεδο, έτσι
ώστε το εθνικό να συνδυαστεί με το πολιτικό
και να καταγγελθεί η ανώμαλη και αντισυνταγμα-
τική λειτουργία της Βουλής. Εν μέσω των Στηλι-
τικών, η εθνική εορτή χρησιμοποιείται λοιπόν,
για να υπενθυμίσει, ότι η φιλελεύθερη πολιτική
κληρονομιά της επανάστασης έχει διαψευστεί.

Πράγματι, η πολιτική διαμαρτυρία διατρέχει τις
περιγραφές των εορτασμών στον Τύπο, όπου
καταγράφεται η απουσία πολλών προσκεκλημέ-
νων από τα ανάκτορα για το καθιερωμένο δεί-
πνο (μόνο 79 από τους 120 προσκεκλημένους
προσήλθαν τελικά σύμφωνα με τον Αιώνα,
φ. 3117, 27 Μαρτίου 1875, σ.3), ενώ ο λαός
εμφανίζεται να παρακολουθεί την πομπή και την παρέλαση «σιωπηλός» χωρίς ζητωκραυγές και επευφημίες προς τη βασιλική οικογένεια. Για «νεκρότητα των αισθημάτων» μιλάει η Εφημερίς του Δ. Κορομηλά (25 Μαρτίου 1875, σ. 2), για «τυπική, ψυχρά, πενθίμη» τελετή, το Εθνικόν Πνεύμα (29 Μαρτίου 1875, σ. 1), όργανο του κόμματος του Αλ. Κουμουνδούρου.
 
Τον παλμό που λείπει από τον
επίσημο εορτασμό αναλαμβά-
νουν να αντισταθμίσουν οι φι-
λολογικοί και πολιτικοί σύλλο-
γοι. Βρισκόμαστε άλλωστε
στην εποχή του γοργού πολ-
λαπλασιασμού των εθελοντι-
κών συσσωματώσεων, στην
εποχή της «συλλογομανίας».
Στην πρωτεύουσα, εκτός από
τους συλλόγους που αναφέρ-
θηκαν, εορταστικές εκδηλώσεις
οργάνωσαν επίσης ο Βύρων,
η Εθνική Παλιγγενεσία και ο Παρνασσός,
ενώ πολλές εκδηλώσεις από συλλό-
γους έγιναν και στην επαρχία.


Παρά το βαρύ κλίμα, που περιγράφουν οι εφημερίδες, ο εορτασμός του 1875 περιείχε μια καινοτομία, της οποίας δεν αξιολογήθηκε τότε η σημασία: τη στρατιωτική παρέλαση. Στη Γαλλία και στα γερμανικά κράτη, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η στρατιωτική παράταξη, επιθεώρηση και παρέλαση αποτελούσε τμήμα του εορταστικού κώδικα των δημόσιων εορτών, που ακόμη κι αν δεν επρόκειτο για γιορτές «εθνικές», ήταν τελετές, που είχαν ως στόχο την πολιτική νομιμοποίηση και την κοινωνική συνοχή.

Στην Ελλάδα, ο στρατός ήταν πάντοτε παρών στην εθνική εορτή, παραταγμένος στους δρόμους απʼ όπου περνούσε η βασιλική πομπή στην καθιερωμένη διαδρομή παλάτι−εκκλησία−παλάτι, αλλά δεν παρήλαυνε. Το 1875, για πρώτη φορά, ο στρατός, με τη στρατιωτική μπάντα να προηγείται, παρέλασε μπροστά στα ανάκτορα, όπου στέκονταν ο βασιλιάς, η βασίλισσα, ο διάδοχος, οι βασιλόπαιδες, ο πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο.

Την επόμενη χρονιά, η παρέλαση δεν θα γίνει λόγω βροχής. Ο στρατός θα παραταχθεί κανονικά, ωστόσο στη διαδρομή της βασιλικής πομπής, με μια προσθήκη, που χαιρετίζεται από τον τύπο για το συμβολικό της βάρος: την πανεπιστημιακή φάλαγγα. Τις αμέσως προηγούμενες μέρες, στο πεδίο του Άρεως, είχαν γίνει στρατιωτικά γυμνάσια με τη συμμετοχή των φοιτητών, καθώς και παράταξη και επιθεώρηση όλων των σωμάτων από τον βασιλιά. Φοιτητές και στρατός είναι πλέον οι πρωταγωνιστές της εθνικής εορτής. Οι μαθητές, παρά τη στρατιωτική τους οργάνωση, δεν έχουν ακόμη συμμετοχή ως συντεταγμένο σώμα στις δημόσιες τελετές των εθνικών επετείων. Η πρώτη αναφορά για μαθητική παρέλαση σε εορτασμό εθνικής επετείου, που έχω εντοπίσει μέχρι στιγμής, τοποθετείται μόλις το 1899.


 

 
Καρναβαλικά δρώμενα κατά τον εορτασμό του '21
από τη σύγχρονη Ρωμιοσύνη.
 


Αντι επιλόγου:
«Εδώ κείται η 25 Μαρτίου 1821»

Σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, κατά τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους, εισάγονται στο δημόσιο ημερολόγιο εορτές, που συνδέονται με τη δυναστεία, όπως συμβαίνει παντού στην Ευρώπη, καθώς και εθνικές εορτές. Η βασική εθνική εορτή είναι η 25η Μαρτίου, η οποία μνημονεύει την ιδρυτική πράξη του ελληνικού έθνους−κράτους, την ελληνική επανάσταση. Για όλους τους εορτασμούς καθιερώνεται ένα παρεμφερές τελετουργικό, επίσης εμπνευσμένο από το δυτικοευρωπαϊκό τυπικό των δημόσιων πολιτικών τελετών, όπου κεντρική θέση έχει ο μονάρχης.

Η βασιλική πομπή αποτελεί τον πυρήνα αυτού του τελετουργικού καθορίζοντας επίσης, στο χώρο της πρωτεύουσας, έναν βασικό «εορταστικό άξονα» ανάμεσα στο παλάτι και τη μητρόπολη. Τα ανάκτορα και η πλατεία Συντάγματος σηματοδοτούν το κέντρο του αστικού τοπίου, εκεί όπου εντοπίζονται οι εορτασμοί και η στρατιωτική παρέλαση μετά το 1875. Η επιλογή αυτή, εξάλλου, επικυρώνει την κεντρική συμβολική θέση της μοναρχίας στην εθνική επέτειο.

Τόσο ο Όθων όσο και, πολύ περισσότερο, ο Γεώργιος Αʼ θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη μαζικότητα των εθνικών επετείων, για να προβάλουν το πρόσωπό τους και να ενισχύσουν το γόητρο της δυναστείας. Εντούτοις, η πολιτική εργαλειοποίηση της επετείου οδηγούσε σε αντίθετα αποτελέσματα από τις αρχικές προθέσεις, εφόσον η 25η Μαρτίου χρησιμοποιήθηκε, σε στιγμές πολιτικής κρίσης, ως αφορμή για αντιπολιτευτικές εκδηλώσεις και αμφισβήτηση του μονάρχη.

Παρακολουθώντας τις διακυμάνσεις της δημοτικότητας του βασιλιά και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, το νόημα της εθνικής επετείου δεν ήταν επομένως σταθερό, παρά την ιδιότυπη τελετουργική μονοτονία του εορτασμού. Αλλά και το ίδιο το γεγονός, που εορταζόταν, άλλαζε περιεχόμενο, ερμηνείες και ηρωικές μορφές, ανάλογα με το πολιτικό μήνυμα, που η κάθε κοινωνική και πολιτική ομάδα ήθελε να μεταδώσει.

Οι αντίπαλες αναπαραστάσεις του παρελθόντος δήλωναν πράγματι την προσπάθεια κάθε πολιτικής και κοινωνικής ομάδας να επιβάλει τη δική της εκδοχή ως βάση της εθνικής ταυτότητας. Παράλληλα, η κοινή σε όλους εξιδανίκευση του «ηρωικού» παρελθόντος οδηγούσε στην, επίσης κοινή, υποτίμηση του παρόντος: οι εκάστοτε σύγχρονοι συγκρίνονταν με τις ηρωικές μορφές και τις αξίες, που οι πρωταγωνιστές του ένδοξου παρελθόντος (του αγώνα του 1821) θεωρούνταν, ότι ενσάρκωναν.

Το έθνος αναπαρίσταται από τον στρατό και τους φοιτητές, που παρελαύνουν. Όχι γιατί είναι φορείς μιας μνήμης σε σχέση με το ηρωικό παρελθόν, αλλά γιατί συμβολίζουν διαφορετικές όψεις ενός μεγαλοϊδεατικού μέλλοντος.



Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από άρθρο της κ. Κουλούρη με τίτλο:
«Γιορτάζοντας το έθνος:
εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα»,
που αναρτήθηκε στο: www.academia.edu.
Oι εικόνες και οι υπότιτλοι έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».



Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Πρύτανις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Έχει σπουδάσει στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην École des Hautes Études en Sciences Sociales και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris I). Έχει διδάξει και έχει δώσει διαλέξεις σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια στην Ευρώπη, την Ασία και τις ΗΠΑ. Ήταν επισκέπτρια καθηγήτρια και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (2010), στο Πανεπιστήμιο Princeton (2017) και στο Πανεπιστήμιο του Regensburg (2019). Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για τη διδασκαλία της ιστορίας, τα σχολικά εγχειρίδια, τη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και ιστορικής μνήμης, τη βαλκανική ιστορία, τη δημόσια ιστορία και την ιστορική κουλτούρα καθώς και την ιστορία του αθλητισμού και των Ολυμπιακών Αγώνων.